Ο 55χρονος Gianni Lenoci είναι ένας από τους πιο σημαντικούς, σημερινούς, ιταλούς
πιανίστες-αυτοσχεδιαστές. Είναι δε, φρονώ, γνωστός και στην Ελλάδα, αφού έχει
συνεργαστεί σε παραστάσεις και στη δισκογραφία με τον Σάκη Παπαδημητρίου και την Γεωργία Συλλαίου (άκου, ας πούμε, το “Nosferatu a Monopoli” από το 2005),
όπως και με την ελληνική Plus’
n’ Minus Collective Orchestra στο πλαίσιο των
49ων Δημητρίων, στη Θεσσαλονίκη, το 2014. Έχουμε γράψει κι άλλες φορές στο δισκορυχείον για δίσκους τού Lenoci στην Amirani, είτε για προσωπικούς του (“Morton
Feldman: for Bunita Marcus 1985”), είτε για συνεργασίες του με άλλους μουσικούς
ή γκρουπ – δες κείμενα για το “Wet Cats”
(2017) με τον ντράμερ Francesco Cusa
ή για τα άλμπουμ των Reciprocal Uncles. Στο πιο πρόσφατο CD του στη γνωστή μας
ιταλική jazz-improv-avant
εταιρεία, ο Lenoci
αποτείνει φόρο τιμής σε μια μεγάλη μορφή της αμερικανικής πρωτοπορίας (του 20ου αιώνα φυσικά), τον συνθέτη Earle Brown
(1926-2002). Λέμε για το άλμπουμ “Earle Brown / Selected Works for Piano and/or Sound-Producing Media” [Amirani Contemporary, 2018].
Οι βασικές επιρροές του Brown, στο αποκορύφωμα εν
πάση περιπτώσει της συνθετικής διαδρομής του είναι μη μουσικές (μα πάντα αμερικανικές).
Και βασικά αναφερόμαστε στον γλύπτη Alexander Calder
(1898-1976) και τον ζωγράφο Jackson Pollock
(1912-1956). Όπως γράφει ο Michael Nyman
στο βιβλίο του Πειραματική Μουσική [Εκδόσεις Οκτώ, 2011]: «Το ενδιαφέρον του Brown για τη δουλειά των Calder και Pollock, την οποία πρωτοείδε το 1948 ή το 1949,
ευθύνεται για δύο σημαντικά χαρακτηριστικά της δικής του δουλειάς, τον αυθορμητισμό και την κινητικότητα της ανοιχτής φόρμας».
Και λίγο πιο κάτω: «Τα έργα της περιόδου
1952-53, συγκεντρωμένα κάτω από τον γενικό τίτλο Folio, είναι μεγαλύτερης σημασίας μια και εισχωρούν
στο πεδίο της εκτελεστικής
απροσδιοριστίας, παρουσιάζοντας “επινοημένες γραφικές σημειογραφίες με
ιδιαίτερα αμφίσημο γραφικό χαρακτήρα”, οι οποίες προωθούν τη μόνιμη
κινητικότητα μεταξύ εκτελέσεων και είναι
ειδικά σχεδιασμένες για “να ενθαρρύνουν την εννοιακή κινητικότητα στον τρόπο
που προσεγγίζουν οι εκτελεστές την παρτιτούρα”».
To
“Folio”,
που απαρτίζεται από επτά διαφορετικά μικροέργα κατά βάση (οι διάρκειες των έξι
είναι από ένα έως και δυόμισι λεπτά, ενώ ένα, το “December 1952”, διαρκεί 9:20) αποτελεί
βασική επιλογή του Lenoci,
μαζί με τα “Home burial”
του 1949, “4 Systems”
του 1954 και “Twenty-five
Pages”
του 1953 (το έργο αυτό διαρκεί 25 λεπτά). Καλύπτεται, με άλλα λόγια, η
σημαντικότερη περίοδος δράσης του Brown
(1949-1954), τα χρόνια μέσα στα οποία ανέπτυξε όλες τις απόψεις του τόσο για τη
σύνθεση, όσο και για την εκτέλεση. Μάλιστα, και έτσι όπως αποκρυσταλλώνονται οι
απόψεις τού αμερικανού συνθέτη στο “Twenty-five
Pages”,
θα λέγαμε πως σ’ αυτό το τελευταίο έργο διαφαίνεται όχι μόνον η εκτελεστική
δεινότητα τού Lenoci,
αλλά και η αυτοτελής συν-δημιουργική διάθεσή του, εκμεταλλευόμενος, φυσικά τις
αρχικές «οδηγίες» τού Brown.
Διαβάζουμε στο βιβλίο του Nyman:
«Το πρώτο έργο ανοιχτής φόρμας του
συνθέτη είναι το Twenty-five Pages για 1 έως 25 πιάνα (σ.σ. στην περίπτωσή
μας για ένα), γραμμένο τον Ιούνιο του 1953. Εδώ όλο το υλικό είναι
συντεθειμένο, αλλά η τελική φόρμα, η οργάνωση του δεδομένου υλικού αφήνεται
ανοιχτή. Έτσι παρουσιάζεται αυτό που ο Brown αποκαλεί “εγγενή ποικιλότητα του
φθογγικού περιεχομένου του υλικού”. Οι σελίδες μπορούν να παιχτούν με
οποιαδήποτε σειρά και, λόγω ενός χαρακτηριστικού της χρονικής σημειογραφίας, με
οποιαδήποτε αναστροφή της σελίδας».
O Lenoci,
περιττό να το πούμε, δίνει μιαν ερμηνεία αναφοράς, εκμεταλλευόμενος, πάνω απ’ όλα, τη
θητεία του στο… απρόβλεπτο – καθώς κάθε διάβασμα, κάθε ξαναδιάβασμα, κάθε
τοποθέτηση και κάθε επανατοποθέτηση των παρτιτούρων τού Brown δεν παύει να είναι πάντα
μουσική. Μια νέα, κάθε φορά, μουσική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου