YONATHAN AVISHAI: Joys and Solitudes [ECM
Records, 2019]
Ο γαλλοϊσραηλινός πιανίστας Yonathan Avishai βρίσκεται
στη σκηνή από τα χρόνια του ’90 – αν και στην ECM τον γνωρίσαμε από την παρουσία του
στο σχήμα τού τρομπετίστα Avishai Cohen
(στα άλμπουμ “Into the Silence”
του 2016 και “Cross my Palm with Silver”
του 2017).
Τώρα, ο Avishai
έχει το πρώτο του CD
στη γερμανική εταιρεία, το “Joys and Solitudes”,
ένα κλασικό piano-trio, στο οποίο συνυπάρχει με
τον μπασίστα Yoni Zelnik
και τον ντράμερ Donald Kontomanou
(Γάλλος, με καταγωγή από Γουιάνα και Ελλάδα, αδελφός της τραγουδίστριας Elisabeth Kontomanou).
Λέγοντας «κλασικό piano-trio»
εννοούμε ένα ευρωπαϊκό, κατά βάση, πιάνο τρίο – και γι’ αυτό δεν θα πρέπει να
παρασύρει το άνοιγμα με το “Mood indigo”
του Duke Ellington,
που αποτελεί και την μόνη διασκευή του CD.
Το κλίμα στο “Joys and Solitudes” είναι λυρικό – θα το χαρακτήριζα, δε, περισσότερο
χαρούμενο νοτιοευρωπαϊκό, παρά… cool
και ποιητικό βορειοευρωπαϊκό, μιας και οι καταγωγές των μουσικών δεν μπορεί να
είναι άμοιρες του συγκεκριμένου αποτελέσματος. Συνθέσεις, εξάλλου, όπως οι “Joy” και “Tango” ή ακόμη κι εκείνη η 13λεπτη (η
μεγαλύτερη σε διάρκεια) “When things fall apart”,
δείχνουν ολοφάνερα και την εσωτερική συνοχή της πιανιστικής σκέψης του Avishai, αλλά και τη διάθεσή
του να καταγράψει μοτίβα ελκυστικά, επενδύοντας στις ανοιχτές μελωδίες, με
πιανιστικά σκέρτσα κ.λπ.
Το αποτέλεσμα είναι προφανώς ευχάριστο, ζωντανό,
ενθουσιαστικό – με το μέτρο και με το καλό γούστο, βεβαίως, πάντα και παντού να
κυριαρχεί.
GIOVANNI GUIDI: Avec le Temps [ECM Records,
2019]
Γνωστός από την παρουσία του στα σχήματα του Enrico Rava (κουιντέτο και κουαρτέτο
– με το κουαρτέτο τού Rava
είχε εμφανισθεί και στο Jazz
+ Πράξεις της Πάτρας, το 2017), ο Giovanni Guidi είναι ένας πιανίστας, με σημαντική
δισκογραφική προσφορά (και) στην ECM, είτε μέσω του Giovanni Guidi Trio είτε
μέσω της συνεργασίας του με τους Louis Sclavis, Gerald Cleaver
και Gianluca Petrella
(στο “Ida Lupino”
του 2016).
Στο παρόν “Avec le Temps”
ο Guidi, όντας σε σχήμα
πεντάδας (με Francesco Bearzatti τενόρο, Roberto
Cecchetto κιθάρα, Thomas Morgan κοντραμπάσο και João Lobo ντραμς), φαίνεται πως
βρίσκει το πιο ιδανικό πλαίσιο, προκειμένου να αναπτύξει τις συνθέσεις του,
βασικά τις μελωδίες του, προσφέροντας στιγμές αληθινής (μουσικής) ομορφιάς.
Συμμετέχοντας σαν συνθέτης στα επτά
από τα οκτώ tracks του CD (τα
πέντε είναι αποκλειστικώς δικά του), ο Guidi καταθέτει στο “Avec le Temps”
δείγματα μεγάλου ταλέντου (βασικά λέμε για έναν νέο ακόμη μουσικό… 34 ετών), με
συνθέσεις, σαν τις “Ti stimo”
και “Tomasz” (αφιερωμένη στον Tomasz Stanko),
που ξαφνιάζουν με την απλότητα, την ευφράδεια και την ορμητική μελωδικότητά
τους. Τραγούδια κατά βάση γράφει ο Guidi, παρότι στην πράξη τούς
λείπουν τα λόγια.
Εκπληκτικά ακριβής και αποτελεσματικά
αυτάρκης, τούτος εδώ ο Ιταλός από την Foligno (πόλη στην κεντρική
Ιταλία, κοντά στην Περούτζα) εκπλήσσει, στο παρόν, από το πρώτο (διασκευάζοντας
στην αρχή το φοβερό “Avec le temps” του Léo Ferré) μέχρι και το τελευταίο
δευτερόλεπτο, παραδίδοντας ένα άλμπουμ απόλυτης (συνθετικής) ωριμότητας.
LARRY GRENADIER: The Gleaners [ECM Records,
2019]
Από τους κοντραμπασίστες «σύμβολα» της πιο νέας τζαζ εποχής,
ο Αμερικανός Larry Grenadier έκανε τρανό όνομα, βασικά, δίπλα στον Brad Mehldau, δίχως να υποτιμάμε
άλλες συνεργασίες του (κοντά σε θρύλους παίκτες) ή με το συγκρότημα Fly (με Mark Turner και Jeff Ballard). Με παλαιές
παρουσίες στη ECM
(όντας στην μπάντα του Charles Lloyd),
o Grenadier έχει τώρα ένα
σόλο-κοντραμπάσο άλμπουμ στο γερμανικό label, το οποίο (άλμπουμ) αποδεικνύει ανάμεσα σε άλλα και την τιμή
που τρέφει ο Eicher προς το πρόσωπό του. Το να ηχογραφείς σόλο, εννοούμε, σ’ ένα
όργανο τόσο απαιτητικό και ειδικό, σε μιαν εταιρεία όπως η ECM, δεν είναι μικρό πράγμα. Δείχνει το status σου σαν παίκτης και το
σεβασμό, που τρέφουν οι πάντες προς εσένα.
Και τον αξίζει αυτόν τον σεβασμό o Grenadier, καθότι αυτά που
παρουσιάζει εδώ δεν αντιμετωπίζονται, εύκολα, και σε κανένα επίπεδο. Μόνο και
μόνο το γεγονός πως διασκευάζει, τόσο εντυπωσιακά και τόσο μεστά, για σόλο
κοντραμπάσο Coltrane, Gershwin και Paul Motian, «ζωγραφίζοντας» συγχρόνως πάνω σε δυο σύντομες συνθέσεις του Wolfgang Muthspiel, είναι
αρκετό/αρκετά για να καταδείξει την προσωπική αύρα του παίκτη, που ξέρει να
διαμορφώνει, μέσω κάθε τεχνικής, αδιαπέραστα ρυθμικά και μελωδικά περιβάλλοντα.
Πότε τσιμπητά και πότε με δοξάρι, ο Grenadier χτίζει πρωτογενή πλαίσια,
κάνοντάς μας παράλληλα γνωστές τις αληθινές επιρροές του – όχι μόνο μέσω των
συγκεκριμένων versions
εννοούμε, αλλά και με τους τίτλους των κομματιών του (“Pettiford” για τον Oscar Pettiford, “The Gleaner” από την ταινία της Agnès Varda The Gleaners and I κ.λπ.).
Το αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι άλλο από αυτό το υψηλό που
αναμένεις, από έναν μουσικό τέτοιας κλάσης.
ARENI AGBABIAN: Bloom [ECM Records, 2019]
Γεννημένη στην Santa Monica της Καλιφόρνιας, αλλά με αρμενική,
όπως μαρτυρά και το επώνυμό της, καταγωγή, η τραγουδοποιός Areni Agbabian έχει τώρα το πρώτο
άλμπουμ της για την ECM,
μία folk κατά βάση
πρόταση, που τιτλοφορείται “Bloom”.
Σ’ αυτό το άλμπουμ η Agbabian μάς προτείνει πρωτότυπα τραγούδια, τα οποία ερμηνεύει η ίδια
παίζοντας συγχρόνως πιάνο, ενώ δίπλα της βρίσκεται ο περκασιονίστας Nicolas Stocker. Από τα 17 tracks, που καταγράφονται στο
“Bloom” τα εννέα είναι
αποκλειστικώς δικά της, ένα το έχει γράψει μαζί με τον Stocker, δύο είναι του Stocker, τρία είναι παραδοσιακά (το ένα
από τη συλλογή του Komitas),
ενώ τα υπόλοιπα δύο αποτελούν πιανιστικές «γέφυρες» ολίγων δευτερολέπτων του Manfred Eicher.
Το άλμπουμ ανοίγει με το 7λεπτο “Patience”, που σε μπάζει κατ’ ευθείαν
στο κλίμα – σ’ ένα κλίμα εκφραστικής λιτότητας, εκεί όπου μια χαμηλών τόνων
φωνή, ένα θωπευτικό πιάνο και λίγα κρουστά, που προσθέτουν λεπτές «ατμόσφαιρες»,
δημιουργούν ένα λυρικό, βαρύ, αλλά και κάπως σκοτεινό περιβάλλον. Έτσι, δε, μ’
αυτόν τον τρόπο, εξελίσσεται όλο το CD. Μέσα από ήπιο τραγούδισμα, αυτοσχεδιαστικούς βοκαλισμούς και
παίξιμο στο πιάνο, από την Agbabian,
με παύσεις, με κενά, με νότες που κρατάνε στο χρόνο και οι οποίες δημιουργούν
δεδομένα (και) μέσα από τον απόηχό τους. Αυτή η γραμμή δεν αλλάζει ποτέ και για
κανένα λόγο, κάτι, που, οπωσδήποτε, προσδίδει στο “Bloom” ένα ειδικό «χρώμα», μια περίεργη
και κάπως απόμακρη ομορφιά.
Οπωσδήποτε, το “Bloom”, δεν είναι ένα τυπικό folk άλμπουμ. Είναι ένα άλμπουμ που ταιριάζει οπωσδήποτε στη
λογική της ΕCM, ερχόμενο
να πάρει τη θέση του δίπλα σε άλλες ανάλογες haunted εγγραφές της εταιρείας (όπως
εκείνες του Tigran Hamasyan ή των Lena Willemark / Per Gudmundson).
Η ECM Records
εισάγεται από την ΑΝ Music
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου