Καθώς ξεκινάει το πιο νέο άλμπουμ του Boy «Η Αντιλόπη»
[Inner
Ear, 2020], με
την πιανιστική εισαγωγή από «Το αγαπημένο μας μέρος στη Γη» σκέφτομαι... ω, τι
ωραία εισαγωγή... ανυπομονώντας για τα περαιτέρω. Πέραν των στίχων, του
νοήματός των εννοώ, θα πω κάτι. Η φωνή, έτσι όπως μπαίνει, με τρομάζει.
Περιμένω ν’ ακούσω κάποιο τραγούδι, ή έστω ένα χαμηλόφωνο spoken word. Όμως δεν συμβαίνει ούτε
το ένα, ούτε το άλλο. Τραγούδι δεν υπάρχει, όταν το σπηκάρισμα, που ακούγεται...
γιγαντιαίο στ’ αυτιά μου, είναι πολύ μπροστά. Κρίμα, γιατί εξ αιτίας αυτού η
μελωδία κρύβεται κάτω απ’ τη φωνή. Φυσικά (η μελωδία) δεν μπορεί να αναδειχθεί
μέσω της απαγγελίας, αλλά είναι η απαγγελία εκείνη, με την έντασή της, που την
εμποδίζει ακόμη και να ανασάνει.
Στο δεύτερο τραγούδι τα πράγματα είναι καλύτερα. Και πάλι η μελωδία τού Boy είναι ωραία –εδώ υπάρχει τραγούδι και όχι σπηκάρισμα–, αλλά και πάλι η φωνή ακούγεται αρκετά «μπροστά». Προσωπικώς θα την προτιμούσα «πιο πίσω», «πιο κάτω». Το απλό σχήμα πλήκτρα-κιθάρες λειτουργεί σωστά. Είναι lo-fi φυσικά, αλλά δεν είναι απλοϊκό, πρόχειρο ή επιτηδευμένα φτωχό. Κλίμα υπάρχει, αναδύεται από το τραγούδι, αλλά θα μπορούσε αυτό (το κλίμα) να ήταν ακόμη πιο ισχυρό και πιο αποφασιστικό.
Το επόμενο τραγούδι, το «Μέσα στο σπίτι», επίσης μου αφήνει καλές εντυπώσεις, με τους στίχους (και με την συγκεκριμένη ονοματολογία) να ανακαλεί κάτι από Φοίβο Δεληβοριά. Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό... Προσωπικώς δεν είμαι φαν της τραγουδοποιίας τού Δεληβοριά (δεν τον απορρίπτω βεβαίως, απλώς δεν είμαι φαν). Φυσικά, ο Boy διαμορφώνει το δικό του ηχητικό περιβάλλον, έχει τη δική του προσωπικότητα (δεν τον συσχετίζω, γενικώς, με τον Δεληβοριά), αλλά η παραπομπή, εδώ, υπάρχει. Ίσως ο Boy να θέλει να γράψει έναν πιο καθημερινό, πιο λαϊκό, πιο ανεπιτήδευτο στίχο, που να διατηρεί όμως ένα δικό του προφίλ. Αυτό, γενικώς, δεν είναι εύκολο. Πόσω μάλλον όταν πρέπει αυτός ο στίχος να τραγουδηθεί.
Ένα τραγούδι με στοιχεία οικειοθελούς εγκλεισμού (στους στίχους) είναι και το «Πάνω που το τέλος μου έμοιαζε κοντινό». Γενικώς, όλο το άλμπουμ, από στιχουργικής πλευράς, έχει να κάνει με τον οικειοθελή εγκλεισμό (σ’ ένα διαμέρισμα π.χ.). Είναι ένα «σπιτικό» άλμπουμ η «Αντιλόπη», και αυτό δεν σχετίζεται με την καραντίνα τής άνοιξης, καθότι τα τραγούδια, που κυκλοφόρησαν στο ίντερνετ κατά πρώτον, στα μέσα Μαρτίου 2020, λογικώς είχαν γραφτεί νωρίτερα. Εδώ, πάντως, η φωνή είναι στο «σωστό» επίπεδο, αν και μπορεί να «κατέβει» ακόμη πιο κάτω.
Το «Μου αρέσει που είμαστε μόνοι μας», εκεί προς την μέση του δίσκου, διαθέτει επίσης πολύ ωραία μελωδική ακολουθία. Πιάνο κεντρικά, κάτι «ψιλά» μπροστά, κι ένα «βάθος» στο background. Έχει κάτι το «αποκαλυπτικό» αυτό το κομμάτι, κάτι το «μετά». Γενικώς, νομίζω, πως η «Αντιλόπη» διαθέτει και μια τέτοια διάσταση. Είναι ένα άλμπουμ για την «επόμενη μέρα»; Ίσως. Μιαν «άλλη» μέρα, τέλος πάντων.
Ο στίχος με τον οποίον ξεκινά το επόμενο track, το «Κάτω απ’ το πάπλωμα» (λέμε για το «Προτιμάς να ακούς τραγούδια που μιλάνε για το τέλος του κόσμου») φανερώνει αυτό που αναφέραμε πιο πάνω. Συντείνει, βεβαίως, και ο τρόπος που απαγγέλλει τα λόγια του ο Boy, που είναι κάπως... αγχωτικός.
Το «Θα ’ναι όλα ok» αποτελεί ίσως την πιο χαλαρή στιγμή του δίσκου, μια νότα χαράς και ευθυμίας, που διαγράφεται και αυτή μέσα στο ίδιο απομονωμένο περιβάλλον. Σαββόπουλος της εποχής τού «Έρχεται βροχή, έρχεται μπόρα», ίσως και μιαν ελαφρότητα τύπου «Βαγγέλης Γερμανός», συν την αναφορά στο “Media Luz” του Κηλαηδόνη στο τέλος.
Τα σουρεαλιστικά στοιχεία στην αφήγηση τού «Το κορίτσι, το αγόρι και η γάτα» είναι ενταγμένα στο ίδιο πνιγηρό περιβάλλον, παρά την οικειότητα που μπορεί να δημιουργούν τα «μπλουζάκια Rockwave 1998» και «το διαμέρισμά μας στα Ιλίσια». Το κομμάτι είναι γρήγορο, ασθματικό, αλλά η αφήγηση έχει τη δική της ροή.
Το προτελευταίο track τής «Αντιλόπης» είναι το «Βγες στο μπαλκόνι». Ένα «δύσκολο» τραγούδι, που προσωπικώς το ακούω κάπως αυτονομημένο από το υπόλοιπο άλμπουμ.
Το κλείσιμο με «Το πνεύμα του μελισσιού» (ευθεία αναφορά στην ποιητική αλληγορική ταινία του Ισπανού Victor Erice από το 1973) περιγράφει τις διακυμάνσεις μιας σχέσης, που ενοχοποιείται ή δηλητηριάζεται από τους... απ’ έξω – οι οποίοι έχουν εισβάλει στο διαμέρισμα όχι ως φυσικές παρουσίες, αλλά ως αρνητικές αλληλεπιδράσεις (φοβίες, ανασφάλειες κ.λπ.).
Αν και παίρνουν μέρος μόλις δύο μουσικοί στην ηχογράφηση της «αντιλόπης», ο Boy σε φωνή, πιάνο, βινύλια, αντονέλλι (πληκτροφόρο), κρουστά και ο Γιώτης Παρασκευαΐδης σε κιθάρες, στην πράξη, και από πλευράς ηχοχρωματικών ποικιλιών, δεν σου λείπει κάτι.
Επαφή: www.inner-ear.gr
Στο δεύτερο τραγούδι τα πράγματα είναι καλύτερα. Και πάλι η μελωδία τού Boy είναι ωραία –εδώ υπάρχει τραγούδι και όχι σπηκάρισμα–, αλλά και πάλι η φωνή ακούγεται αρκετά «μπροστά». Προσωπικώς θα την προτιμούσα «πιο πίσω», «πιο κάτω». Το απλό σχήμα πλήκτρα-κιθάρες λειτουργεί σωστά. Είναι lo-fi φυσικά, αλλά δεν είναι απλοϊκό, πρόχειρο ή επιτηδευμένα φτωχό. Κλίμα υπάρχει, αναδύεται από το τραγούδι, αλλά θα μπορούσε αυτό (το κλίμα) να ήταν ακόμη πιο ισχυρό και πιο αποφασιστικό.
Το επόμενο τραγούδι, το «Μέσα στο σπίτι», επίσης μου αφήνει καλές εντυπώσεις, με τους στίχους (και με την συγκεκριμένη ονοματολογία) να ανακαλεί κάτι από Φοίβο Δεληβοριά. Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό... Προσωπικώς δεν είμαι φαν της τραγουδοποιίας τού Δεληβοριά (δεν τον απορρίπτω βεβαίως, απλώς δεν είμαι φαν). Φυσικά, ο Boy διαμορφώνει το δικό του ηχητικό περιβάλλον, έχει τη δική του προσωπικότητα (δεν τον συσχετίζω, γενικώς, με τον Δεληβοριά), αλλά η παραπομπή, εδώ, υπάρχει. Ίσως ο Boy να θέλει να γράψει έναν πιο καθημερινό, πιο λαϊκό, πιο ανεπιτήδευτο στίχο, που να διατηρεί όμως ένα δικό του προφίλ. Αυτό, γενικώς, δεν είναι εύκολο. Πόσω μάλλον όταν πρέπει αυτός ο στίχος να τραγουδηθεί.
Ένα τραγούδι με στοιχεία οικειοθελούς εγκλεισμού (στους στίχους) είναι και το «Πάνω που το τέλος μου έμοιαζε κοντινό». Γενικώς, όλο το άλμπουμ, από στιχουργικής πλευράς, έχει να κάνει με τον οικειοθελή εγκλεισμό (σ’ ένα διαμέρισμα π.χ.). Είναι ένα «σπιτικό» άλμπουμ η «Αντιλόπη», και αυτό δεν σχετίζεται με την καραντίνα τής άνοιξης, καθότι τα τραγούδια, που κυκλοφόρησαν στο ίντερνετ κατά πρώτον, στα μέσα Μαρτίου 2020, λογικώς είχαν γραφτεί νωρίτερα. Εδώ, πάντως, η φωνή είναι στο «σωστό» επίπεδο, αν και μπορεί να «κατέβει» ακόμη πιο κάτω.
Το «Μου αρέσει που είμαστε μόνοι μας», εκεί προς την μέση του δίσκου, διαθέτει επίσης πολύ ωραία μελωδική ακολουθία. Πιάνο κεντρικά, κάτι «ψιλά» μπροστά, κι ένα «βάθος» στο background. Έχει κάτι το «αποκαλυπτικό» αυτό το κομμάτι, κάτι το «μετά». Γενικώς, νομίζω, πως η «Αντιλόπη» διαθέτει και μια τέτοια διάσταση. Είναι ένα άλμπουμ για την «επόμενη μέρα»; Ίσως. Μιαν «άλλη» μέρα, τέλος πάντων.
Ο στίχος με τον οποίον ξεκινά το επόμενο track, το «Κάτω απ’ το πάπλωμα» (λέμε για το «Προτιμάς να ακούς τραγούδια που μιλάνε για το τέλος του κόσμου») φανερώνει αυτό που αναφέραμε πιο πάνω. Συντείνει, βεβαίως, και ο τρόπος που απαγγέλλει τα λόγια του ο Boy, που είναι κάπως... αγχωτικός.
Το «Θα ’ναι όλα ok» αποτελεί ίσως την πιο χαλαρή στιγμή του δίσκου, μια νότα χαράς και ευθυμίας, που διαγράφεται και αυτή μέσα στο ίδιο απομονωμένο περιβάλλον. Σαββόπουλος της εποχής τού «Έρχεται βροχή, έρχεται μπόρα», ίσως και μιαν ελαφρότητα τύπου «Βαγγέλης Γερμανός», συν την αναφορά στο “Media Luz” του Κηλαηδόνη στο τέλος.
Τα σουρεαλιστικά στοιχεία στην αφήγηση τού «Το κορίτσι, το αγόρι και η γάτα» είναι ενταγμένα στο ίδιο πνιγηρό περιβάλλον, παρά την οικειότητα που μπορεί να δημιουργούν τα «μπλουζάκια Rockwave 1998» και «το διαμέρισμά μας στα Ιλίσια». Το κομμάτι είναι γρήγορο, ασθματικό, αλλά η αφήγηση έχει τη δική της ροή.
Το προτελευταίο track τής «Αντιλόπης» είναι το «Βγες στο μπαλκόνι». Ένα «δύσκολο» τραγούδι, που προσωπικώς το ακούω κάπως αυτονομημένο από το υπόλοιπο άλμπουμ.
Το κλείσιμο με «Το πνεύμα του μελισσιού» (ευθεία αναφορά στην ποιητική αλληγορική ταινία του Ισπανού Victor Erice από το 1973) περιγράφει τις διακυμάνσεις μιας σχέσης, που ενοχοποιείται ή δηλητηριάζεται από τους... απ’ έξω – οι οποίοι έχουν εισβάλει στο διαμέρισμα όχι ως φυσικές παρουσίες, αλλά ως αρνητικές αλληλεπιδράσεις (φοβίες, ανασφάλειες κ.λπ.).
Αν και παίρνουν μέρος μόλις δύο μουσικοί στην ηχογράφηση της «αντιλόπης», ο Boy σε φωνή, πιάνο, βινύλια, αντονέλλι (πληκτροφόρο), κρουστά και ο Γιώτης Παρασκευαΐδης σε κιθάρες, στην πράξη, και από πλευράς ηχοχρωματικών ποικιλιών, δεν σου λείπει κάτι.
Επαφή: www.inner-ear.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου