CAROLA ORTIZ: Cantareras [Segell Microscopi,
2023]
H Carola Ortiz είναι μια καταλανή τραγουδοποιός, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει κάνει αισθητή την παρουσία της στην Ιβηρική, δίνοντας πάμπολλα live και κυκλοφορώντας τέσσερις μεγάλους δίσκους. Ο πιο πρόσφατος (ο τέταρτος) έχει τίτλο “Cantareras”, είναι φετινός και δείχνει τον προσανατολισμό τής συγκεκριμένης μουσικού, που δεν είναι άλλος από τα παραδοσιακά τραγούδια τής χώρας της, τα οποία διασκευάζει μ’ έναν σύγχρονο τρόπο.
Τα έντεκα από τα δώδεκα τραγούδια τούτου τού πολύ περιποιημένου, και από εικαστικής πλευράς, CD είναι παραδοσιακά, με την Ortiz να τραγουδά και να παίζει κλαρινέτα, pandero (κρουστό), cuadrado (κρουστό) και συνθεσάιζερ, με μια πλειάδα μουσικών (μέτρησα δέκα, συν τρεις διαφορετικές χορωδίες) να την συνοδεύουν σε μια πολύ περιποιημένη ηχογράφηση γενικώς, που διαθέτει πολλά ελκυστικά χαρακτηριστικά.
Έχοντας μια πολύ ωραία και θεαματικά γυμνασμένη φωνή η Carola Ortiz, και κυρίως έχοντας τη διάθεση να πειραματιστεί με ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά όργανα, προτείνοντας μυστήριες ενορχηστρωτικές λύσεις (είναι υπεύθυνη γι’ αυτές, μαζί με τον Mario G. Cortizo), μπορεί να παγιδεύσει τον ακροατή, με το “Cantareras” της, οδηγώντας τον στον δικό της κόσμο.
Εν τω μεταξύ cantareras, στην προ αιώνων Ιβηρική, αποκαλούνταν οι γυναίκες, που ήταν επιφορτισμένες με το να μεταφέρουν νερό από πηγές και ποτάμια, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί αυτό από τα λατομεία και οι οποίες, καθ’ όλη τη διάρκεια της δουλειάς, τραγουδούσαν, κυρίως, για τις κακουχίες που βίωναν – αφού μόνο μέσω του τραγουδιού θα μπορούσε να εκφράσουν, όσα δεν γινόταν να ειπωθούν, με λόγια, δημοσίως.
Τέτοια τραγούδια
περιλαμβάνει το “Cantareras”,
που ακούγεται «νεράκι» και που σαν άλμπουμ δείχνει να έχει μεγάλο γκελ.
Ελπίζω, δε, αυτό να
αποδειχθεί εκεί, στην Ιβηρική – γιατί αυτό έχει σημασία. Εμείς, εδώ, απλώς
γνωστοποιούμε την ύπαρξή του, για όσους και όσες ψάχνουν μέσα στο χάος των
σύγχρονων κυκλοφοριών, θέλοντας ν’ ακούσουν σύγχρονα, αλλά αληθινά σπουδαία
άλμπουμ.
LA GRAVETAT DE COULOMB: L’Effecte Doppler [Segell Microscopi, 2023]
Το καταλανικό γκρουπ La Gravetat De Coulomb, που το αποτελούν βασικά οι Pau Benítez φλάουτο, ταμπουρίνο, φωνή, Blai Casals ακορντεόν, midi ακορντεόν, bass drum, hi-hat, φωνή και Manu Sabaté μπάσο κλαρίνο, εφφέ, φωνή μπορεί να είναι σχετικά καινούριο, καθώς θα εμφανιζόταν στην δισκογραφία πρόπερσι (2021) με το άλμπουμ “E Pur Si Balla”, έχει όμως σαφή και συγκεκριμένο προσανατολισμό, που σχετίζεται με την παραδοσιακή μουσική της Καταλονίας. Φυσικά, παρουσιάζοντάς την στο τώρα μ’ έναν σημερινό τρόπο – που να μην αλλοιώνει, όμως, τον χαρακτήρα και το χρώμα της. Έτσι φαίνεται, τουλάχιστον σ’ εμάς, στην άλλη άκρη του ευρωπαϊκού νότου.
Το υλικό εδώ είναι βασικά του Pau Benítez και του συγκροτήματος, και είναι επηρεασμένο από τους τσιγγάνικους χορούς των περιοχών της Καταλονίας Vallés και Maresme, όπως τους bobang, bolangera, jota, chotis και mazurka.
Αυτούς τους ρυθμούς
εκμεταλλεύεται ο Benítez προκειμένου να συνθέσει τις μουσικές του, που είναι οπωσδήποτε
εξωστρεφείς, με το λυρικό και το εύθυμο στοιχείο να κυριαρχούν.
Τα ακορντεόν, το
κλαρίνο και το φλάουτο (μαζί με τα κρουστά) πρωταγωνιστούν φυσικά στις ενορχηστρώσεις
(εξάλλου αυτά τα όργανα τα χειρίζονται τα βασικά μέλη του γκρουπ), αλλά
υπάρχουν και guests σε xeremies (τύπος άσκαυλου), bombo,
caixa (κρουστό),
ποδορυθμίες και ακόμη σε σαξόφωνα, τρομπέτα και τρομπόνι.
Τα περισσότερα
κομμάτια είναι δε instrumental, με τα τραγούδια να είναι ελάχιστα και βασικά ένα (το “Tu”), αφού στα υπόλοιπα tracks ακούμε κυρίως φωνητικά, βοκαλισμούς και spoken word.
Το άκουσμα, γενικώς,
είναι αυτό που λέμε μαγικό, έντονο, χορευτικότατο και οπωσδήποτε αλέγκρο, μ’
ένα κομμάτι το “Cançó
de bressol per a una gossa epileptica” (Νανούρισμα για ένα επιληπτικό σκυλί ή κάτι τέτοιο) να χαρακτηρίζεται
«αμερικάνικο» (μοιάζει με αργή πόλκα) και να είναι από τα πιο ξεχωριστά και
κάπως... κατηφή του CD.
Εν ολίγοις ένα
θαυμάσιο άλμπουμ, που το ακούς και το ξανακούς απολαμβάνοντάς το.
SMOKING BAMBINO: Llampigots i bufarandes [Segell Microscopi, 2023]
Κάτω από το όνομα Smoking Bambino κρύβεται, την τελευταία 15ετία, ο καταλανός τραγουδοποιός Esteve Saguer Costa (γεννημένος στην Girona, το 1974). Οι φανατικοί φίλοι του ροκ της Ιβηρικής (ξέρω και στην Ελλάδα ένα-δυο τέτοιους) ίσως να αναγνωρίζουν τον Esteve Saguer Costa από την παρουσία του στα συγκροτήματα The Dirty Club (έξι άλμπουμ) και Howlin’ Dogs (δύο άλμπουμ), έναν κιθαρίστα και συνθέτη τέλος πάντων, ο οποίος, από το 2008 και μετά, ηχογραφεί μόνος του (ως Smoking Bambino).
Το “Llampigots i bufarandes” είναι ένα... αμερικάνικου τύπου άλμπουμ, που μπορεί να φέρνει στη μνήμη από Tom Waits και Mark Lanegan, μέχρι Scott Walker, Leonard Cohen και Nick Cave, αλλά ό,τι και να φέρνει δεν έχει καμία σημασία, υπό την έννοια πως o Smoking Bambino δεν έχει εμφανείς λόγους να αναφέρεται σε κάποιους (ούτε καν στους Charles Bukowski και Jack Kerouac, που φαίνεται να τον έχουν επηρεάσει περισσότερο στους στίχους).
Το λέμε αυτό, γιατί τα τραγούδια του είναι καταπληκτικά, με πολύ ωραίες μουσικές, ενοργανώσεις (ο Manel Fortià είναι στο κοντραμπάσο, Enric Teruel σε κιθάρες, πλήκτρα, μπάσο και ο Smoking Bambino σε κιθάρες, φωνή) και βεβαίως ερμηνείες.
Εντάξει, η γλώσσα είναι η καταλανική, αλλά αυτό δεν εμποδίζει καθόλου τα τραγούδια να ακούγονται σαν τις κλασικές haunted ballads, που φθάνουν στ’ αυτιά μας από διάφορες κατευθύνσεις, και που πολλές εξ αυτών βρίσκουν θέσεις στα ραδιοφωνικά air-plays, επενδύοντας... κολασμένες τηλεοπτικές σειρές κ.λπ. Εννοούμε πως τα τραγούδια τού Smoking Bambino είναι αληθινά σπουδαία, και κυρίως πειστικά σε σχέση με όλα αυτά που φαίνεται να έχει στο νου του ο καταλανός τραγουδοποιός και ενδιαφέρεται να περιγράψει.
Πρώτης τάξεως CD λοιπόν, που δείχνει πως το ροκ μπορεί να ευδοκιμεί παντού ακόμη και στις πιο loner εκδοχές του, ναι μεν πατώντας πάνω στην καταγραμμένη παράδοση, αλλά εκπέμποντας πάντα στις ίδιες ερεθιστικές συχνότητες.
Ακούστε αυτόν τον δίσκο.
H Carola Ortiz είναι μια καταλανή τραγουδοποιός, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει κάνει αισθητή την παρουσία της στην Ιβηρική, δίνοντας πάμπολλα live και κυκλοφορώντας τέσσερις μεγάλους δίσκους. Ο πιο πρόσφατος (ο τέταρτος) έχει τίτλο “Cantareras”, είναι φετινός και δείχνει τον προσανατολισμό τής συγκεκριμένης μουσικού, που δεν είναι άλλος από τα παραδοσιακά τραγούδια τής χώρας της, τα οποία διασκευάζει μ’ έναν σύγχρονο τρόπο.
Τα έντεκα από τα δώδεκα τραγούδια τούτου τού πολύ περιποιημένου, και από εικαστικής πλευράς, CD είναι παραδοσιακά, με την Ortiz να τραγουδά και να παίζει κλαρινέτα, pandero (κρουστό), cuadrado (κρουστό) και συνθεσάιζερ, με μια πλειάδα μουσικών (μέτρησα δέκα, συν τρεις διαφορετικές χορωδίες) να την συνοδεύουν σε μια πολύ περιποιημένη ηχογράφηση γενικώς, που διαθέτει πολλά ελκυστικά χαρακτηριστικά.
Έχοντας μια πολύ ωραία και θεαματικά γυμνασμένη φωνή η Carola Ortiz, και κυρίως έχοντας τη διάθεση να πειραματιστεί με ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά όργανα, προτείνοντας μυστήριες ενορχηστρωτικές λύσεις (είναι υπεύθυνη γι’ αυτές, μαζί με τον Mario G. Cortizo), μπορεί να παγιδεύσει τον ακροατή, με το “Cantareras” της, οδηγώντας τον στον δικό της κόσμο.
Εν τω μεταξύ cantareras, στην προ αιώνων Ιβηρική, αποκαλούνταν οι γυναίκες, που ήταν επιφορτισμένες με το να μεταφέρουν νερό από πηγές και ποτάμια, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί αυτό από τα λατομεία και οι οποίες, καθ’ όλη τη διάρκεια της δουλειάς, τραγουδούσαν, κυρίως, για τις κακουχίες που βίωναν – αφού μόνο μέσω του τραγουδιού θα μπορούσε να εκφράσουν, όσα δεν γινόταν να ειπωθούν, με λόγια, δημοσίως.
