DEAD MAN’S EYES: Words of Prey [Tonzonen
Records, 2018]
Γερμανοί(;) από την Κολωνία είναι οι Dead Man’s Eyes και αν κρίνω απ’ όσα
γράφουν οι ίδιοι στο bandcamp τους το “Words of Prey”
είναι το πρώτο ολοκληρωμένο άλμπουμ τους (είχε προηγηθεί ένα ψηφιακό LP το
2013). Γενικώς, δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία γι’ αυτό το… νεοψυχεδελικό γκρουπ
(ούτε στο χειροπιαστό CD
τους, ούτε στο bandcamp
τους), καθώς το μόνο που ξέρουμε για ’κείνους είναι πως οι στίχοι τους είναι
γραμμένοι από κάποιον Simon Mead.
Τέλος πάντων… ας πάμε στο άκουσμα.
Το “Words of Prey”
περιέχει εννέα κομμάτια μικρής και μέσης διάρκειας. Είναι ένα άλμπουμ με κάποια
(ηχητικά) ψυχεδελικά στοιχεία (αρκετά κατά τόπους), αλλά έτσι όπως είναι τούτα
ανακατεμένα με κάτι… indie
αναφορές, το τελικό αποτέλεσμα μένει κάπως ξεκρέμαστο. Δεν είναι όμως κακό – σε
καμμία περίπτωση.
Το πρώτο, λοιπόν, αυτό άλμπουμ των Dead Man’s Eyes ξεκινάει
κάπως χαλαρά και σχετικώς αλλοπρόσαλλα, αλλά στο τέταρτο κομμάτι, το “What are you waiting for” δίνει ένα πρώτο peak – μ’ ένα track, που θυμίζει… εντόνως End ή
τους κλώνους των nineties
και βασικά τους Charlatans.
Μέσο τέμπο, πειραγμένα φωνητικά και μια pop αφήγηση για… σεμινάριο. Πολύ ωραίο τραγούδι. Και το επόμενο “This old place” στο ίδιο πάνω-κάτω
ύφος κινείται, αν και περισσότερο bluesy – κι αυτό πολύ καλό, και με ωραία οργανικά ντεμαράζ μετά
τη μέση. Άλλο ωραίο τραγούδι είναι το “Two dozen eyes”, που έχει τα ίδια περιπετειώδη φωνητικά, αλλά η βάση του
είναι folky ή εν πάση περιπτώσει electric-folky,
για να ολοκληρωθεί το “Words of Prey”
με ακόμη δύο ωραία τραγούδια. Το 2λεπτο κομψοτέχνημα “Robot Sophia” και κυρίως το 5λεπτο “Fire of my own”, που σαν ήχος ανακαλεί
στη μνήμη μου κάτι από το δεύτερο άλμπουμ των Βρετανών Kaleidoscope, το “Faintly Blowing” [Fontana, 1969]. Γενικώς, όλο το άλμπουμ
ηχεί προς τα εκεί (είπαμε End,
Kaleidoscope…) κι αυτό
δεν είναι σώνει και καλά κακό…
Πλάκα κάνω…
JUNE BUG: A Thousand Days [Atypeek Music / Pied
de Biche / Araki Records, 2018]
Δεν είναι πολλά πράγματα γνωστά γι’ αυτό το (καινούριο) σχήμα,
που φαίνεται ν’ αποτελείται από την τραγουδίστρια Sarah June και τον Béryl Benyoucef, που παίζει κιθάρες – και
ό,τι άλλο ακούγεται στο “A Thousand Days”. Έχοντας πρωτότυπο υλικό να
διαχειριστούν, οι June Bug
είναι ένα συγκρότημα που θέλει να κινηθεί σ’ ένα χώρο κάπως ιδιαίτερο… κάτι σαν
folktronica ας πούμε. Να παρουσιάσουν δηλαδή,
πρωτότυπες το ξαναλέω, folk μελωδίες, μ’ έναν τρόπο σύγχρονο. Με
πολλές κιθάρες και τα ανάλογα εφφέ, με σύνθια και με ρυθμικό τμήμα κάπως
«έτοιμο», αλλά εν πάση περιπτώσει επαρκές. Αν αφήσουμε τα… δευτερεύοντα στην
άκρη, το πώς θα ντύσεις την πρώτη ύλη σου δηλαδή, εκείνο που μένει για να αξιολογηθεί
είναι η… πρώτη ύλη. Και αυτή είναι εξαιρετική, από ένα σημείο και μετά.
Θέλω να πω πως το
συγκρότημα από τη τέταρτο κομμάτι και κάτω αρχίζει να «ανεβαίνει» δίνοντας
πραγματικά ωραία τραγούδια –πολύτιμα σχεδόν– όπως το κάπως Barrett-ικό “Mama”, το deep-folk και κάπως pagan “By the fire”, το περισσότερο ambient στην αρχή και περισσότερο electro στη συνέχεια “Psychose” (που έχει πάντως θεσπέσια μελωδική
γραμμή), το έξοχο pop-folk “Let it rest” , το εύθραυστο και κάπως σπαρακτικό “Does it matter”, το… το-ίδιο-καλό για κλείσιμο “Silenced”.
Αν όλα τα κομμάτια ήταν
όπως αυτά του… δεύτερου μέρους θα είχα το “A Thousand Days” ως ένα από τα καλύτερα άλμπουμ που
άκουσα έως τώρα (μέσα στο 2018). Κι έτσι
όμως δεν δηλώνω παραπονούμενος…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου