Χθες (5/12) διάβασα ένα κείμενο τού Μάκη Μηλάτου στο athensvoice.gr, που μου προξένησε κακή εντύπωση. Ο
τίτλος του ήταν «Ο Jack White
μας γνωρίζει τον Κίτσο Χαρισιάδη – Ελληνική τζαζ, έναν αιώνα πριν». (Ο White, των White Stripes, έχει την εταιρεία δίσκων
Third Man Records, που κυκλοφορεί και
ελληνικό παραδοσιακό υλικό). Αφήνω τον άστοχο τίτλο, αφού δεν περιμέναμε τον Jack White να μας γνωρίσει τον
Χαρισιάδη (το ότι ο άσχετος με τέτοια θέματα Μηλάτος μπορεί να τον έμαθε χθες
δεν σημαίνει κάτι ευρύτερο) και τον χαζό υπότιτλο (αν υπάρχει ελληνική τζαζ
«έναν αιώνα πριν» αυτή δεν έχει ουδεμία σχέση με τον Χαρισιάδη) και πάω στα
παραμέσα, που έχουν πολύ περισσότερο… ενδιαφέρον. Ξεκινάει και… τελειώνει
ουσιαστικά ο Μηλάτος:
«Όποιος πιστεύει πως η
αληθινή και σπουδαία τέχνη είναι αυτή που τα ραδιόφωνα, οι τηλεοράσεις και τα
υπόλοιπα Μέσα διαλαλούν από το πρωί ως το βράδυ σαν πραμάτια που ξέμεινε
απούλητη, είναι πολύ γελασμένος. Η ακριβή και σπουδαία τέχνη θέλει ψάξιμο,
αναζήτηση και υπομονή. Είναι λίγη, είναι “ακριβή”, είναι κρυμμένη και δεν θέλει
να φανερώνεται σε όσους πιστεύουν σε ό,τι τους σερβίρουν και σε ό,τι είναι
εύκολα προσβάσιμο. Αν είχαμε μια στάλα αυτοεκτίμηση ως έθνος θα είχαμε εδώ και
καιρό δοξάσει πολλά και πολλούς που έχουν μείνει στο σκοτάδι ή στο ημίφως κι αν
αισθανόμασταν ένα τόσο δα χρέος προς τον νεότερο πολιτισμό μας θα τον είχαμε
αναδείξει πραγματικά και θα του είχαμε δώσει τη διάσταση που του αναλογεί».
Δεν ξέρω αν κάνει αυτοκριτική ο Μηλάτος (καθότι για
δεκαετίες τυγχάνει και ο ίδιος ραδιοφωνικός παραγωγός) ή αν τα χώνει γενικώς
στη φάρα των ραδιοφωνατζήδων, όταν αναφέρεται στα
ραδιόφωνα, όμως θα πρέπει κάποιος να του πει πως το κρατικό ραδιόφωνο (και η
τηλεόραση), για δεκαετίες, στήριξε και στηρίζει την ελληνική μουσική παράδοση
και με ερευνητικές εκπομπές και όχι απλώς διασκεδαστικές (όλοι θυμόμαστε τις
σχετικές του Σίμωνος Καρά και της Δόμνας Σαμίου ή ακόμη-ακόμη και του μακαρίτη
πια Γιώργου Παπαδάκη και άλλες πολλές), πως όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες είναι
αναγνωρισμένοι από τους ανθρώπους που αγαπούν και ασχολούνται με το χώρο και
πως την παράδοση, γενικώς, την είχαν χεσμένη μόνο κάτι... ψευτοροκάδες,
αμερικανόπληκτοι, που είχαν και έχουν συνεχείς εκπομπές σε κρατικά ή μη κανάλια
και που περιμένουν τους… Αμερικάνους, για να τους μιλήσουν για τον Τάσο Χαλκιά,
τον Κίτσο Χαρισιάδη, τον Νίκο Τζάρα, τον Γιαούζο ή τον Κώστα Καραγιάννη, μήπως και πάρουν μπροστά.
Θα πρέπει, επίσης, να πει κάποιος του Μηλάτου πως η παράδοση
δεν είναι κρυμμένη (κρυμμένη μπορεί να είναι μόνο για τους ανίδεους), ούτε
είναι προνόμιο των εκλεκτών και των ψαγμένων. Η παράδοση είναι «πάντα εκεί»,
ανήκει σε όλους και όποιος θέλει την ψάχνει, την τιμά και ασχολείται μαζί της
(είτε σαν ερευνητής, είτε σαν απλός ακροατής). Δεν ανέχομαι τις γενικότητες από
ανθρώπους, μουσικογράφους ή ό,τι να ’ναι, που ξαφνικά (και μετά από αιώνες)
πήραν κάτι χαμπάρι και αρχίζουν να μιλάνε με τουπέ… θεματοφύλακα (όταν για δεκαετίες,
οι ίδιοι αυτοί, είχαν γραμμένα τα ηπειρώτικα δημοτικά π.χ. στα παλαιότερα των
υποδημάτων τους). Αν είναι δυνατόν να μας δημιουργήσει «τύψεις», σε σχέση με
την παράδοση, και ο Μάκης Μηλάτος τώρα!
Ο Μηλάτος ανήκει σ’ εκείνη την ομάδα των αδιάφορων
συντακτών, promoters
κ.λπ., που υπερθεματίζει ξαφνικά υπέρ της ελληνικής μουσικής παράδοσης, επειδή
κάποιοι από την αλλοδαπή τού… σφύριξαν κάτι. Έτσι, και μέσα σ’ ένα πνεύμα
δουλικής συμπεριφοράς σε σχέση με οτιδήποτε ελληνικό μάς έρχεται απ’ έξω, αρχίζουν
κάποιοι (όχι όλοι) να προπαγανδίζουν συγκεκριμένες δράσεις, την έκδοση ενός βιβλίου
π.χ. (κάθε βιβλίο και κάθε δίσκος, ανεξαρτήτως προέλευσης, θα είναι πάντα
καλοδεχούμενος), όταν για χρόνια οι άνθρωποι αυτοί κατάπιναν τη γλώσσα τους για
αντίστοιχες δράσεις από έλληνες φαν, θιασώτες, ερευνητές κ.λπ. Για να μην πω
πως αν έβγαινε κάποιος Έλληνας και έλεγε αυτά που λέει, σήμερα, ο συμπαθής Christopher King για την ελληνική μουσική
παράδοση (και τους Έλληνες) θα βρίσκονταν, σίγουρα, ορισμένοι (απ’ αυτούς που σήμερα τον
γλείφουν), οι οποίοι θα τον αποκαλούσαν (τον Έλληνα, που θα έλεγε τα αντίστοιχα)…
ελληναρά, εθνικιστή, φασίστα και τα σχετικά!
«Δεν υπάρχουν πιο
γενναιόδωροι, δυνατοί και αισιόδοξοι άνθρωποι απ’ τους Έλληνες, ειδικά απ’
όσους ζουν στα χωριά κι ακόμα ειδικότερα απ’ τους Έλληνες της Ηπείρου.(…) Η
Ελλάδα είναι ένα από τα πιο πλούσια έθνη, όσον αφορά στους πόρους, στους
ανθρώπους, στην εξυπνάδα, στην ομορφιά, στον πολιτιστικό πλούτο, στη μουσική
και στα τοπία. Όλοι οι υπόλοιποι απλά ζηλεύουν και περιμένουν να τους δουν να
“πυροβολούν ο ένας τον άλλον”».
(από συνέντευξη τού Christopher King στο publishmagazine.gr την 18/2/2016).
O Αμερικανός Christopher King να πούμε πως έχει επιμεληθεί τα άλμπουμ “Beyond Rembetika: The Music and
Dance of the Region of Epirus” [UK. JSP, 2012], “Five Days Married & Other
Laments: Song and Dance from Nothern Greece, 1928-1958” [USA. Angry Mom
Archives, 2013], “Alexis Zoumbas: A Lament for Epirus” [USA. Angry Mom
Archives, 2014], “Why the Mountains are Black: Primeval Greek Village Music
1907-1960” [USA. Third Man Records, 2016] και “Kitsos Harisiadis: Lament In
A Deep Style 1929-1931” [USA. Third Man Records, 2018], ενώ έχει κυκλοφορήσει και το
βιβλίο Lament from Epirus: An Odyssey into
Europe’s Oldest Surviving Folk Music [W. W. Norton & Company, May 29, 2018], που εσχάτως μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα υπό τον τίτλο Ηπειρώτικο Μοιρολόι: Οδοιπορικό στην αρχαιότερη δημώδη ζωντανή μουσική της Ευρώπης [Δώμα, 2018].
Το βιβλίο δεν το έχω
διαβάσει, αλλά από κάτι αποσπάσματα των αποσπασμάτων που έφτασαν στ’ αυτιά μου
από το facebook του Αντώνη Ξαγά
ψυλλιάζομαι πως, εδώ, κάτι δεν πάει καλά. Δεν είναι δυνατόν, δηλαδή, να
γράφονται σήμερα τέτοια πράγματα. Γράφει ο Ξαγάς (συνοψίζοντας το θέμα του βιβλίου, ασκώντας την κριτική του): «η
μουσική καταστράφηκε από την εμφάνιση της δισκογραφίας και της
εμπορευματοποίησης, έκτοτε χάθηκε η αυθεντικότητα παντού, εκτός από ένα
γαλατικό χωριό που αντιστέκεται στον ισοπεδωτικό εκμοντερνισμό, που δεν είναι
γαλατικό, αλλά ηπειρώτικο»
ή όπως γράφει ο ίδιος ο King «Ο Μακντέρμοτ (σ.σ. ένας ήρωας ταινίας
που έχει μόλις αναφέρει) κι εγώ δεν μπλέκουμε σε ακαδημαϊκές διαμάχες: έχουμε
μια μύχια γνώση κι επαφή με το φαινόμενο που αξιολογούμε, λόγω της
ψυχαναγκαστικής μας αφοσίωσης σε αυτό».
Για να γράψω στον
«τοίχο» του Ξαγά, όσον αφορά στη δική του κριτική, κάνοντας λίγο χιούμορ… «αν είναι έτσι, τότε κακώς τυπώνει σε βιβλίο όσα λέει, έπρεπε να τα
γράψει σε πέτρες...».
Δεν χρειάζεται να πω
πως είναι μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού οι περιπτώσεις να γράψει κάποιος
ξένος ένα σοβαρό πόνημα για την ελληνική μουσική παράδοση (Samuel Baud - Bovy
π.χ.) και πως δεν είναι το ίδιο το να μελετάει ένας
Έλληνας ξένες κουλτούρες, με τους ξένους που μελετάνε την Ελληνική (επειδή πολλοί
Έλληνες ξέρουν καλά αγγλικά και μπορούν να έχουν πρόσβαση στο πρωτογενές έντυπο
υλικό – αν και δε φτάνει μόνον αυτό). Δεν ξέρω πόσο καλά ελληνικά μπορεί να
ξέρει ο Christopher King
θέλω να πω, αλλά από κάτι που διάβασα σε μια συνέντευξή του δείχνει πως δεν
μπορείς να τον πάρεις και τόσο σοβαρά για ερευνητή:
«Φυσικά η έρευνα μου
πήρε αρκετό χρόνο, αλλά ουσιαστικά αυτό που μου προσέφερε τις περισσότερες
γνώσεις ήταν το γεγονός ότι ήμουν εκεί στην Ελλάδα πολλαπλές φορές. Για
παράδειγμα, έμαθα περισσότερα περνώντας τέσσερις ώρες στο σπίτι μιας οικογένειας
Σαρακατσάνων στην Βίτσα –στο σπίτι του Στράτου Χαρίση– παρά διαβάζοντας μερικά
βιβλία με θέμα τους Σαρακατσάνους».
(topoikaitropoi.gr, 20/11/2016)
Δεν είναι δυνατόν, θέλω
να πω, να υποτιμούνται οι σοβαρές γραπτές πηγές, μελέτες κ.λπ. του παρελθόντος και
να υπερτιμάται ο σημερινός προφορικός λόγος (όποιος κι αν είναι αυτός και απ’
όπου κι αν προέρχεται).
Ο Christopher King είναι συλλέκτης, με άκρες στην Ελλάδα. Εννοώ πως την
πλειονότητα των δίσκων με ελληνικά τραγούδια (που ανθολογεί στα LP/CD του) τούς βρήκε στην Αθήνα (κυρίως),
μέσω ελλήνων συλλεκτών. Επ’ αυτού γράφει κάτι ο Μ.Ηulot στο lifo.gr (updated 8/10/2018):
«Γοητευμένος από τη
μουσική της Ηπείρου (σ.σ. ο Christopher King), επικοινώνησε με τον Ηλία και τον Βασίλη Μπαρούνη, δύο
αδέρφια από την Αθήνα που είχαν στην κατοχή τους μια εντυπωσιακή συλλογή δίσκων
78 στροφών ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Με αρκετό δισταγμό τού πούλησαν
κάποιους για εκατοντάδες δολάρια τον καθένα. Όταν ο Βασίλης πέθανε, το 2011, ο
Ηλίας πούλησε ολόκληρο το αρχείο της ηπειρώτικης μουσικής στον King, ο οποίος
είχε στο μεταξύ καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του και να γίνει στενός
φίλος του. Είδε ότι δεν θα μπορούσε να βρει πιο παθιασμένο άνθρωπο γι' αυτό το
πολύτιμο αρχείο, που ήταν ολόκληρη πολιτιστική κληρονομιά».
Τον Ηλία Μπαρούνη τον ξέρω, έχουμε
συναντηθεί κιόλας, αφού έχω αγοράσει δίσκους απ’ αυτόν (LP, όχι 78άρια), ενώ
είναι και ευρύτερα γνωστός (ας το πω έτσι), αφού έχει χορέψει (ζεϊμπέκικο) κάμποσες
φορές στις εκπομπές του Σπύρου Παπαδόπουλου, στην τηλεόραση («Στην Υγειά μας»), τις σχετικές με τα
ρεμπέτικα.
Το ότι ο Μπαρούνης πήρε πολύ καλά λεφτά
από τον King
και του πούλησε τους δίσκους (78 στροφών), που έβγαλε αργότερα (ο King) σε LP και σε CD, αυτό δεν τον κάνει
αυτομάτως και «μάγκα» (τον King).
Θέλω να πω δηλαδή πως αν ο Μπαρούνης πουλούσε τους δίσκους του σε έλληνες
ερευνητές (που σίγουρα θα ενδιαφέρονταν για το υλικό του) και που πιθανώς να
αγόραζαν με λιγότερα λεφτά, ο King
δεν θα είχε κυκλοφορήσει τίποτα απ’ αυτά που κυκλοφόρησε… και δεν θα τρώγαμε κι
εμείς, τώρα, όλην αυτή τη χλαπάτσα περί του… Αμερικάνου που μας έμαθε τα
ηπειρώτικα και τον Χαρισιάδη.
Θυμάμαι, σε μιαν ανύποπτη για όλα τούτα εποχή,
ένα από τα πρώτα δισκορυχεία που είχα
γράψει για το Jazz
& Τζαζ, όταν έβγαλα στο φως ένα τελείως άγνωστο,
τότε, ελληνικό άλμπουμ με κλαρίνα. Ήταν στο τεύχος #50 (Μάιος 1997). Το άλμπουμ
λεγόταν «6 Κλαρίνα Που Άφησαν Εποχή στην Ελλάδα…», είχε βγει από την Venus [V-1029] το 1978 και
περιλάμβανε εγγραφές θρυλικών κλαριντζήδων (Νικήτας, Κυριακάτης, Καρακώστας,
Καραγιάννης, Κοντογιώργος, Τρομάρας). Στο δισκορυχείον
είχα αντιγράψει όλο το κείμενο που υπήρχε στο οπισθόφυλλο, εκεί όπου μεταξύ
άλλων διαβάζαμε:
«Πολλοί
έχουν διαπρέψει παλιότερα στην τέχνη του κλαρίνου. Η φήμη, η προφορική
παράδοση, η μνήμη μερικών υπερηλίκων που ζουν ακόμα, διέσωσαν ονόματα
κλαριντζήδων που απόχτησαν μεγάλο όνομα για το ωραίο παίξιμό τους, όπως ο
Ασλάνης, ο Τζάρας, ο Σουλεϋμάνης, ο Μέτος και ο Αμέτης, ο Αρίφης και ο
Τζαμαλής, ο Φουσκομπούκας, ο Λαβίδας, ο Χαρισιάδης,
ο Νικήτας, ο Καραγιάννης, ο Κυριακάτης, ο Σταμέλος, ο Γιαούζος, ο Καρακώστας
και άλλοι».
Προσωπικά δεν το παίζω ερευνητής της
παράδοσης, αλλά αυτό δε σημαίνει πως δεν έχω ακούσει υλικό και δεν έχω διαβάσει
διάφορα σχετικά (ελληνικά) βιβλία για το θέμα γενικότερα, αλλά και για το
ηπειρώτικο τραγούδι ειδικότερα. Θέλω να πω πως δεν περίμενα, όπως ο Μηλάτος,
τον Christopher King για να μου μάθει τον Χαρισιάδη. Και το
λέω τούτο, δίχως να υποτιμώ ούτε κατά το ελάχιστον τον δίσκο (LP/CD) που έβγαλε ο King με τα 78άρια του
Μπαρούνη (ή και άλλων).
Στο βιβλίο του Αντρέα Χρονόπουλου
«Θύμησες και Σημειώσεις ΤΑΣΟΥ ΧΑΛΚΙΑ» [Απόπειρα, 1985] ο Τάσος Χαλκιάς θυμάται τη γνωριμία του με τον Κίτσο Χαρισιάδη. Διαβάζουμε:
«(…)
Έπαιζα. Έπαιζα. Έπαιζα. Πρέπει να έβγαζα καλούς ήχους από μικρός. Αυτό θα ήτανε
σίγουρα. Τι άλλο θα έκανε άραγες τη μητέρα να ζητήσει από τον άφθαστο τότε στην
τέχνη του μεγάλο κλαρινίστα Χαρισιάδη να με πάρει μαζί του για να μου διδάξει.
Αυτός έτυχε μια μέρα να περάσει από το χωριό, για να πάει στην Αετόπετρα να παίξει σε ένα γάμο. Και είχε φτάσει στην Αετόπετρα, όταν το μάθαμε. Τον περίμενε όμως η μητέρα μου, γιατί άλλος δρόμος δεν υπήρχε για τον γυρισμό του παρά να περάσει από το σπίτι, για την επιστροφή του στη Βελτσίστα απ’ όπου καταγόταν. Έτσι τον συνάντησε η μητέρα μου και του ζήτησε να με πάρει για να με μάθει κλαρίνο.
