Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

ΜΑΝΩΛΗΣ ΓΑΛΙΑΤΣΟΣ εκεί όπου τίποτα δεν χάνεται

Συνεχίζοντας τη μοναχική δισκογραφική διαδρομή του, την οποία χαράζει εδώ και κάμποσα χρόνια, ο συνθέτης-τραγουδοποιός Μανώλης Γαλιάτσος έχει έτοιμο το πιο καινούριο CD του, που αποκαλείται «Εκεί Όπου Τίποτα δεν Χάνεται» [Largo / MLK, 2018]. Το άλμπουμ αυτό είναι κομβικό για τη δισκογραφία τού Γαλιάτσου (ο ίδιος το επιλέγει έτσι), αφού στο 28σέλιδο booklet διατυπώνονται για πρώτη φορά, με τέτοια διεξοδικότητα και σαφήνεια, τα γενικότερα πιστεύω του σε σχέση με το περιβάλλον και τη διαδικασία της δημιουργίας, το νόημα της μελοποίησης, τη σύνθεση και την ποίηση ξεχωριστά και άλλα τινά. Λέω «την ποίηση», επειδή και σ’ αυτό το CD ο Γαλιάτσος μελοποιεί ποιητικό λόγο –παλαιότερων και πιο σύγχρονων ποιητών– και όχι δικά του στιχουργήματα. Όπως σημειώνει και ο ίδιος: «Παλαιότερα έγραφα τους στίχους στα τραγούδια μου. Σήμερα, εμπιστεύομαι συνήθως γι’ αυτό ανθρώπους οι οποίοι εργάζονται και φροντίζουν για τις λέξεις, όπως εγώ εργάζομαι και φροντίζω για τις νότες. Ένα τραγούδι είναι θέμα μουσικής απόδοσης και ερμηνείας, και, ή αναδεικνύει μια καινούργια ύπαρξη του στίχου ή αποτυγχάνει και ο στίχος παραμένει αδιατάρακτος στην αρχική του θέση, στο βιβλίο (ή στην αφάνεια)».
Να πω κατ’ αρχάς πως μέσα στο διαφορετικό, που μπορεί να κομίζουν, κάθε φορά, τα άλμπουμ του Γαλιάτσου, υπάρχουν ορισμένες σταθερές – κάποια πρόσωπα συνεργατών του εννοώ, που παραμένουν αναντικατάστατα μέσα στα χρόνια. Αυτό δεν είναι πολύ σύνηθες στη δισκογραφία, αλλά, ταυτοχρόνως, δεν είναι και κάτι ασήμαντο, κάτι που δεν αξίζει να το επισημάνεις. Εξάλλου, μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να δειχθεί εκείνο που αποκαλούμε «προσωπικός ήχος», επί του οποίου, κάθε φορά, θα μπορείς να χτίσεις, εννοείται, δίχως να καταστρέψεις ό,τι έχεις ήδη δημιουργήσει. Ο Γαλιάτσος εμπιστεύεται ανθρώπους-μουσικούς με τους οποίους έχει δουλέψει στο παρελθόν, αδιαφορώντας (και σωστά) για το «άλλο», που θα μπορούσε, ενδεχομένως, να μεταφέρουν στις συνθέσεις του κάποια νέα ονόματα. Κοντολογίς, δεν μπορείς να παράγεις ξεκινώντας, συνεχώς, από το μηδέν και κυνηγώντας, μονίμως, την ουρά σου. Ο συνθέτης έχει και άλλα ζητήματα που θα πρέπει, κάθε φορά, να επιλύει – εξ ίσου σοβαρά με το… ποιοι θα σταθούν δίπλα του, για να συνδράμουν στην προσπάθειά του.
Εντάξει, δεν μπορώ να μιλήσω, αυτή τη στιγμή, για κάθε έναν από τους συνοδοιπόρους τού Γαλιάτσου (από πότε άρχισαν να συνεργάζονται μαζί του για παράδειγμα), αλλά το γεγονός πως αναγνωρίζω μεταξύ των «σταθερών» (δίχως να προβώ σε ψάξιμο και επιβεβαιώσεις) την τραγουδίστρια Μαριάνθη Σοντάκη, τον ομποΐστα Γιάννη Παπαγιάννη, τον τρομπετίστα Σωκράτη Άνθη, τον τρομπονίστα Σπύρο Φαρούγκια, τον τσελίστα Renato Ripo, τον κιθαρίστα Ηλία Θανάσουλα (ενδεχομένως και κάποιους ακόμη) δείχνει πως έχει εντυπωθεί στη μνήμη μου μια «κατάσταση». Κι αυτό είναι σημαντικό. Όχι για μένα, αλλά για το πώς σκέφτεται ο συνθέτης-τραγουδοποιός πρώτα-πρώτα.
Οι μελοποιήσεις ποιημάτων των Γιώργου Βέη (γενν. 1955), Ρώμου Φιλύρα (1898-1942), Λευτέρη Ιερόπαιδος (1920-1945), Νίκου Καρούζου (1926-1990), Αλέξανδρου Μπάρα (1906-1990) και Κώστα Βούλγαρη (γενν. 1958), στις οποίες προβαίνει ο Γαλιάτσος, στο «Εκεί Όπου Τίποτα δεν Χάνεται», δεν είναι τυχαίες ή συμπτωματικές – και επ’ αυτού εξηγεί πολλά ο ίδιος ο συνθέτης στο ένθετο (κάνοντας και τη δική μας τη δουλειά κάπως περιττή ή έστω πιο εύκολη). 
Εκείνο που πρέπει, όμως, εμείς να σημειώσουμε είναι η πάλη, η αγωνία, η ανάγκη να διατυπωθούν καλές μελωδίες, που να αποτελούνται από απλά, αλλά μετρήσιμα και αναγνωρίσιμα «συστατικά», όχι κατ’ ανάγκην για να δημιουργηθούν τραγούδια, που θα τα σφυρίζαμε στο δρόμο, αλλά γενικότερα ακροάματα, με έντονο το χαρακτήρα μιας εμπνευσμένης και αφ’ υψηλού λαϊκότητας (είτε μιλάμε για τις μπαλάντες είτε για τα πιο ροκ θέματα είτε για τα πιο «σύγχρονα μουσικά»). 
Η μελωδία, λοιπόν, είναι εκείνη που πρωταγωνιστεί σε κάθε μελοποίηση και σε κάθε ορχηστρικό κομμάτι (στο άλμπουμ μελοποιούνται οκτώ ποιήματα και καταγράφονται πέντε instrumentals), ενώ οι «προσωπικές» ερμηνείες τού ίδιου τού Γαλιάτσου επιτείνουν αυτή την κατάσταση «ελέγχου», που θέλει και επιδιώκει να έχει ο συνθέτης πάνω στο έργο του. Κάτι απολύτως θεμιτό, φυσικά.
Υπάρχουν τραγούδια, εδώ, που τα θεωρώ εξαιρετικά – αν και δύσκολα θα εύρισκα ένα-δύο, που θα μπορούσα να τα ξεχωρίσω σε σχέση με τα υπόλοιπα. Το «Να μην έχουν ζάρες…», πάντως, σε ποίηση Φιλύρα είναι, νομίζω, ένα από εκείνα, που θα σε κάνουν να «σταθείς» από την πρώτη κιόλας ακρόαση. Σ’ ένα άλμπουμ, τέλος πάντων, για το οποίον, απαιτούνται πολλαπλές-απανωτές ακροάσεις, προκειμένου να μπεις στο πνεύμα του, αρχίζοντας να ανακαλύπτεις τα λιγότερο φανερά μηνύματά του. Το ίδιο θα έλεγα, όμως, και για τις μελοποιήσεις των δύο ποιημάτων του Γιώργου Βέη («Ήταν κούτσουρο, μα αλάβαστρο πάλι θα γίνει», «Τα βουνά, οι λέξεις»), αν και κάθε μελοποίηση, όπως και κάθε instro, εδώ, είναι ένας ξεχωριστός «κόσμος».
Ο Μανώλης Γαλιάτσος εξακολουθεί να πορεύεται σ’ έναν τελείως δικό του και μάλλον δύσβατο δρόμο. Δύσβατο, γιατί ενώ μπορεί να κάνει διαφόρων ειδών παραχωρήσεις (η πρώτη θα ήταν, ίσως, να εύρισκε έναν επαγγελματία τραγουδιστή, για να πει τα τραγούδια του), εκείνος δρα «κλειστά», με στενή ομάδα συνεργατών, εμπιστευόμενος σε πολλά επίπεδα τις δικές του δυνάμεις (δεν ξεχνώ πως ο ίδιος εμφανίζεται στο άλμπουμ και σαν μουσικός, παίζοντας πιάνο, τσελέστα, φαρφίζα και κρουστά). Εγώ αυτό το θεωρώ «κατάκτηση», μέσα σ’ ένα πνεύμα γενικότερου επαναπροσδιορισμού τού τι μπορεί να σημαίνει, μεταξύ άλλων, και η φράση «προσωπικός δίσκος».

2 σχόλια:

  1. Ο μεγάλος υποτιμημένος του ελληνικού τραγουδιού των τελευταίων εικοσιπέντε χρόνων -μιας και το Φως Αυγούστου κάπου μέσα της δεκαετίας του '90 πρέπει να βγήκε. Δεν έχω μπορέσει ακόμα να καταλάβω το γιατί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή