Όπως έχουμε γράψει κι άλλες φορές η λογοκρισία στο τραγούδι (και
επί δικτατορίας και πριν απ’ αυτήν και μετά απ’ αυτήν) δρούσε σε διάφορα
επίπεδα.
Κατ’ αρχάς ένας τραγουδοποιός θα μπορούσε να αυτολογοκριθεί,
προκειμένου να περάσει ένα τραγούδι του προς την εταιρεία και από ’κει και πέρα
προς την επιτροπή λογοκρισίας. Δεύτερον, ο εταιρειάρχης θα μπορούσε να
λογοκρίνει ο ίδιος ένα τραγούδι (να άλλαζε ή να ζητούσε να αλλάξουν κάποιες
λέξεις ή και να το έκοβε ολόκληρο), αν έκρινε πως θα μπορούσε να του
δημιουργήσει προβλήματα. Τρίτον, το τραγούδι περνούσε από την εταιρεία και
σκόνταφτε στη λογοκρισία (στη Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών).
Τέταρτον, υπήρχε και μια επόμενη μορφή λογοκρισίας (ας την πούμε έτσι), ακόμη
και όταν περνούσε το τραγούδι από τη Γ.Γ. Τύπου και Πληροφοριών. Κυκλοφορούσε ο
δίσκος, αλλά το τραγούδι δεν μεταδιδόταν από τα κρατικά μέσα (που τότε ήταν
παντοδύναμα), το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Αυτό ήταν μια… λογοκρισία από την
«πίσω πόρτα». Όπως είχαμε γράψει και παλαιότερα:
«Η
κουβέντα γίνεται για την προληπτική λογοκρισία, στην περίπτωσή μας, επί
δικτατορίας. Το ότι ήσουν υποχρεωμένος να καταθέσεις στη Γενική Γραμματεία
Τύπου και Πληροφοριών, στη Διεύθυνση Εποπτείας και πιο συγκεκριμένα στο Τμήμα
Θεαμάτων και Ακροαμάτων τους στίχους, αλλά και τις παρτιτούρες των τραγουδιών
σου (μια διαδικασία που ξεκίνησε, ως γνωστόν, πριν τη δικτατορία κι έφθασε να
συμβαίνει, τυπικώς, έως και στις αρχές της δεκαετίας του ’90), πληρώνοντας και το
σχετικό παράβολο. Αυτό με τις παρτιτούρες μπορεί να φαίνεται τρελό, τώρα, αλλά
συνέβαινε. Αν και σε κάθε περίπτωση το “πρόβλημα” δεν το είχαν οι μουσικές
–εκτός κι αν επί χούντας κατέθετες, σε νότες, τον… “Ύμνο του ΕΛΑΣ” με διαφορετικά
λόγια και οι λογοκριτές-συνθέτες τον αναγνώριζαν– μα τα λόγια, και με τα λόγια
παιζόταν ό,τι παιζόταν.
Άπαξ
λοιπόν κι ένα τραγούδι εγκρινόταν… εγκρινόταν και τελείωνε η υπόθεση.
Κυκλοφορούσε, εννοώ, σε δίσκο, στο label
του οποίου αναγραφόταν και ο πολυψήφιος αριθμός πρωτοκόλλου του (ο αριθμός που
έδειχνε πως είχε περάσει από τον προληπτικό έλεγχο δηλαδή) και άρα τυπικώς δεν
υπήρχε πρόβλημα».
Ο Θανάσης Γκαϊφύλιας (διατηρώ
την παλαιά γραφή του επωνύμου, με το ένα λάμδα) είναι ένας μουσικός, ο οποίος,
επί δικτατορίας, ταλαιπωρήθηκε από τη λογοκρισία. Όπως έχει πει ο ίδιος σε
συνέντευξή του (e-orfeas.gr, 25 Οκτ. 2010) του είχαν κόψει ολόκληρο
δίσκο – και δεν εννοούμε το «Ωτοστόπ», αλλά ένα άλμπουμ με μελοποιημένα
ποιήματα του Καρυωτάκη, από τον Γιάννη Γλέζο. Διαβάζουμε στη συνέντευξή του στο
e-orfeas.gr:
«Πριν μπούμε στο
στούντιο μας έκοψαν. Θα ήταν ένας δίσκος που στη μια πλευρά θα είχε τρυφερά και
αισθαντικά ποιήματα του Καρυωτάκη και θα τα τραγουδούσε ο υπέροχος Λάκης
Παππάς. Στην άλλη πλευρά ποιήματα σκωπτικά και οργισμένα που θα τραγουδούσα
εγώ. Αλλά η χούντα δεν άφησε σχεδόν κανένα να περάσει και από εκείνη την
ανάμνηση και το γαμώτο, όταν το 1975 κυκλοφόρησα την “Ατέλειωτη Εκδρομή”
πρώτο-πρώτο (το μοναδικό τραγούδι που δεν είναι δικό μου στον δίσκο αυτό) είναι
η Πρέβεζα».
Προβλήματα με τη λογοκρισία είχε όμως και το «Ωτοστόπ» [Zodiac, 1971]. Πάντα από την
ίδια συνέντευξη ο Θανάσης Γκαϊφύλιας σημειώνει:
«Στο “Ωτοστόπ” θα
μπορούσα να συμπεριλάβω τραγούδια που αργότερα είχα βάλει στην “Ατέλειωτη
Εκδρομή” του 1975, αλλά κόπηκαν από τη λογοκρισία κι εκεί όπου θα έβγαζα εγώ
έναν προσωπικό δίσκο με δώδεκα δικά μου τραγούδια, πήραν την έγκριση μόνο τρία
(“Αν είχα δύο ανάσες”, “Πάρε με ταξιδιώτη”, “Βουνίσιο και θαλασσινό”) και δεν
υπήρχε υλικό για να συμπληρωθεί ο δίσκος! Πήρα δύο τραγούδια του Δημήτρη
Ψαριανού, ένα του Γιώργου Κοντογιώργου, ο οποίος έκανε και την ενορχήστρωση,
δύο παραδοσιακά, ενώ τέσσερα τραγούδια είπαν Τα Ανάκαρα... Δηλαδή η συνύπαρξή
μας, ήταν μια “ευτυχής συνύπαρξη ανάγκης”. Στην ηχογράφηση με συνοδεύουν οι
Socrates και τα εκπληκτικά σόλα του Γιάννη Σπάθα».
Ένα από τα τραγούδια που έλεγε εκείνα τα χρόνια στα live, στο Κύτταρο και αλλού,
ο Θανάσης Γκαϊφύλιας, και το οποίο θα καταγραφόταν σε δίσκο, στη Μεταπολίτευση
πια (αφού επί δικτατορίας σκόνταψε στη λογοκρισία), ήταν το «Μπενερτζή», που
είχε μουσική και στίχους δικούς του. Το τραγούδι, ως γνωστόν, υπάρχει στο LP «Η
Ατέλειωτη Εκδρομή του Γκαϊφύλια» [MINOS, 1975] και είναι ένα από τα ωραιότερα του άλμπουμ (ένα
άλμπουμ που είχε, φυσικά, μόνο εξαιρετικά τραγούδια).
Ο Γκαϊφύλιας εμπνεύστηκε αυτό το τραγούδι, επειδή είχε
διαβάσει το βιβλίο τού τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ (Nâzım Hikmet) (1902-1963) Γιατί αυτοχτόνησε ο Μπενερτζή;, που
είχε τυπωθεί από τις εκδόσεις Στοχαστής, τον Ιούνιο του 1971. Το βιβλίο, που είχε
κυκλοφορήσει στην Τουρκία το 1932, μεταφράστηκε στη γλώσσα μας από τον Στέλιο
Μαγιόπουλο – με την ελληνική έκδοση να περιέχει ένα ακόμη έργο τού Χικμέτ, τα Γράμματα
στην Ταράντα-Μπαμπού.
Είναι γνωστή, στους
παροικούντες, η λίστα με τα… κομμουνιστικά και αντικυβερνητικά βιβλία και
περιοδικά που είχε συντάξει η ΓΔΕΑ (Γενική Διεύθυνσις Εθνικής Ασφαλείας) την 25η
Οκτωβρίου 1971 και η οποία είχε διανεμηθεί στα βιβλιοπωλεία της Ξάνθης (μόνον
εκεί – γιατί, προφανώς, κάποιος θερμόαιμος διοικητής τής τοπικής Ασφάλειας την
είχε παραγγείλει). Σ’ αυτή τη λίστα, που παρουσιάζεται από ορισμένους ανίδεους,
σήμερα, δηλαδή τα τελευταία χρόνια, ως «Τα απαγορευμένα βιβλία της χούντας» (βλ.
σχετικά άρθρα σε tvxs.gr, enet.gr, avgi.gr κ.λπ.) καταγράφεται
και το βιβλίο του Ναζίμ Χικμέτ Γιατί αυτοχτόνησε ο Μπενερτζή; με την υποσημείωση…
«ο συγγραφεύς Τούρκος Κομμουνιστής».
Φυσικά, το βιβλίο
δεν ήταν απαγορευμένο, κυκλοφόρησε κανονικά, μέσα στο 1971, για να γίνει
μάλιστα κι ένα μικρό best-seller. Απόδειξη δε αυτού είναι πως ακόμη και
σήμερα, μετά από 48 χρόνια, το βιβλίο εντοπίζεται φθηνά και μάλλον εύκολα
(εννοώ η πρώτη έκδοσή του).
Επίσης, και παρενθετικώς, να πω πως εκείνη
η λίστα της ΓΔΕΑ δεν δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά (έστω και αποσπασματικά) στο λονδρέζικο
περιοδικό Index of Censorship [Volume 1,
Issue 2, June 1972] όπως
διαδίδεται ή υπονοείται, καθώς είχε δημοσιευθεί ολόκληρη (και όχι με περικοπές)
σε ελληνικό έντυπο τουλάχιστον έξι μήνες νωρίτερα! Αλλά γι’ αυτό θα γράψω άλλη
φορά…
Ο Μπενερτζή,
λοιπόν, ήταν ένα μυθιστορηματικό πρόσωπο, τα… στοιχεία του οποίου τα
αποκαλύπτει ο ίδιος ο Ναζίμ Χικμέτ μέσα στο έργο του. Διαβάζουμε από το
Κεφάλαιο Δεύτερο (διατηρώ τα κοψίματα-στίχους του ποιήματος-αφήγηση):
Τον λένε ΜΠΕΝΕΡΤΖΗ
το νιο όπου μιλάμε.
Είναι Ινδός από καταγωγή
κι ο τόπος του γεννησιμιού του είναι το ΔΕΛΧΙ.
Για τους φίλους του
είναι ένας τέλειος άνθρωπος
στην κρίση των εχθρών
του ένας μανιακός παράφρονας.
Και στα μητρώα της
Βρεττανικής Αστυνομίας: ύποπτος.
Σαν ερθούμε τα
σουσούμια του
δεν είναι σαν τον ΠΑΤΑΣΟΝ
στρομπουλός ένας νάνος,
μήτε σαν τον ΜΑΣΙΣΤ
ένας δράκος,
και μήτε σαν τον Βίλυ
Φριτς ένα ωραίο αγόρι.
Είναι ένας πολύ κοινός
άνθρωπος αυτός
με δυο μάτια, με μια
μύτη.(…)
Στο Μέρος Τρίτο (Πρώτο και Τελευταίο Κεφάλαιο) ο Ναζίμ
Χικμέτ δίνει κι άλλα στοιχεία για τον Μπενερτζή:
Εκείνο που θα
καταλάβετε μια χαρά απ’ το πρώτο κομμάτι του πρώτου και τελευταίου κεφαλαίου
τού παραπάνω τρίτου μέρους του γραπτού μου, που το έγραψα μ’ ένα νοητό τρόπο,
είνε ότι ο Μπενερτζή βρίσκεται στη φυλακή.
Επειδή ο Μπενερτζή
αγωνιζότανε για την πραγματικήν ανεξαρτησία και την πραγματικήν απελευθέρωση
των Ινδιών, η Βρετανική Αστυνομία τον συνέλαβε, η Βρετανική Δικαιοσύνη τον
καταδίκασε κι η Βρετανική Κυβέρνηση τον έρριξε στη φυλακή. Η ποινή του 15
χρόνια. Τα 15 αυτά χρόνια ο Μπενερτζή θα τα περάσει ολομόναχος μέσα στο
λιθόχτιστο κελλί του. Κι ένα μεγάλο μέρος από τα 15 τούτα χρόνια έχουνε κι όλας
περάσει. Θα σας ανιστορήσω τώρα πώς περάσανε αυτά τα χρόνια. Και κατόπι θα
’ρθούμε στο γιατί αυτοχτόνησε ο Μπενερτζή.(…)
Η αυτοκτονία του Μπενερτζή είναι το πιο σημαντικό κομμάτι
του βιβλίου του Ναζίμ Χικμέτ. Γιατί αυτοκτόνησε, δηλαδή, ένας αγωνιστής, που
είχε δώσει τη ζωή του στην απεξάρτηση της χώρας του (Ινδία) από τον βρετανικό
ζυγό, και που αποτελούσε «φάρο» συνέπειας και αγωνιστικότητας, για τους
συμπατριώτες του και φόβητρο για τους αποικιοκράτες-εχθρούς του;
Ο Χικμέτ στη συνέχεια και προς το τέλος αυτής της ποιητικής
αφήγησής του δίνει την απάντηση, δια στόματος του ήρωά του:
(…) Από χτες πορεύομαι
μπροστά στην αμαξοστοιχία. Όμως φυσιολογικά είμαι βεράνι (σ.σ. ερείπιο). Το
κεφάλι μου έχασε την ευλυγισία του. Τις στροφές δεν θα μπορέσω να τις κάμω στην
ώρα τους. Τα χέρια μου τρέμουνε με το παραπάνω. Κατάντησαν έτσι που να μη μπορούνε
να κρατάνε τιμόνι στο ρέμα. Πού να δυναμώσω την ταχύτητα της πορείας; Είναι
πιθανό να την ελαττώσω. Δίχως να το θελήσω, παρά τη βούλησή μου θα κάνω
παραπατήματα. Ξαίρω, η πορεία αυτή μπορεί σε έξη μήνες, μπορεί σ’ ένα χρόνο να
με ξετινάξει σα χολή. Όμως ώσπου να με ξετινάξει εκείνη και να με ξεφορτωθεί,
εγώ θα της γίνω φρένο. Ωστόσο εγώ και μεσ’ την ποσότητα ακόμα, όχι ένα χρόνο,
μα μήτε μια μέρα, όξω από τη βούλησή μου, ξαίροντας, δε μπορώ να της κάμω καμιά
προδοσία. Τα καταλαβαίνεις; Θα πεις πως μονάχα ένας τεμπέλης, ένας μπουνταλάς
δεν κάνει σφάλματα. Εκείνος που δουλεύει, ο άνθρωπος που περπατεί κάνει και
λάθη. Το ζήτημα είνε να καταλάβει κανείς το λάθος του.
Όμως, αν αυτή η υπόθεση του σφάλματος πάρει τη μορφή ενός κανόνα για κείνο που πάει μπροστά στην κεφαλή του συρμού κι ο άνθρωπος αυτός παρότι θα ξαίρει πως δε θα μπορέσει να πορευτεί μπροστά στην αμαξοστοιχία, ανίσως επιμένει έστω κι ένα δευτερόλεπτο να παραμείνει στη θέση του, αυτό δε θα είναι μια προδοσία; Εγώ μήτε ένα δευτερόλεπτο δε μπορώ να κάμω προδοσία. Η προδοσία δεν είναι μεσ’ την ιδιοσυγκρασία τη δική μου.(…)
Όμως, αν αυτή η υπόθεση του σφάλματος πάρει τη μορφή ενός κανόνα για κείνο που πάει μπροστά στην κεφαλή του συρμού κι ο άνθρωπος αυτός παρότι θα ξαίρει πως δε θα μπορέσει να πορευτεί μπροστά στην αμαξοστοιχία, ανίσως επιμένει έστω κι ένα δευτερόλεπτο να παραμείνει στη θέση του, αυτό δε θα είναι μια προδοσία; Εγώ μήτε ένα δευτερόλεπτο δε μπορώ να κάμω προδοσία. Η προδοσία δεν είναι μεσ’ την ιδιοσυγκρασία τη δική μου.(…)
Ο Μπενερτζή προτιμάει λοιπόν να αυτοκτονήσει, επειδή τον
έχουν εγκαταλείψει οι δυνάμεις του, παρά να ηγηθεί ενός αγώνα όντας λειψός και
κουρασμένος.
Τα μηνύματα, που θέλει να περάσει ο Ναζίμ Χικμέτ, γύρω από
τη συνέπεια των αγωνιστών, που έχουν γίνει λαϊκά σύμβολα, και πού μπορεί να
εξαργυρώνουν τη φήμη και την υστεροφημία τους για λίγη εξουσία παραπάνω, είναι,
νομίζω, προφανή. Και ιδεαλιστικά και συγκινητικά συνάμα, και είναι-αυτά-που-είναι
και κριτική, περαιτέρω, δε χωράει (και το λέω τούτο αναλογιζόμενος το πώς
πορεύτηκε στη ζωή του ο ίδιος ο μεγάλος τούρκος ποιητής).
Αυτή λοιπόν η ιστορία του Μπενερτζή έγινε τραγούδι από τον
Θανάση Γκαϊφύλια, ο οποίος έγραψε και επιπλέον μελοποίησε τους παρακάτω,
δραματικούς θα τους έλεγα, στίχους:
ΜΠΕΝΕΡΤΖΗ
Ποιητής ήρθε νύχτα
να μου φέρει το χαμπέρι το κακό
o Ναζίμ
ο Χικμέτ μ’ άλλον ένα φίλο
τώρα πια μόνος μου δεν μπορώ να μείνω
Γιατί αυτοκτόνησε ο Μπενερτζή;
Γιατί αυτοκτόνησε ο Μπενερτζή;
Πέρα στην Καλκούτα στο παλιό Δελχί
απ’ το ραδιόφωνο ακούγαμε ειδήσεις
έλεγε πως γίναν χίλιοι σκοτωμοί
κι εσύ μέτραγες ποιοι απομένουν
κοίταζες στα μάτια τούς συντρόφους σου
και τους μάθαινες πώς να πεθαίνουν
Γιατί αυτοκτόνησες βρε Μπενερτζή;
Γιατί αυτοκτόνησες βρε Μπενερτζή;
Ήσουν παλληκάρι πάνω από δυο μέτρα
έπινες τη θάλασσα κι έλιωνες την πέτρα
μέσα στα μαλλιά σου και στα γένια σου
φώλιαζαν αετοί και περιστέρια
μέσα στη ματιά σου και στα χέρια σου
χώραγε του κόσμου η μιζέρια
Γιατί αυτοκτόνησες βρε Μπενερτζή;
Γιατί αυτοκτόνησες βρε Μπενερτζή;
Τα Εγγλεζάκια χύναν το φαρμάκι τους
κι εσύ μες στο μέτωπο σημαδεμένος ήλιος
στα καμιόνια βάζαν την πραμάτεια τους
με πληγές γεμίσαν το κορμί σου
στο κελί σου βάλαν διπλό κάγκελο
μα δεν μπόρεσαν να σε κρατήσουν
Γιατί αυτοκτόνησες βρε Μπενερτζή;
Γιατί αυτοκτόνησες βρε Μπενερτζή;
Γιατί αυτοκτόνησες βρε Μπενερτζή;
Γιατί αυτοκτόνησες βρε Μπενερτζή;
Το τραγούδι, που είναι δεύτερο στο άλμπουμ «Η Ατέλειωτη
Εκδρομή του Γκαϊφύλια», αμέσως μετά την «Πρέβεζα», είναι εξαιρετικό.
Αναλογιζόμενος, δε, και τη φόρτιση που μεταφέρει η μεγάλη φωνή του Θανάση
Γκαϊφύλια, θα το αποκαλούσα έως και συγκλονιστικό. Τέλος πάντων είναι από
εκείνα τα ελληνικά τραγούδια, για τα οποία λέμε πως «δεν ξαναγράφονται».
Από αριστερά: Θανάσης Γκαϊφύλιας, Γιώργος Μαγκλάρας, Πέτρος Πρωτόπαπας, Θανάσης Μπίκος |
Το τραγούδι είναι rock φυσικά, έχει την ορμή και τον παλμό του αληθινού rock εννοώ, απλώς είναι
ενοργανωμένο με ενισχυμένα ακουστικά όργανα (κυρίως). Με δυναμικό μπάσο
(Θανάσης Μπίκος) και ακόμη ακουστικές κιθάρες (Θανάσης Μπίκος, Θανάσης
Γκαϊφύλιας), βιολί (Γιώργος Μαγκλάρας), φλάουτο (Πέτρος Πρωτόπαπας), κλαρίνο
(Θανάσης Αραπίδης ή Γιώργος Κωστούλας), λαούτο (Θανάσης Πολυκανδριώτης) και
ντραμς (Νίκος Λαβράνος).
Μεγάλες στιγμές της ελληνικής δισκογραφίας…
Γνωρίζετε αν ο Μπενερτζή ήταν πραγματικό πρόσωπο;
ΑπάντησηΔιαγραφή-- Μάρκος Μαύρος
Το γράφω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι αυτό:
>>Ο Γκαϊφύλλιας είπε για την ιστορία του Μπενερτζή: «Είναι ένα φανταστικό πρόσωπο, που τοποθετείται στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ινδών κατά των Άγγλων. Συλλαμβάνεται πολύ νέος και περνάει τα περισσότερα χρόνια του στη φυλακή, όπου γίνεται σύμβολο του αγώνα. Όταν πια γέρος και άρρωστος αποφυλακίζεται, ξεσηκώνεται ολόκληρη η Ινδία. Ο Μπενερτζή όμως νιώθει, ότι με τα τόσα προβλήματα υγείας και την αποχή του από τη δράση για τόσα πολλά χρόνια, δεν είναι σε θέση να ηγηθεί και να προσφέρει στην επανάσταση. Συνειδητοποιεί λοιπόν, πως θα είναι πιο χρήσιμο να θυσιάσει τη ζωή του, παρά να μείνει ζωντανός. Αποφασίζει έτσι να αυτοκτονήσει το βράδυ της απελευθέρωσής του, για να απαλλάξει από την παρουσία του το κίνημα και να παραμείνει μ΄αυτόν τον τρόπο ζωντανό σύμβολο του αγώνα. Η ιστορία του Μπενερτζή περιγράφει ουσιαστικά τη ζωή του Χικμέτ, ο οποίος πέρασε πολλά χρόνια στη φυλακή και, αφού απελευθερώθηκε, πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του άρρωστος, στα νοσοκομεία της Μόσχας και της Ρώμης».<<
Από το fb...
ΑπάντησηΔιαγραφήPantelis Tsalouchidis
Πολύ καλό άρθρο. Θυμήθηκα το ποίημα, κάπου έχω καταχωνισμένα τα ποιήματα του Χικμέτ
Εξαιρετικό άρθρο, όπως και τα περισσότερα που έχουμε διαβάσει εδώ. Απορώ πραγματικά... πόσα πράγματα έχεις διαβάσει και ακούσει!!! Μπράβο και πάλι. Στο θέμα μας τώρα. Για να "διαφημίσω" και λίγο τις Νότες Λογοτεχνίας, ολόκληρη η συνέντευξη στην οποία αναφέρεσαι είναι δημοσιευμένη εδώ: https://theovaf.blogspot.com/2011/02/blog-post.html (Το τονίζω γιατί το site που γράφεις, ο Ορφέας, δεν υπάρχει πια).
ΑπάντησηΔιαγραφήΞέχασα να γράψω το όνομά μου. Θεοδόσης Βαφειάδης. ΥΓ. Και η συνέντευξη με τον Καρυοφύλλη Δοϊτσίδη, στην οποία επίσης αναφέρθηκες αυτές τις μέρες -και καλά έκανες, τιμή μου- είναι εδώ για τους φίλους σου που θα ήθελαν να τη διαβάσουν: https://theovaf.blogspot.com/2012/12/blog-post_29.html - Καλή συνέχεια!
ΑπάντησηΔιαγραφή