[Άσχετο κείμενο της 10ης Δεκεμβρίου 2011, που έφυγε από την θέση του, επειδή κάτι πειράξαμε και επανήλθε μπροστά. Έχει αλλάξει τελείως ο blogger. Μέχρι να μάθουμε όλα τα νέα τερτίπια του θα περάσει κάποιος χρόνος, και θα συμβαίνουν διάφορα...]
Η γνωστή blues εταιρία από το Σικάγο, η
Alligator Records, συν τω χρόνω συγκεντρώνει στο roster της πολλούς από τους blues ήρωες της τελευταίας 15ετίας. Βεβαίως, χάνει και κάποιες
πολύτιμες μονάδες (Corey Harris), αλλά έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Ο λόγος, επί του προκειμένου, για τον
Tommy Castro και το πρώτο άλμπουμ του για το label του Bruce Iglauer, που έχει τίτλο
“Hard Believer” (2009). Ok, υπάρχει κι εδώ εκείνο που θ’ αποκαλούσαμε
ήχος Castro – θα σας πω σε λίγο σε τι συνίσταται – όμως κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει τη συμβολή του παραγωγού John Porter (διάβασα στο site τής εταιρίας πως έχει φτιάξει ήχο για τους B.B. King, Elvis Costello, Buddy Guy, Keb Mo, The Smiths, Otis Rush, Billy Bragg, Roxy Music) στο συνολικό άκουσμα. Ηχογραφημένο στην εστία του Castro, το San Rafael της California, το “Hard Believer”, είναι γεμάτο από πρωτότυπα και διασκευές (ανάμεσά τους το εξαίρετο “Ninety-nine and one half”, που είπε και ο Buddy Guy, γραμμένο από την τριάδα Eddie Floyd/ Wilson Pickett/ Steve Cropper και πρωτο-τραγουδισμένο από τον Wilson Pickett, το 1966, αλλά και το “Gotta serve somebody” του Bob Dylan), τα οποία και οι οποίες ξεσηκώνουν. Βαρύς ήχος λοιπόν, με ωραίο horn τμήμα, με funky και big city blues άκρες και, πάνω απ’ όλα, με τη φωνή και την κιθάρα του Castro στα ακρότατά τους (“Backup plan”), το “Hard Believer” είναι το άλμπουμ εκείνο που έλειπε από το
λευκό κατάλογο του
Αλιγάτορα.
Με το μεγαλύτερο μέρος της δισκογραφίας του να… κείται στο roster της εταιρίας απ’ το Σικάγο, ο
Tinsley Ellis (έχει εκεί, με το παρόν, 9 άλμπουμ) ξαναχτύπησε το 2009 με το
“Speak No Evil”, ένα ακόμη rock-blues έργο, που δεν κρύβει τους στόχους και τις αναφορές του. Ο Ellis είναι φαντεζί κιθαρίστας. Κι αυτό δεν το αποδεικνύει μόνο στα δεκάδες live – όπως λένε οι φήμες – που δίνει κάθε χρόνο, αλλά και στο στούντιο (κάπου στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Atlanta), ηχογραφώντας αποκλειστικώς δικές του συνθέσεις, σκληροπυρηνικού rock-blues. Λέω και ξαναλέω
rock-blues και όχι
blues-rock μια και το κλασικό electric blues (του Σικάγου ή άλλο) μόνον ως ψήγμα μπορεί να ανιχνευθεί εδώ κι εκεί. Ο Ellis, που παίζει και καθαρά, αλλά και με διάφορα πεντάλια, επιχειρεί συχνάκις στο Hendrix-ικό περιβάλλον, κατορθώνοντας με συνθέσεις όπως η “Amanda” όχι απλώς να μεταφέρει στο τώρα κάτι από τον αέρα του Γύφτου, αλλά και για να δείξει πως το… σπαραξικάρδιον άσμα, πάντα θα έχει κάτι να πει στον
μέσο νότιον Αμερικάνο.
Από τις αρχές του νέου αιώνα στην Alligator, οι
Holmes Brothers δίνουν το τέταρτο CD τους για τον Bruce Iglauer, το οποίον έχει τίτλο
“Feed My Soul” (2010). Τα τραγούδια, που κινούνται στο γνωστό gospel, soul, blues, rock ύφος του γκρουπ (Sherman Holmes μπάσο, Wendell Holmes κιθάρα, πιάνο, φωνή, Popsy Dixon ντραμς, φωνή – συν 6 guests ανάμεσα στους οποίους διακρίνουμε την Joan Osborne, που έχει κάνει και την παραγωγή) είναι πλήρως χαρακτηριστικά της
κοινωνικής φυσιογνωμίας του συγκροτήματος, αφού σε πολλά και διαφορετικά κομμάτια θίγονται σημερινά προβλήματα. Στο “Dark cloud” φερ’ ειπείν μιλούν για τα εγκαταλελειμμένα παιδιά. Στο “Edge of the ledge” αναφέρονται στα καθημερινά ζόρια που σχετίζονται με τις (χαμένες) δουλειές, το χρήμα και τις τράπεζες. Στο “Fair weather friend” έχουν ένα λόγο για τους χαμένους φίλους (και κατ’ επέκτασιν για την αξία της φιλίας), ενώ στο “Rounding third” το ρόλο του… χαμένου αναλαμβάνει πλέον η γυναίκα· αν και, κατά τους Holmes, αυτό δεν είναι και τόσο πρόβλημα… Το εισαγωγικό “Dark cloud” είναι ένα δυναμικό groovy gospel-rock, το “You’re the kind of trouble” θα μπορούσε να θυμίζει (όχι στα φωνητικά) κάτι ανάμεσα σε Dire Straits και J.J. Cale, το “Rounding third” είναι φτιαγμένο από τα υλικά των τραγουδιών των Creedence Clearwater Revival, την ώρα κατά την οποίαν οι μπαλάντες (με όλα τα επί μέρους χαρακτηριστικά τους) δίνουν και παίρνουν στο “Feed my Soul”. Πάντα πιστοί στο παρελθόν τους οι Αδελφοί Holmes.
Και η δεύτερη κυκλοφορία των
Smokin’ Joe Kubek and Bnois King στην Alligator – είχε προηγηθεί το “Blood Brothers” το 2008, ενώ δεν πρέπει να λησμονούμε την 20ετή σχεδόν παρουσία τους με live και ηχογραφήσεις – έρχεται να υπογραμμίσει τη σημασία αυτής της μπάντας (γιατί περί μπάντας πρόκειται) στο καθημερινό blues circuit. Το
“Have Blues Will Travel” (2010), που ως τίτλος με παραπέμπει στο “Have love will travel” του Richard Berry, το οποίο στοίχειωσαν οι Sonics στα mid-sixties, είναι ένα ωραίο, επιστημονικώς ηλεκτρισμένο blues CD, το οποίο δεν αναλώνεται μόνο στα δυναμικά παιξίματα από την ομάδα των τεσσάρων (Smokin’ Joe Kubek lead κιθάρα, slide και ρυθμική, Bnois King lead και ρυθμική, John Morris μπάσο, Adrian Marchi ντραμς), αλλά προβάλλει κιόλας εκείνες τις κοινωνικές αγωνίες, που κατατρώγουν τα σωθικά της λαϊκής Αμερικής. Στο φερώνυμο κομμάτι, ας πούμε, οι φίλοι μας τραγουδούν
“I lost my job and everything started to unravel, it’s time to get out of town, have blues, will travel”, ενώ στο “Payday in America” τους ακούμε να λένε
“God, I hate my job, the last 40 hours I feel like I’ve been robbed”. Τα απλά κοινωνικά μηνύματα, τα οποία συνδυάζονται με τις κλασικές ερωτικές σκοτούρες, δίνουν πνοή σε μερικά απολύτως στιβαρά
μπλουζοτράγουδα· από τα καλύτερα που κυκλοφορούν στην πιάτσα.
Η κρίση, που χτύπησε, χτυπά και θα χτυπά (και) την αμερικανική κοινωνία δε θα μπορούσε ν’ αφήσει ανεπηρέαστη, όπως είδαμε και παραπάνω, την blues στιχουργική· η οποία από τον καιρό της Great Depression, εδώ που τα λέμε, έχει προβάλλει γνώμες, έχει καταγράψει απόψεις. Έτσι, λοιπόν, στο πρώτο τραγούδι του νέου του CD
“Bare Knuckle” (2010), που έχει τίτλο “Please Mr. President”, o
Guitar Shorty απευθύνεται ανοιχτά στον πρόεδρο Obama, λέγοντάς του, ανάμεσα σε άλλα διάφορα πως…
κοίταξε να δεις, δεν ξέρω πώς να γίνω τομάρι, ούτε έμαθα να κλέβω και να ληστεύω, αλλά αν πρέπει να μεγαλώσω τα παιδιά μου, θα πρέπει κι εγώ κάποια δουλειά να κάνω. Γαμπρός του Jimi Hendrix (είχε παντρευτεί στο Seattle, προς τις αρχές των 60s, την ετεροθαλή αδελφή του), ο Guitar Shorty (που ξεκίνησε να ηχογραφεί το 1957 – ένα 45άρι στην Cobra) δεν χάνει την ευκαιρία και σήμερα, στα 71-72 του, να διατηρεί το ίδιο παθιασμένο κιθαριστικό παιγνίδι (λέγεται πως είχε επηρεάσει ακόμη και τον Jimi, ο οποίος τον έβλεπε να σκυλιάζει στις σκηνές του Seattle στα early sixties), προσφέροντας αγέρωχα τραγούδια. Εξαιρετικές οι ενοργανώσεις (στα συν η παρουσία ρυθμικής κιθάρας), με πολύ ωραία δουλειά στα πλήκτρα από τον Alex Alessandroni. Εν τέλει, ένα καθημερινό κοινωνικό blues άλμπουμ, από 'κείνα που έχει ανάγκη ο τόπος. Ο κάθε τόπος...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου