Μπορεί, όταν είχε έρθει στην Αθήνα για να εμφανιστεί στο Stork, στον Άγιο Κοσμά, το
καλοκαίρι του 1968, o γάλλος συνθέτης του blues, μα ακόμη πιανίστας, οργανίστας και τραγουδιστής Alan Jack (1944-1995),
να μην ήταν ακόμη ιδιαιτέρως γνωστός, αν και τούτο δεν σημαίνει πως ήταν και
μιαν «άγνωστη ποσότητα», ένας άσημος πρωτόφαντος. Και το λέμε αυτό, επειδή το πολύ
καλό LP “Bluesy Mind”
[BYG Records], που έδωσε ως μέλος
των Alan Jack Civilization,
θα κυκλοφορούσε την επόμενη χρονιά, όταν πια είχε αφήσει τη χώρα μας,
επιστρέφοντας στην πατρίδα του. (Να πούμε πως στο discogs αναφέρεται ως έτος έκδοσης τού “Bluesy Mind” το 1970, αλλά μάλλον πρόκειται
για έκδοση του ’69).
Ο Alan Jack,
που το πραγματικό όνομά του ήταν Jacques Braud, είχε ξεκινήσει την καριέρα του
νωρίς στα sixties,
παίζοντας όχι μόνο σε χώρους (Le Golf Drouot,
L'Alhambra, L’Olympia), όπως διαβάζουμε στη γαλλική wiki, αλλά μπαίνοντας και σε στούντιο και
γράφοντας τραγούδια με τα πρώτα συγκροτήματά του, τους (Les) Gentlemen (1960-1964) και τους Alan Jack Group (1965-1968). Μ’ αυτούς τους τελευταίους θα πρέπει να είχε
έρθει, τότε, και στην Ελλάδα.
Ηχογραφήσεις του Alan Jack πριν τους Civilization
υπάρχουν – όχι πολλές αλλά υπάρχουν. Στο discogs διαβάζουμε για εγγραφές των Gentlemen (“Roll over Beethoven”, “Nadine”, “American twist”), που έχουν μπει σε γαλλικές
συλλογές των 90s, ενώ
με τους Alan Jack Group ο Alan Jack
φέρεται να έχει ηχογραφήσει ένα 45άρι με τα κομμάτια “Un tres vieil homme / Pour toi pour moi” [Disques Vogue, 1968]. Μέλος των Alan Jack Group ήταν και ο ντράμερ René Guérin
(αργότερα στους Expérience, Martin Circus, Tribu κ.ά.). Οπότε
είναι λογικό να υποθέσουμε πως και ο Guérin πρέπει να είχε έρθει στην Ελλάδα, το
καλοκαίρι του ’68, μαζί με τον Alan Jack.
Τώρα, το πώς έσκασε στην Ελλάδα αυτός ο μουσικός δεν μπορεί
κανείς να ξέρει. Πρέπει, όμως, να πούμε πως τότε στο Stork (είτε στο
χειμερινό, στη Ναυάρχου Νικοδήμου και Φιλελλήνων είτε
στο καλοκαιρινό, στον Άγιο Κοσμά) έπαιζαν διάφορα ξένα
συγκροτήματα και ορχήστρες, πράγμα που σημαίνει πως κάποιος έκανε τις επαφές με
τα ονόματα του εξωτερικού, άκουγε και επέλεγε καλλιτέχνες.
Όπως είχαμε γράψει και παλαιότερα, εκείνη την περίοδο (τέλη άνοιξης-καλοκαίρι
1968) είχαν επίσης εμφανισθεί στο Stork η ιταλίδα τραγουδίστρια Silva Grissi, o Ronnie Jones με τους Q Set (ο Jones είχε παίξει με τους Blues Incorporated του Alexis Korner,
όντας ιδρυτικό στέλεχος των «μοντάδων» Nightimers, ενώ πλήκτρα στου Q Set έπαιζε
ο Tony O’Malley, αργότερα στους Arrival,
Kokomo, 10cc) και ακόμη η ορχήστρα
του Τζιόρτζιο Γκουίντυ. Giorgio
Guidi ήταν το αληθινό όνομα του ιταλού ηθοποιού και τραγουδιστή Johnny Dorelli,
αλλά φαίνεται απίθανο να εμφανιζόταν αυτός με το κανονικό όνομά του τότε στην
Αθήνα. Κάποιος άλλος θα ήταν. Προσέξτε τώρα φάση.
Οι παλαιότεροι θα θυμούνται την ταινία
του Franco Zeffirelli Romeo
and Juliet από το 1968, με τον Leonard Whiting
στο ρόλο του Ρωμαίου και την Olivia
Hussey στο
ρόλο της Ιουλιέτας. Οι πρωταγωνιστές ήταν έφηβοι τότε, ο Whiting 17 και η Hussey
16 (όπως και η σαιξπηρική Ιουλιέτα), κάτι που είχε δημιουργήσει πολύ μεγάλη
εντύπωση (ταυτίστηκαν και οι νεολαίοι της εποχής με τους ήρωες), βοηθώντας την
ταινία να φτάσει πολύ ψηλά σε φήμη, εισπράξεις και βραβεία. Εκείνη την περίοδο, λοιπόν, η Hussey ήταν ερωτευμένη με τον Alan Jack, τον οποίον «κυνηγούσε» στα κλαμπ της
Αθήνας!
Ο Alan Jack και η Olivia Hussey στην Αθήνα το 1968 (φωτογραφία 1) |
Αν «χτυπήσει» κάποιος στο Google τα ονοματεπώνυμα “Olivia Hussey” και “Alan
Jack” θα βρει ελάχιστα σχετικά links
και σε κάποια απ’ αυτά τα ελάχιστα θα διαβάσει πως… “Olivia Hussey plans to marry a
French blues player: Alan Jack”, χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες. Στο τεύχος 616 του περιοδικού ΕΙΚΟΝΕΣ
όμως (Παρασκευή 21 Ιουνίου 1968) θα μάθεις κάτι περισσότερο, για τη
συγκεκριμένη αισθηματική περιπέτεια, απ’ όσα υπάρχουν αυτή τη στιγμή στο
δίκτυο. Είναι ένα 4σέλιδο κείμενο (με ασπρόμαυρες φωτογραφίες), το οποίον
υπογράφει κάποιος/κάποια Μ.Γ. και το οποίον τιτλοφορείται «Οι Αθηναϊκές
Διακοπές της Ιουλιέττας». Διαβάζουμε στο lead:
«Η Ολίβια Χάσσεϋ δεν
είναι από την Βερόνα. Θεός της δεν είναι ο Σαίξπηρ, αλλά ο Ζεφιρέλλι και τον
Ρωμαίο της βλέπει στο πρόσωπο του μακρομάλλη Γάλλου τραγουδιστή, για χάρη του
οποίου ήλθε στα “Αστέρια” (σ.σ. να έπαιζε και στ’ Αστέρια ο Alan Jack;)».
Και συνεχίζοντας στο κείμενο:
«(Η Ολίβια Χάσσεϋ) ενσαρκώνει
την τραγική ηρωίδα του Σαίξπηρ, όπως την είδε, κινηματογραφική αδεία, ο πολύς
Φράνκο Ζεφιρέλλι. Εκτός οθόνης η Ολίβια, γνήσια Ιουλιέττα του καιρού μας, ξέρει
κιόλας στα δεκαεπτά της χρόνια, να κερδίζη με το σπαθί της όσα επιθυμούσαν
πάντα τα νειάτα όλου του κόσμου: την ανεξαρτησία, την ελευθερία, τον έρωτα. Η
Ολίβια έκανε ένα ταξίδι-αστραπή από τη Νέα Υόρκη ως την Αθήνα για να συναντήση
το τελευταίο φλερτ της, τον Άλαν Τζακ, Γάλλο τραγουδιστή».
Το άρθρο στις ΕΙΚΟΝΕΣ μπορεί να είναι 4σέλιδο, όπως είπαμε,
όμως άλλες πληροφορίες για τον Alan Jack
δεν δίνονται (όλο το υπόλοιπο κείμενο αφορά στην ταινία του Zeffirelli και σε ποικίλα
επεισόδια, που σχετίζονταν μ’ αυτήν). Παρά ταύτα υπάρχουν δύο φωτογραφίες της Olivia Hussey με τον Alan Jack
από την Αθήνα, τις οποίες και αναδημοσιεύουμε.
Ο Alan Jack και η Olivia Hussey στην Αθήνα το 1968 (φωτογραφία 2) |
Πότε έφυγε ο Alan Jack
από την Ελλάδα δεν είναι ακριβώς γνωστό. Πάντως μέχρι και τον Αύγουστο του 1968
εμφανιζόταν στο Stork, μαζί με τον Ronnie
Jones και τους Q
Set, πράγμα που σημαίνει πως στο κλαμπ θα γινόταν, απλώς, χαμός! Να
πληροφορήσω μόνον πως, την ίδια περίοδο, στα Αστέρια, εμφανιζόταν ο Tony Pinelli,
με την ορχήστρα τού Γιώργου Χατζηνάσιου – άρα μάλλον δύσκολο να έπαιζε κι εκεί
ο Alan Jack.
Αν και ποτέ δεν μπορεί να είσαι εντελώς σίγουρος γι’ αυτά τα θέματα.
Την επόμενη χρονιά ο Alan Jack
θα φτιάξει στη Γαλλία τους Alan
Jack Civilization (μαζί με τους Richard
Fontaine μπάσο, κρουστά, φλάουτο, φωνητικά, Jean Falissard
ντραμς, κρουστά, φωνητικά και Claude
Olmos κιθάρες, κρουστά, φωνητικά, ο οποίος στη συνέχεια θα έπαιζε με
τους Coeur Magique
και με τους Magma!). Μ’ αυτούς θα ηχογραφήσει, σε παραγωγή του Jean-Luc Young,
το LP “Bluesy Mind”,
ένα από τα καλύτερα blues
ή και psych-blues άλμπουμ,
που βγήκαν ποτέ στη Γαλλία (κοντά στο ύφος των τότε Bluesbreakers του
John Mayall
και τον Aynsley Dunbar Retaliation). Όλα τα κομμάτια του δίσκου είναι συνθέσεις του Alan Jack,
που παίζει πιάνο, όργανο και τραγουδάει (σε κάποια συμμετέχουν και οι άλλοι
μουσικοί του γκρουπ), με το σχεδόν 10λεπτο “Middle Earth”, που κλείνει το άλμπουμ βινυλίου (και όχι το CD), να σκοτώνει.
Να πούμε, επίσης, πως οι Alan Jack Civilization συμμετείχαν στο ιστορικό Festival
“Actuel”, που οργάνωσε η BYG,
στην Amougies του Βελγίου (24-28 Οκτωβρίου 1969), παίζοντας την πρώτη μέρα
μαζί με τους Ten Years After, Colosseum,
Aynsley Dunbar Retaliation, Art
Ensemble of Chicago, Sunny
Murray και Burton
Greene. (Aν εξαιρέσεις το “new thing”
τής jazz ή και “free
jazz” όπως αποκαλούσαν τότε τα σχετικά σχήματα, τα υπόλοιπα γκρουπ,
τα rock να πούμε, ακόμη και για τους Γάλλους, ακόμη και το 1969,
έμπαιναν κάτω από την ταμπέλα “pop
music”).
Φυσικά, η καριέρα του Alan Jack
δεν θα τελείωνε στους Civilization,
αλλά μάλλον αυτή (η καριέρα) δεν είχε την πορεία που θα άξιζε να έχει. Μπορεί
να μη χάθηκε ποτέ από τα πράγματα ο γάλλος μουσικός, αλλά οι εμφανίσεις του στη
δισκογραφία ήταν σποραδικές από ’κει και πέρα (και όχι χωρίς ζόρια).
Από το 1970 έως το 1974 ο Alan Jack
ζούσε κοινοβιακά, μαζί με άλλους μουσικούς, σ’ ένα αγρόκτημα κάπου στην Touraine (κεντρική Γαλλία) και από ’κει θα προκύψει μία μπάντα, οι Zig-Zag, με μέλη τον τραγουδιστή και αρμονικίστα του blues Benoit Blue Boy και τον κιθαρίστα Patrick Verbeke.
To 1976 o
Alan Jack θα βρεθεί στους Magnum, που κινούνταν σε rock και blues-rock κατευθύνσεις,
αν και δεν φαίνεται να συμμετέχει στο LP
τους “Coq'Rock” [Philips, 1976]. Αντιθέτως συμμετέχει στο
δυνατό progressive άλμπουμ “Libra”
[Pôle Records,
1975] του Philippe Besombes.
Στις αρχές των 80s, βάσει όσων αναφέρει η γαλλική wiki, ο Alan
Jack
αντιμετωπίζει προβλήματα με τα ναρκωτικά, και γι’ αυτό εντάσσεται σε μια
θεραπευτική κοινότητα για αποτοξίνωση, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας και μετά
ξεκινάει να ξαναπαίζει rhythm n’
blues
(που ήταν το είδος, το οποίο τον είχε κερδίσει τελικώς). Περίπου τότε
δημιουργεί και τους Alan Jack And The
Nordett, με τους οποίους περιοδεύει σε Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία και Ελβετία.
Το 1993 ο Alan Jack
θα κάνει ένα ανεξάρτητο blues-rock CD, το “Post
Civilisation”,
για να φύγει δυστυχώς από τη ζωή, νέος ακόμη, το 1995, στα 51 χρόνια του.
Κρίμα γι’ αυτό το παιδί, που λάμπρυνε με
την παρουσία του (εγώ θέλω να λέω) την αθηναϊκή ροκ νύχτα, στα τέλη του ’60.
[Το
κείμενο αυτό αθροίζεται δίπλα στα άλλα σχετικά, που καταγράφουν ξένους μουσικούς
του rock, που ήρθαν να παίξουν στην Ελλάδα, σε κλαμπ ή συναυλίες, μεταξύ Rolling Stones (1967) και Police (1980)]
Σχόλια από το fb...
ΑπάντησηΔιαγραφήGeorge Chatzakis
Η μπάντα αν δεν κανω λάθος "έζησε" ενα χρονο? '68-'69?
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
Ναι, κάπου τόσο.
Ο Alan Jack φορμαρε τους CIVILISATION την ανοιξη του 1969,ηχογραφησαν το LP BLUESY MIND το 1970. Με διαφορετκες μορφες συνεχισαν μεχρι το 1973 που διαλυθηκαν οριστικα. Αυτα εχω στις σημειωσεις μου,χωρις να λεω οτι ειναι απολυτως σωστα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο πότε ακριβώς φτιάχτηκαν είναι ένα θέμα.
ΔιαγραφήΛογικά το άλμπουμ είναι γραμμένο στο δεύτερο μισό του '69 και από κωδικούς που έψαξα πρέπει να βγήκε ή τέλη '69 ή αρχές '70.
Για να πήγαν μέχρι '73 μάλλον είναι απίθανο...