LA GRAVETAT DE COULOMB: L’Effecte Doppler [Segell Microscopi, 2023]
Το καταλανικό γκρουπ La Gravetat De Coulomb, που το αποτελούν βασικά οι Pau Benítez φλάουτο, ταμπουρίνο, φωνή, Blai Casals ακορντεόν, midi ακορντεόν, bass drum, hi-hat, φωνή και Manu Sabaté μπάσο κλαρίνο, εφφέ, φωνή μπορεί να είναι σχετικά καινούριο, καθώς θα εμφανιζόταν στην δισκογραφία πρόπερσι (2021) με το άλμπουμ “E Pur Si Balla”, έχει όμως σαφή και συγκεκριμένο προσανατολισμό, που σχετίζεται με την παραδοσιακή μουσική της Καταλονίας. Φυσικά, παρουσιάζοντάς την στο τώρα μ’ έναν σημερινό τρόπο – που να μην αλλοιώνει, όμως, τον χαρακτήρα και το χρώμα της. Έτσι φαίνεται, τουλάχιστον σ’ εμάς, στην άλλη άκρη του ευρωπαϊκού νότου.
Το υλικό εδώ είναι βασικά του Pau Benítez και του συγκροτήματος, και είναι επηρεασμένο από τους τσιγγάνικους χορούς των περιοχών της Καταλονίας Vallés και Maresme, όπως τους bobang, bolangera, jota, chotis και mazurka.
SMOKING BAMBINO: Llampigots i bufarandes [Segell Microscopi, 2023]
Κάτω από το όνομα Smoking Bambino κρύβεται, την τελευταία 15ετία, ο καταλανός τραγουδοποιός Esteve Saguer Costa (γεννημένος στην Girona, το 1974). Οι φανατικοί φίλοι του ροκ της Ιβηρικής (ξέρω και στην Ελλάδα ένα-δυο τέτοιους) ίσως να αναγνωρίζουν τον Esteve Saguer Costa από την παρουσία του στα συγκροτήματα The Dirty Club (έξι άλμπουμ) και Howlin’ Dogs (δύο άλμπουμ), έναν κιθαρίστα και συνθέτη τέλος πάντων, ο οποίος, από το 2008 και μετά, ηχογραφεί μόνος του (ως Smoking Bambino).
Το “Llampigots i bufarandes” είναι ένα... αμερικάνικου τύπου άλμπουμ, που μπορεί να φέρνει στη μνήμη από Tom Waits και Mark Lanegan, μέχρι Scott Walker, Leonard Cohen και Nick Cave, αλλά ό,τι και να φέρνει δεν έχει καμία σημασία, υπό την έννοια πως o Smoking Bambino δεν έχει εμφανείς λόγους να αναφέρεται σε κάποιους (ούτε καν στους Charles Bukowski και Jack Kerouac, που φαίνεται να τον έχουν επηρεάσει περισσότερο στους στίχους).
Το λέμε αυτό, γιατί τα τραγούδια του είναι καταπληκτικά, με πολύ ωραίες μουσικές, ενοργανώσεις (ο Manel Fortià είναι στο κοντραμπάσο, Enric Teruel σε κιθάρες, πλήκτρα, μπάσο και ο Smoking Bambino σε κιθάρες, φωνή) και βεβαίως ερμηνείες.
Εντάξει, η γλώσσα είναι η καταλανική, αλλά αυτό δεν εμποδίζει καθόλου τα τραγούδια να ακούγονται σαν τις κλασικές haunted ballads, που φθάνουν στ’ αυτιά μας από διάφορες κατευθύνσεις, και που πολλές εξ αυτών βρίσκουν θέσεις στα ραδιοφωνικά air-plays, επενδύοντας... κολασμένες τηλεοπτικές σειρές κ.λπ. Εννοούμε πως τα τραγούδια τού Smoking Bambino είναι αληθινά σπουδαία, και κυρίως πειστικά σε σχέση με όλα αυτά που φαίνεται να έχει στο νου του ο καταλανός τραγουδοποιός και ενδιαφέρεται να περιγράψει.
Πρώτης τάξεως CD λοιπόν, που δείχνει πως το ροκ μπορεί να ευδοκιμεί παντού ακόμη και στις πιο loner εκδοχές του, ναι μεν πατώντας πάνω στην καταγραμμένη παράδοση, αλλά εκπέμποντας πάντα στις ίδιες ερεθιστικές συχνότητες.
Ακούστε αυτόν τον δίσκο.
Επαφή:
https://www.microscopi.cat/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου