Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

ΧΡΗΣΤΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΑΡΩΝΗΣ ποιήματα iv

Πριν λίγο καιρό έλαβα πέντε βιβλιαράκια (με ποιήματα τα τέσσερα, ενώ το πέμπτο ήταν… λεξικό) από τον Χρήστο Δ. Τσατσαρώνη, ο οποίος τυγχάνει και αναγνώστης-σχολιαστής του δισκορυχείου. Η λέξη «βιβλιαράκια» να το πω από την αρχή δεν είναι υποτιμητική (δεν την χρησιμοποιώ, εννοώ, με τέτοιο περιεχόμενο), αλλά δηλωτική του μικρού σχήματος των αυτοεκδόσεων (21εκ.Χ15εκ.), των λίγων σελίδων (42 είναι οι σελίδες του πιο πρόσφατου απ’ αυτά) και της απλής (δέσιμο με καρφίτσα), αλλά καλαίσθητης γενικότερα εμφάνισης. Ας δώσουμε, προς ενημέρωση, τους τίτλους αυτών των εκδόσεων: 
1. Παθολόγιο Λέξεων [ΘΡΑΣΑΡΤΕΠΟΒΕΡΑΚΟΥΝΣΤΒΕΡΚΕ, Αθήνα 2009]  
2. Ποιήματα Ι (Αχ Θεέ μου, όχι κι άλλα, όχι άλλο, όχι… …κι άλλος!)
[ΘΡΑΣΑΡΤΕΠΟΒΕΡΑΚΟΥΝΣΤΒΕΡΚΕ, Αθήνα 2014] 
3. Ποιήματα ΙΙ (Αχ Θεέ μου, όχι κι άλλα, όχι άλλο, όχι… …κι άλλος!)
[ΘΡΑΣΑΡΤΕΠΟΒΕΡΑΚΟΥΝΣΤΒΕΡΚΕ, Αθήνα 2014] 
4. Ποιήματα ΙΙΙ (Αχ Θεέ μου, όχι κι άλλα, όχι άλλο, όχι… …κι άλλος!) [ΘΡΑΣΑΡΤΕΠΟΒΕΡΑΚΟΥΝΣΤΒΕΡΚΕ, Αθήνα, 2014] 
5. Ποιήματα IV (Αχ Θεέ μου, όχι κι άλλα, όχι άλλο, όχι… …κι άλλος!) [ΘΡΑΣΑΡΤΕΠΟΒΕΡΑΚΟΥΝΣΤΒΕΡΚΕ, Αθήνα, 2018]  
Από την προτελευταία σελίδα τού υπ’ αριθμόν 5 αντιγράφω ένα σύντομο βιογραφικό του Τσατσαρώνη, που υπάρχει εκεί (και όχι την εκτενέστερη Εργοβιογραφία m.a.* - *my ass):
«Ο Χρήστος Δ. Τσατσαρώνης γεννήθηκε (τον Απρίλιο του 1968), μεγάλωσε και ζει ακόμα στα Εξάρχεια, στην Αθήνα. Κατάγεται από τη νότια Λακωνία. Σπούδασε και υποδύεται για βιοποριστικούς λόγους τον Μηχανικό Βιομηχανικών Αυτοματισμών. Ενδιαφέρεται για τη Λογοτεχνία και τη Μουσική. Ασχολείται με τις περιηγήσεις, την πεζοπορία, την ποδηλασία και τη σπηλαιολογία. Άγαμος. Άτεκνος. Γνωρίζει Αγγλικά και λίγα Γαλλικά και λίγα Γερμανικά».
Τα ποιήματα που υπάρχουν σ’ αυτήν την τέταρτη συλλογή τού Τσατσαρώνη είναι έντεκα και έχουν όλα παράξενους τίτλους [«Η ημέρα των υπερβατικών αντιφάσεων», «Αντιφασουρεάλ (με καταληκτική παράβαση*)», «Ο λυρισμός του χειμωνιάτικου Αυγούστου» κ.λπ.]. Επίσης, κάθε ένα από αυτά έχει πολλούς στίχους, συχνά ακανόνιστων συλλαβών και στροφών. Ακόμη, κάποια έχουν ομοιοκαταληξίες, προφανείς ή λιγότερο, ενώ κάποια άλλα όχι. Πέρα από αυτά τα βασικά μορφολογικά χαρακτηριστικά, εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι το ύφος και ο λόγος των ποιημάτων.
Ο Τσατσαρώνης εμπνέεται, βασικά, από την ίδια τη διαδικασία της στιχοπλοκής και κυρίως εμπνέεται από την ακαθόριστη εξέλιξη, το απρόσμενο, το παράλογο (με την ταυτόχρονη σύνδεση-επικοινωνία του ευθέως με το αντίθετό του), το παράτολμο και το σουρεαλιστικό. Η αφήγησή του στο «Ένα απόγευμα τρελλό» π.χ. θυμίζει Ορέστη Λάσκο ας πούμε, ενώ σε άλλα ποιήματά του φέρνει στο νου τον Πάνο Κουτρουμπούση και σε άλλα τους υπερλεξιστές. Μάλλον, αυτούς τους τελευταίους, για να είμαστε ακριβείς, δεν τους φέρνει στο νου, αφού τα υπερλεξιστικά ποιήματά του απλώς τους εμπεριέχουν. Λέμε για τον Αλέξανδρο Σχοινά (Ελευθέριο Δούγια) βασικά. Υπάρχει κι ένα ποίημα το «Αντιφασουρεάλ (με καταληκτική παράβαση*)», που μου θύμισε τον αείμνηστο τραγουδοποιό Γιάννη Αργύρη (πιο πολύ τα στιχάκια που διάνθιζαν τις παραστάσεις του ή τραγούδια του σαν το «Είμαι»).
Δεν θέλω να φανώ υπερβολικός, αλλά και να φανώ δε με νοιάζει. Αυτά τα βιβλιαράκια του Τσατσαρώνη τα θεωρώ εξαιρετικά και σας προτρέπω να τα αναζητήσετε, ερχόμενοι σε επαφή με τον ίδιον μέσω των blogs του. Ένα δείγμα… 

Η ημέρα των υπερβατικών αντιφάσεων 

Μια βροχερή και ηλιόλουστη μέρα
ξεκίνησα στάσιμος να πάω πιο πέρα

βαριά βήματα βάδιζα ασθμαίνοντας
ελαφρά και γοργά περπατώντας

βλέπεις νέος κι ευκίνητος ήμουνα
γέρων και υπέρβαρος όντας

σ’ ένα δρόμο παράλληλα κάθετο
μπροστά μου είδα έναν που ’ρχόταν πλαγίως

«Ρε, σε σιχαίνομαι!» του ’κανα
και μ’ απάντησε «χαίρω ομοίως!»

το παπούτσι μου ύστερα τρύπησε
με μια μεγάλη, ολόκλειστη τρύπα

«Έλεος πια, φτάνει!» τον παρακάλαε
«κι άλλο χτύπα με, χτύπα Με! Χτύπα!»

τολμηρός ποτέ μου δε στάθηκα
θαρραλέος όμως ήμουνα πάντα

γι’ αυτό αποφασιστικά τον εμπόδισα
και τον παρότρυνα να συνεχίσει

μετά ήπια νερό τόσο άφθονο
σε κομμάτια σκληρά απ’ τη βρύση

θυμήθηκα τον παππού μου, το ναύαρχο
που ήταν σταθμάρχης στα τραίνα

όπως και μια παλιά ερωμένη μου
που δεν είχα ποτέ μου γνωρίσει

ένα πράσινο κάκτο αγόρασα
κι αυτομάτως τον επέστρεψα πίσω

αίφνης μια μπριζόλα επιθύμησα
κι ευθύς μπήκα σε ψαροταβέρνα

του σερβιτόρου το πρόσωπο θύμιζε άλογο
ω! μα… ολόιδιος ήταν με σμέρνα!

χορτασμένος, βαρύς αποχώρησα
και τότε κατάλαβα πόσο πεινούσα

τον περίπατό μου συνέχισα
καθιστός σ’ ένα παγκάκι του πάρκου

μεσημέρι είχε πιάσει και έκαιγε
ο ήλιος που προ πολλού είχε δύσει

ναρκώθηκα αμέσως και αποκοιμήθηκα
καθώς με βασάνιζαν φοβερές αϋπνίες

αρκετά αργότερα ξύπνησα
όταν ξημέρωνε η ίδια αυτή μέρα

προχωρώντας μπροστά υποχώρησα
την ώρα που έπεφτε φωτεινό το σκοτάδι

απομακρυνόμουν στο σπίτι, γυρίζοντας
κι έφτασα φεύγοντας μπρος του

κοντά στο τζάκι βολεύτηκα σβήνοντας
τη φωτιά που είχε αφεθεί να ανάψει

το ποτήρι μου ουίσκι το γέμισα
κι άρχισα να ρουφώ το αχνιστό μου το τσάι

μισή ώρα περίπου ενωρίτερα
ξάπλωσα ξανά στη συνέχεια

γλυκά είδα αμέτρητα όνειρα
κι όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι

2 σχόλια:

  1. Ευχαριστώ πολύ για τη δημοσίευση και τα σχόλια (μόλις το είδα!).

    Χρήστος Δ. Τσατσαρώνης
    www.badsadstories.blogspot.gr
    www.badsadstreetphotos.blogspot.gr

    ΑπάντησηΔιαγραφή