MARK LOCKHEART, ROGER SAYER & JOHN ASHTON THOMAS:
Salvator Mundi [Edition Records, 2019]
Μ’ ένα πολύ ιδιαίτερο άλμπουμ ξεκινάμε αυτή την περιπλάνησή
μας στην καινούρια σοδειά της βρετανικής Edition Records. Το άλμπουμ αποκαλείται “Salvator Mundi” και υπογράφεται από
τους Mark Lockheart
(από Loose Tubes,
Polar Bear κ.λπ.)
σαξόφωνα, Roger Sayer
εκκλησιαστικό όργανο και John Ashton Thomas
ενορχηστρώσεις. Βασικά εδώ έχουμε θρησκευτική μουσική για σαξόφωνα και όργανο,
ηχογραφημένη στην ιστορική Temple Church
του Λονδίνου την 10/1/2016 και την 9/7/2017.
Οι συνθέσεις που επιλέγονται και ενορχηστρώνονται (από τον John Ashton Thomas) αφορούν όλες σε
εκκλησιαστική μουσική. Από τα δέκα, συνολικώς, tracks μόλις ένα είναι παραδοσιακό (“In Dulci Jubilo”), ενώ τα υπόλοιπα
εννέα είναι επωνύμων συνθετών: Charles Villiers Stanford
(1852-1924), John Blow
(1649-1708), Thomas Tallis
(1505-1585), William Byrd
(1540-1623) και Henry Purcell
(1659-1695). Ανάμεσα στα τελευταία υπάρχουν δε και τρία πρωτότυπα του John Ashton Thomas (γενν. 1961).
Εκείνο που κυριαρχεί εδώ είναι ο χώρος της ηχογράφησης –
χωρίς τούτο να ακούγεται μειωτικό για τα έργα, τους συνθέτες τους και τους
εκτελεστές τους. Η Temple Church
είναι ένας ναός του 12ου αιώνα με έξοχη ακουστική, κάτι που αποτυπώνεται και
στην παρούσα εγγραφή με το «βάθος πεδίου», την καθαρότητα και φυσικότητα της
ηχογράφησης και βεβαίως με τον συνολικότερο «όγκο». Εξάλλου αναφερόμαστε σ’
έναν χώρο με μακριά μουσική γενικότερη και ηχογραφική ειδικότερη παράδοση –
έναν χώρο που φιλοξενεί συχνά μουσικές εκδηλώσεις, οργανικές ή χορωδιακές,
καθώς τον έχουν τιμήσει διάσημοι συνθέτες-οργανοπαίκτες, σαν τους Sir George Thomas Thalben-Ball, Ernest Arthur Lough, Sir John Barbirolli,
Paul Tortelier, Hans Zimmer κ.ά.
Εννοείται πως και η μουσική εδώ είναι υπέροχη, με τα “Third tune for Archbishop Parker’s Psalter” του Thomas Tallis και
“Didos
Lament” του Henry Purcell να
κυριαρχούν.
LAURA JURD: Stepping Back, Jumping In [Edition
Records, 2019]
Η τρομπετίστρια Laura Jurd, μπορεί να γεννήθηκε το 1990 (άρα είναι 29 ετών), όμως δεν
είναι μία άγνωστη ή πρωτοφανέρωτη περίπτωση. Η Jurd, πέραν της προσωπικής δισκογραφίας
της, που συνεχίζεται με το παρόν “Stepping Back, Jumping In”, είναι μέλος της Chaos Orchestra και βασικά των Dinosaur –
με τους οποίους έχει εμφανισθεί και στην Ελλάδα, στην Πάτρα, στο Jazz + Πράξεις, το 2017. Για
το άλμπουμ των Dinosaur
“Wonder Trail”
[Edition, 2018] είχαμε
γράψει πέρυσι στο δισκορυχείον, ενώ
τώρα θα πράξουμε το ίδιο και για το “Stepping Back, Jumping In”.
Εδώ η Laura Jurd
ηγείται ενός πολυμελούς σχήματος ή για να είμαστε ακριβείς μερικών ξεχωριστών
σχηματισμών. Ο πρώτος αφορά στο τριμελές πνευστό τμήμα (Laura Jurd τρομπέτα, Raphael Clarkson και Alex Paxton εναλλάξ σε τρομπόνι, Martin Lee Thomson ευφώνιο), ο δεύτερος στο
ντούο Soosan Lolavar
σαντούρι, Rob Luft μπάντζο, κιθάρες, ο τρίτος στο The Ligeti Quartet (δύο βιολιά, βιόλα,
τσέλο) και ο τέταρτος στο ρυθμικό κ.λπ. τμήμα (Elliot Galvin πιάνο, Anja Lauvdal σύνθια, ηλεκτρονικά, Conor Chaplin κοντραμπάσο και Liz Exell, Corrie Dick ντραμς). Αυτά τα sections συνεργάζονται,
σε διάφορους συνδυασμούς, με την Jurd να μας προτείνει μια σειρά συνθέσεων
(έξι στον αριθμό) «σύγχρονης μουσικής», που ακροβατούν ανάμεσα στον ελεύθερο
αυτοσχεδιασμό, στα ηχοχρώματα «δωματίου», στις ethnic αναφορές και τα ηλεκτρονικά.
Το αποτέλεσμα δεν είναι... ακαδημαϊκό. Το αντίθετο θα έλεγα.
Διαθέτει μια ποικιλία ρυθμικών και μελωδικών μεταλλαγών, με συνεχή breaks από τα ποικίλα sections και όργανα,
προσβλέποντας στις εντάσεις, στις εκρήξεις, στις ξαφνικές παύσεις, και
γενικότερα σε μια ποικιλία «εκπλήξεων», ακουστικών (και ηλεκτρονικών) εφφέ
κ.λπ., τεντώνοντας το ενδιαφέρον μας σε tracks όπως το “I am the Spring,
you are the Earth” (της Soosan Lolavar) ή το “Companion species” (των Anja Lauvdal
& Heida K.Johannesdottir), με τα
δυναμικά passages jazz
και ηλεκτρονικών.
Περιπετειώδες άλμπουμ!
JONNY MANSFIELD: Elftet [Edition Records, 2019]
Ο (νεαρός) Jonny Mansfield
είναι βιμπραφωνίστας. Δεν έχει, ακόμη, εκτεταμένη δισκογραφική παρουσία-παραγωγή,
αλλά αυτό δεν σημαίνει κάτι αναγκαστικώς – πόσω μάλλον, όταν το 2018 βραβεύτηκε
με το Kenny Wheeler Jazz Prize.
Το “Elftet” είναι το
πρώτο προσωπικό CD τού Mansfield (ηχογραφημένο στα Real World Studios του Peter Gabriel), ένα τζαζ άλμπουμ, στο
οποίο συνωθούνται κάμποσοι οργανοπαίκτες σαν βασικοί (Ella Hohnen-Ford φωνή, φλάουτο, James Davison τρομπέτα, φλούγκελχορν, Tom Smith άλτο, τενόρο, φλάουτο, George Millard τενόρο, μπάσο κλαρίνο, φλάουτο,
Rory Ingham τρομπόνι, Dominic Ingham βιολί, Laura Armstrong τσέλο, Oliver Mason κιθάρα,
Will Harris κοντραμπάσο, ηλεκτρικό μπάσο,
Boz Martin-Jones ντραμς), όπως
και τρεις άξιοι guests (Chris Potter τενόρο,
Gareth Lockrane φλάουτο, Kit Downes hammond). Το αποτέλεσμα είναι μια σειρά εννέα
συνθέσεων (όλες του Mansfield), στις οποίες αποτυπώνονται οι απόψεις του για μια σύγχρονη τζαζ, από
την οποία δεν αποκλείεται το τραγούδι (“Sailing”), όπως και η επικοινωνία της με άλλες
ποικίλες φόρμες – το rock
π.χ. στο “Silhouette”, την contemporary εκδοχή, την διανθισμένη με latin / brazilian στοιχεία στο “For you”, την ολοκληρωμένη τζαζ σύνθεση την
προορισμένη για μεγάλο σχήμα (ας μην το πούμε «μεγάλη ορχήστρα») στο “M&M”, ακόμη και κάποιες avant-ακρότητες στο σύντομο “Mr. Boz”.
Με το “Elfect” ο Jonny Mansfield φανερώνει
στοιχεία συνθέτη-μουσικού, που «ήρθε για να μείνει». Για να δούμε...
LIAM NOBLE: The Long Game [Edition Records,
2019]
Περίπτωση ο βρετανός πιανίστας και συνθέτης Liam Noble. Δεν είναι μόνον η
προσωπική δισκογραφία του και τα σχήματα στα οποία έχει συμμετάσχει (Malija, για τους οποίους
έχουμε γράψει στο blog,
Bunch of Five, ομάδες της Ingrid Laubrock, Pigfoot κ.λπ.),
είναι και η παρουσία του δίπλα στον σπουδαίο Moondog, στα άλμπουμ του “Sax Pax for a Sax”(1994) και “Moondog Big Band”
(1995). Με τέτοιες περγαμηνές ο Noble
μπαίνει ξανά στο στούντιο και με τη βοήθεια των Tom Herbert ηλεκτρικό
μπάσο και Sebastian Rochford ντραμς φέρνει εις πέρας ένα άλμπουμ σύγχρονης ηλεκτρικής /
ηλεκτρονικής jazz (καθότι
υπάρχει και το σχετικό processing),
συνθέτοντας, παίζοντας και αυτοσχεδιάζοντας με τόλμη και με δύναμη.
Το “The Long Game”
περιλαμβάνει εννέα συνθέσεις του Liam Noble, οι οποίες διακρίνονται για τα κάπως ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά τους. Έχουν, δηλαδή, ιδιάζουσα ανάπτυξη, με αναφορές στην
«κλασική», όπως και στην jazz
βεβαίως, δίχως να είναι απολύτως το ένα ή το άλλο. Σε λίγες απ’ αυτές υπάρχει
μια blues αφήγηση (“Flesh and blood”), αλλά σε κάποιες
άλλες το processing τις
κάνει ν’ ακούγονται περισσότερο σαν fusion ή έστω σαν ηλεκτρική jazz (“Unmemoried man”).
Μία από τις κορυφαίες στιγμές του “The Long Game” θα έλεγα πως είναι η “Head first”, ένα γρήγορο και στιβαρό track, εκεί περί τη μέση του άλμπουμ,
που οικειοποιείται κλασικές «τζαζ-ροκικές» συνταγές μ’ έναν απολύτως
δημιουργικό τρόπο.
ALEXI TUOMARILA TRIO: Sphere [Edition Records,
2019]
Από τις πιο σημαντικές σύγχρονες τζαζ προσωπικότητες, ο
φινλανδός πιανίστας Alexi Tuomarila (μέλος μεταξύ άλλων, στο παρελθόν, των Eero Koivistoinen
Quartet και Tomasz Stańko Quintet) αποτελεί μια
περίπτωση, που συχνά, θα έλεγα, μας απασχολεί στο δισκορυχείον. Να αναφέρουμε, για παράδειγμα, το άλμπουμ του “Kingdom (2017) στην Edition και
ακόμη τις εμφανίσεις του σε Αθήνα (σε κάποιο παλαιό euro-jazz στο Γκάζι) και Πάτρα (στο φεστιβάλ Jazz + Πράξεις), ανάμεσα σε άλλα.
Στο παρόν “Sphere”
ο Tuomarila με το τρίο του, το οποίο αποτελούν οι Mats Eilertsen κοντραμπάσο και Olavi Louhivuori ντραμς, συνεργάζονται
με τον Verneri Pohjola (τρομπέτα σε τρία tracks), πάνω σε μια σειρά πρωτότυπων συνθέσεων, τις οποίες
υπογράφουν και τα τρία μέλη του γκρουπ (τρεις ανήκουν στον Tuomarila, τρεις στον Louhivuori και
δύο στον Eilertsen).
Σύγχρονη τζαζ έχουμε εδώ, σύγχρονη τζαζ για πιάνο τρίο και
περιστασισκώς για κουαρτέτο, η οποία διατηρεί την ευρωπαϊκή και δη την
βορειοευρωπαϊκή διάσταση και πρωτοτυπία της, την ικανότητά της με άλλα λόγια να
συμπλέει με έντεχνες φόρμες, minimal,
επαναληπτικές, «πρωτοποριακές» κ.λπ., όντας ταυτοχρόνως κοντά στις πιο άμεσες
και λαϊκές να-τις-πούμε απαιτήσεις.
Υπάρχουν συνθέσεις δυναμικές και γρήγορες εδώ, όπως η “Origins”, που «σπάει» όμως με
μικρά μελωδικά μοτίβα και αυτοσχεδιαστικές προβολές, όπως και αργές (“Sirius”), που δίνουν τη
δυνατότητα στους τρεις μουσικούς να αποδείξουν την συνθετική και εκτελεστική
επάρκειά τους, πάντα σ’ ένα συνολικό ομαδικό πλαίσιο (δίχως ιδιαίτερες
προσωπικές εξάρσεις). Νεορομαντικό πνεύμα από τον Tuomarila και «σοπενικές» αναφορές δεν
είναι κάτι σπάνιο και εκτός τόπου και χρόνου σε κομμάτια όπως το
προαναφερόμενο. Πολύ ωραίο το 9λεπτο... τρομπετικό “Boekloev”, εκεί προς τη μέση του CD, που διαθέτει ένα
συναρπαστικό υπόγειο groove,
με εντυπωσιακά παιξίματα απ’ όλους, και μπροστά (τρομπέτα-πιάνο) και στο
ρυθμικό τμήμα (μπάσο-ντραμς), και ωραίο το τελευταίο μέρος (τα τρία τελευταία tracks), που δείχνουν τις
συνθετικές αρετές καθενός από τα τρία βασικά μέλη του σχήματος, όπως και το
γενικότερο δέσιμo, που σχετίζεται και με τις κοινές αισθητικές αναφορές.
Ένα compact,
αλλά απολαυστικό τζαζ άλμπουμ είναι το “Sphere”, του Alex Tuomarila Trio,
ενός πάντα νέου και πάντα ουσιαστικού ευρωπαϊκού τζαζ σχήματος (που υφίσταται
από 15ετίας).
EYOLF DALE & ANDRÉ ROLIGHETEN: Departure
[Edition Records, 2019]
O νορβηγός πιανίστας Eyolf Dale και o συμπατριώτης του τενόρο σαξοφωνίστας-κλαρινίστας André Roligheten συνεργάζονται τουλάχιστον από την εποχή των Albatrosh
(2009) και του άλμπουμ τους “Seagull Island”
(για ένα άλλο CD των Albatrosh, το “Yonkers” του 2011 στην Rune Grammofon, υπάρχει review στο δισκορυχείον). Στον Dale, δε, έχουμε αναφερθεί κι άλλες φορές στο blog:
στο σόλο πιάνο άλμπουμ του Hotel Interludes” [Curling Legs,
2011], στο δικό του “Return to Mind” [Edition, 2018], στη συνεργασία του με
την Scheen Jazzorkester
στο “Commuter
Report” [Losen, 2018], στην
παρουσία του στο
“Voyage” [Edition, 2019] του τουμπίστα Daniel Herskedal. Μουσικός που κινείται
σε κλασικά nordic περιβάλλοντα, ο Eyolf Dale ξανασυνεργάζεται με τον Roligheten στο παρόν “Departure”, ένα ακόμη CD για πνευστά
και πιάνο εντελώς χαρακτηριστικό της νορβηγικής σχολής.
Από τις οκτώ συνθέσεις που καταγράφονται εδώ –συνθέσεις πότε
του Dale, πότε του Roligheten, πότε και των δυο
μαζί– εκείνο που είναι φανερό είναι αυτά τα κάπως ασαφή, όταν τα περιγράφεις,
αλλά εντελώς προφανή όταν τ’ ακούς, χαρακτηριστικά της τοπικής σκηνής, που
έχουν να κάνουν με την βραδύτητα και
με την ηρεμία (όχι την ησυχία). Είναι
δύο λέξεις αυτές (η βραδύτητα και η ηρεμία), που αποδεικνύονται ανά πάσα
στιγμή καθοριστικές, έτοιμες να περιγράψουν εκείνο που εδώ συμβαίνει – την
νωχελική ανάπτυξη ενός τζαζ κλίματος, άμεσα εξαρτώμενο από την μελωδική πορεία
του στο χρόνο, που μπορεί να κρύβει όμως εντόνως συναισθηματικές και
φορτισμένες ψυχικώς καταστάσεις (άκου, ας πούμε, το “Moon jogger”).
Έτσι κάπως, με απλές, αλλά αδρές γραμμές, οι δύο άσσοι
μουσικοί, επιχειρούν να πλεύσουν πάνω στα βασικά γνωρίσματα τής jazz τής πατρίδας τους
(τουλάχιστον σ’ εκείνα που έχουν περάσει ως τέτοια, ως βασικά τέλος πάντων, σ’
εμάς, εδώ, στον νότο της Ευρώπης) και είναι αυτά ακριβώς τα γνωρίσματα, που
καθορίζουν εν πολλοίς το τελικό αποτέλεσμα – που είναι βαθύ, ατμοσφαιρικό,
εικονοπλαστικό, ποιητικό...
Να μερικές λέξεις... ασαφείς όταν τις γράφεις, αλλά
σαφέστατες όταν τις ακούς.
ELLIOT GALVIN: Modern Times [Edition Records,
2019]
Λίγο πιο πάνω γράψαμε για το
άλμπουμ “Stepping Back,
Jumping In” τής τρομπετίστριας Laura Jurd, μέλος των Dinosaur.
Τώρα ένα άλλο μέλος των Dinosaur θα μας απασχολήσει μ’ ένα άλμπουμ του, ο πιανίστας Elliot Galvin. Στο άλμπουμ αυτό, το
αποκαλούμενο “Modern Times”
(οι λέξεις χρησιμοποιούνται με έναν μάλλον ειρωνικό τρόπο – θα το διαπιστώσετε
στη συνέχεια), τον Galvin
συνοδεύουν οι Tom Maccredie
μπάσο και Corrie Dick ντραμς.
Τι συμβαίνει εδώ; Το εξής απλό, αλλά όχι σύνηθες πια.
Το σέσιον ηχογραφήθηκε κατ’ ευθείαν σε acetate (φυσικά το προϊόν κυκλοφορεί και σε
βινύλιο), άνευ οιασδήποτε ενδιάμεσης καταγραφής, μίξης ή αποθήκευσης (ψηφιακής
ή αναλογικής), δίχως περαιτέρω ουδεμίας μεταγενέστερης επεξεργασίας ή mastering. Κάπως έτσι
γραφόταν η μουσική πριν από την ανακάλυψη και κυρίως την χρησιμοποίηση της
μαγνητικής ταινίας εγγραφής.
Δεν ξέρω τι θέλει να πετύχει μ’ αυτόν τον τρόπο ο Galvin, εκείνο που ξέρω και
ακούω είναι πως η μουσική του (προερχόμενη από ένα κλασικό πιάνο-τρίο) διαθέτει
μια «ζεστασιά» και μια «φυσικότητα», που ταιριάζει, αν θέλετε, με τον τρόπο που
σκέφτεται «τζαζικώς» ο Galvin,
και υλοποιεί μαζί με τους συνεργάτες του.
Εντάξει, δεν πρόκειται για μια μουσική, που θα μπορούσε να
είχε ηχογραφηθεί στα thirties,
αλλά αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικώς κάτι. Ο Galvin δεν προσπαθεί να αναπαραστήσει ηχητικώς μιαν εποχή.
Περισσότερο τον ενδιαφέρει να μεταφέρει τους προπολεμικούς τρόπους εγγραφής στο
σήμερα – να δει την εφαρμογή και την λειτουργικότητά τους σε μια μουσική, τη
δική του μουσική, που πάντα διατηρεί στοιχεία παιγνιώδη, ανατρεπτικά και εν
τέλει απρόβλεπτα. Άκου από εδώ το τελευταίο track “To the moon” (και φυσικά ολάκερο το “Modern Times”), το προηγούμενο άλμπουμ του “The Influencing Machine” [Edition, 2018] κ.λπ.
Η Edition Records εισάγεται από την AN Music
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου