Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

ΛΕΠΥΡ bukurana

Ο δίσκος Bukurana [Veego Records, 2023] του Λεπύρ μπορεί να κυκλοφορεί από τον περασμένο Νοέμβριο, έχοντας διατρέξει ήδη τα πρώτα πολύ βασικά μέτρα της διαδρομής του, όμως δεν παύει, ακόμη και έξι μήνες μετά, να είναι ένας νέος δίσκος.
Χοντρικά θα έλεγα πως πρόκειται για ένα πολύ καλό electro, electro-rock και electro-punk LP, με στίχους ελληνικούς βασικά, παρότι η λέξη “bukurana” είναι αρβανίτικη και σημαίνει «όμορφη», με τον Λεπύρ να εμφανίζεται εδώ ως συνθέτης, στιχουργός, κιμπορντίστας, προγραμματιστής και τραγουδιστής – και με τους Ekelon (σύνθια, προγραμματισμός), Λάμπη Κουντουρόγιαννη (κιθάρες), Μάριο Βαλινάκη (σαξόφωνα, σύνθια), Σωτήρη Ντούβα (κρουστά), Έλενα Λεώνη (φωνή), Mazoha (φωνή, κιθάρες) και Αντρέα Μητρέλη (φωνές, σύνθια) να συμπληρώνουν το σχήμα ηχογράφησης.
Μερικά βασικά, που μπορείς να πεις για τον δίσκο του Λεπύρ είναι πως πίσω απ’ αυτόν υπάρχει πολλή δουλειά (στο στούντιο), κάτι που φαίνεται και από τις συμμετοχές των έξτρα μουσικών, αλλά και από τον τρόπο που αρθρώνονται τα κομμάτια στο “Bukurana”, που δεν είναι καθόλου «σπιτικός» και lo-fi.
Αυτή η επιμέλεια, προς κάθε τι που ακούγεται εδώ, λειτουργεί θετικά, υπό την έννοια πως ο δίσκος, στην ολότητά του, διαθέτει μια... παλιομοδίτικη αύρα, χωρίς ποτέ να πέφτει στη φτηνή αναπαραγωγή και τη νοσταλγία (των 80s ή δεν ξέρω ποιας άλλης δεκαετίας).
Επίσης η “Bukurana” έχει πολύ ωραία ενσωματωμένες τις «δικές μας» αναφορές, πράγμα εντελώς σπάνιο για electro άκουσμα, αυτού του ύφους και του καιρού μας (αφού συνήθως ακούς χοντράδες), με τα ρυθμικά στοιχεία να λειτουργούν με ακρίβεια, όντας και πληθωρικότατα. Για παράδειγμα μού άρεσε ιδιαιτέρως η ρυθμική αγωγή στο «Όμορφα κορίτσια» και στον «Σεβντά», που με παρέπεμψε σε 17 Pygmies (πολύ ωραία tribal κομμάτια αμφότερα), με κάθε τραγούδι του δίσκου να δείχνει πως πάνω του έχει εξαντληθεί κάθε τι, που θα μπορούσε να το πάει παρακάτω (όσο και αν αυτό το «παρακάτω» θα ρίχνει πάντα άγκιστρα προς το χθες).
Το εξώφυλλο δεν μου αρέσει. Μια πολύ καλή, κατά τα λοιπά, περίπτωση!
Επαφή: www.veegorecords.com

Πέμπτη 30 Μαΐου 2024

CAPTAIN HAWK μια ακόμη ελληνική «μεταλλική» όπερα

Πέρασαν τέσσερα χρόνια από την “Goditha” [Symmetric Records, 2020] την ροκ μεταλλική όπερα της Ελίνας Εγγλέζου και του Bob Katsionis, για την οποία είχαμε γράψει παλαιότερα στο Δισκορυχείον. Τέσσερα χρόνια δημιουργικά προφανώς, που θα οδηγούσαν τους δύο φίλους και συνεργάτες, ως Captain Hawk τώρα, στην ολοκλήρωση μιας εξ ίσου εντυπωσιακής νέας ροκ όπερας, της Ghosts of the Sea, που κυκλοφορεί σε μιαν αντάξια έκδοση της Symmetric (σ’ ένα άψογα σχεδιασμένο triple-folded digipak, μαζί με 12σέλιδο booklet με στίχους, εικόνες κ.λπ.)
To
power metal είναι εκείνο που κυριαρχεί και εδώ, με τα φοβερά επιταχυνόμενα tracks, με τις ατελείωτες κιθάρες και το μεγαλιθικό ρυθμικό τμήμα, τα πομπώδη keyboards και πάνω απ’ όλα τις high-pitched ερμηνείες μιας πλειάδας τραγουδιστών, από τους καλύτερους που διαθέτει η σημερινή, ελληνική, μεταλλική σκηνή. Ορίστε τα ονόματά τους: Yiannis Papanikolaou, Stratis Steele, Marios Karanastasis, Christos Kounelis, Mike Livas, Iliana Tsakiraki, Fany Melfi και The Fantasy Choir, με τον Charalampos Stergiopoulos να διευθύνει την χορωδία και με τον Thanassis Pelekanos να έχει το arrangement.
Όμως δεν είναι μόνον οι φωνές, είναι και η μουσική με τα λόγια, η διαχείριση των φωνών, η μπαλαλάικα, η οκαρίνα και τα φλάουτα της Elina Englezou και βεβαίως η μουσική, η ενορχήστρωση, η μίξη, η παραγωγή, οι κιθάρες, το μπάσο, τα keyboards και το drum programming του Bob Katsionis – με τα βιολιά του Aggelos Pavlos και το λαούτο του Vassilis Koilakos να συμπληρώνουν το team.
Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με μια ναυτική περιπέτεια, στην οποία πρωταγωνιστεί το πειρατικό πλοίο του Captain Hawk, και η οποία εξελίσσεται με θαυμαστό τρόπο. Και εννοούμε με αυτό πως δεν υποστέλλεται πουθενά το πάθος και η ένταση, που χαρακτηρίζουν τα παιξίματα, με τις εκπλήξεις σε ήχους και «εικόνες», να διαδέχονται η μία την άλλη (τα όργανα δείχνουν τις επιρροές από το folk), μέσα από έναν οργανικό ορυμαγδό, που «γεμίζει» συνεχώς από τις φωνές (lead και χορωδιακές), που τοποθετούνται η κάθε μία στα επίπεδά τους.
Ένα απολύτως απολαυστικό άκουσμα λοιπόν, από μια ομάδα συνθετών-μουσικών-τραγουδιστών, που γνωρίζουν τέλεια τη δουλειά τους, προσφέροντας το μέγιστο.
Επαφή: https://captainhawk.bandcamp.com/album/ghosts-of-the-sea

Τετάρτη 29 Μαΐου 2024

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 578

29/5/2024
Κατά της ποδοσφαιρομανίας
[ποίημα δεν βάζω, αλλά έχω τραγούδι στα σχόλια]

29/5/2024
Για τις Ολυμπιάδες Τραγουδιού, που γίνονταν επί χούντας, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, τα καλοκαίρια, από το 1968 έως το 1973, έχουν γραφτεί κάποιες από τις μεγαλύτερες βλακείες, από καλλιτεχνικούς και πολιτικούς συντάκτες (που ασχολούνται με το «χθες»). Βασικά, γιατί τις μπερδεύουν με τις αντικομμουνιστικές γιορτές της «Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων».
Στις Ολυμπιάδες Τραγουδιού δεν υπήρχαν άρματα με ψευτοαρχαίους έλληνες, δούρειοι ίπποι, και παρελάσεις «σωμάτων ασφαλείας», ούτε φυσικά χυδαίος αντικομμουνισμός. Ήταν μία καλλιτεχνική διοργάνωση, όπως ακριβώς ήταν το Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης ή το Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου (που είχαν διορισμένες χουντικές διοικήσεις, και που βράβευαν, μέσα από επιτροπές, Αγγελόπουλο και Δαμιανό), με τη διαφορά πως οι Ολυμπιάδες Τραγουδιού (ως Ολυμπιάδες) είχαν παγκόσμιο ενδιαφέρον, και όχι μόνον ελληνικό.
Για όλες τις Ολυμπιάδες έχω γράψει ξεχωριστά κείμενα στο Δισκορυχείον, τα οποία φυσικά ήταν τα πρώτα που γράφτηκαν ποτέ – καθώς, μετά, θα τα αντέγραφαν και οι γιουροβιζιονιστές και όποιοι άλλοι, όταν θα ανακάλυπταν τις Ολυμπιάδες, που κατά βάση ήταν παγκόσμιες Eurovision.
Στις Ολυμπιάδες Τραγουδιού αναφέρομαι και στη νέα έκδοση του βιβλίου μου «Ραντεβού στο Κύτταρο» [Όγδοο, 2024], που τώρα κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία, σε σχέση με τους Rocky Roberts, Aris San, Dave Carroll and The Sing-Sing Four, Fred Bongusto, Ajda Pekkan και Bruno Lomas, που είτε εμφανίζονταν ως guests (όπως ο Aris San) είτε διαγωνίζονταν κανονικά, ηχογραφώντας μάλιστα και ποπ τραγούδια στη γλώσσα μας.

28/5/2024
Ένα ποίημα της (και ηθοποιού) Μαρίας Ξενουδάκη αφιερωμένο στον οργανίστα των Ακρίτας Άρη Τασούλη - από τα σέβεντις φυσικά.

28/5/2024
Διάβασα για πρώτη φορά για τον Πάνο Σαββόπουλο σ’ ένα άρθρο του Κώστα Αρβανίτη στο περιοδικό Μουσική. Δεν έχω χρόνο να ψάξω τώρα να βρω ποιο τεύχος ήταν, αλλά πρέπει να ήταν το 1983. Το άρθρο ήταν γενικότερο, περνούσε και από το ελληνικό ροκ, και κάποια στιγμή γινόταν λόγος για τον δίσκο «Επεισόδιο» κάποιου... Πάνου Σαββόπουλου (δημοσιευόταν μάλιστα και φωτογραφία του, την οποία πολλά χρόνια αργότερα θα την εύρισκα σ’ ένα «Φαντάζιο» - είναι αυτή που βλέπετε). Μου είχε κάνει εντύπωση τότε το ονοματεπώνυμο «Πάνος Σαββόπουλος». Έλεγα, ας πούμε... ποιος είναι πάλι αυτός, και τι σχέση μπορούσε να έχει με το ροκ ή με τον Διονύση Σαββόπουλο;
Όλα τα επόμενα χρόνια και μέχρι την επανακυκλοφορία των δύο LP του Π. Σαββόπουλου σε CD, το 1996, δεν πρέπει να ξανάκουσα γι’ αυτόν (αν εξαιρέσεις την παρουσία του στο άλμπουμ «Η φαντασία στην εξουσία» του Στέλιου Βαμβακάρη κι ένα μικρό σημείωμα του Ντίνου Δηματάτη στο πρώτο βιβλίο του), καθότι οι δουλειές του από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 ήταν παντελώς αγνοημένες, από τους γραφιάδες και τα περιοδικά.
Επίσης δεν θυμάμαι ποτέ να έψαχνα για τους δίσκους του, στα δισκάδικα των έιτις. Δεν θυμάμαι, δηλαδή, να είπα το όνομά του στους δισκοπώλες, όπως έλεγα άλλων καλλιτεχνών ή γκρουπ. Δεν ήξερα καν, έως το 1996, αν είχε σχέση με το ροκ ο Πάνος Σαββόπουλος ή όχι. Το καλό με την υπόθεση είναι πως ίσα που είχα προλάβει να ακούσω το CD του ’96, και επί του πιεστηρίου, όπως λέμε, να συμπεριλάβω, τα άλμπουμ «Το Δωμάτιο» και «Επεισόδιο» στην πρώτη έκδοση του «Ραντεβού στο Κύτταρο».
Τον Πάνο Σαββόπουλο τον γνώρισα από κοντά το 1997, στο Καφέ Παράσταση, του Θέμη Ροδαμίτη στα Εξάρχεια. Συνεργαστήκαμε σε διάφορα θέματα, μέσα στα χρόνια (είχαμε κάνει και μια μεγάλη συνέντευξη για το Jazz & Τζαζ τότε), και είχα τη χαρά να συμβάλλω με κείμενα κ.λπ. στις πολύ καλές LP-επανεκδόσεις της Anazitisi Records του Νίκου Καραθανάση, το 2009. Επίσης έγραψα κείμενα και για το εξαιρετικό «Δια Ταύτα...» (2011), πάλι της Anazitisi, με τα φοβερά ανέκδοτα τραγούδια του από το 1973.
Μπορώ να πω πολλές ιστορίες σχετικές με τον Πάνο Σαββόπουλο, τον οποίον ο κόσμος θα τον μάθαινε κυρίως από τις εκπομπές και τα βιβλία του για το ρεμπέτικο (όπως, ας πούμε, το πώς είχα βρει τελείως συμπτωματικά τα αυθεντικά βινύλιά του στα late 90s, σε διαφορετικά σημεία της Αθήνας σχεδόν ταυτόχρονα! – τους χαιρετισμούς μου στον φίλο, και εδώ μέσα, Νίκο Πετρουλάκη), αλλά κάπου εδώ ας σταματήσω. Και δεν νομίζω πως χρειάζεται να εξηγήσω πλέον γιατί το «Επεισόδιο» είναι ένα από τα κορυφαία ροκ άλμπουμ της ελληνικής δισκογραφίας – και ας μην έχει μέσα ηλεκτρικές κιθάρες.
Κατά τα λοιπά για τα 45άρια και τα LP του Πάνου Σαββόπουλου γράφω φυσικά και στη νέα έκδοση του βιβλίου μου «Ραντεβού στο Κύτταρο» [Όγδοο, 2024], που υπάρχει τώρα στα βιβλιοπωλεία και σας περιμένει...

27/5/2024
Το ότι έχουν βάλει στόχο να διαλύσουν τις πόλεις μας, και κατ’ επέκταση τις κοινωνίες, αφήνοντας ανεξέλεγκτη την επέλαση των επιχειρηματικών συμφερόντων είναι ηλίου φαεινότερον. Το είδαμε και στο κέντρο της Αθήνας με τη γελοιότητα του «μεγάλου περιπάτου», το βλέπεις στα Εξάρχεια και αλλού.
Στην Καισαριανή, στην πόλη, στον δήμο που ανήκω, αυτή τη στιγμή συντελούνται τρία περιβαλλοντικά εγκλήματα (για να μην πω και για ένα τέταρτο, που ετοιμάζεται).
Το πρώτο έχει να κάνει με τη χωροθέτηση του σταθμού της γραμμής 4 του μετρό «Πανεπιστήμιο». Τα έργα έχουν καταλάβει εκτάσεις εκατέρωθεν του δρόμου, μέσα στο δάσος, με αθρόες κοπές δέντρων – και με το σταθμό να μην εξυπηρετεί τους φοιτητές, γιατί είναι πολύ χαμηλά στις σχολές, αλλά αλλότρια συμφέροντα. Προφανώς ο σταθμός έπρεπε να γίνει πολύ πιο πάνω, σε έτοιμο και άπλετο χώρο χωρίς βλάστηση, εκεί κοντά όπου είναι το τούνελ, το γνωστό και από τις ταινίες 80s του Δαλιανίδη (με τις κόντρες των μηχανόβιων). Μόνο το σημείο εκείνο εξυπηρετεί αμέριστα τους φοιτητές, δίχως να επιβαρύνει το περιβάλλον, τουλάχιστον τόσο όσο η υπάρχουσα χωροθέτηση. Δηλαδή το έγκλημα των Εξαρχείων δεν είναι μόνο του. Ένα αυτό.
Δύο. Διαλύσανε την πλατεία της Καισαριανής και στη θέση της έχουν έτοιμο ένα μπετοναρισμένο έκτρωμα. Τα κυβικά του μπετόν, με την συμφωνία και των παπάδων (γιατί είναι και η εκκλησία της «Παναγίτσας» εκεί πέρα), που έχουνε πέσει και από τις δυο μεριές της πλατείας είναι αδιανόητα, για τόσο μικρό σε έκταση μέρος, ενώ και η προηγούμενη βλάστηση έχει διαλυθεί στο μεγαλύτερο μέρος της. Η πλατεία θα έχει πλέον νόημα μόνο σαν τσιμεντένια αλάνα και... πάρκιν φαγάδων.
Τρίτο και χειρότερο; Θέλουν να διαλύσουν και το Σκοπευτήριο – ένα καταπληκτικό και ευτυχώς αναξιοποίητο ακόμη πάρκο, πλήρους ελεύθερης πρόσβασης, που έχει μετατραπεί σε χώρο μάζωξης της νεολαίας της πόλης και των φοιτητών, με καθημερινά πικνίκ, με παρέες και συγκεντρώσεις κάτω ή γύρω από τα δέντρα.
Πατώντας πάνω σε μια γελοιότητα που αποκαλείται «Χάραμα» ο δήμος, που είναι ΚΚΕ, επιζητά εναγωνίως την αξιοποίηση της παράγκας του Χαράματος, προκειμένου να χτιστεί εκεί πολιτιστικό κέντρο λέει, θέατρο 800 θέσεων, αναψυκτήριο και δεν ξέρω τι άλλη μ@λακία τους έχει κατεβεί στο κεφάλι.
Όλες οι παρατάξεις ψηφίσανε υπέρ της αξιοποίησης, ΚΚΕ, ΝΔ, Σύριζα, Πασόκ, ενώ κάποιος αριστεριστής ψήφισε λευκό, όπως έμαθα χθες – ούτε αυτός δεν είπε «όχι». Η συμπαιγνία είναι τρομερή.
Το σημερινό Χάραμα είναι μία τρώγλη, χωρίς κανένα νόημα και χωρίς καμία πολιτισμική σημασία. Μόνο γκρέμισμα του πρέπει και απόδοση του χώρου στους πολίτες – με παράλληλη επέκταση του πράσινου. Απεναντίας ήδη έχουν «λαμαρινιάσει» τον τόπο εκεί, κι είναι έτοιμοι να πετσοκόψουν κάμποσα ακόμη δέντρα.
Στάβλοι του βασιλιά ήτανε κάποτε το Χάραμα, που κάποια στιγμή έγιναν ξενυχτάδικο, το οποίο επί χούντας, όπως κάθε ξενυχτάδικο, πήρε τα πάνω του, τελείως ανεξέλεγκτα τοποθετημένο, δίπλα σε κατοικήσιμη περιοχή (και όχι μόνο). Μάζευε, θέλω να πω, όλη την ψευτο-μπουρζουαζία και την ξεπλυμένη ιντελιγκέντσια, που ανακάλυπτε στον Τσιτσάνη και την Μπέλλου ένα κάποιο είδος αυθεντικότητας, την οποία όλοι εκείνοι, που ερχόντουσαν με τις κουρσάρες τους από τις καλές γειτονιές της Αθήνας, είχαν ήδη ξεπουλήσει.
Αφήνω δε το γεγονός της ευθείας προσβολής του ιερού χώρου του Σκοπευτηρίου, που είναι δίπλα, με τους 200 νεκρούς κομμουνιστές την Πρωτομαγιά του ’44, το αίμα των οποίων, όπως τους κουβαλάγανε, έρρεε «ποτάμι» μέχρι το Παγκράτι.
Εκεί όπου θα έπρεπε να ήταν ένα πάρκο μνήμης και σιωπής, με τελείως ήπιες δράσεις, σε λίγο θα γίνεται «το σώσε» ή «της πουτ@νας», όπως θέλετε πείτε το, από τους... αξιοποιητές.
Κι εντάξει για τους... δεξιο-αριστερό-σοσιαληστές, αλλά και για το ΚΚΕ ρε φίλε; Κρίμα, πολύ κρίμα.
Ο χειμαζόμενος λαός είναι μόνος του. Παίζονται μπροστά στα μάτια του τα χειρότερα παιγνίδια, με τον ίδιο να παρακολουθεί ανήμπορος να αντιδράσει, καθώς τα τελευταία ψίχουλα είναι έτοιμα να πέσουν από το τραπέζι, για να του κλείσουν και το στόμα. Γιατί τα μάτια και τ’ αυτιά του τα έχουν ήδη κλείσει.

27/5/2024
>>Νομίζω ότι, ως δημοσιογράφοι, δεν ζήσαμε μόνο σε πλοίο τρελών, αλλά σε παράδεισο τρελών. Για παράδειγμα, επί δεκαετίες, η ενασχόληση με τις ΗΠΑ στην αρθρογραφία και τη μυθοπλασία προκαλούσε υποψίες: αχά… Κατάσκοποι της CIA… Αχά…<<
[Σώτη Τριανταφύλλου στην A.V.]
Αγαπητή Σώτη υποψίες έπρεπε να προκαλέσει σε σένα πρώτα-πρώτα. Άσε τώρα το τι πίστευαν οι άλλοι, γι' αυτά που έγραφες…
>>Αισθάνομαι, μερικές φορές, πως έχω δουλέψει χωρίς να το θέλω σαν πράκτορας υπέρ της παγκοσμιοποίησης. Και αυτό με βαραίνει. Όσα πιστεύαμε τότε και ήμασταν πρωτοπόροι, σήμερα εισχώρησαν υποβολιμαία στο κοινωνικο-πολιτικό σύστημα. Η επαναστατικότητα εκείνη νοθεύτηκε, έγινε αυτό που μας επιβάλλεται<<
[Μαρία Μήτσορα]

27/5/2024
30 χρόνια γράφω (και θα συνεχίσω να γράφω) για τους δίσκους, τις ταινίες και τα βιβλία των άλλων. Τώρα, όμως, έχει έρθει η ώρα να γράψω και για τα δικά μου βιβλία...
Το «Ραντεβού στο Κύτταρο» [Όγδοο 2024] κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία και σας περιμένει..
[η φωτό με τη διαφημιστική καταχώριση από το Rodeo του Σαββόπουλου, περιέχεται στο βιβλίο μου – όπως και διάφορα άλλα φωτογραφικά ντοκουμέντα, που θα βρείτε στις σελίδες του]

26/5/2024
Πάντα είχα την εντύπωση πως η Amanda Lear έκανε drag show υποδυόμενη τη Μελίνα Μερκούρη. Η φωνή τους ήταν ίδια κατ' αρχάς. Δεν ξέρω αν έχει περάσει ποτέ απ' το μυαλό σας...
https://www.youtube.com/watch?v=duuOwPJh7b0

25/4/2024
Για τον Παύλο Σιδηρόπουλο έχω γράψει δεκάδες φορές μέσα στα χρόνια. Τον Σιδηρόπουλο τον θεωρούσα πάντα τίμιο και ειλικρινή καλλιτέχνη και αγόραζα τους δίσκους του με το που εμφανίζονταν στα δισκάδικα, ενόσω ζούσε, ασχέτως αν με εξέφραζαν ή όχι. Ακόμη και τα μισά τραγούδια του να με εξέφραζαν ή και λιγότερα δεν είχα θέμα. Πάντα, αγοράζοντας τους δίσκους του, ήξερα ότι θα βρω μέσα κομμάτια που θα μ’ αρέσουν.
Δεν θυμάμαι πότε συνειδητοποίησα ότι ο Σιδηρό ήταν ο άνθρωπος που τραγουδούσε το Τούμπου τούμπου ζα, που το άκουγα, όπως και όλη η Ελλάδα, όταν βγήκε, στη μέση των σέβεντις, όμως πάντα θεωρούσα ότι τα τραγούδια του με Δάμονα και Φιντία, και Μπουρμπούλια, από τα early 70s, ήταν τα καλύτερα που θα ηχογραφούσε ποτέ, και τα οποία τα τοποθετώ (και αυτά) στην κορυφή του ελληνικού ροκ (μαζί με όλα τα υπόλοιπα γνωστά της περιόδου).
Φυσικά τον Σιδηρό τον είχα δει και live στα έιτις, τουλάχιστον τέσσερις φορές, σε προβληματικές συναυλίες, κι είχα μεσολαβήσει κιόλας ώστε να έρθει να τραγουδήσει σε εκδήλωση της ΠΑΣΠ, στην Πάτρα, στο παράρτημα του Πανεπιστημίου, σ’ ένα ακόμη επεισοδιακό live, στη μέση της δεκαετίας του ’80...
Φυσικά, για ό,τι ηχογράφησε ο Σιδηρό μέχρι και το Εν Λευκώ γράφω και στο «Ραντεβού στο Κύτταρο» [Όγδοο, 2024], που τώρα κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία και σας περιμένει...

25/5/2024
Τον είχα δει live στο Half Note τον Bill Perry, φοβερός bluesman, αλλά πέθανε νέος ο φουκαράς. Μεγάλη, ψυχωμένη διασκευή αυτή, από τις πολύ πρώτες σ' αυτό το θρυλικό τραγούδι...
https://www.youtube.com/watch?v=qTmkvrPz4OE

24/5/2024
Κακώς δεν ανέφερα στο "Ραντεβού στο Κύτταρο" αυτό το φοβερό μπλουζ (όχι blues) των New Hopes - ένα από τα καλύτερα της δεκαετίας. Για το γκρουπ γράφω βέβαια (στη σελ.336). Στην επόμενη έκδοση...
https://www.youtube.com/watch?v=Xob8xkEwFN4

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΚΚΙΝΑΡΗΣ οι δίσκοι του κοντραμπασίστα της jazz με τον Παντελή Καραγεώργη και τον Julyen Hamilton

PANDELIS KARAYORGIS / GEORGE KOKKINARIS: Out from Athens [Driff Records, 2024]
Για πρώτη φορά γράφουμε στο blog, για τον κοντραμπασίστα Γιώργο Κοκκινάρη (George Kokkinaris), έναν νέο ακόμη μουσικό με αξιόλογο, ήδη, έργο. Όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό του, ο Κοκκινάρης, που έχει υπάρξει μέλος των Codex Consort, KOHMA duet, Contrabass & Viola Duet κ.λπ. «αποτελεί ενεργό μέλος της avant-garde / free jazz / free improvisation σκηνής της Αθήνας», ενώ «σκοπός του είναι η εξερεύνηση του εύρους δυνατοτήτων του οργάνου και η ανάδειξη αυτού ως σολιστικό όργανο, μέσω του αυτοσχεδιασμού». Ο Κοκκινάρης έχει και προσωπική δισκογραφία, με το πρώτο άλμπουμ του “Touch – 8 Improvised Stories” να κυκλοφορεί από το 2018, ενώ τώρα τον συναντάμε σε σχήμα ντούο, με τον πολύ γνωστό μας πιανίστα (που βασικά ζει στη Βοστώνη) Παντελή Καραγεώργη (Pandelis Karayorgis).
Το άλμπουμ των δύο αποκαλείται “Out from Athens” και περιλαμβάνει δεκατρία tracks, ηχογραφημένα τον Αύγουστο του 2023, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι «πράξεις» αυτοσχεδιασμού, ανήκοντα σε αμφότερους τους οργανοπαίκτες. Λέμε «τα περισσότερα», γιατί υπάρχουν ανάμεσα και δύο σόλο tracks (ένα για κοντραμπάσο και ένα για πιάνο), όπως και τρία tracks, που είναι συνθέσεις του Καραγεώργη. Άρα τα κοινά κομμάτια είναι οκτώ.
Το πιάνο και το κοντραμπάσο έχουν τον τρόπο να συμπεριφέρονται και στην θεωρία και στην πράξη σαν ορχήστρα. Είναι δύο όργανα, εννοούμε, που «ξέρουν» να συνεργάζονται άψογα μεταξύ τους, με αυτό που παράγεται να θεωρείται και να είναι πλήρες.
Και όντως, κάτι τέτοιο συμβαίνει εδώ, αφού το “Out from Athens” κυλάει εντός μιας φάσης ηχητικής πληρότητας, προβάλλοντας μια μουσική αυθόρμητη, ολοκληρωμένη και καλώς συντονισμένη – μέσα από την οποία αναδεικνύονται και οι μεμονωμένες ικανότητες των δύο μουσικών και η συνολική πρόταση.
Περνώντας λοιπόν απ’ όλα τα βάθη και τα ύψη, απ’ όλες τις συναισθηματικές εντάσεις και αποφορτίσεις, και παρουσιάζοντας παιξίματα και πιο συμβατικά και περισσότερο... απονενοημένα, χωρίς, πάντως στο “Out from Athens” να κυριαρχεί η πειραματική διάθεση, οι Καραγεώργης και Κοκκινάρης κατορθώνουν να υφαρπάξουν στιγμές αληθινής δημιουργίας, όπως ακούμε στο “Sandbar”, στο “Stele” (ένα από τα πιο πειραματικά tracks του CD, στο οποίο αναπαρίστανται ακόμη και αναδράσεις ή ήχοι πνευστών), στο “Erasures” (που ξεκινάει πιο λυρικά και που εξελίσσεται πιο «Monk-ικά») κ.λπ.
Μια ωραία και καλή προσπάθεια από έναν μουσικό με μεγάλη ιστορία (τον Καραγεώργη) και έναν νεότερο συνοδοιπόρο του (τον Κοκκινάρη), που και αυτός έχει επιλέξει, εδώ και χρόνια, τον πιο δύσκολο δρόμο.
Επαφή: https://kokkinaris.bandcamp.com/album/out-from-athens
JULYEN HAMILTON / GEORGE KOKKINARIS: The Road to Amarillo [Private Pressing, 2024]
Εδώ έχουμε μια διαφορετική περίπτωση συνεργασίας ενός (και) πιανίστα, όπως είναι ο Julyen Hamilton και ενός κοντραμπασίστα, όπως είναι ξανά ο Γιώργος Κοκκινάρης.
Κατ’ αρχάς να πούμε πως ο Hamilton είναι ένας βρετανός χορογράφος, χορευτής, ποιητής και πιανίστας, που, όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό του, τα τελευταία χρόνια ζει στη Girona της βόρειας Ισπανίας και στην Αθήνα. Στην Αθήνα είναι, εξάλλου, ηχογραφημένο και το “The Road to Amarillo”, τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 2020, ένα παράξενο CD, που φέρνει σε επαφή δύο διαφορετικούς καλλιτέχνες – και ηλικιακά, και σε σχέση με το πώς αντιμετωπίζουν και αντιλαμβάνονται μία performance. Το λέμε, γιατί κάτι τέτοιο έχουμε εδώ. Από τη μια μεριά είναι το πιάνο και ο προφορικός λόγος, και από την άλλη το κοντραμπάσο. Δεν ξέρουμε αν κάπου εμφιλοχωρεί και η κίνηση (αν κάπου υπάρχει κάποια χορογραφία), πάντως και σε κάθε περίπτωση ό,τι ακούμε εδώ έχει άμεση σχέση με τη μουσική και το λόγο.
Σε γενικές γραμμές θα λέγαμε πως τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια του CD είναι όσα είναι ηχογραφημένα για φωνή και κοντραμπάσο – επειδή αυτό, πλην των όσων άλλων, είναι και το πιο ασύνηθες. Έχει νόημα το πώς το κοντραμπάσο, άλλοτε με πιτσικάτο και άλλοτε με δοξάρι, επιχειρεί να συνοδεύσει λόγο και φωνή (όπως στο φερώνυμο κομμάτι ας πούμε ή στο “Max was lost”), να περιγράψει με τον δικό του τρόπο τις αποχρώσεις του λόγου. Βεβαίως και το ντούο κοντραμπάσο-πιάνο είναι εντυπωσιακό, με την εισαγωγή (“Back to back”) να αναδεικνύει τον γεμάτο, πλούσιο και δυναμικό ήχο του Κοκκινάρη, με τον Hamilton να ακολουθεί, με μια πιο σεμνή και χαλαρή αφήγηση και κατά βάση περισσότερο λυρική. Υποβλητικό και το ακόλουθο “Birdless”, αλλά, το ξαναλέμε, ο συνδυασμός κοντραμπάσου-φωνής έχει κάτι το αρχέγονο, που οδηγεί την εγγραφή σε άλλες περιοχές και ύψη.
Επαφή: https://kokkinaris.bandcamp.com/album/the-road-to-amarillo

Τρίτη 28 Μαΐου 2024

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΧΑΨΙΑΔΗΣ η ζωή μου τραγούδι το τραγούδι ζωή

Με αφορμή τον θάνατο του λαϊκού στιχουργού Λευτέρη Χαψιάδη, πέρυσι τον Οκτώβριο, στα 70 χρόνια του, επαναδιανέμεται το αυτοβιογραφικό βιβλίο του «H Ζωή μου Τραγούδι Το Τραγούδι Ζωή» [Ιδιωτική Έκδοση, Αλεξανδρούπολη], που είχε τυπωθεί για πρώτη φορά το 2007.
Το όνομα του Χαψιάδη το θυμάμαι πριν ακόμη αρχίσει ο ίδιος να δίνει στίχους του για την δισκογραφία, από το βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Τα Τραγούδια μου» [Κάκτος, 1982]. Ο Χαψιάδης ήταν από τους ανθρώπους, που είχαν συμβάλει στην έκδοση εκείνου του πολύ επιτυχημένου εμπορικά βιβλίου. Και όπως διαβάζαμε στον πρόλογο (με τα λόγια του Λ. Παπαδόπουλου):
«Ο Λευτέρης Χαψιάδης, είναι ένας φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, από την Αλεξανδρούπολη. Αυτό το παιδί είχε μια διαστροφή: Μάζευε ό,τι έγραφα, σε εφημερίδες και περιοδικά, είχε όλους τους δίσκους μου, ήξερε τους περισσότερους στίχους μου “απ’ έξω”. Κάποια μέρα ήρθε και με βρήκε στην εφημερίδα. “Αν δεν βγάλετε βιβλίο με τους στίχους σας, θα βγάλω εγώ και να τα χειρόγραφα”».
Φυσικά από το 1983 και μετά, και σε όλη τη δεκαετία του ’80, ήταν πολλά τα τραγούδια του Χαψιάδη, που μπήκαν στα στόματα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, καθώς οι «επιτυχίες» του διαδέχονταν η μία την άλλη. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς... Για να το επιχειρήσουμε όμως, για κάποιες μόνο (στις παρενθέσεις ο συνθέτης, ο τραγουδιστής και η χρονιά έκδοσης του τραγουδιού):
«Χίλιες φορές» (Χρήστος Νικολόπουλος, Γιώργος Νταλάρας, 1983), «Μία είναι η ουσία» (Χρήστος Νικολόπουλος, Χάρις Αλεξίου, 1984), «Ευτυχώς στη ζωή που υπάρχεις και συ» (Θανάσης Πολυκανδριώτης, Γιάννης Πάριος, 1984), «Έρχομαι και σ’ ανταμώνω» (Χρήστος Νικολόπουλος, Γιώργος Καμπουρίδης, 1984), «Πήγα σε μάγισσες» (Χρήστος Νικολόπουλος, Γλυκερία, 1985), «Στο κουτούκι του Γιαβρή» (Νίκος Καρανικόλας, Κατερίνα Στανίση, 1985), «Μοιάζουμε» (Χρήστος Νικολόπουλος, Μανώλης Μητσιάς, 1986), «Οι δρόμοι της Ανατολής» (Χρήστος Νικολόπουλος, 1986), Έτσι σ’ αγάπησα» (Χρήστος Νικολόπουλος, Διονύσης Θεοδόσης, 1986), «Ο δρόμος της επιστροφής» (Θόδωρος Καμπουρίδης, Στέλιος Καζαντζίδης, 1987), «Έλληνας είμαι» (Χρήστος Νικολόπουλος, Μανώλης Αγγελόπουλος, 1988) κ.λπ.
Στο βιβλίο αυτό, που διαθέτει 336 σελίδες και που κυκλοφόρησε το 2007, όπως προείπαμε, ο Λευτέρης Χαψιάδης αυτοβιογραφείται. Το μισό βιβλίο είναι οι ιστορίες του, το άλλο μισό βιβλίο είναι οι στίχοι των τραγουδιών του, ενώ στο τέλος υπάρχει κι ένα τμήμα με φωτογραφίες.
Το πρώτο μέρος των αφηγήσεων έχει τίτλο «Μικρές Πατρίδες» και σ’ αυτό ο αείμνηστος Χαψιάδης γράφει για τα μέρη που γεννήθηκε, μεγάλωσε, έζησε και δημιούργησε. Φέρες (Έβρου), Κοίλα (Έβρου), Αλεξανδρούπολη, Πάτρα, Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Υπόλοιπον Ελλάδος... Προσωπικά βρήκα πολύ ενδιαφέροντα τα στοιχεία που παραθέτονται για την ρεμπέτικη και λαϊκή Πάτρα της δεκαετίας του ’70, καθώς ο Χαψιάδης θα βρισκόταν στην αχαϊκή πρωτεύουσα ως φοιτητής του Βιολογικού, το φθινόπωρο του 1972. Στην Πάτρα ουσιαστικά ο Χαψιάδης βάζει τις βάσεις για την πιο επαγγελματική ενασχόλησή του με την μουσική, στην δεκαετία του ’80, καθώς εκεί εντρυφεί στο ρεμπέτικο, στο λαϊκό, κι εκεί βάζει σε μια σειρά τις προτεραιότητές του. Όπως γράφει και ο ίδιος: «Η Πάτρα ήταν μια σημαδιακή πόλη για μένα. Εκεί γνώρισα και τον Στέλιο Καζαντζίδη. Από κει έκανα και τις επιδρομές μου στην Αθήνα».
Το δεύτερο μέρος των αφηγήσεων του Λευτέρη Χαψιάδη αποκαλείται «Μεγάλα Πρόσωπα». Εδώ εκφράζει την λατρεία του για τον στιχουργό Λευτέρη Παπαδόπουλο, τις αδελφικές φιλικές σχέσεις του με τον Γιώργο Νταλάρα και τον Χρήστο Νικολόπουλο, την σχέση που ανέπτυξε με τον Στέλιο Καζαντζίδη, αλλά και με τον Μανώλη Αγγελόπουλο, τον Νίκο Ξανθόπουλο, τον Βασίλη Βασιλικό κ.ά.
Οι αφηγήσεις του Χαψιάδη δεν είναι «ξερές» φυσικά. Είναι ωραία αποτυπωμένες, με περισσή λαϊκότητα θα έλεγα και βασικά βρίθουν πολυποίκιλου ενδιαφέροντος και σε σχέση με τα κοινωνικά θέματα της δεκαετίας του ’80, της «πασοκικής» δεκαετίας, μα και με τα καλλιτεχνικά, καθώς απλώνεται μπροστά μας όλο το παρασκήνιο της δημιουργίας εκείνων των τρανών επιτυχιών, που θα τις τραγουδούσε, τότε, όλη η Ελλάδα.
Ο Λευτέρης Χαψιάδης υπήρξε σημαντικός λαϊκός στιχουργός. Είχε ιδιαίτερο στυλ γραφής, που χαρακτηριζόταν από τις καθαρές διατυπώσεις, τον αδρό λόγο και βεβαίως τις λίγες λέξεις, βασικά τις απολύτως απαραίτητες (αυτό του το δίδαξε ο πνευματικός πατέρας του Λευτέρης Παπαδόπουλος), με ταυτόχρονη ιδιαίτερη στόχευση στη δημιουργία του ρεφρέν, της μεσαίας στροφής δηλαδή (πολλά τραγούδια του, και σίγουρα τα ωραιότερα, είχαν τρεις στροφές), η οποία πάντα θα έχει τη δύναμη να απογειώνει το τραγούδι. Συνεργάστηκε με αρκετούς συνθέτες (Τάκης Σούκας, Θόδωρος Δερβενιώτης, Στέλιος Φωτιάδης κ.ά.), αλλά βασικά με τον Χρήστο Νικολόπουλο, με τα τραγούδια του να τα ερμηνεύουν οι κορυφαίοι των κορυφαίων. Και κάπως έτσι η μνήμη των Ελλήνων προς εκείνον, με βάση όλα αυτά που έφτιαξε και άφησε, δεν μπορεί παρά να είναι «αιωνία».
Επαφή: https://ogdooshop.gr/%CE%92%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%B1/%CE%97-%CE%B6%CF%89%CE%AE-%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BF%CF%8D%CE%B4%CE%B9-%CF%84%CE%BF-%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BF%CF%8D%CE%B4%CE%B9-%CE%B6%CF%89%CE%AE

Δευτέρα 27 Μαΐου 2024

CLAUDIO SCOLARI PROJECT opera 8

Είναι το τέταρτο άλμπουμ των Claudio Scolari Project, για το οποίο γράφουμε στο «δισκορυχείον», καθώς έχουν προηγηθεί τα “Intermission” (2023), “Dont Know” (2022) και “Cosmology” (2021), όλα στην Principal Records – τρία CD, που οριοθέτησαν τις διαθέσεις αυτού του ιταλικού σχήματος της σύγχρονης jazz. Ας υπενθυμίσουμε λοιπόν, για αρχή, πως μέλη του Claudio Scolari Project είναι οι Claudio Scolari πρώτο drum set, προγραμματισμός, Daniele Cavalca δεύτερο drum set, live synths, fender rhodes, πιάνο, Simone Scolari τρομπέτα και Michele Cavalca ηλεκτρικό μπάσο, σημειώνοντας συγχρόνως, πως και τώρα, με το νέο Opera 8” [Principal Records, 2024] έχουμε να κάνουμε μ’ έναν τύπο synth-jazz, περισσότερο jazz και λιγότερο synth από άλλες φορές, που έχει πράγματα να πει.
Εντάξει, μπορεί να είναι κάπως περίεργη η line-up του γκρουπ, με δύο ντράμερ, σύνθια, τρομπέτα και μπάσο, αλλά είναι αυτό ακριβώς, που κάνει τους Ιταλούς να ξεχωρίζουν. Βασικά το “Opera 8”, που είναι το όγδοο CD του κουαρτέτου, είναι ένα άλμπουμ μιας κάποιας ποικιλίας, ιδωμένη, πάντα, μέσα από ένα τζαζ πρίσμα. Η ποικιλία συνίσταται στις πειραματικές και ηλεκτρικές αναφορές, σ’ ένα κάποιο funk, ενώ και ορισμένες νύξεις, εδώ κι εκεί, από την «κλασική» (“View from above”) είναι κι αυτές υπαρκτές, περασμένες όλες και όλα μέσα από μια αυτοσχεδιαστική πρακτική.
Το αποτέλεσμα, σε κάθε περίπτωση, είναι μια σειρά από πρωτότυπες συνθέσεις, έντεκα στον αριθμό (όλες ανήκουσες στους Claudio Scolari και Daniele Cavalca – στους δύο ντράμερ δηλαδή), που έχουν τον τρόπο να μεταφέρουν κάθε φορά κάπου αλλού, δίχως να σε αφήνουν να πλήττεις, οδηγώντας σε πάντα σ’ ένα χώρο συναισθηματικών εντάσεων. Γιατί οι μουσικές των Scolari και Cavalca είναι ουσιώδεις, πάντα ενδιαφέρουσες ακόμη και στις πιο «δύσκολες» στιγμές τους, με κομμάτια σαν τα “Let it flow” (3:52) και “Primordial forces” (8:38) να διεκδικούν τις καλύτερες των εντυπώσεών μας.
Ένα ακόμη άλμπουμ, λοιπόν, από το ιταλικό κουαρτέτο, που διαθέτει και φινέτσα και ομορφιά (λυρισμό δηλαδή), μα και ουσία σε συνθετικές απόψεις και παιξίματα.
Επαφή: https://claudioscolariproject.bandcamp.com/album/opera-8

Κυριακή 26 Μαΐου 2024

ο ΜΙΜΗΣ ΠΛΕΣΣΑΣ και η τζαζ στη δεκαετία του ’60 – μεγάλα τραγούδια, τα οποία θα απέδιδαν οι Τζένη Βάνου, Ζωή Κουρούκλη, Γιοβάννα και άλλες κορυφαίες ερμηνεύτριες της εποχής

Μπορεί η τζαζ να μην είναι μόνον αισθητική, όμως η αισθητική της ήταν εκείνη που προκαλούσε, σε κάθε χώρα του κόσμου, έξω από την Αμερική. Μαύροι μπορεί να μην είμαστε, αλλά θα νοιώθουμε πάντα το fun, την τέρψη, το blue feeling, γιατί όχι και την ανεμελιά – όλα εκείνα, τέλος πάντων, από τα οποία μπορεί να διαπνέεται ένα τζαζ τραγούδι, έτσι όπως τα αρχέτυπα στοιχεία του θα συμπλέκονταν από πολύ νωρίς με το κλασικό ευρωπαϊκό ελαφρό άσμα, τους λάτιν ρυθμούς, την bossa nova, το soft-rock, το easy listening, τη μικρή ή τη μεγαλύτερη ορχήστρα (ακόμη κι εκείνη του πρώιμων φεστιβάλ του ΕΙΡ ή του Ελαφρού Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης).
Στην Ελλάδα τζαζ τραγούδια, με την ευρεία, αλλά και με την πιο στενή έννοια, θα έγραφαν πολλοί συνθέτες, που είχαν εντρυφήσει στο ευρωπαϊκό και το αμερικάνικο τραγούδι (στα στάνταρντ του great american songbook) από πολύ νωρίς, πριν ακόμη και από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, κι ένας από τους πιο αναγνωρισμένους ανάμεσά τους είναι, οπωσδήποτε, ο (μεταπολεμικός) Μίμης Πλέσσας. Στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ του «Το Κουαρτέτο Μίμη Πλέσσα», που θα κυκλοφορούσε το 1981 από την Minos διαβάζουμε:
«Το 1946 πρωτοπαίξαμε σαν κουαρτέτο στο ραδιόφωνο. Ο Μίμης Πλέσσας πιάνο, ο Μιχάλης Οικονόμου κιθάρα, ο συνθέτης Κώστας Σεϊτανίδης μπάσο και ο Ιγκόρ Ράνιετς τύμπανα. Μέχρι το 1949 το κουαρτέτο γίνεται δημοφιλές από τα ραδιοφωνικά προγράμματα.(...) Το 1951, όταν ο Μίμης Πλέσσας γυρίζει από την Αμερική, ξαναμαζεύει το κουαρτέτο, που σύντομα γίνεται κέντρο μουσικής κίνησης. Οι νεότεροι μουσικοί ακούν και μαθαίνουν, οι καθιερωμένοι τραγουδιστές το προτιμούν στις ζωντανές τότε εκπομπές τους, αλλά ανακαλύπτονται και καινούριες φωνές, που ο Μίμης Πλέσσας βρίσκει και προβάλλει μέσα από τις δυνατότητες του συγκροτήματος. Η Ζωή Κουρούκλη, η Νάνα Μούσχουρη, η Τζένη Βάνου, ο Γιάννης Βογιατζής, ο Τζίμης Μακούλης, η Νινή Ζαχά, ο Λέανδρος και τόσοι άλλοι στη συνέχεια ξεκινούν από το κουαρτέτο. Έπαιξαν επίσης με την σπουδαία Δανάη, τη Νίτσα Μόλλυ, την Κάκια Μένδρη και τον Τώνη Μαρούδα. Στα δέκα χρόνια που ακολουθούν η σύνθεση του κουαρτέτου αλλάζει. Ηλεκτρική κιθάρα από το 1952 παίζει ο Τίτος Καλλίρης, μπάσο ο Ανδρέας Ροδουσάκης και ο Νίκος Τσεσμελής, και τύμπανα ο Νίκος Λαβράνος, που κατά καιρούς αντικαθίσταται από τους Βασίλη Τεκνέτζογλου, Σπύρο Λιβιεράτο και Γιώργο Λαβράνο.(...)».
Φαίνεται λοιπόν, σε πρώτη φάση, πως τα διδάγματα, οι τεχνικές και η αισθητική της τζαζ εύρισκαν διαδρόμους να περάσουν σ’ ένα πλατύτερο κοινό κυρίως μέσω του ελαφρού τραγουδιού της περιόδου, δίχως τούτο να σημαίνει πως το κουαρτέτο δεν θα άφηνε το δικό του στίγμα και μέσα από ορχηστρικά κομμάτια, όπως το «Θέμα» (1956) για παράδειγμα, που θα αποτελούσε τρόπον τινά κι ένα διαχρονικό στάνταρντ του.
Ώθηση στα τζαζ δρώμενα θα έδινε, αναμφισβήτητα, το Α Φεστιβάλ Τραγουδιού του ΕΙΡ (Εθνικόν Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) το 1959. Ο Πύρρος Σπυρομήλιος (1913-1961), Έλληνας από την Χειμάρρα της Αλβανίας και γενικός διευθυντής του ΕΙΡ, μπορεί να αντιπαθούσε το σαξόφωνο, ένα όργανο που είχε συνδεθεί στενά με την τζαζ και την ιστορία της, θα ήταν όμως εκείνος που, μέσω του Φεστιβάλ, θα έδινε μεγάλη ώθηση σε μια παράλληλη τζαζ-ομήγυρη, στην οποίαν είχαν θέση συνθέτες όπως οι Μίμης Πλέσσας, Γιάννης Σπάρτακος, Κώστας Καπνίσης, Σπήλιος Μεντής, Κώστας Κλάββας, Αλέκος Σπάθης, Γεράσιμος Λαβράνος, Λυκούργος Μαρκέας και τραγουδίστριες / τραγουδιστές όπως οι Νάνα Μούσχουρη, Γιάννης Βογιατζής, Γιοβάννα, Νάντια Κωνσταντοπούλου, Ζωή Κουρούκλη, Τζένη Βάνου, Μαίρη Λω κ.ά.
Στην εκδήλωση του 1959 ο Πλέσσας συμμετείχε με τρία τραγούδια, το «Ξέρω κάποιο αστέρι» (στίχοι Κώστας Πρετεντέρης), με τη Νάνα Μούσχουρη και το Τρίο Καντσόνε, που θα έφευγε με Β βραβείο, το «Μια συννεφιά» (στίχοι Γιώργος Οικονομίδης) με την Γιοβάννα και το «Λα λα λα» (στίχοι Οικονομίδης) ξανά με Μούσχουρη και Τρίο Καντσόνε, που ήταν το πιο jazzy απ’ όλα. Όμως ακόμη πιο jazzy ήταν το «Σαν παραμύθι σαν ιστορία» (στίχοι Οικονομίδης), πάντα με την Μούσχουρη, που είχε μέρη και για σαξόφωνο, αλλά και για ηλεκτρική κιθάρα στην παρτιτούρα του και βεβαίως «Η βροχούλα» (στίχοι Πρετεντέρης), ένα από τα πρώτα τραγούδια, που θα ηχογραφούσε ποτέ στο βινύλιο η μεγάλη τραγουδίστρια – και το οποίο θα ακουγόταν, σαν στάνταρντ πια, και στο LP «Το Κουαρτέτο Μίμη Πλέσσα» το 1981.
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/o-mimis-plessas-kai-i-tzaz-sti-dekaetia-toy-60

Σάββατο 25 Μαΐου 2024

TERNOY / CRUZ / ORINS και WOO δύο σχήματα σύγχρονης jazz, με τον ντράμερ Peter Orins

TERNOY / CRUZ / ORINS: The Theory of Constraints [Circum-Disc / tour de bras, 2024]
Ένα άλμπουμ σύγχρονης jazz είναι το “The Theory of Constraints” των Jérémie Ternoy πιάνο, Ivann Cruz κιθάρες και Peter Orins ντραμς. Οι μουσικοί, γνωστοί improvisers, με πολλές και καλές δουλειές την τελευταία 20ετία, αποτελούν «εγγύηση», για το παραγόμενο αποτέλεσμα. Ειδικά ο Orins, που είναι και μέλος των Kaze, για τον οποίο γράφουμε συχνά στο blog (τελευταία φορά πέρυσι, με αφορμή το άλμπουμ τους “Dead Dead Gang”).
Στο
The Theory of Constraints” οι τρεις μουσικοί ηχογραφούνται σε μια συνάντησή τους, που έλαβε χώρα στην Ronchin της Γαλλίας, στις 17-19 Οκτωβρίου του 2023, παράγοντας μια μουσική, που δείχνει να λαμβάνει υπ’ όψιν της στοιχεία της θεωρίας των περιορισμών, που στον επιχειρηματικό τουλάχιστον κλάδο, σχετίζονται με την ομαλή ροη μιας διαδικασίας (ώστε να μην στομώσει), που να συνδυάζεται φυσικά με την βέλτιστη απόδοση – και όσον αφορά το καθαρό οικονομικό σκέλος, αλλά και όσον αφορά όλα τα στάδια της παραγωγής, μεταφοράς και αποθήκευσης, που θα πρέπει και αυτά να λειτουργούν μέσα από βέλτιστες πρακτικές.
Τώρα, πώς ακριβώς μπορεί να εφαρμοστούν όλα αυτά στο χώρο της μουσικής, στη ροή μιας μουσικής παράστασης, είναι ένα θέμα – αν και ακούγοντας τους Ternoy, Cruz και Orins, στο “The Theory of Constraints”, είσαι σίγουρος 100% πως οι τρεις μουσικοί τα έχουν πάει περίφημα, και πως τα έχουν καταφέρει.
Άρα, λοιπόν, το στοιχείο της ροής είναι ένα από τα βασικά, που τίθεται εδώ προς κρίση – και είναι αυτή ακριβώς η ροή, που προσδίδει στη μουσική του τρίο μιαν απρόσκοπτη συνέχεια. Την έχεις, θέλω να πω, αυτή την αίσθηση, σαν ακροατής, σε όλο το άλμπουμ και βασικά στα δύο τελευταία tracks, τα The Theory of Constraints (Part I)” (12:15) και “The Theory of Constraints (Part II)” (13:50), που «κινούνται» πάνω σε «μια γραμμή», χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις, με μικρές αυξομειώσεις στην ένταση, με το πιάνο και την κιθάρα να παίζουν είτε ακόρντα είτε μικρές φράσεις και με τα ντραμς-κρουστά του Orins να κινούνται με μια λογική «συνέχειας».
Σε κάθε περίπτωση, από το πρώτο κομμάτι του CD, το 7λεπτο “Drum buffer rope”, μέχρι το έσχατο (το δεύτερο μέρος από την «Θεωρία των περιορισμών»), εκείνο που απολαμβάνεις είναι ένα αεικίνητο τρίο, με φοβερή ενέργεια, προσανατολισμένο προς την παραγωγή μιας μουσικής ζωντανής, παρά τα όποια minimal, επαναληπτικά χαρακτηριστικά της, που έχει τον τρόπο να επιβάλλεται, διαρκώς, μέσα από την εξέλιξή της κα που μπορεί, μακροσκοπικά, να εμφανίζεται «αμετακίνητη», αλλά αν την «δεις», δηλαδή την ακούσεις στις λεπτομέρειές της, θα διαπιστώσεις πως μετασχηματίζεται διαρκώς, μέσα από μια διαρκή επινόηση μοτίβων και μικρο-ατασθαλιών.
Ναι, θα μπορούσες να υποστηρίξεις πως το “The Theory of Constraints” είναι ένας απολαυστικός δίσκος σύγχρονης jazz.
Επαφή: www.circum-disc.com, www.tourdebras.com
WOO: Hoo-Ha [Circum-Disc / tour de bras, 2024]
Woo είναι η Christine Wodrascka πιάνο, η Paulina Owczarek άλτο σαξόφωνο (γνωστή μας από την Satoko Fujii Orchestra Berlin) και ο Peter Orins ντραμς. Ένα τρίο λοιπόν προχωρημένης jazz έχουμε εδώ, που καταγράφεται ζωντανά, στις 14 Δεκεμβρίου 2023, στο τζαζ-φεστιβάλ του Poitiers, στη Γαλλία, παραδίδοντας ένα CD υπό τον τίτλο “Hoo-Ha”.
Η (Γαλλίδα) Wodrascka είναι αναγνωρισμένη μουσικός και μια από τις πιο σημαντικές πιανίστριες την τελευταία 30ετία, έχοντας συνεργαστεί με δεκάδες συναδέλφους της (ανάμεσά τους και οι Fred Frith, Paul Lovens, Φλώρος Φλωρίδης κ.ά.). Έτσι, η παρουσία της σ’ ένα τρίο με την Owczarek και τον Orins δεν μπορεί παρά να σηματοδοτεί μια διαφορετική προσπάθεια, που ναι μεν θα κινείται εντός του πλαισίου της improv-jazz, αλλά, ταυτοχρόνως, θα διαθέτει και κάποια πιο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Αυτό το αντιλαμβάνεσαι αμέσως σχεδόν, μέσω του πρώτου track, του γιγαντιαίου “Why not?” (34:45), που είναι από μόνο του ένα «σχολείο», όσον αφορά την επικοινωνία, κατ’ αρχάς των τριών μουσικών, και από ’κει και πέρα, την ηχητική πρότασή τους – η οποία συνίσταται σε τι; Βασικά, σ’ ένα εντυπωσιακό κομμάτι, με παιξίματα όλων των ειδών, με τα όργανα άλλοτε «στο κόκκινο», να κοντράρονται και να διαπλέκονται σ’ ένα εκρηκτικό πλαίσιο, και άλλοτε να υποσκάπτουν την έννοια της λογικής, ή αναμενόμενης ανάπτυξης τέλος πάντων, με παιξίματα στα όρια – και δεν συζητάμε, εδώ, μόνο για το πιάνο και για το πώς μπορεί αυτό να ενσωματωθεί στην αφήγηση, με χειρισμό μέσα-έξω, αλλά βασικά για το άλτο. Και ναι είναι η εντελώς απρόβλεπτη Owczarek, με τα παιξίματά της, που περιλαμβάνουν ποικίλες «ακρότητες», και βεβαίως multiphonics, παράγοντας «κραυγές», «στριγκλιές», «κρωξίματα» κ.λπ. δημιουργώντας τελείως αλλόκοτες  καταστάσεις. Αυτά, σε συνδυασμό με το υποχθόνιο μανιακό drumming του Orins και το μονότονα, διαβρωτικό πιάνισμα της Wodrascka, προσδίδουν συνολικά στο “Why not?” μια πρωτοτυπία.
Όμως και τα δύο 7λεπτα κομμάτια, που ολοκληρώνουν το άλμπουμ είναι αναλόγου αισθητικής ή και ακόμη πιο ακραία, με την Owczarek να σε αφήνει συνεχώς άναυδο, με τον τρόπο, που ενσωματώνει το απρόβλεπτο στο γενικότερο πλάνο.
Improv-jazz δύσκολη, απαιτητική, αλλά ταυτοχρόνως και με μια μόνιμη αίσθηση του ρυθμού και της ηχογραφικής εξέλιξης.
Επαφή: www.circum-disc.com, www.tourdebras.com