Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

JAZZ-ROCK και FUSION 10 άλμπουμ με αξία

Τον Μάρτιο του 2010 είχα δημοσιεύσει, σε δύο αναρτήσεις, εδώ στο blog, ένα θέμα, που αφορούσε σε 10 κάπως... σκοτεινά jazz-rock / fusion άλμπουμ από την ιστορία. Σήμερα, με μια λάθος κίνηση, έσβησα το δεύτερο μέρος (τα 5 άλμπουμ) κι έτσι, επειδή τα κείμενα υπήρχαν ακόμη στην κρυμμένη μνήμη του google, είπα να τα ανασύρω και να τα ξαναπροβάλλω. Σε ένα κείμενο πλέον, μαζί και τα δέκα άλμπουμ. Καλό διάβασμα και καλή ακρόαση.
Διαβάζοντας το δυνατό βιβλίο του Stuart Nicholson Jazz-Rock [Canongate, Εδιμβούργο 1998] αντιλαμβάνεσαι αμέσως πως το jazz-rock είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα είδος μουσικό. Είναι στην ουσία η προσπάθεια μιας ομάδας ανθρώπων στη Βρετανία, την Αμερική και αλλαχού (καθ’ όλη τη διάρκεια των sixties, και μετά απ’ αυτά) να εκμεταλλευτούν την ηλεκτρική ενίσχυση, παρουσιάζοντας έναν ήχο σύγχρονο που να στέκεται, χονδρικώς, ανάμεσα στο bop (hard ή... λιγότερο hard) και το electric blues –ανάλογα από πια βάση ξεκινούσε ο καθείς– ενώνοντας επί της ουσίας καταστάσεις, που, σε μεγάλο βαθμό, είχαν κοινή μήτρα. Το παράξενο είναι πως παρ’ ότι το jazz-rock είναι, επί της ουσίας, ένα αμερικανικό προϊόν, η αρχή του υπήρξε βρετανική. Το λέει καθαρά και ο Nicholson στο βιβλίο του, το... υποστηρίζουν, ακόμη καθαρότερα, και όσοι έχουν ακούσει άλμπουμ των Alexis Korner, Graham Bond, John Mayall και Cream (τις εγγραφές τους πριν το ’67).
Οι δίσκοι οι οποίοι θα παρουσιαστούν στη συνέχεια, χαρακτηριζόμενοι ως «σκοτεινά κεφάλαια» του fusion, είναι όλοι αμερικανικοί. Για δύο λόγους. Πρώτον γιατί φτιάχτηκαν από μουσικούς με ριζοσπαστικές διαθέσεις, άλλοτε μέσα σε pop και άλλοτε σε underground περιβάλλοντα και δεύτερον, γιατί ήθελα να γράψω περισσότερο για τον Jim Pepper, παρά για τον Eric Clapton...
1. THE FREE SPIRITS – Out of Sight and Sound – ABC S-593 – 1967
Το “Out of Sight and Sound” των Free Spirits είναι ηχογραφημένο στο New Jersey, στο τέλος του 1966, από τον Rudy Van Gelder, σε παραγωγή του Bob Thiele.
Γενικώς, θα έλεγα πως πρόκειται για ένα proto-psych άλμπουμ, ενταγμένο περισσότερο (δηλαδή απολύτως) στο rock στρατόπεδο, παρά στο jazz. Pop, με την ευρύτερη έννοια, τραγούδια συντάσσουν τα Ελεύθερα Πνεύματα, τα οποία (τραγούδια) στην πορεία λαμβάνουν περίεργες διαστάσεις – κάτι που μπορεί να αναζητηθεί, με σιγουριά, στις προσωπικότητες των μουσικών που τους αποτελούσαν, δηλαδή των Larry Coryell lead κιθάρα, σιτάρ, φωνή, Columbus Baker ρυθμική κιθάρα, Chris Hills μπάσο, Jim Pepper τενόρο, φλάουτο, Bob Moses ντραμς.
Αλλοιωμένοι blues ρυθμοί, pop αρμονικά φωνητικά, προσεγμένη και όχι μπρούτα garage αισθητική, και βεβαίως τα πνευστά του Pepper να μετατοπίζουν, συχνά, το κέντρο βάρους προς τζαζικότερες καταστάσεις (“Cosmic daddy dancer”, “Storm”). Έτσι ανοίγει το κεφάλαιο...
2. STEVE MARCUS – Tomorrow Never Knows – Vortex 2001 – 1968
Το όνομα του Steve Marcus μπορεί να μην λέει, αμέσως, πολλά, λέει όμως πολύ περισσότερα αυτό εδώ το πρώτο του άλμπουμ από το 1968, ένα από τα πιο ελπιδοφόρα (τότε) και απολαυστικά (σήμερα) jazz-rock έργα.
Τι έπραξε εδώ ο σοπρανίστας, τενορίστας Marcus; Πήρε πασίγνωστες pop επιτυχίες της εποχής (τα “Eight miles high” των Byrds, “Mellow yellow” του Donovan, “Listen people” των Herman’s Hermits, “Rain” και “Tomorrow never knows” των Beatles – υπάρχει και μία original σύνθεση του Gary Burton), αλλάζοντάς τους τα φώτα.
Δεν είναι μόνο τα δικά του εντελώς απελευθερωμένα, ενίοτε χαοτικά, soli, είναι το γεγονός ότι παρασύρει στα μέτρα του και τους υπόλοιπους συμπαίκτες, δημιουργώντας έναν ήχο, τον οποίον πολύ δύσκολα –στιγμές-στιγμές– αιτιολογείς.
Αν μιλήσω για Evan Parker, Derek Bailey, Cecil Taylor και Spontaneous Music Ensemble θα με πάρετε με τις πέτρες; Και όμως, και όμως. Τι “Mellow yellow” είναι αυτό που ακούμε;
Τα... αληθινά ονόματα των μουσικών είναι: Steve Marcus σαξόφωνα, Larry Coryell ηλεκτρική κιθάρα, Mike Nock πιάνο, Chris Hills μπάσο, Bob Moses ντραμς (τα 3/5 των Free Spirits δηλαδή, συν τον άσσο νεοζηλανδό πιανίστα Mike Nock).
3. GARY BURTON – Throb – Atlantic SD 1531 – 1969
Για το “Throb” του Gary Burton είχα γράψει στο «δισκορυχείον» του τεύχους 175 του Jazz & Τζαζ. Ξαναγράφω, τώρα, επειδή θέλω να υπενθυμίσω τη σημαντικότητα αυτού του δίσκου στην ευρεία fusion αισθητική – καθότι εδώ δεν επικοινωνεί μόνον η jazz με το rock, αλλά και τα δυο τους με την country. Φυσικά, η προσπάθεια αυτή του αμερικανού μουσικού δεν ξεκίνησε με το παρόν long play, άγγιξε όμως με συνθέσεις όπως εκείνες του Michael Gibbs φερ’ ειπείν (“Turn of the century”, “Throb”, “Triple portrait”, “Some echoes”), μιαν αισθητική κορύφωση.
Cool και «ακαδημαϊκός» ανέκαθεν ο Burton, βρήκε εδώ το μπελά του... Τα αγέρωχα παιξίματα των Jerry Hahn ηλεκτρική κιθάρα, Richard Greene βιολί (τότε στους Sea Train), Steve Swallow μπάσο και Bill Goodwin ντραμς προσφέρουν, σε αφθονία, όλην εκείνη την απαραίτητη «ένταση», που έχουμε μάθει ν’ αναζητούμε στις τζαζ-ροκικές ηχογραφήσεις.
4. LARRY CORYELL – Coryell – Vanguard VSD 6547 – 1969
Τεράστιο κεφάλαιο για το jazz-rock ο τεξανός κιθαρίστας Larry Coryell. Το έχετε ήδη διαπιστώσει... Από τη μεγάλη σε όγκο και σημασία δισκογραφία του επιλέγουμε το “Coryell”, ηχογραφημένο στη Νέα Υόρκη το 1969, εξ αιτίας του ακρογωνιαίου 9λεπτου instro “The jam with Albert”.
Πάνω σ’ έναν αρχέτυπο ρυθμό που καθορίζουν το μπάσο του Albert Stinson και τα ντραμς του Bernard Purdie (έτσι πες μου), ο Larry Coryell στήνει έναν κιθαριστικό θίασο (lead, ρυθμικό και δεν ξέρω τι άλλο), σπάζοντας κανόνες. Έχω την αίσθηση, για να μην πω τη βεβαιότητα, πως εκείνη την εποχή ο Τεξανός ήταν ο μοναδικός ηλεκτρικός κιθαριστής που μπορούσε να «κοντράρει» στα ίσια τον Jimi Hendrix. Μπορεί να μην διέθετε την ίδια «περσόνα» μ’ εκείνον (στο πάλκο βασικά), διέθετε όμως (λέμε εμείς – δεκτές οι αντιρρήσεις) την ίδια φαντασία στο στούντιο. Είναι απίστευτα αυτά που πράττει εδώ, αιώνιο σεμινάριο για κάθε κιθαρίστα.
Διαπρέπει, εννοείται και στα υπόλοιπα θέματα –όχι μόνο στο jam– έχοντας δίπλα του μουσικάρες. Ron Carter και Chuck Rainey μπάσο, Mike Mandel όργανο, Jim Pepper φλάουτο.
5. SPONTANEOUS COMBUSTION – Come and Stick Your Head In – Flying Dutchman FDS-102 – 1969
Με το όνομα αυτό αναγνωρίζονται δύο τουλάχιστον συγκροτήματα στη μουσική ιστορία, οι Βρετανοί που ηχογραφούσαν στη Harvest και τούτοι εδώ οι Αμερικάνοι, που έγραψαν ένα(;) άλμπουμ για την εταιρία Flying Dutchman του Bob Thiele.
Οδηγημένοι από έναν περιστασιακό συνεργάτη του Frank Zappa, τον περκασιονίστα Gary Coleman, οι Spontaneous Combustion παρουσίασαν ένα ευφάνταστο jazz-rock, με ουκ ολίγες αισθητικές καινοτομίες. Αν και επρόκειτο για στούντιο εννεαμελές γκρουπ, το οποίο φαίνεται να «μαζεύτηκε» κάτω από την παρότρυνση και τις ευλογίες του Thiele, το αποτέλεσμα της δουλειάς του δεν είναι ό,τι θα αποκαλούσαμε, με την κακή έννοια, «επαγγελματικό», αλλά ένα αληθινό strange trip σε ήχους και διαθέσεις.
Προσέξτε line-up: Jimmy Gordon, John Guerin ντραμς, Dennis Budimir, Mike Deasy κιθάρες, Tom Scott (ναι), Jim Horn πνευστά, Mike Melvoin πλήκτρα, Larry Knechtel ηλεκτρικό μπάσο, Gary Coleman κρουστά.
Αν και υποτίθεται ότι οι «διπλοί» οργανοπαίκτες ήταν επιλεγμένοι ώστε να παίζουν ξεχωριστά τα jazz και rock passages (όντως), στην πραγματικότητα εκείνο που ακούγεται είναι ένα ανελέητο fusion (ποιος νοιάζεται για το ποιος παίζει τι;), που κάποιες στιγμές αγγίζει τα όριά του. Ιδίως στο 10λεπτο “Time stitch”, εκεί όπου το στούντιο μετατρέπεται σε δέκατο μουσικό σπρώχνοντας την «κατασκευή» στο άπειρο... (Όχι, φλάουτο δεν παίζει ο Eric Dolphy...).
6. CHICO HAMILTON – El Exigente (The Demanding One Chico Hamilton) – Flying Dutchman FDS-135 – 1970
Έχω την αίσθηση –θα ’θελα να κάνω λάθος– πως ο μέγας ντράμερ Chico Hamilton δεν χαίρει μεγάλης και διαχρονικής εκτίμησης στο «στενό» jazz στρατόπεδο. Καλά, για το rock δεν το συζητώ. Μάλλον, γιατί υπήρξε ένας πράγματι απρόβλεπτος μουσικός· τουλάχιστον μετά τα μέσα των sixties, όταν άρχισε να φλερτάρει με τον ηλεκτρισμό, το rock, το funk και τις λοιπές... δημοκρατικές δυνάμεις.
Το “El Exigente” είναι ένα άλμπουμ (πάντα στην Flying Dutchman του Bob Thiele) το οποίο, αν και σημαντικό, όπως θα επιχειρήσω να δείξω, πέρασε νύχτα. Πιθανώς γι’ αυτό το λόγο να το αλίευσα κι εγώ στο Μοναστηράκι, πριν από μερικά χρόνια, από τις «προσφορές». Πιθανώς γι’ αυτό το λόγο να το προσπερνά και ο Stuart Nicholson στο πολύ καλό βιβλίο του.
Ροκάρει στο “El Exigente” ο El Chico, όχι αγρίως, μα σίγουρα τζαζ-ροκικώς. Και «ψυχεδελίζει» θα έλεγα, ακόμη-ακόμη, στην 14λεπτη b-side, με τον κιθαρίστα Bob Mann (αργότερα στους Dreams, και πιο αργότερα στους Mountain, σ’ εκείνο το βρωμερό live στην Osaka!) να λαμβάνει τα σχετικά εύγε.
Παράξενο άλμπουμ, ίδιον της φυσιογνωμίας του Hamilton, το “El Exigente” διαθέτει θέματα που λες και ξεπήδησαν από το (άρτι προηγηθέν) άλμπουμ της Liberation Music Orchestra (“I came and saw the beauty of your love”) και άλλα που προβοκάρουν μόνο και μόνο με τους τίτλους τους (το μεταλλικό “Swingin’ on a sitar” – σιτάρ δεν υπάρχει στο άλμπουμ).
Ο Hamilton είναι ο «ηγέτης», όμως εκείνος που κερδίζει ίσες εντυπώσεις είναι ο ηλεκτρο-αλτίστας Arnie Lawrence (ψάξτε τον). Α... μην το ξεχάσω. Μπάσο κρατά ο Steve Swallow.
7. JEREMY STEIG – Legwork – Solid State SS 18068 – 1970
Αν το φλάουτο στο rock λέγεται “Ian Anderson” και στην jazz “Eric Dolphy” ή “Roland Kirk”, στο jazz-rock έχει επίσης ένα όνομα. Λέγεται “Jeremy Steig”. Εννοώ στο jazz-rock circuit της εποχής, αφού η καριέρα του Steig ξεκίνησε νωρίς στα sixties, καταλήγοντας έως τις μέρες μας. Και μεγάλος παίκτης, με... φυσικές (multiphonics παίξιμο) και στούντιο τεχνικές (διπλές-τριπλές εγγραφές), τις οποίες δούλευε παραλλήλως με τον Roland Kirk, αλλά και «ανοιχτό μυαλό» όσον αφορά στη διάχυσή του σε ποικίλα fusion πεδία, ο Jeremy Steig έδωσε σπουδαία άλμπουμ στην πρώτη περίοδο του είδους, τα οποία εκτιμούνται σήμερα από διαφόρων ομάδων μουσικόφιλους – το “Legwork” π.χ. θεωρείται funky treasure, δίχως να το χαρακτηρίζει κάποια τέτοια σαφή κατεύθυνση.
Άλμπουμ πλήρες, όσον αφορά στο κεφάλαιο “Steig”, το “Legwork” δεν είναι εκείνο που θα λέγαμε το κλασικό jazz-rock LP (π.χ. η παρουσία του κιθαρίστα Sam Brown – από την Liberation Music Orchestra – είναι περιοροσμένη σε σόλο), όμως σ’ ένα επίπεδο κλασικού fusion η απόλαυση που παρέχει είναι μεγίστη (το 8λεπτο “Hot head” είναι πλήρως αποκαλυπτικό της προσωπικότητας ενός σπάνιου μουσικού). Γειωμένο το rhythm section των Eddie Gomez μπάσο, Don Alias ντραμς.
8. CHARLES LLOYD – Warm Waters – Kapp KS 3647 – 1971
Είναι πολλοί εκείνοι που θεωρούν το “Warm Waters” ως το χειρότερο άλμπουμ στην μακρόχρονη καριέρα του Charles Lloyd – μην τους πιστεύετε! Ο λόγος; Το γεγονός ότι αποτέλεσε το απόλυτο pop ατόπημά του. Βεβαίως, ο Lloyd φλέρταρε εντόνως στα sixties με τα νεανικά ακροατήρια, που συνέρεαν στο τζαζ φεστιβάλ του Monterey ή στο Fillmore Auditorium, για να τον ακούσουν μαζί με τον Keith Jarrett και τον Jack DeJohnette, όμως θα πρέπει να δεχθούμε πως τα περίφημα άλμπουμ του από εκείνη την εποχή (το “Love-In”, το “Forest Flower”, το “Dream Weaver”) δεν είχαν καμμία σχέση με «ψυχεδέλειες» και τα τοιαύτα. Post-bop έπαιζε ο άνθρωπος, με κάποιες free ή και ολίγες soul εκτροπές. Τα οπτικά εφέ, τα «φάρμακα», ο χώρος (Frisco), η εποχή («καλοκαίρι της αγάπης»), τo κοινό – δεν ήταν αρκετά όλα εκείνα για το μεγάλο προσωπικό του pop boom. Έτσι, έμενε κατά κάποιον τρόπο ένα κενό στη ψυχή αυτού του ιδιαίτερου δημιουργού, το οποίο φάνηκε να γεμίζει αυτομάτως με το “Warm Waters”.
Έχοντας δίπλα του τον άσσο κιθαρίστα John Cipollina, τους Beach Boys (Mike Love, Brian Wilson, Carl Wilson, Alan Jardine), τον Dave Mason, τον Billy Cowsill (των Cowsills – τι ωραίος ξεπεσμός!), αλλά και τον ντράμερ James Zitro (από το ρόστερ της ESP-Disk), ο Lloyd εμφανίζεται εδώ «χιπι-οδέστερος» από ποτέ, φτιάχνοντας ένα άλμπουμ που θα μπορούσε με άνεση να πρωταγωνιστεί... τέσσερα καλοκαίρια πριν. Ο ίδιος παίζει φλάουτο, ηλεκτρικό πιάνο, όργανο, τενόρο, πιάνο και τραγουδά(!) με μιαν ελευθερία που ποτέ δεν είχε πριν, την ώρα που η υποχθόνια κιθάρα του «υδράργυρου» Cipollina (“Rusty toy”) σε βγάζει αμέσως από τη δύσκολη θέση...
9. JIM PEPPER – Pepper’s Pow Wow – Embryo SD 731 – 1971
Ινδιάνος στην καταγωγή, από τα γένη των Kaw και Creek, ο Jim Pepper (1941-1992), έκανε κι αυτός τη δική του επανάσταση, παντρεύοντας όχι μόνον την jazz με το rock, αλλά και τα δυο τους με τις μουσικές των native Americans. Έχοντάς τον ήδη συναντήσει ως μέλος των Free Spirits, αλλά και στο team του Larry Coryell στο “Coryell”, είναι σαν να παραδεχόμαστε (να το πράξουμε) πως ο Pepper υπήρξε ουσιαστικός τζαζ-ροκ πρωτοπόρος.
Και όντως· το άλμπουμ του “Pepper’s Pow Wow” δεν αφήνει περιθώρια για μισόλογα. Έχοντας στις αποσκευές του (από την εποχή των Everything Is Everything κι εκείνου του άλμπουμ τους στην Vanguard) τον τελετουργικό ινδιάνικο ύμνο “Witchi tai to” (κομμάτι που ετίμησαν πολλοί στη διαδρομή –αναμεσά τους ο Jan Garbarek– και το οποίον, εδώ, ανοίγει το άλμπουμ), ο Jim Pepper κατορθώνει να συγκροτήσει ένα σπάνιας ομορφιάς LP, που μετεωρείται πάνω από το folk, την jazz και το rock, με ίδιο τρόπο.Το native vocal section είναι απίθανο· ο δε συνδυασμός του με τις πενιές του Coryell και τα σαξόφωνα του Pepper (στο “Yon a ho” π.χ.), δημιουργεί ένα πρωτόγνωρο σύμπλεγμα.
Υλικό; Κατά βάση πρωτότυπο, πλην των versions των “Senecas (As long as the grass shall grow”) και “Drums”, αμφότερα του Pete La Farge· ενός folkist στον οποίον είχα αφιερώσει ένα παλαιό δισκορυχείον, στο τεύχος 141 του J&T.
Jim Pepper φωνή, τενόρο, σοπράνο, κρουστά και ακόμη οι Gib Pepper φωνή, κρουστά, Ravie Pepper φλάουτο, φωνή, κρουστά, Larry Coryell κιθάρα, Tom Grant πιάνο, φωνή, κρουστά, Chuck Rainey, Jerry Jemmott μπάσο, Billy Cobham, Spider Rice ντραμς... ως πνεύματα προγόνων.
10. FRIENDS – Friends – Oblivion od.3 – 1973
Το άλμπουμ των Friends το αγόρασα κάποτε (στο Μοναστηράκι) για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί είχα βρεθεί μπροστά στη βρετανική του έκδοση από το ’75 στην Caroline/Virgin (ένα label που υπολήπτομαι) –το original ήταν από το ’73– και δεύτερον γιατί συμμετείχε στους Φίλους ο John Abercrombie. Αν και γνώριζα το «ποιόν» του καλού κιθαριστή από την εποχή των Dreams και βεβαίως, από το «ταίριασμά» του με την ECM, εντούτοις «έπεσα έξω» όταν πρωτόεβαλα το δίσκο στο πικ-άπ. Δεν ήταν ούτε το ένα (γνήσιο proto-fusion), ούτε το άλλο (ήχος ECM). Επρόκειτο για ένα βαρύ, compact τζαζ-ροκικό παραλήρημα, με θαυμάσια αυτοσχεδιαστική προσέγγιση μέσω των soli της κιθάρας (κοντά στο στυλ του άσσου βρετανού guitar-man Οllie Halsall) και των ηλεκτρο-σαξοφώνων του Marc Cohen, την ώρα που το ρυθμικό τμήμα (Jeff Williams ντραμς, Clint Houston μπάσο) συνόδευε σε... κλωτσοπατινάδα. Το 13λεπτο “Loose tune” είναι καταπληκτικό κομμάτι, με τον Aber θυελλώδη όσο ποτέ. Αλλά και το “5/8 tune” δεν υπολείπεται...

2 σχόλια:

  1. Aπό το fb...

    Aris Karampeazis
    Το Throb είναι ένα άλμπουμ στο οποίο αναφέρεται συχνά ως επιρροή του ο Alec Empire των Atari Teenage Riot. Σε αυτό και στο Sing Me A Song Of Songmy των Hubbard/ Mimaroglu. Εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους βέβαια. Πολύ ωραίος δίσκος (και οι δυο)

    Vassilis Serafimakis
    Σιγά σιγά βλέπω διαμορφώνεται αντίλογος προς τα "1000 Greatest"!

    Haroula Nikolaidou
    Σαββατιάτικος θυσαυρός φίλε μου. Να σαι καλα

    Giorgos Tselonis
    Συγχαρητήρια, Φώντα! Καλογραμμένη μελέτη ανεκτίμητης αξίας! Τα έχεις όλα αυτά τα άλμπουμ; Γνωρίζεις αν κάποια από αυτά μπορούν να βρεθούν σε επανέκδοση; (όχι σώνει και καλά ορίτζιναλ)

    Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
    Ψάξε στο discogs. Τα περισσότερα βρίσκονται σε καλές τιμές original. Κάποια υπάρχουν και σε CD.
    Π.χ. το άλμπουμ του Steve Marcus με κανα 20άρι το βουτάς σε μια χαρά κατάσταση.

    Giorgos Tselonis
    Ένα ακόμη εξαιρετικό αμερικανικό άλμπουμ με τζαζ-ροκ στοιχεία (και μια δόση avant garde ψυχέλειας) είναι το "Hensley's electric jazz band & synthetic symphonette" των Masters of Deceit (Vanguard).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Οι Steve Marcus και Larry Coryell έχουν συνεργαστεί με πολύ καλή χημεία και στο εκπληκτικό Barefoot Boy (Flying Dutchman, 1971). Εδώ, οι Hendrix-ικές επιρροές του Coryell γίνονται ακόμη πιο εμφανείς τόσο με την εντελώς psych διασκευή του στο "Gypsy Queen" όσο και στο μπλουζάτο "The Geat Escape" (έχω την υποψία ότι αυτό το μερακλίδικο κομμάτι, πολύ θα ήθελε να το έχει ο Miles Davis στην track list του Star People, του τελευταίου -κατ' εμέ- ενδιαφέροντα άλμπουμ του στα 80'ς), ενώ παραδόξως δεν παραλείπει να αποδώσει και τον δέοντα φόρο τιμής στον Trane με το ευφάνταστο spiritual τζαζ "Consciousness" (κάνει μπαμ από τον τίτλο, αλλά και οι ερμηνείες δεν πάνε καθόλου πίσω από τεχνικής απόψεως).

    ΑπάντησηΔιαγραφή