Όταν τα ταξίδια των μουσικών από τις «τρίτες» χώρες προς τον «τρίτο κόσμο» δεν ήταν ό,τι πιο εύκολο, ένας Βραζιλιάνος, ο Lula Cortes, διέσχισε όλον τον Ατλαντικό (ας το υποθέσουμε) για να βρεθεί στο Μαρόκο το 1972, να συναναστραφεί με τοπικούς καλλιτέχνες ν’ αφομοιώσει ό,τι θα μπορούσε και θα προλάβαινε από την ηχητική κουλτούρα της χώρας και, κυρίως, να φέρει πίσω στη Βραζιλία ένα όργανο –έτσι σαν λάφυρο, από μια μάχη που εξελισσόταν μέσα στο μυαλό του– το όνομα του οποίου ούτε καν το γνώριζε. Citara popular θα ανέγραφε στο δίσκο λίγο καιρό αργότερα, ενώ μαροκινό σιτάρ θα το αποκαλούσε πολλά χρόνια πιο μετά ο φίλος του ο Lailson. Ήταν, απλώς, ένα guembri, όπως φαίνεται από ένα σκίτσο στο οπισθόφυλλο και όπως έχει την ευκαιρία να το διαπιστώσει ο καθείς, μετά από μία πρώτη ακρόαση της “Satwa” (στην ινδουιστική διδασκαλία μαζί με την raja και την tama αποτελούν το τρίπτυχο της πραγματικότητας ή των καταστάσεων του μυαλού, με την satwa να εξισορροπεί το σύνολο).
Αυτό το κλασικό 3χορδο παραδοσιακό λαούτο των Gnaoua και άλλων τινών Βερβέρων, το τζέμπρι, το οποίον υπήρξε σύμβολο από τα mid seventies και μετά (Embryo, Kwaku Baah, Archimedes Badkar...) μιας ιδιόμορφης ψυχεδελικής ροπής, κατά ένα μάλλον απροσδόκητο τρόπο θα βρεθεί στα χέρια ενός Βραζιλιάνου, καιρό πριν το πάρουν χαμπάρι άλλοι Δυτικοί.Από τη Νέα Υόρκη και το Arkansas είχε επιστρέψει και ο Lailson εκείνη ακριβώς την εποχή –εντρυφών σε μία άλλου τύπου εκτεταμένη φόρμα– κι έτσι, όταν οι δύο (άγνωστοι μεταξύ τους) Βραζιλιάνοι θα βρεθούν στο «σπίτι» τους στη Recife του Pernambuco, σε μία τοπική καλλιτεχνική συνάθροιση, με πρωταγωνιστές τους φοιτητές και τη νεολαία της περιοχής, μία φιλία θα τους ενώσει. Είχαν, εξάλλου, κοινά ενδιαφέροντα. Έγραφαν ποιήματα και τραγούδια, ζωγράφιζαν, και, κυρίως, είχαν τη διάθεση να ζήσουν νέες ηχητικές εμπειρίες, μέσα από πολύωρους αυτοσχεδιασμούς και ακαταπόνητο παίξιμο.
Στην πορεία, μάλιστα, θα εμφανίζονταν πολλά που θα έκαναν τους δύο φίλους να τα χάσουν. Βραζιλιάνικες φολκ μελωδίες, παιγμένες από 12χορδη, ανακατεύονταν με τους ήχους από το guembri, δημιουργώντας απροσπέλαστα, ακόμη και με τα σημερινά δεδομένα, ηχητικά patterns, που θα μπορούσε να μεταφέρουν έναν αέρα από τα κλασικά άλμπουμ του Sandy Bull και του John Fahey, ή από εκείνο το ξεχασμένο “Intensifications” των Gene Estribou και Jean Paul Pickens.
Τίποτα όμως… Η “Satwa” [Rozenblit/ Discos Kif LPP005, 1973 ή και Time-Lag Records TLR 019, 2004] παραμένει εντελώς αυθόρμητη και μόνη.Στην ουσία, οι Lula και Lailson διαλέγουν έναν τίτλο από τον ακόμη σε ισχύ ινδικό μύθο των sixties, επιχειρώντας να εξηγήσουν εκείνο που συνέβη τη νύχτα της 20ης Ιανουαρίου του 1973, όταν –κατά τα λεγόμενα του τελευταίου στο ένθετο της επανέκδοσης– θα μπουν για πρώτη φορά στο στούντιο, προκειμένου να γράψουν δέκα τραγούδια, δίχως λόγια, «αφού η χούντα θα μπορούσε να επέμβει και να λογοκρίνει στίχους, αλλά για τη μουσική να κάνει τι;». Μαζί κι ένας ακόμη φίλος τους, ο Robertinho do Recife, στην ηλεκτρική κιθάρα στο “Blue do cachorro muito louco” (όχι "blues", όπως αναγράφεται στο βίντεο), μαζί και η Katia Mesel, η σύζυγος του Lula στα γραφικά και το εξώφυλλο (και οι τρεις μαζί στην παραγωγή, του πρώτου, μάλλον, παντελώς ανεξάρτητου άλμπουμ που κυκλοφόρησε ποτέ στη Βραζιλία).
Τα master tapes της “Satwa”, χαμένα σε μια θύελλα που έπληξε τη Recife το 1975, δεν θα εντοπιστούν ποτέ. Το 2004 οι ψυλλιασμένοι Αμερικανοί της Time-Lag θα στείλουν ένα e-mail στον Lailson, ζητώντας του την άδεια προκειμένου να φτιάξουν ένα καινούριο master από κάποια καθαρή κόπια βινυλίου. Ευτυχώς εκείνος την έδωσε…
Αυτό το κλασικό 3χορδο παραδοσιακό λαούτο των Gnaoua και άλλων τινών Βερβέρων, το τζέμπρι, το οποίον υπήρξε σύμβολο από τα mid seventies και μετά (Embryo, Kwaku Baah, Archimedes Badkar...) μιας ιδιόμορφης ψυχεδελικής ροπής, κατά ένα μάλλον απροσδόκητο τρόπο θα βρεθεί στα χέρια ενός Βραζιλιάνου, καιρό πριν το πάρουν χαμπάρι άλλοι Δυτικοί.Από τη Νέα Υόρκη και το Arkansas είχε επιστρέψει και ο Lailson εκείνη ακριβώς την εποχή –εντρυφών σε μία άλλου τύπου εκτεταμένη φόρμα– κι έτσι, όταν οι δύο (άγνωστοι μεταξύ τους) Βραζιλιάνοι θα βρεθούν στο «σπίτι» τους στη Recife του Pernambuco, σε μία τοπική καλλιτεχνική συνάθροιση, με πρωταγωνιστές τους φοιτητές και τη νεολαία της περιοχής, μία φιλία θα τους ενώσει. Είχαν, εξάλλου, κοινά ενδιαφέροντα. Έγραφαν ποιήματα και τραγούδια, ζωγράφιζαν, και, κυρίως, είχαν τη διάθεση να ζήσουν νέες ηχητικές εμπειρίες, μέσα από πολύωρους αυτοσχεδιασμούς και ακαταπόνητο παίξιμο.
Στην πορεία, μάλιστα, θα εμφανίζονταν πολλά που θα έκαναν τους δύο φίλους να τα χάσουν. Βραζιλιάνικες φολκ μελωδίες, παιγμένες από 12χορδη, ανακατεύονταν με τους ήχους από το guembri, δημιουργώντας απροσπέλαστα, ακόμη και με τα σημερινά δεδομένα, ηχητικά patterns, που θα μπορούσε να μεταφέρουν έναν αέρα από τα κλασικά άλμπουμ του Sandy Bull και του John Fahey, ή από εκείνο το ξεχασμένο “Intensifications” των Gene Estribou και Jean Paul Pickens.
Τίποτα όμως… Η “Satwa” [Rozenblit/ Discos Kif LPP005, 1973 ή και Time-Lag Records TLR 019, 2004] παραμένει εντελώς αυθόρμητη και μόνη.Στην ουσία, οι Lula και Lailson διαλέγουν έναν τίτλο από τον ακόμη σε ισχύ ινδικό μύθο των sixties, επιχειρώντας να εξηγήσουν εκείνο που συνέβη τη νύχτα της 20ης Ιανουαρίου του 1973, όταν –κατά τα λεγόμενα του τελευταίου στο ένθετο της επανέκδοσης– θα μπουν για πρώτη φορά στο στούντιο, προκειμένου να γράψουν δέκα τραγούδια, δίχως λόγια, «αφού η χούντα θα μπορούσε να επέμβει και να λογοκρίνει στίχους, αλλά για τη μουσική να κάνει τι;». Μαζί κι ένας ακόμη φίλος τους, ο Robertinho do Recife, στην ηλεκτρική κιθάρα στο “Blue do cachorro muito louco” (όχι "blues", όπως αναγράφεται στο βίντεο), μαζί και η Katia Mesel, η σύζυγος του Lula στα γραφικά και το εξώφυλλο (και οι τρεις μαζί στην παραγωγή, του πρώτου, μάλλον, παντελώς ανεξάρτητου άλμπουμ που κυκλοφόρησε ποτέ στη Βραζιλία).
Τα master tapes της “Satwa”, χαμένα σε μια θύελλα που έπληξε τη Recife το 1975, δεν θα εντοπιστούν ποτέ. Το 2004 οι ψυλλιασμένοι Αμερικανοί της Time-Lag θα στείλουν ένα e-mail στον Lailson, ζητώντας του την άδεια προκειμένου να φτιάξουν ένα καινούριο master από κάποια καθαρή κόπια βινυλίου. Ευτυχώς εκείνος την έδωσε…
Kalhmera Fwnta
ΑπάντησηΔιαγραφήH as to poume trilogia Satwa-Marconi Notaro-Paebiru einai exairetikh.Apo ta 3 albums(kai mallon oti kalytero hxografhse o Lula) protimo to deutero mias kai olo auto to raga/psych/wyrd folk exei mia domh pou apousiasei apo to xaotikotero Satwa eno to Paebiru perpata se pio as to poume progressive dromous.Spoudaios mousikos o Lula,zorikes epanekdoseis tis Time-Lag.Opou na nai tha bgalei kai to Virgin Caine,ena exisou zoriko private...
N.M
Γειά σου Ν.Μ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπ’ όσο θυμάμαι κι από ένα πρόχειρο κοίταγμα στις liner notes τού άλμπουμ “No Sub Reino dos Metazoarios” (1973) του Marconi Notaro (επανέκδοση στην Time-Lag), δεν εμφανίζεται ο Lailson. Παίζουν όμως οι Lula Cortes, Robertinho do Recife, Katia Mesel (και οι τρεις στην “Satwa”), Ze Ramalho κ.ά. Οπωσδήποτε πρόκειται για μία δημιουργική, underground θα έλεγα, παρέα, η οποία άφησε πίσω της έργο. Ο Notaro, που πέθανε το 2000, εκτιμάται, απ’ ό,τι διάβασα στις σημειώσεις, πιο πολύ ως ποιητής (τα εξώφυλλα πέντε βιβλίων του εικονίζονται στο insert της Time-Lag), αν και ως μουσικός έκανε πράγματα, που δεν εκδόθηκαν. Το “No Sub…” ήταν το μοναδικό του άλμπουμ και είναι πιο «εύκολο» στο αυτί, αλλά εξ ίσου ενδιαφέρον με την “Satwa”. Συμμετείχε, βεβαίως, και στο “Paebiru” (εκεί όπου συμμετείχε και ο Lailson).
ποια η αποψη σας για το paebiru?το θεωρώ το καλύτερο των τριών
ΔιαγραφήΩραίο άλμπουμ το “Paebiru”, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα λεπτομέρειες ώστε να συγκρίνω το αίσθημα που αφήνουν. Και τα τρία πάντως είναι «διαμάντια», κάπως σαν το ένα να δίνει τη σκυτάλη στο άλλο. Τα δύο πρώτα… πηγμένα psych-folk, το “Paebiru” προς το psych-prog.
ΔιαγραφήΚαλησπέρα! από ένα πρώτο άκουσμα, έχει αρκετό ενδιαφέρον, περισσότερο από ότι θα περίμενα κιόλας. Ευχαριστώ για το τιπ! (μια μικρή διόρθωση μόνο : το guimbri, αυτή η μορφή του sintir, προφέρεται γκίμπρι ή γκιμπρ) - Ηρακλής
ΑπάντησηΔιαγραφήαυτα θεωρουνται τα αλμπουμς tropicalia?
ΑπάντησηΔιαγραφήπιο πολύ μου θυμίζουν τις kraut folk αναζητήσεις των βάρβαρων γερμανών του 70
ΑπάντησηΔιαγραφή