Ο Χαρισιάδης δέχτηκε κι εγώ, αφού πρώτα φορτώθηκα είκοσι οκάδες καλαμπόκι, το πήγα στους μύλους, το άλεσα, από ’κει το ξαναφορτώθηκα και πήρα δρόμο για το χωριό του. Δυο με τρεις ώρες με τα πόδια. Με έπιασε συνάμα και μια βροχή. Ένας κατακλυσμός. Βροχή, που έκανε το αλεύρι πιο βαρύ. Ασήκωτο. Μικρός που ήμουνα τρόμαξα να τα βγάλω πέρα. Μέσα στη βροχή έχασα και τα παπούτσια μου από τα νερά, που τρέχανε αντίθετα τον δρόμο που πήγαινα για να φτάσω στο χωριό του Χαρισιάδη. Στην Βελτσίστα είχαμε συγγενείς, οι οποίοι με φιλέψανε φαΐ, κάθισα κοντά τους και στέγνωσα καλά, μου δώσανε και ρούχα και ύστερα με πήγανε στου Χαρισιάδη. Ήμουνα πια εκεί. Δεν υπήρχε κανένα εμπόδιο. Ακόμα και η τιμή ήτανε από τη μητέρα μου κανονισμένη, για να μου δείξει ο Χαρισιάδης την τέχνη τού κλαρίνου. Πεντακόσιες δραχμές το μήνα είχε συμφωνήσει η μητέρα μου.(…)
Ο Χαρισιάδης για πρώτη φορά κιόλας, αφού με έβαλε να καθίσω απέναντί του σε ένα σκαμνάκι, μου ζήτησε να πιάσω το κλαρίνο και να παίξω. Εγώ όμως ντρεπόμουν. Τι να έπαιζα; Αφού δεν ήξερα. Τότε, μπροστά του κατάλαβα ότι δεν ήξερα τίποτα. Μπροστά στους σπουδαίους καταλαβαίνεις πόσο είσαι στη δουλειά σου. Μπροστά σε τέτοιους τεχνίτες μπορείς να καταλάβεις για τον εαυτό σου. Τι κάνεις δηλαδή. Τι ξέρεις. Κι εγώ εκείνη τη στιγμή πίστεψα πως δεν ήξερα τίποτα. Μου έδωσε όμως θάρρος και μου ζήτησε να παίξω. Επέμενε αρκετά και τότες έπιασα το κλαρίνο και έπαιξα κάτι. Αυτό ήτανε όλο.
– Άκου παιδί μου, μου είπε, αφού τελείωσα. Εσύ παίζεις καλά. Έχω πολλούς μαθητές. Δε θα μπορέσω να σου δείξω».
Αν το βιβλίο του Τάσου Χαλκιά είναι γνωστό και ας πούμε σχετικά πρόσφατο (αν κι έχει ήδη 33 χρόνια στην ράχη του), για όποιον θέλει να το ψάξει σε σχέση με τα ηπειρώτικα δημοτικά τραγούδια υπάρχουν δεκάδες άλλα βιβλία με πληροφορίες και υλικό, που αξίζει να βρεθούν και να διαβαστούν. Να κάποια λίγα:
Αυτός έτυχε μια μέρα να περάσει από το χωριό, για να πάει στην Αετόπετρα να παίξει σε ένα γάμο. Και είχε φτάσει στην Αετόπετρα, όταν το μάθαμε. Τον περίμενε όμως η μητέρα μου, γιατί άλλος δρόμος δεν υπήρχε για τον γυρισμό του παρά να περάσει από το σπίτι, για την επιστροφή του στη Βελτσίστα απ’ όπου καταγόταν. Έτσι τον συνάντησε η μητέρα μου και του ζήτησε να με πάρει για να με μάθει κλαρίνο.
Ο Χαρισιάδης δέχτηκε κι εγώ, αφού πρώτα φορτώθηκα είκοσι οκάδες καλαμπόκι, το πήγα στους μύλους, το άλεσα, από ’κει το ξαναφορτώθηκα και πήρα δρόμο για το χωριό του. Δυο με τρεις ώρες με τα πόδια. Με έπιασε συνάμα και μια βροχή. Ένας κατακλυσμός. Βροχή, που έκανε το αλεύρι πιο βαρύ. Ασήκωτο. Μικρός που ήμουνα τρόμαξα να τα βγάλω πέρα. Μέσα στη βροχή έχασα και τα παπούτσια μου από τα νερά, που τρέχανε αντίθετα τον δρόμο που πήγαινα για να φτάσω στο χωριό του Χαρισιάδη. Στην Βελτσίστα είχαμε συγγενείς, οι οποίοι με φιλέψανε φαΐ, κάθισα κοντά τους και στέγνωσα καλά, μου δώσανε και ρούχα και ύστερα με πήγανε στου Χαρισιάδη. Ήμουνα πια εκεί. Δεν υπήρχε κανένα εμπόδιο. Ακόμα και η τιμή ήτανε από τη μητέρα μου κανονισμένη, για να μου δείξει ο Χαρισιάδης την τέχνη τού κλαρίνου. Πεντακόσιες δραχμές το μήνα είχε συμφωνήσει η μητέρα μου.(…)
Ο Χαρισιάδης για πρώτη φορά κιόλας, αφού με έβαλε να καθίσω απέναντί του σε ένα σκαμνάκι, μου ζήτησε να πιάσω το κλαρίνο και να παίξω. Εγώ όμως ντρεπόμουν. Τι να έπαιζα; Αφού δεν ήξερα. Τότε, μπροστά του κατάλαβα ότι δεν ήξερα τίποτα. Μπροστά στους σπουδαίους καταλαβαίνεις πόσο είσαι στη δουλειά σου. Μπροστά σε τέτοιους τεχνίτες μπορείς να καταλάβεις για τον εαυτό σου. Τι κάνεις δηλαδή. Τι ξέρεις. Κι εγώ εκείνη τη στιγμή πίστεψα πως δεν ήξερα τίποτα. Μου έδωσε όμως θάρρος και μου ζήτησε να παίξω. Επέμενε αρκετά και τότες έπιασα το κλαρίνο και έπαιξα κάτι. Αυτό ήτανε όλο.
– Άκου παιδί μου, μου είπε, αφού τελείωσα. Εσύ παίζεις καλά. Έχω πολλούς μαθητές. Δε θα μπορέσω να σου δείξω».
Αν το βιβλίο του Τάσου Χαλκιά είναι γνωστό και ας πούμε σχετικά πρόσφατο (αν κι έχει ήδη 33 χρόνια στην ράχη του), για όποιον θέλει να το ψάξει σε σχέση με τα ηπειρώτικα δημοτικά τραγούδια υπάρχουν δεκάδες άλλα βιβλία με πληροφορίες και υλικό, που αξίζει να βρεθούν και να διαβαστούν. Να κάποια λίγα:
α.
Δημητρίου Β. Οικονομίδου: Τα Βορειοηπειρώτικα Δημοτικά Τραγούδια / Τα τραγούδια
της ξενιτειάς [Αθήναι 1954]
β.
Φώτου Γιοφύλη: Τα Ηπειρώτικα Ήθη, Έθιμα και Τραγούδια / Μελέτη ξανατυπωμένη από τη «Φιλολογική
Πρωτοχρονιά» του 1958 [Αθήνα 1958]
γ.
Ηπειρώτικα Δημοτικά Τραγούδια / 1000-1958 [Πύρρος, Αθήναι 1959]
δ. Δέσποινα
Μαζαράκη (πρόλογος του Samuel Baud-Bovy): Τo λαϊκό κλαρίνο στην Ελλάδα [α έκδοση 1959, β έκδοση Κέδρος,
1984]
ε.
Σπύρου Γ. Μουσελίμη: Δημοτικά Τραγούδια της Ηπείρου (Περιφέρεια Σουλίου)
[Ανάτυπο εκ της «Ηπειρωτικής Εστίας», Γιάννινα 1968]
στ.
Samuel Baud-Bovy
(σημείωμα του Φοίβου Ανωγειανάκη): Δοκίμιο για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι [Πελοποννησιακό
Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο 1984]
ζ.
Π. Αραβαντινός: Ηπειρώτικα Τραγούδια / Συλλογή Δημωδών Ασμάτων
[Δαμιανός-Δωδώνη, 1996]
η.
G.
Saunier:
Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια / Τα μοιρολόγια [Νεφέλη, 1999]
Ο Christopher King εκτός από δίσκους ας ψάξει να βρει και τίποτα (ελληνικά) βιβλία να διαβάσει. Και κυρίως, ακόμη και αν τα ξέρει τα βιβλία και τα διαβάζει, να μην τα υποτιμά…
Ο Christopher King εκτός από δίσκους ας ψάξει να βρει και τίποτα (ελληνικά) βιβλία να διαβάσει. Και κυρίως, ακόμη και αν τα ξέρει τα βιβλία και τα διαβάζει, να μην τα υποτιμά…
Ποιος να το ΄λεγε ότι και τα ηπειρώτικα θα έπεφταν μια μέρα θύμα της ούρμπαν χιπστεριάς...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣχόλια από το fb...
ΑπάντησηΔιαγραφήAris Karampeazis
Συμφωνώ απολύτως με το ‘δουλικα’. Τόσο δουλικά που δημιουργείται η αίσθηση ότι δεν αρέσουν καν όλα αυτά σε αυτόν που τα αντιμετωπίζει με αυτό το ‘πρωτόγνωρο δεος’, αλλά κάπου-κάπως υποχρεώνεται να «συντονιστεί». Το ποσό εύκολα βαπτίζεται ‘τζαζ’ το κάθε τι ας το αφήσουμε στην άκρη. (Εγώ κατά βάση δεν μπορώ να συντονιστω, ξεκαθαρίζω)
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
Καλά το "τζαζ" είναι για γέλια. Δεν αξίζει καν να αντιπαρατεθείς γι' αυτό. Ο κάθε άσχετος, όπου ακούει κάποιον της παράδοσης να παίζει σόλο, θυμάται τη τζαζ.
Aris Karampeazis
το είχε προβλέψει ο Πανουσης πάντως λέγοντας ‘δεν θέλω πια να ακούω τζαζ/ είμαι απ’ την Τριπολη’. Λογικά είχε υπόψη του και τον Ξαγα.
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
Πολύ μπροστά ήταν εκείνο του Τζιμάκου, όπως και πολλά άλλα δηλαδή.
Antonis Xagas
και φυσικά τα Ντέλτα μπλουζ... με τα οποία παρομοιάζει τα ηπειρώτικα. Δεν του έχουν πει ότι τη θέση αυτή την έχουν καταλάβει τα ρεμπέτικα; ��
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
Τα ηπειρώτικα έπρεπε να τα παρομοιάσει με τα white blues των Απαλαχίων. Μισές δουλειές...
Haroula Nikolaidou
ΔιαγραφήΕπειδή εχω άμεση σχέση με το Κρις Κινγκ μιας και έκανε στο σταθμο μας μια σειρά εκπομπών ( καταπληκτικών ) προτεινω πρώτα , να ακούσετε κάποιες απο αυτές. Πρόκειται για έναν πολύ σοβαρό συλλέκτη και ερευνητή.
Spyros Zoupanos
εννοείται πως είναι! για τα αυθαίρετα συμπεράσματά του υπάρχουν και άλλες γνώμες
Haroula Nikolaidou
Συμφωνώ. όχι τίποτε άλλο, με απασχολεί πολύ να μην χαλάει η εικόνα κάποιου που είναι πραγματικά άξιος και σημαντικός μέσα στα σόσιαλ που μία πρόταση είναι αρκετη να κάνει και τον ήλιο μαύρο.
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
Εγώ, πάντως, αναφέρθηκα σε πράγματα που έχει πει, δεν έβγαλα τίποτα από το κεφάλι μου.
Spyros Zoupanos
ελπίζω να μην παρεξηγήθηκα, καταλαβαίνω απόλυτα τι λες, αλλά να συζητάμε ( αν μη τι άλλο για την τέχνη και την πρόσληψή της και όχι για το voice of greece)
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
Και αν κάποιος λέει κάτι και αυτός που τον ακούει (στις συνεντεύξεις) δεν τον κοντράρει παρά χάβει σα χάνος ό,τι ακούει δεν φταίμε εμείς. Πρέπει να ξέρει κι εκείνος που παίρνει τη συνέντευξη τη δουλειά του.
Haroula Nikolaidou
Ξέρετε τι κάνω? Γράφω έντονα για να το δει οποιος ευκολα θα τραβηξει χι. Εσείς κάνετε σοβαρή δουλειά χρόνια τώρα και δεν έχετε να αποδείξετε τίποτα.
Ο Κινγκ θα είναι στην Ελλάδα κάποιες μέρες. Σας ενδιαφέρει?
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
Όχι, δυστυχώς και ευχαριστώ, δεν έχω χρόνο.
Spyros Zoupanos
Διαγραφήη βασικότερη ένσταση είναι ότι ο ( συμπαθέστατος βέβαια ) τύπος καταλήγει σε αυθαίρετα και πλήρως ΜΗ δικαιολογημένα συμπεράσματα, τα οποία παρουσιάζει ως θέσφατα
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
Αν είχα διαβάσει το βιβλίο θα είχα να πω περισσότερα. Αλλά και αυτά που είπα δεν είναι λίγα...
Spyros Zoupanos
διάβασέ το , αν μη τι άλλο περιμένω ποστ πλήρους αποδόμησης στο δισκορυχείον, μην μας το στερήσεις αυτό!!!!!
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
Πρέπει να μου το στείλουν πρώτα και έπειτα να βρω χρόνο να το διαβάσω και μετά να ξαναβρώ χρόνο για να γράψω. Δεν είναι απλά αυτά τα πράγματα...
Vasilis Kordatos
Από τα λίγα αποσπάσματα που έχω διαβάσει μου φαίνεται ότι το βιβλίο έχει μια εξιδανικευτική - ποιητική κι όχι ερευνητική διάθεση. Εξάλλου ο ίδιος ο Κίνγκ χαρακτηρίζει το βιβλίο του ερωτική επιστολή. Τέτοια βιβλία είναι χρήσιμα γιατί ανακινούν το ενδιαφέρον για αξιόλογα ξεχασμένα ζητήματα, άσχετως με το πως τα αντιλαμβάνεται ο κάθε Μηλάτος και οι όμοιοί του. Στα συν τα ωραία CD και η εικονογράφηση των CD και του βιβλίου απ'τον σπουδαίο Robert Crumb.
Haroula Nikolaidou
Μπραβο γαι την αναφορά στον Robert Crumb!
Anastasios Babatzias
o Crumb ειναι τεραστιος!
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
Μη συζητάμε τα αυτονόητα. (Για τον Crumb εννοώ). ����
Anastasios Babatzias
Διαγραφήωραια κ χρησιμη αναρτηση οπωσδηποτε, οπως κ να χει ομως οι εκδοσεις της third man ειναι καταπληκτικες, καθε αφορμη να ακουγονται αυτες οι μουσικες ειναι ευπροσδεκτη
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
Εξυπακούεται, για τα LP/CD. Το γράφω κιόλας.
Spyros Zoupanos
πράγματι, πάντως δίνει εδώ πάτημα σε όποιον πει : " ήρθαν οι αμέρικανς να μας πουν για μας" χα χα χ
Win Berry
Χωρίς να έχω παρακολουθήσει την περίπτωση από κοντά, έχω την εντύπωση ότι σε τέτοιες περιπτώσεις ο ερευνητής, παρά τις προθέσεις του, σε μεγάλο βαθμό καταλήγει να μιλάει για τον εαυτό του και την χώρα του. Τέλη 00ς αρχές 10ς ξεκινάει ο απογοητευμένος από την μουσική βιομηχανία αμερικάνος να ανακαλύψει το γαλατικό χωρίο στο οποίο αφομιώνεται ψυχαναγκαστικά. Μάλλον κάτι για τις ΗΠΑ μας λέει αυτό, παρά για την Ήπειρο. Από την άλλη πάλι, και σε ποιον δεν αρέσει η κολακεία.
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
Δεν μας αρέσουν οι κολακείες απ' όπου κι αν προέρχονται. ��
Λαφτατζής Χρήστος
επιτέλους, μια τεκμηριωμένη άποψη. δεν ξέρω τί και πόσο απ' ολα αυτά είναι αλήθεια με τα περι Κινγκ (σίγουρα φαίνονται ενδιαφέροντα τα πονήματά του), αλλά είναι λίγο περίεργο το ότι μας έχουν ζαλίσει πανταχώθεν λίγο τελευταία.
Spyros Zoupanos
διάβασα το βιβλίο και βρέθηκα στο event, πολλά μπορώ να πω , η συζήτηση είναι μεγάλη, πάντως ψυχανεμίζομαι ότι συμφωνώ μαζί σου απόλυτα εδώ
Win Berry
Πάντως διαφωνώ και με τα του Τζιμάκου (μας πήρε φαλάγγι ο Φασμπίντερ κτλ...). Τα όρια του κόσμου μου δεν είναι τα όρια του χωριού μου.
Spyros Zoupanos
να πούμε εδώ ότι ο φωντας, ανοίγει πολύ ωραία συζήτηση, σοβαρή συζήτηση!
Costas Rizos
Δημοτικά μόνο
Ζουλιάν Μπάλστον
ΔιαγραφήΑπόλαυση το κείμενο. Διαφωνώ μόνο στα περί της δισκογραφίας. Έκανε καλό μεν σε εμάς που αποκοβομασταν συνολικά από την παράδοση, συντονιστηκαμε μαζί της με τους δίσκους.
Δεν αντιλέγω. Από την άλλη όμως η δισκογραφία έκανε και πολύ ζημια στην Δημοτική παράδοση. Η μάλλον η λανθασμένη χρήση της δισκογραφικής τέχνης. Οι των δισκογραφικών κατέγραψαν μόνο τις ορχήστρες των κλαρινιστων. Δεκτόν, αυτοί οι άνθρωποι πήραν το Δημοτικό τραγούδι και το ανυψωσαν με αρτιότητα σε πιο λόγια ύψη.
Άγιο είδος και το αγαπώ. Δεν είναι όμως το μόνο. Αυτό πουλούσε βέβαια.
Έτσι η δισκογραφία άρχισε να καταγραφει μόνο το πιο προσιτό και χορευτικό κομμάτι της παραδόσεως. Έτσι που ο κοσμάκης της Πόλης δεν διδάχτηκε πόσο πιο πολύ περίπλοκη και ποικιλόμορφη είναι η παράδοση. Πόσοι πχ ξέρουν ότι πριν την επικράτηση του κλαρίνου οι στεριανοι της Πελοποννήσου και της Ρούμελης είχαν σαν πρώτη σταρλετ την λύρα. Αιώνες πιο παλιά από των νησιών, πριν ταυτιστεί με το νησιωτικό είδος. Όπως και βιολιά, σαντούρια και άλλα πολλά. Η στεριανη λύρα χάθηκε γιατί η δισκογραφία στήριζε μόνο τις κομπανιες των κλαρινιστων. Έτσι κανείς δεν ήθελε να ακολουθήσει και να διατηρήσει και τα άλλα πράγματα που η παράδοση είχε, παρά μόνο να ασχοληθούν με ότι πουλούσε. Για να μην αναφέρω την μαζικοποίηση των παραδόσεων με τα μπεστ οφ, τα οποία δεν δείχνουν πλήρως την τοπική χρωματική λαλιά. Δηλαδή κάθε χωριό η πόλη έχει το δικό της στυλ. Έπειτα η κακή χρήση μικροφώνων και των συνθεσαιζερ που εισήγαγαν οι εταιρίες, τα αποτελειωσε όλα.
Πολλά ακόμη. Οι δίσκοι μόνο της Μελπως Μερλιε και του Σίμων Καρρά είναι όαση στο φολκ αχταρμά της δισκογραφίας. Καταγράφουν υπέροχα έτσι όπως πρέπει τα πάντα. Αυθεντικά. Από ξένους στηρίζουμε με χέρια και πόδια την folkway records, συγχωροντας της το μπεστοφαδικο ύφος που κατακρίνω.