Δύο άλμπουμ σχετικώς πρόσφατα και εντελώς διαφορετικά μεταξύ
τους, που αφορούν σε γνωστές (και πάντα ενδιαφέρουσες) όψεις του σκανδιναυικού
ηχητικού τοπίου…
MATTI BYE: Bethanien [Tona Serenad Records,
2013]
Γιος σουηδής ηθοποιού και νορβηγού δραματουργού, ο συνθέτης
και πιανίστας Matti Bye
(γενν. το 1966) φαντάζει ως ένας ιδανικός, λυρικός συνθέτης-επενδυτής σουηδικών
(ή μη) ταινιών. Τούτο το γράφω ακούγοντας μία από τις πιο πρόσφατες ορχηστρικές
δουλειές του – ένα limited edition LP
που έχει τίτλο “Bethanien”
και το οποίο δεν είναι soundtrack.
Ψάχνοντας περισσότερο την περίπτωσή του, μέσω κυρίως του προσωπικού του site, διαπίστωσα πως η
κινηματογραφική πορεία του Bye
είναι όντως εντυπωσιακή, αφού τούτη ξεκινά από δικά του, πρωτότυπα scores σε
βουβές (σουηδικές) ταινίες –π.χ. στα θρυλικά Häxan: Witchcraft Through the Ages
(1922) του Benjamin Christensen και
Körkarlen
(1921) του Victor Sjöström– για να καταλήξει σε ταινίες όπως το Faro (2013) του Fredrik Edfelt, που
προβλήθηκε και στο περυσινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Γενικώς, ο Bye έχει γράψει
μουσικές για 25 ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, γεγονός που προδιαγράφει,
ίσως, και την… κινηματογραφική ματιά της μη κινηματογραφικής μουσικής του.
Το “Beathanien”
ας πούμε, πλημμυρισμένο από μουσικές τού… κενού φυσικού τοπίου είναι ένα τέτοιο
soundtrack, άνευ
εμφανών εικόνων δηλαδή – εικόνες, ωστόσο, που μπορεί να δημιουργηθούν άμεσα,
ακόμη και από τις πρώτες νότες τού “The pianoship” (το track
που ανοίγει το LP). Ως
μουσική περιβάλλοντος (σκανδιναυικού) χώρου, η μουσική του Matti Bye και παρ’ όλο τον
φαινομενικό οργανικό πλουραλισμό της (πιάνο, βιμπράφωνο, glockenspiel, ακορντεόν, μέλοτρον, λοιπά
σύνθια, live electronics,
field recordings) είναι ένα βαθύ,
λυρικό και ρομαντικό επίτευγμα, στηριγμένο στις λίγες κάθε φορά πιανιστικές
νότες, στις «ανοιγμένες» μελωδίες, στις κατακερματισμένες «ατμόσφαιρες». Ο δε τρόπος
ηχογράφησης, με τη χρήση ακουστικού… βάθους πεδίου, παρέχει στις μουσικές του Bye ένα επιπλέον στοιχείο «ψυχρότητας»,
που επιτείνει το… πέπλο απώλειας και μοναξιάς (που ήδη έχει υφανθεί). Το
προτελευταίο track του
“Bethanien”, που έχει
τίτλο “This forgotten land”
και που μοιάζει κάπως σαν να ιχνογραφεί μία συναισθηματική έκρηξη, είναι απλώς
ένα ιντερμέτζο πριν το καταληκτικό “Ende” (Μόνο… ή Τέλος στην γερμανική)…
Επαφή: www.mattibye.com
MARY ME YOUNG: In Pearls and Gold [Mary Me
Young, 2011]
Έχει πλέον τρία χρόνια πίσω του
το “In Pearls and Gold”
των Νορβηγίδων Mary Me Young (Ingrid Beate
Bratland φωνή, μπάσο, Anne Molland Sandøy κιθάρες, φωνή, Ingunn Marie Lie Hakkebo ντραμς), χρόνος αρκετός ενδεχομένως για ν’ αλλάξει(;) ο προσανατολισμός της μπάντας, αν συνυπολογίσουμε και την
αντικατάσταση της κιθαρίστριας Anne Molland Sandøy από τον Ruben Lie Hakkebo. Ok, δεν
είμαι σίγουρος πως ηχεί σήμερα το συγκρότημα, αυτό όμως που ακούω στο παρόν
δισκάκι, που έχει βινυλιακή διάρκεια (ξεπερνώντας κάπως το ημίωρο), είναι ένα
καθαρό sixties-φιλικό σύνολο δώδεκα pop τραγουδιών,
με κάποια mod ή και garage χαρακτηριστικά,
στηριγμένο στα καλοζυγισμένα γυναικεία φωνητικά. Girlish τρίλεπτο pop-rock εν
πάση περιπτώσει, ή, όπως θα έλεγαν και οι νεότεροι, μία κατά το μάλλον ή ήττον shoegazing πρόταση, απ’ αυτές που ευδοκιμούν (και) στην σύγχρονη σκηνή.
Αν υπάρχει ένα βασικό μειονέκτημα στην τραγουδοποιία των Mary Me Young τούτο αφορά στο εξής: ενώ όλα τα κομμάτια του γκρουπ είναι καλά (ακούγονται δηλαδή με
άνεση), δεν υπάρχει ούτε ένα που να ξεχωρίζει, κάπως περισσότερο, από τ’ άλλα. Τα ίδια και
σχεδόν απαράλλαχτα riffs, στις ίδιες πάντα θέσεις, τα ίδια
και σχεδόν απαράλλαχτα φωνητικά, οι ίδιες και σχεδόν απαράλλαχτες αναπτύξεις.
Αν εξαιρέσεις το έσχατο κομμάτι του άλμπουμ που έχει τίτλο “Get out” και εμφανίζει μια κάποια μικρή
«ποικιλία» (βασικά λόγω πλήκτρων), όλα τα υπόλοιπα tracks
ενώ είναι καλά, είναι σαν ν’ ακούς ένα κομμάτι σε εμπλοκή. Όπως και να το
κάνουμε Ray Davies και
Pete Townshend δεν γεννιούνται κάθε μέρα – και τούτο
είναι ένα ζήτημα που δεν πρέπει, ποτέ, να μας διαφεύγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου