Ο Robert Nighthawk
(1909-1967) είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου bluesmen. Από τότε που άκουσα για πρώτη
φορά εγγραφές του μου «καρφώθηκαν» αμέσως στο μυαλό ο ήχος της κιθάρας του,
καθώς και η «ζεστή» αβίαστη φωνή του. Την ιστορία αυτού του, μάλλον υποτιμημένου,
μουσικού θα επιχειρήσω στη συνέχεια να διηγηθώ.
Όποιος ακούσει την ηχογραφημένη συζήτηση του Robert Nighthawk με τον Michael Bloomfield από το καλοκαίρι
του ’64, όπως κατεγράφη εκείνη στο τριπλό CD “And This Is Maxwell Street” [UK. Catfish KAT301, 2000], θα συνάγει το συμπέρασμα
πως ο συνεντευξιαζόμενος θα πρέπει να ήταν ένας κάπως παράξενος άνθρωπος. Λιγομίλητος, απρόθυμος για πολλά-πολλά, δύσπιστος ή και καχύποπτος. Με άλλα
λόγια ο τύπος εκείνος του καλλιτέχνη που ανέπτυξε τις ικανότητές του
κυριολεκτικώς στο πεζοδρόμιο, που αισθανόταν καλά μόνον όταν έπαιζε και
τραγουδούσε, και ακόμη καλύτερα όταν έκανε αυτά τα δύο δίχως να τον
καταγράφουν. Αυτή η γενική απροθυμία τού Robert Nighthawk να μπει σε στούντιο μπορεί να
στέρησε από εμάς τη χαρά πολλών και καλών ηχογραφήσεών του, όμως έπλεξε
συγχρόνως και τον μύθο του. Αρκεί να πω μόνον ότι μετά τον Δεύτερο Πόλεμο, όταν
το παίξιμό του ήταν «μπροστά από την εποχή του» επηρεάζοντας αποφασιστικώς
όλους τους συγχρόνους του slide
κιθαρίστες, αυτός έκανε ελάχιστα επίσημα sessions (για την Aristocrat και την United,
στα χρόνια 1949-1952), αδιαφορώντας για την επαγγελματική του καταξίωση.
Απεναντίας, θεωρούσε πρέπον να παίζει στην λαϊκή αγορά της Maxwell Street στο
Σικάγο, σε μικρά κλαμπ ή σε αυτοσχέδιες σκηνές, που στήνονταν σε Πανεπιστήμια ή
λέσχες, με αμοιβή συχνά «ό,τι προαιρείσθε». Παρ’ όλα αυτά οι ομότεχνοί του
είχαν την παρρησία να ομολογήσουν το ταλέντο του. Ο B.B. King
πρώτα-πρώτα, που διασκεύασε τραγούδια του, ο Elmore James και ο Earl Hooker
(αμφότεροι τρανοί slide
κιθαρίστες), αλλά και ο Muddy Waters,
που τον θεωρούσε «κορυφαίο», συστήνοντάς τον στην Aristocrat μόλις πάτησε εκεί το πόδι του.
Ο Robert Nighthawk
γεννήθηκε, το 1909, στην Helena του Arkansas και το πραγματικό του όνομα ήταν Robert McCollum. Μέντορές του
υπήρξαν ο Tampa Red
και ο εξάδελφός του Houston Stackhouse
(τον οποίον θα συναντήσει εκ νέου, προς το τέλος της ζωής του, το 1967, σε μια
μοναδικής αξίας ηχογράφηση). Μετά το κραχ του ’29, όταν πολλοί μαύροι θ’ αναζητήσουν
καλύτερες συνθήκες στις μεγαλουπόλεις του Βορρά, ο νεαρός μουσικός θα
εγκατασταθεί στο Σικάγο, εκεί όπου θα έχει και το πρώτο επαγγελματικό του, να
πούμε, session. Αναφέρομαι
στα τέσσερα tracks που
ηχογραφήθηκαν για την Vocalion,
τον Οκτώβριο του 1936, για λογαριασμό του πιανίστα Jack Newman και τα οποία πιθανώς
να παραμένουν έως σήμερα ανέκδοτα. Τον Μάιο του ’37, όλο το επιτελείο μίας
άλλης εταιρείας της εποχής, της Bluebird,
θα «μεταναστεύσει» στο Leland Hotel,
στην Aurora του Illinois.
Εκεί, μέσα σε ελάχιστες ώρες, ο… Robert Lee McCoy (McCoy
ήταν το πατρικό επώνυμο της μητέρας του) θα εμφανισθεί σε εγγραφές του Walter Davis, του πρώτου Sonny Boy Williamson (ναι, παίζει
κιθάρα στο ιστορικό “Good morning school girl”)
και του Big Joe Williams,
πραγματοποιώντας και τις έξι πρώτες, εντελώς προσωπικές, ηχογραφήσεις του.
Ανάμεσα σ’ αυτές ακουγόταν και το “Prowling nighthawk”, ένα από τα κομμάτια που
έκαναν κάποια σχετική εντύπωση, και από το οποίο δανείστηκε το επώνυμό του στην
δεύτερη φάση της καριέρας του. Αν και το στυλ του ήταν εξ αρχής ξεκάθαρο, τόσο
στον ερμηνευτικό τομέα όσο και στον οργανοπαικτικό, αφού έπαιζε, παράξενο για bluesman, με στάνταρντ κούρδισμα που δυσκόλευε το slide και όχι με ανοιχτό σολ (ισπανικό), εντούτοις η επιτυχία του δεν ήταν η αναμενόμενη
(τουλάχιστον για την Bluebird).
Απόδειξη το γεγονός ότι δύο από τα τρία δικά του sessions, έγιναν κάτω από τα ονόματα Rambling Bob (18/12/1938) και Peetie’s Boy (5/6/1940). Ας πω, λοιπόν, πως
όλο το προπολεμικό υλικό του Robert Nighthawk,
συνολικώς 25 θέματα, επανεκδόθηκε για πρώτη φορά από την Wolf το 1990,
όμως είναι η έκδοση της Catfish, από το 2000, που είναι προτιμότερη επειδή έχει ασυγκρίτως καλύτερον ήχο.
Εκείνα τα χρόνια, και τουλάχιστον μέχρι το 1942, όταν
επέστρεψε στην Helena, ο
Robert Nighthawk εργάστηκε
πολύ σκληρά, ταξιδεύοντας συνεχώς Βορρά-Νότο, δίνοντας αμέτρητες παραστάσεις
στο Σικάγο, στο Memphis,
αλλά και στην Clarksdale και το Vicksburg
στον Mississippi,
γνωρίζοντας… συζύγους και γυναίκες και (κατά τον Big Joe Williams) βγάζοντας πολλά
λεφτά. Στην Helena εν τω μεταξύ, είχε ξεκινήσει δραστηριότητα ο δεύτερος Sonny Boy (ο Rice Miller, ο πιο γέρος, που
έγινε γνωστός στην Βρετανία στα sixties)
στον ραδιοσταθμό KFFA, παρουσιάζοντας
την εκπομπή King Biscuit Four.
Κάποια σποτ, που «έριξε» εκεί ο Nighthawk
απέδωσαν πολύ, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί γρήγορα σε bandleader, καπαρώνοντας όλες τις
δουλειές στην περιοχή. Ποιο ήταν, όμως, το μυστικό της επιτυχίας; Βασικά ο ενισχυμένος
ήχος της κιθάρας του, κάτι μάλλον πρωτόγνωρο για τα δεδομένα της εποχής.
(Μάλιστα είναι πιθανόν να ήταν ο πρώτος bluesman
στην ιστορία που έπαιξε ηλεκτρικώς ενισχυμένη κιθάρα, αν και αυτό μικρή
σημασία έχει).
Από τον Αύγουστο του 1941, όταν συνόδευσε τον Walter Vincson των Mississippi Sheiks, σ’ ένα session, δεν ξαναμπήκε στο
στούντιο, παρά μόνον τον Νοέμβριο του 1948, όταν ο Muddy Waters τον συνέστησε στην Aristocrat των αδελφών Chess. Τα πρώτα κομμάτια που
έγραψε εκεί τα τραγούδησε κάποια φίλη του, η Ethel Mae, είπε όμως κι εκείνος δύο, τα “Return mail blues” και “My sweet lovin’ woman”. Το άλμα θα γίνει την επόμενη
χρονιά, όταν τον Ιούλιο του ’49 θα παρουσιάσει ανάμεσα σε άλλα τα “Black angel blues (Sweet black angel)” και “Anna Lee”, τραγούδια που
θεωρούνται (και είναι) από τα ωραιότερα στην καριέρα του. Πολύ ωραίες ερμηνείες
–είναι ολοφάνερο πως αυτή η νωχελική, «αντηχητική» φωνή του επηρέασε στην
πορεία άλλους σημαντικούς τραγουδιστές, όπως τον Bobby Bland ή
τον Brook Benton–
ενώ το παίξιμό του ήταν οπωσδήποτε jazzy, προετοιμάζοντας (και αυτός) το ηχητικό έδαφος για τους
διαφόρους κιθαρίστες που θα «έσκαγαν» στις επόμενες δεκαετίες. Η επόμενη εγγραφή του για
την Aristocrat (5/1/1950) περιελάμβανε, και αυτή, τέσσερα θέματα. Τα “Six three-o” και “Jackson Town gal” κυκλοφόρησαν τότε σε
78άρι, ενώ τα άλλα δύο (“Good news”,
“Prison bound”)
αργότερα. Περιττό να πω πως και τούτα τα δισκάκια δεν
γνώρισαν κάποιαν ιδιαίτερη επιτυχία.
Τον Ιούλιο του 1951 ο Robert Nighthawk, μ’ ένα νέο συμβόλαιο στην United, μπαίνει στο στούντιο, πάντα στο
Σικάγο, και γράφει πέντε κομμάτια (εκδόθηκαν δύο 78άρια), ενώ τον Οκτώβριο του
’52, για το παράλληλο label States,
γράφει τα “Maggie Campbell/
The moon is rising”. Μάλιστα, το “Maggie Campbell”, που ήταν μία
προσαρμογή στα δικά του μέτρα ενός ιστορικού κομματιού του Tommy Johnson, εμφανίστηκε στην
αγορά αρκετά αργότερα, το καλοκαίρι του 1956.
Ποιος ξέρει γιατί… Πάντως το κομμάτι θα μπορούσε να το είχε πει ακόμη και ο… Elvis κάνοντάς
το επιτυχία.
Μέχρι το 1964, όταν τον ανακάλυψαν κι αυτόν μέσα στη φάση
του blues revival,
o Robert Nighthawk δεν ξαναπάτησε σε
στούντιο. Δεν έπαυσε όμως να παίζει και να διαδίδει τα blues μέσα από
αυτοσχέδια σχήματα, στα οποία είχε ως ντράμερ τον γιο του Sam Carr (1926-2009 – καλά, 17
ετών τον έκανε;),
που έγινε γνωστός μέσω των Jelly Roll Kings στα sixties
και αγαπητός στην νεότερη γενιά από τις εγγραφές του στην Fat Possum. Έπαιξε και ηχογράφησε
επίσης στην Maxwell Street,
ενώ εμφανίστηκε και σε εγγραφές του Walter Horton, της Koko Taylor,
του Buddy Guy και του Johnny Young.
Ένα δικό του κομμάτι, το “Blues before sunrise”,
εμφανίστηκε το 1965 στη συλλογή της Testament “Modern Chicago Blues”
και άλλα δύο σε παραγωγή του Willie Dixon,
τα “Lula Mae”
και “Merry Christmas”, σε μια πολύ καλή συλλογή της βρετανικής (και γερμανικής) Decca. Τίτλος της: “Blues Southside Chicago”. Αυτά ήταν όλα. Δύο
78άρια στην Aristocrat,
τρία στην United/ States και
τα τρία tracks των
συλλογών. Δεκατρία κομμάτια συνολικώς από τον Αύγουστο του ’41, μέχρι την 5η
Νοεμβρίου του 1967, ημερομηνία κατά την οποίαν ο Robert Nighthawk θα
φύγει από τη ζωή στα 58 του, ύστερα από έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Μετά θάνατον η φήμη του άρχισε σιγά-σιγά να μεγαλώνει.
Αιτίες; H ανά
διαστήματα εμφανίσεις δίσκων και CD, που έδιναν μια πιο ολοκληρωμένη ιδέα για το καλλιτεχνικό
ποιόν του. Το άλμπουμ με τον εξάδελφο και πρώτο δάσκαλό του Houston Stackhouse, πρέπει να
κυκλοφόρησε (από την Testament)
λίγους μήνες μετά τον θάνατό του. Από τα δώδεκα tracks τα επτά αφορούσαν σ’ ένα session από
τον Οκτώβριο του ’64 με τον μονόχειρα αρμονικίστα Big John Wrencher και
τον Johnny Young κιθάρα, ένα από τον Μάιο του ’64 με τον Little Walter φυσαρμόνικα
και πάλι τον Johnny Young
κιθάρα και τέσσερα ηχογραφημένα στην Dundee του Mississippi (8/1967)
με τον ίδιο, τον Houston Stackhouse
φωνή επίσης κιθάρα και τον James “Peck”
Curtis
ντραμς. Αυτό ήταν και το κύκνειο άσμα του στον Νότο.
Το 1978 η Pearl/Delmark συγκέντρωσε
για πρώτη φορά τις εγγραφές από τις εταιρείες United/ States σ’ ένα LP, το 1979 η Rounder έκανε την πρώτη
απόπειρα έκδοσης του θρυλικού live στην Maxwell Street από τον Σεπτέμβριο του ’64 – ακολούθησαν άλλες τέσσερις
τουλάχιστον με «τόνους» καλύτερη εκείνη της Catfish, ενώ στην δεκαετία του ’80 στην Chess/ Greenline θα εμφανισθούν οι ηχογραφήσεις
στην Aristocrat, καθώς
και δύο εξαιρετικά άσματα, τα “Sorry my angel”
και “Someday” (το ακούμε στο τέλος) από τον
Ιούνιο του ’64, με τους Shakey Horton,
Lafayette Leake,
Buddy Guy, Jack Myers και
Clifton James
στο γκρουπ.
Ο Robert Nighthawk
υπήρξε έξοχος τραγουδιστής και άσσος κιθαρίστας με ήχο πρωτότυπο, που θα
μπορούσε να αφορά όχι μόνον στους φίλους των blues, αλλά και σ’ εκείνους της jazz. Οι ηχογραφήσεις του, δε, αξίζει να
ακουστούν απ’ όλους τους μουσικόφιλους.
Επιλεκτική (αν και σχεδόν
πλήρης) δισκογραφία
1. Prowling Nighthawk
– CD, UK. Catfish KATCD 150 – 2000
(περιέχει και τα 25 προπολεμικά θέματα, 5/5/1937 – 5/6/1940)
2. Black
Angel Blues – LP, ΙΤ. Chess/
Greenline GCH 8108 – 1984?
(ηχογραφήσεις από 11/1948, 12/7/1949, 12/9/1949, 5/1/1950, 30/6/1964)
3. Bricks Ιn Μy Pillow – LP, USA. Pearl/ Delmark PL-11 – 1978
(ηχογραφήσεις από 12/7/1951, 25/10/1952, κυκλοφορεί και ως CD από το 1998 με bonus εναλλακτικά takes και previously unreleased)
4. Live On
Maxwell Street 1964 – LP, USA. Rounder 2022 – 1979
(ηχογραφήσεις από 9/1964, είναι η πρώτη έκδοση βινυλίου)
5. Various
– And this is Maxwell Street – 3CD, UK. Catfish KAT301 – 2000
(δώδεκα tracks από 9/1964, η πλήρης έκδοση από τα live στην Maxwell Street)
6. Various
– Modern Chicago Blues – LP, USA. Testament T-2203 – 1965
(ένα track από 14/10/1964)
7. Various
– Blues Southside Chicago – LP, UK. Decca LK 4748 – 1966
(δύο tracks από το 1964)
8. Masters
of Modern Blues, Volume 4 – LP, USA. Testament T-2215 – 1968
(ηχογραφήσεις από 14/10/1964, 28/8/1967, κυκλοφορεί και σε CD από το 1994 με previously unreleased tracks)
9. The
George Mitchell Collection Vol.44 – single, USA. Fat Possum BLM1103-7 – 200?
(“Canned
heat”, “Nighthawk boogie”, “Down by the woodshed”)
Εφυγε ο σημαντικος ερευνητης των Blues Mack McCormick http://www.nytimes.com/2015/11/26/arts/music/mack-mccormick-student-of-texas-blues-dies-at-85.html?smprod=nytcore-iphone&smid=nytcore-iphone-share&_r=1
ΑπάντησηΔιαγραφή