Τον δίσκο με τα ανέκδοτα tracks του Κυριάκου Σφέτσα και της Greek Fusion Orchestra τον
είχαμε προαναγγείλει τον Μάρτιο που πέρασε κι εκεί είχαμε σημειώσει τα ακόλουθα:
Όσοι έχουν ακούσει το
άλμπουμ του Κυριάκου Σφέτσα και της Greek
Fusion Orchestra «Χωρίς Σύνορα» [Columbia, 1980] υποπτεύονται
ή ξέρουν για το τι ακριβώς θα μιλήσουμε. Ξέρουν, εννοώ, τι σημαίνει το να
ανασύρονται ανέκδοτες εγγραφές αυτής της ορχήστρας από το δεύτερο μισό της
δεκαετίας του ’70 (το κάνει η Τεράνγκα Μπιτ), οι οποίες, σε συνδυασμό με την
ακεραιότητα της ηχητικής κατάστασής τους, δεν μπορεί παρά να πλασάρονται μεταξύ
των κορυφαίων της εγχώριας τζαζ. Ή μάλλον της… ελληνικής τζαζ. Γιατί αν ο όρος
«ελληνική τζαζ» έχει ένα νόημα βαθύτερο, τότε οι εγγραφές της Greek Fusion Orchestra του Κυριάκου Σφέτσα είναι
σίγουρο πως τον καλύπτουν 100%.
Είναι το ίδιο που
συμβαίνει και με το ελληνικό ροκ.
Γενικώς, ελληνικό ροκ
είναι το ροκ που παίζεται από έλληνες μουσικούς, αλλά ειδικότερα και βαθύτερα
είναι το ροκ, που… μιλάει ελληνικά, εμφανίζοντας στοιχεία της μουσικής
παράδοσής μας (δημοτικό, ρεμπέτικο, λαϊκό...) στο ηχητικό κομμάτι του. Έτσι
κάπως απέκτησε νόημα και ουσία ο όρος στις αρχές του ’70, μέσα από τις εγγραφές
των Σαββόπουλου, Ρωμανού, Γκαϊφύλλια, Κωχ, Μπουρμπουλιών, Λήδας-Σπύρου κ.ά.
Κάτι ανάλογο, λοιπόν,
δεν μπορεί παρά να συμβαίνει και με την τζαζ, την ελληνική τζαζ. Αν ο Γεράσιμος
Λαβράνος και ο Μίμης Πλέσσας άνοιξαν το δρόμο με τις «ρεμπετο-νόβες» του ο
πρώτος και με το καθοριστικό, αλλά μέχρι πρότινος άφαντο για χρόνια, “Greece Goes Modern” ο δεύτερος, είναι ο Κυριάκος
Σφέτσας με την Greek Fusion Orchestra
εκείνος ο οποίος, μετά τα μέσα του ’70 και την επιστροφή του στη χώρα (από τη
Γαλλία), θα θέσει σε κίνηση το συγκεκριμένο project, που
βρήκε καλή διέξοδο στην τηλεόραση της εποχής, βεβαίως στο ραδιόφωνο και ακόμη
στη δισκογραφία, μ’ εκείνο το LP του 1980.
Τα έξι tracks τής Greek Fusion Orchestra,
υπό τον Κυριάκο Σφέτσα, που ακούγονται στο “Vol.1” τής Τεράνγκα Μπιτ, είναι ηχογραφημένα το 1977 από τον
Γιάννη Συγλέτο. Πρόκειται για συνθέσεις καθαρής world jazz, αν θέλουμε να τις
αντιμετωπίσουμε με γνεικότερους όρους – μιας και ως τέτοιες, ως τζαζ συνθέσεις εννοώ, λογαριάζονται
και όχι ως και-rock ή
κάπως-rock (επειδή ακούγονται κι αυτά το σημειώνω), όπως εκείνες του
Πλέσσα ή του Λαβράνου από τα χρόνια του ’60.
Ο Σφέτσας οργανώνει και αναπτύσσει τις συνθέσεις του προσανατολισμένος
προς την jazz, έχοντας
ως γνώμονα τις δημοτικές μελωδίες φυσικά, και ακόμη… πολύ συγκεκριμένους ήχους στ’
αυτιά του (ήχους των πανηγυριών της εποχής), όπως και ανάλογες απόψεις, όσον αφορά
στο ρόλο των οργάνων. Και αναφέρομαι τόσο στον σολιστικό ρόλο του λαϊκού
κλαρίνου βασικά, όσο και στον ρυθμικό της κιθάρας, προσδίδοντας στο πιάνο κατ’
αρχάς, μα και στα σαξόφωνα δευτερευόντως, ρόλο καθοδηγητικό όσον αφορά στην
τζαζ περιήγηση. Χοντρικά, και ενορχηστρωτικά, κάπως έτσι έχουν τα πράγματα στο
σύνολό τους, με τα υπόλοιπα όργανα (φλάουτο, τσέμπαλο, λαούτο…) να προσφέρουν
επιμέρους και μόνο σε επίπεδο ηχοχρωμάτων.
Τα πρώτα δύο tracks,
για παράδειγμα, το «Γύφτικο μοτίβο» και οι «Πρωινές προσδοκίες», είναι
αποδειχτικά εκείνου που λέμε και περιγράφουμε παραπάνω. Και φυσικά η ίδια
πάνω-κάτω συνταγή ακολουθείται και στα υπόλοιπα (τέσσερα).
Εκείνο, πάντως, που αναδεικνύει τις εγγραφές τής Τεράνγκα
Μπιτ δεν είναι μόνον οι πρωτοποριακές για την εποχή (και όσον αφορά στην
Ελλάδα) αντιλήψεις του Σφέτσα, γύρω από το πώς μπορεί να ηχεί η παράδοση μέσα
σ’ ένα τζαζ περιβάλλον, αλλά και η άρτια ηχητική απόδοσή τους. Αναφερόμαστε σε
μπομπίνες 40 ετών, που έφθασαν μέχρι τις μέρες μας πλήρεις και «γεμάτες»,
ικανές να δώσουν, εν προκειμένω, ένα ακόμη πιο άψογο master. Ο συνδυασμός αυτών των δύο, του
έξοχου πρωτότυπου συνθετικού υλικού και της τεχνικής αρτιότητάς του (αφού
μιλάμε για εγγραφές αρχείου), είναι υπεύθυνος για το τελικό αισθητικό
αποτέλεσμα. Κάθε στιγμή τού “Vol.1”
είναι και κάτι ξεχωριστό – με τη δεύτερη πλευρά να κινείται σε πολύ υψηλά
επίπεδα, όντας εφάμιλλη με τα ωραιότερα jazz oriented fusions του
καιρού. Και το λέω τούτο έχοντας στο νου μου τους κοντινούς προς εμάς ήχους τού
balkan
και τού oriental fusion,
που εξυφαίνονταν την ίδια περίοδο από τους Γιουγκοσλάβους (Dusko Goykovich, Lala Kovačev, Bosko Petrovic…) ή και από τους τούρκους
masters (Okay Temiz,
Maffy Falay, Salih Baysal…).
Και το προφανές. Τίποτα δεν θα ηχούσε όπως ηχεί σ’ αυτόν τον
πρώτο τόμο με τ’ ανέκδοτα της Greek Fusion Orchestra,
αν ο Κυριάκος Σφέτσας δεν είχε δίπλα του μερικούς από τους καλύτερους και πιο
ανοιχτόμυαλους μουσικούς της εποχής του – τον Μάνθο Χαλκιά σε κλαρίνο, άλτο
σαξόφωνο και φλάουτο, τον Γιώργο Μανίκα σε τενόρο σαξόφωνο και φλάουτο, τον
Νίκο Τάτση σε κιθάρα και λαούτο, τον προσφάτως εκλιπόντα Γιάννη Τερεζάκη σε
πιάνο, τσέμπαλο, τον Γιώργο Θεοδωρίδη στο μπάσο και τον Δημήτρη Μαρινάκη στα
ντραμς και τα κρουστά.
Κι ένα τελευταίο. Η, όπως πάντα, gatefold έκδοση της Τεράνγκα Μπιτ
συνοδεύεται κι από το γνωστό innersleeve,
με τις αφηγήσεις εδώ των Δημήτρη Μαρινάκη και Γιάννη Τερεζάκη, που θα
ενδιαφέρουν, με το πληροφοριακό υλικό τους (περί Blue Rocks, Soul Brothers,
Proper
Sea, Πελόμα
Μποκιού, Solistes, Μανώλη Μικέλη κ.λπ.), όλους τους φίλους της ελληνικής τζαζ και του ελληνικού ροκ.
Έξοχες μουσικές, εξαιρετική έκδοση!
Επαφή: www.terangabeat.bandcamp.com/album/greek-fusion-orchestra-vol-1
Επαφή: www.terangabeat.bandcamp.com/album/greek-fusion-orchestra-vol-1
Μετά από πολύ καιρό κατέβηκα στο Μοναστηράκι και τυχαία έπεσε στα χέρια μου ο εν λόγω δίσκος. Δεν έχασα που τον αγόρασα, τουναντίον περιμένω με λαχτάρα το VOL.2. Ευχαριστούμε Φώντα για την πρόταση. Να περνάς καλά στις διακοπές σου..?...
ΑπάντησηΔιαγραφή