KEITH JARRETT: Budapest Concert [ECM Records,
2020]
Το πιο καινούριο άλμπουμ (2LP, 2CD) του Keith Jarrett είναι γεγονός. Αποκαλείται “Budapest Concert”, είναι ηχογραφημένο στην Βουδαπέστη, στο Béla Bartók Concert Hall, στις 3 Ιουλίου 2016, και αποτελεί κατά μίαν έννοια συνέχεια του περυσινού “Munich 2016” [ECM Records, 2019], που είχε συμβεί-ηχογραφηθεί λίγες ημέρες αργότερα (16 Ιουλίου 2016). Και σ’ αυτό το ηχογράφημα ο Keith Jarrett κάθεται μπροστά από το πιάνο του (μόνος του στην σκηνή), προσφέροντας ένα ακόμη solo, ένα από τα πολλά, που κατά καιρούς μάς έχει δώσει. Πριν γράψουμε κάποια λόγια για το “Budapest Concert”, ας σχολιάσουμε κάτι, που, νομίζω, πως το έχουμε ξαναγράψει, αλλά δεν πειράζει να το επαναλάβουμε.
Να χρησιμοποιήσουμε την λέξη «ποτέ»; Ας την χρησιμοποιήσουμε... Ποτέ, λοιπόν, ο Manfred Eicher δεν κυκλοφορεί ένα live, αμέσως μετά την ηχογράφησή του. Το αφήνει να «κάτσει» μέσα του, να ωριμάσει. Προφανώς όλο αυτό το διάστημα ασχολείται διεξοδικώς με την εγγραφή, πριν να δώσει το ok, ώστε να γίνει ο δίσκος (CD ή βινύλιο). Το «ψάχνει». Επεξεργάζεται, διορθώνει, προβάρει... Πιθανώς, δηλαδή σίγουρα, να το ξανακοιτάζει μετά από κάποιο διάστημα, να ξαναδιορθώνει λεπτομέρειες, να προσθέτει ή να αφαιρεί «βάθη», να ξαναδοκιμάζει συχνότητες κ.λπ. Και κάπως έτσι κυλάει ο καιρός, περνούν τα χρόνια, έως ότου να γίνουν κοινωνοί τής εγγραφής οι απανταχού fans του «ήχου της ECM», όλος ο κόσμος.
Τέσσερα χρόνια μετά από την πραγματοποίησή του, λοιπόν, εκείνο το live στην Βουδαπέστη θα μετατραπεί σε κάτι χειροπιαστό, σ’ ένα άλμπουμ, το “Budapest Concert”, που έρχεται να πλασαριστεί δίπλα στα όσα σχετικά και σημαντικά έχει γράψει ο Keith Jarrett τα τελευταία χρόνια – αναμφισβήτητα ένας από τους μεγαλύτερους πιανίστες-συνθέτες-αυτοσχεδιαστές του καιρού μας.
Το πρώτο CD απαρτίζεται από τέσσερα tracks, τα οποία τιτλοφορούνται από “Part I” έως και “Part IV”. Σε αυτά ο Keith Jarrett φανερώνει, για μιαν ακόμη φορά, τα προφανή (για ’κείνον). Την τεράστια ικανότητά του στην δημιουργία μιας ηχητικής, μιας μουσικής αφηγηματικής γλώσσας, που να είναι απολύτως προσαρμοσμένη στην δική του ψυχοσύνθεση και στο δικό του σώμα. Αρκεί κάποιος να ακούσει, έστω και χωρίς να τον βλέπει, πώς χειρίζεται το πιάνο του –με τι καταιγιστικό και με «χωρίς ανάσα» τρόπο «τρέχουν» τα χέρια του στο κλαβιέ, πώς σιγοντάρει με άναρθρες κραυγές τις φάσεις των απαιτητικών σημείων ή της έκστασης–, προκειμένου ο καθένας μας να αντιληφθεί πως αυτός ο άνθρωπος πάλλεται, ψυχή τε και σώματι, κατά την διάρκεια κάθε κονσέρτου του. Εντάξει, όσοι έχουν δει live του Keith Jarrett μιλούν πάντα για μια κατάσταση μυσταγωγίας, όμως και αυτοί που έχουν ακούσει μόνον δίσκους του είναι πολύ πιθανόν, δηλαδή σίγουρο, πως θα πουν ακριβώς το ίδιο.
Κατά τα λοιπά δεν χρειάζεται να (ξανα)πούμε πως και από το “Budapest Concert” παρελαύνει όλη η ιστορία της jazz ή ακόμη και της δημοφιλούς μουσικής γενικότερα (“Part VII”), με το κονσέρτο να αποκτά ποικίλες διαστάσεις ενόσω κυλάει, καθώς προς το μέσον του γίνεται περισσότερο λυρικό, ρομαντικό, ιμπρεσιονιστικό κ.λπ. (καταπληκτικό το “Part VIII”), για να επανέλθει, για λίγο, στις αρχικές προχωρημένες φόρμες, πριν κλείσει μ’ ένα καθαρό blues (“Part XII”) και δύο πολύ συναισθηματικά στάνταρντ (“It’s a lonesome old town”, “Answer me, my love”), που είναι ό,τι πρέπει για να ξεσηκώσουν την αίθουσα. Και το πράττουν!
Μαγικό άκουσμα, με τους θεατές, σε φάση έκστασης, να αποθεώνουν μετά από κάθε track!
TIGRAN MANSURIAN: Con Anima [ECM New Series, 2020]
Στη γνωστή μας ECM New Series, με τα σύγχρονα κλασικά ή κλασικότροπα τέλος πάντων άλμπουμ, σειρά παίρνει ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή αρμένιους συνθέτες, ο Tigran Mansurian. Γεννημένος στην Βυρηττό, το 1939, αλλά μεγαλωμένος στην σοβιετική Αρμενία, ο Mansurian, μαζί με την Sofia Gubaidulina, τον Alfred Schnittke, τον Arvo Pärt, τον Giya Kancheli και ορισμένους ακόμη ανήκει σ’ εκείνη την άτυπη ομάδα σοβιετικών συνθετών, που επιχείρησαν, σταδιακώς, να απαγκιστρωθούν από τα διδάγματα του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», μπολιάζοντας την σύγχρονη (σοβιετική) μουσική με στοιχεία avant-garde (πρωτοπορίας).
Στο “Con Anima” CD ακούγονται τα εξής έργα τού Tigran Mansurian:
1. Το τριμερές “Agnus Dei” (2006), για βιολί, κλαρινέτο, βιολοντσέλο και πιάνο
2. Η διμερής “Sonata da Chiesa” (2015) για βιόλα και πιάνο
3. Το “Con Anima” (2006-7) για σεξτέτο εγχόρδων
4. Το τριμερές “String Trio” (2008), για βιολί, βιόλα και βιολοντσέλο
5. Το τριμερές “String Quartet No.3” (1993), το οποίον αποδίδει το Chilingirian Quartet, και τέλος...
6. Το “Die Tänzerin” (2014), έργο για βιολί και βιόλα (Kim Kashkashian, Varty Manouelian)
Για κάθε ένα από τα
έργα υπάρχουν επιμέρους στοιχεία στο booklet (Elena Dubinets), γίνεται λόγος για τις ιδιαιτερότητες
καθενός απ’ αυτά, για τις επιρροές τού Mansurian (από Τσαϊκόφσκι και Bartók, μέχρι folk μελωδίες, Debussy και Komitas) κ.λπ.
Απολύτως προσεγμένη
έκδοση λοιπόν, με τα υψηλά στάνταρντ της ECM New Series πάντα σε πρώτο πλάνο.
DOMINIK WANIA: Lonely Shadows [ECM Records,
2020]
Νέος πολωνός πιανίστας (δεν είναι ακόμη 39 ετών), ο Dominik Wania έχει μια πορεία στα πράγματα, που είναι σημαντική. Και προσωπική, και ως session μουσικός και ως μέλος γκρουπ. Μάλιστα, ως τέτοιο, ως μέλος τού Maciej Obara Quartet έγινε γνωστός ευρύτερα μέσα από δύο άλμπουμ στην ECM, του “Unloved” (2017) και του “Three Crowns” (2019) – γι’ αυτό το δεύτερο υπάρχει review στο δισκορυχείον. Τώρα, στο player στρίβει ένα προσωπικό CD τού Dominik Wania (το πρώτο του για την γερμανική εταιρεία), το οποίον αποκαλείται “Lonely Shadows” και είναι piano-solo. Στο άλμπουμ αυτό είναι καταγραμμένα έντεκα tracks, όλα του Wania.
Το παράξενο εδώ, κάτι που δείχνει αν θέλετε και την ποιότητα του Wania, ως τεχνίτη-καλλιτέχνη, είναι πως ό,τι ακούγεται είναι πλήρως αυτοσχεδιαστικό.
Όπως διαβάζουμε, στο σύντομo σημείωμά του στο ένθετο, στο στο “Lonely Shadows” δεν υπάρχει έτοιμη καμμία φόρμα, δεν υπάρχει έτοιμο κανένα μελωδικό σκετς, δεν υπάρχει συγκροτημένο κανένα αρμονικό επίπεδο. Ό,τι ακούγεται είναι συντεθειμένο «επί τόπου», είναι «της στιγμής», επηρεασμένο φαινομενικώς μόνο από το πιάνο, που έχει μπροστά του ο οργανοπαίκτης και βεβαίως από το στούντιο – αυτό το φοβερό και τρομερό Auditorio Stelio Molo RSI, στο Λουγκάνο της Ελβετίας, στο οποίον έχουν καταγραφεί ουκ ολίγα αριστουργήματα της ECM.
Κομμάτια λοιπόν, που ακούγονται σαν ώριμες συνθέσεις είναι το περιεχόμενο τού “Lonely Shadows”, κομμάτια που εμπεριέχουν όλα εκείνα που έχουν διαμορφώσει το στυλ του πολωνού πιανίστα, και που μπορεί να ξεκινούν από τον πιανιστικό ρομαντισμό του Σοπέν, και να καταλήγουν στις πιο προχωρημένες Jarrett-ικές φόρμες. Τεράστια μελωδική ευχέρεια, που αγγίζει τα όρια της ανάλωσης (αν σκεφθεί κανείς το πόσα διαφορετικά συνθέματα θα μπορούσε να πάρουν αφορμή απ’ αυτά που παρουσιάζει, εδώ, ο Wania) και βασικά πλήρης έλεγχος εκείνου που θα αποκαλούσαμε ηχητικό concept. Τίποτα να μην ξεφεύγει, όλα να είναι στη θέση τους, και όλα να λειτουργούν στην εντέλεια.
Είναι αυτό που θα λέγαμε... ένα τέλειο άλμπουμ, για το στυλ του.
MATTHIEU BORDENAVE / PATRICE MORET / FLORIAN WEBER: La traversée [ECM Records, 2020]
Και οι τρεις μουσικοί, που συναντιούνται εδώ, ο γάλλος τενόρο σαξοφωνίστας Matthieu Bordenave, ο ελβετός κοντραμπασίστας Patrice Moret και ο γερμανός πιανίστας Florian Weber, έχουν την ιστορία τους. Ο Bordenave εσχάτως έπαιζε με το Geoff Goodman Quintet (για το δικό τους “The Opposite of What”, στην Enja, γράψαμε πέρυσι), όπως και με το Shinya Fukumori Trio (για το “For 2 Akis”, στην ECM, επίσης έχουμε εδώ το σχετικό review), ο Moret συμμετείχε στο άλμπουμ του Nicolas Masson “Travelers” [ECM, 2018], ενώ και τον Weber τον συναντήσαμε προσφάτως στο προσωπικό άλμπουμ του “Lucent Waters” [ECM, 2018]. Άρα έχουμε να κάνουμε με τρεις μουσικούς που ανήκουν στο ρόστερ της ECM, και που δεν τους είχε δοθεί έως τώρα η ευκαιρία να συνεργαστούν (και οι τρεις μαζί) προς την κατεύθυνση ενός ολοκληρωμένου δίσκου. Τούτο συμβαίνει τώρα, με το “La traversée”, ένα άλμπουμ για τενόρο σαξόφωνο, κοντραμπάσο και πιάνο, που καταγράφει εννέα συνθέσεις του Bordenave, μέσης προς μικρής διάρκειας (τα περισσότερα θέματα διαρκούν περί τα πέντε λεπτά).
Το πιο καινούριο άλμπουμ (2LP, 2CD) του Keith Jarrett είναι γεγονός. Αποκαλείται “Budapest Concert”, είναι ηχογραφημένο στην Βουδαπέστη, στο Béla Bartók Concert Hall, στις 3 Ιουλίου 2016, και αποτελεί κατά μίαν έννοια συνέχεια του περυσινού “Munich 2016” [ECM Records, 2019], που είχε συμβεί-ηχογραφηθεί λίγες ημέρες αργότερα (16 Ιουλίου 2016). Και σ’ αυτό το ηχογράφημα ο Keith Jarrett κάθεται μπροστά από το πιάνο του (μόνος του στην σκηνή), προσφέροντας ένα ακόμη solo, ένα από τα πολλά, που κατά καιρούς μάς έχει δώσει. Πριν γράψουμε κάποια λόγια για το “Budapest Concert”, ας σχολιάσουμε κάτι, που, νομίζω, πως το έχουμε ξαναγράψει, αλλά δεν πειράζει να το επαναλάβουμε.
Να χρησιμοποιήσουμε την λέξη «ποτέ»; Ας την χρησιμοποιήσουμε... Ποτέ, λοιπόν, ο Manfred Eicher δεν κυκλοφορεί ένα live, αμέσως μετά την ηχογράφησή του. Το αφήνει να «κάτσει» μέσα του, να ωριμάσει. Προφανώς όλο αυτό το διάστημα ασχολείται διεξοδικώς με την εγγραφή, πριν να δώσει το ok, ώστε να γίνει ο δίσκος (CD ή βινύλιο). Το «ψάχνει». Επεξεργάζεται, διορθώνει, προβάρει... Πιθανώς, δηλαδή σίγουρα, να το ξανακοιτάζει μετά από κάποιο διάστημα, να ξαναδιορθώνει λεπτομέρειες, να προσθέτει ή να αφαιρεί «βάθη», να ξαναδοκιμάζει συχνότητες κ.λπ. Και κάπως έτσι κυλάει ο καιρός, περνούν τα χρόνια, έως ότου να γίνουν κοινωνοί τής εγγραφής οι απανταχού fans του «ήχου της ECM», όλος ο κόσμος.
Τέσσερα χρόνια μετά από την πραγματοποίησή του, λοιπόν, εκείνο το live στην Βουδαπέστη θα μετατραπεί σε κάτι χειροπιαστό, σ’ ένα άλμπουμ, το “Budapest Concert”, που έρχεται να πλασαριστεί δίπλα στα όσα σχετικά και σημαντικά έχει γράψει ο Keith Jarrett τα τελευταία χρόνια – αναμφισβήτητα ένας από τους μεγαλύτερους πιανίστες-συνθέτες-αυτοσχεδιαστές του καιρού μας.
Το πρώτο CD απαρτίζεται από τέσσερα tracks, τα οποία τιτλοφορούνται από “Part I” έως και “Part IV”. Σε αυτά ο Keith Jarrett φανερώνει, για μιαν ακόμη φορά, τα προφανή (για ’κείνον). Την τεράστια ικανότητά του στην δημιουργία μιας ηχητικής, μιας μουσικής αφηγηματικής γλώσσας, που να είναι απολύτως προσαρμοσμένη στην δική του ψυχοσύνθεση και στο δικό του σώμα. Αρκεί κάποιος να ακούσει, έστω και χωρίς να τον βλέπει, πώς χειρίζεται το πιάνο του –με τι καταιγιστικό και με «χωρίς ανάσα» τρόπο «τρέχουν» τα χέρια του στο κλαβιέ, πώς σιγοντάρει με άναρθρες κραυγές τις φάσεις των απαιτητικών σημείων ή της έκστασης–, προκειμένου ο καθένας μας να αντιληφθεί πως αυτός ο άνθρωπος πάλλεται, ψυχή τε και σώματι, κατά την διάρκεια κάθε κονσέρτου του. Εντάξει, όσοι έχουν δει live του Keith Jarrett μιλούν πάντα για μια κατάσταση μυσταγωγίας, όμως και αυτοί που έχουν ακούσει μόνον δίσκους του είναι πολύ πιθανόν, δηλαδή σίγουρο, πως θα πουν ακριβώς το ίδιο.
Κατά τα λοιπά δεν χρειάζεται να (ξανα)πούμε πως και από το “Budapest Concert” παρελαύνει όλη η ιστορία της jazz ή ακόμη και της δημοφιλούς μουσικής γενικότερα (“Part VII”), με το κονσέρτο να αποκτά ποικίλες διαστάσεις ενόσω κυλάει, καθώς προς το μέσον του γίνεται περισσότερο λυρικό, ρομαντικό, ιμπρεσιονιστικό κ.λπ. (καταπληκτικό το “Part VIII”), για να επανέλθει, για λίγο, στις αρχικές προχωρημένες φόρμες, πριν κλείσει μ’ ένα καθαρό blues (“Part XII”) και δύο πολύ συναισθηματικά στάνταρντ (“It’s a lonesome old town”, “Answer me, my love”), που είναι ό,τι πρέπει για να ξεσηκώσουν την αίθουσα. Και το πράττουν!
Μαγικό άκουσμα, με τους θεατές, σε φάση έκστασης, να αποθεώνουν μετά από κάθε track!
TIGRAN MANSURIAN: Con Anima [ECM New Series, 2020]
Στη γνωστή μας ECM New Series, με τα σύγχρονα κλασικά ή κλασικότροπα τέλος πάντων άλμπουμ, σειρά παίρνει ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή αρμένιους συνθέτες, ο Tigran Mansurian. Γεννημένος στην Βυρηττό, το 1939, αλλά μεγαλωμένος στην σοβιετική Αρμενία, ο Mansurian, μαζί με την Sofia Gubaidulina, τον Alfred Schnittke, τον Arvo Pärt, τον Giya Kancheli και ορισμένους ακόμη ανήκει σ’ εκείνη την άτυπη ομάδα σοβιετικών συνθετών, που επιχείρησαν, σταδιακώς, να απαγκιστρωθούν από τα διδάγματα του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», μπολιάζοντας την σύγχρονη (σοβιετική) μουσική με στοιχεία avant-garde (πρωτοπορίας).
Στο “Con Anima” CD ακούγονται τα εξής έργα τού Tigran Mansurian:
1. Το τριμερές “Agnus Dei” (2006), για βιολί, κλαρινέτο, βιολοντσέλο και πιάνο
2. Η διμερής “Sonata da Chiesa” (2015) για βιόλα και πιάνο
3. Το “Con Anima” (2006-7) για σεξτέτο εγχόρδων
4. Το τριμερές “String Trio” (2008), για βιολί, βιόλα και βιολοντσέλο
5. Το τριμερές “String Quartet No.3” (1993), το οποίον αποδίδει το Chilingirian Quartet, και τέλος...
6. Το “Die Tänzerin” (2014), έργο για βιολί και βιόλα (Kim Kashkashian, Varty Manouelian)
Νέος πολωνός πιανίστας (δεν είναι ακόμη 39 ετών), ο Dominik Wania έχει μια πορεία στα πράγματα, που είναι σημαντική. Και προσωπική, και ως session μουσικός και ως μέλος γκρουπ. Μάλιστα, ως τέτοιο, ως μέλος τού Maciej Obara Quartet έγινε γνωστός ευρύτερα μέσα από δύο άλμπουμ στην ECM, του “Unloved” (2017) και του “Three Crowns” (2019) – γι’ αυτό το δεύτερο υπάρχει review στο δισκορυχείον. Τώρα, στο player στρίβει ένα προσωπικό CD τού Dominik Wania (το πρώτο του για την γερμανική εταιρεία), το οποίον αποκαλείται “Lonely Shadows” και είναι piano-solo. Στο άλμπουμ αυτό είναι καταγραμμένα έντεκα tracks, όλα του Wania.
Το παράξενο εδώ, κάτι που δείχνει αν θέλετε και την ποιότητα του Wania, ως τεχνίτη-καλλιτέχνη, είναι πως ό,τι ακούγεται είναι πλήρως αυτοσχεδιαστικό.
Όπως διαβάζουμε, στο σύντομo σημείωμά του στο ένθετο, στο στο “Lonely Shadows” δεν υπάρχει έτοιμη καμμία φόρμα, δεν υπάρχει έτοιμο κανένα μελωδικό σκετς, δεν υπάρχει συγκροτημένο κανένα αρμονικό επίπεδο. Ό,τι ακούγεται είναι συντεθειμένο «επί τόπου», είναι «της στιγμής», επηρεασμένο φαινομενικώς μόνο από το πιάνο, που έχει μπροστά του ο οργανοπαίκτης και βεβαίως από το στούντιο – αυτό το φοβερό και τρομερό Auditorio Stelio Molo RSI, στο Λουγκάνο της Ελβετίας, στο οποίον έχουν καταγραφεί ουκ ολίγα αριστουργήματα της ECM.
Κομμάτια λοιπόν, που ακούγονται σαν ώριμες συνθέσεις είναι το περιεχόμενο τού “Lonely Shadows”, κομμάτια που εμπεριέχουν όλα εκείνα που έχουν διαμορφώσει το στυλ του πολωνού πιανίστα, και που μπορεί να ξεκινούν από τον πιανιστικό ρομαντισμό του Σοπέν, και να καταλήγουν στις πιο προχωρημένες Jarrett-ικές φόρμες. Τεράστια μελωδική ευχέρεια, που αγγίζει τα όρια της ανάλωσης (αν σκεφθεί κανείς το πόσα διαφορετικά συνθέματα θα μπορούσε να πάρουν αφορμή απ’ αυτά που παρουσιάζει, εδώ, ο Wania) και βασικά πλήρης έλεγχος εκείνου που θα αποκαλούσαμε ηχητικό concept. Τίποτα να μην ξεφεύγει, όλα να είναι στη θέση τους, και όλα να λειτουργούν στην εντέλεια.
Είναι αυτό που θα λέγαμε... ένα τέλειο άλμπουμ, για το στυλ του.
MATTHIEU BORDENAVE / PATRICE MORET / FLORIAN WEBER: La traversée [ECM Records, 2020]
Και οι τρεις μουσικοί, που συναντιούνται εδώ, ο γάλλος τενόρο σαξοφωνίστας Matthieu Bordenave, ο ελβετός κοντραμπασίστας Patrice Moret και ο γερμανός πιανίστας Florian Weber, έχουν την ιστορία τους. Ο Bordenave εσχάτως έπαιζε με το Geoff Goodman Quintet (για το δικό τους “The Opposite of What”, στην Enja, γράψαμε πέρυσι), όπως και με το Shinya Fukumori Trio (για το “For 2 Akis”, στην ECM, επίσης έχουμε εδώ το σχετικό review), ο Moret συμμετείχε στο άλμπουμ του Nicolas Masson “Travelers” [ECM, 2018], ενώ και τον Weber τον συναντήσαμε προσφάτως στο προσωπικό άλμπουμ του “Lucent Waters” [ECM, 2018]. Άρα έχουμε να κάνουμε με τρεις μουσικούς που ανήκουν στο ρόστερ της ECM, και που δεν τους είχε δοθεί έως τώρα η ευκαιρία να συνεργαστούν (και οι τρεις μαζί) προς την κατεύθυνση ενός ολοκληρωμένου δίσκου. Τούτο συμβαίνει τώρα, με το “La traversée”, ένα άλμπουμ για τενόρο σαξόφωνο, κοντραμπάσο και πιάνο, που καταγράφει εννέα συνθέσεις του Bordenave, μέσης προς μικρής διάρκειας (τα περισσότερα θέματα διαρκούν περί τα πέντε λεπτά).
Το κλίμα στο “La traversée” φέρνει στη μνήμη το βαρύ
πυροβολικό της contemporary jazz,
με το πολύ επιμελημένο περιεχόμενο, από την δεκαετία του ’60. Και αναφερόμαστε
βασικά σε άλμπουμ τύπου “Free Fall”
(1963), με τους Jimmy Giuffre, Paul Bley και Steve Swallow, τρεις μουσικούς που
είχαν συνεργαστεί και στα nineties,
δίνοντας εκ νέου εξαιρετικές ηχογραφήσεις (“Conversations with a Goose” κ.λπ.). Εντός αυτού
του πλαισίου, που οριοθετείται από τις προσηλωμένες μελωδικές γραμμές, με την
επιμονή στην ανάπτυξή τους, αγωνίζονται και οι Bordenave, Moret και Weber, δημιουργώντας μια
μουσική κάπως ήρεμη εξωτερικώς, θωπευτική, απαλή, αλλά με μεγάλη ένταση σ’ ένα
εσωτερικό επίπεδο. Μια μουσική, που μπορεί ναι μεν να σε γαληνεύει, αλλά ταυτοχρόνως
να ανασκαλεύει και τον εσωτερικό σου κόσμο.
Η ECM Records
εισάγεται από την AN Music
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου