Με αφορμή την εμφάνιση του Eric Burdon στο Ηρώδειο, απόψε,
έψαξα και βρήκα ένα κείμενο που είχα γράψει πριν πολλά χρόνια (τον Δεκέμβριο
του 1997) στο περιοδικό Jazz & Τζαζ (τεύχος 57) σχετικό
μ’ έναν εξαιρετικό δίσκο, το “Guilty!”
[USA. MGM SE 4791], που είχαν
μοιραστεί, το 1971, ο Eric Burdon
με τον Jimmy Witherspoon
(1920-1997). Εκείνο το κείμενο το μεταφέρω, τώρα, εδώ...
Στις 19 του Σεπτέμβρη που μας πέρασε (για το 1997 ο λόγος) ο
εξαίρετος τραγουδιστής της jazz
και του blues Jimmy Witherspoon θα ερχόταν στην Ελλάδα, για μια σειρά εμφανίσεων. Η είδηση
με είχε παραξενέψει θετικώς και παρότι γνώριζα το γεγονός, σχεδόν από τα μέσα
του καλοκαιριού, εντούτοις, περνώντας ο καιρός, και πλησιάζοντας εκείνες οι
μέρες του Σεπτέμβρη, είχα αρχίσει να ζω περισσότερο από κοντά και να περιμένω
με μεγαλύτερη ανυπομονησία τις παραστάσεις του στην Αθήνα. Η είδηση έπεσε στα
κεφάλια μας σαν κεραυνός. Ο Jimmy Witherspoon
πέθαινε στο L.A., στις 18 του Σεπτέμβρη,
μια μόλις ημέρα πριν την προγραμματισμένη επίσκεψή του στην Ελλάδα!
Το “Guilty!”
τελευταία φορά το είχα ακούσει πριν από την εμφάνιση του Eric Burdon στην
Αθήνα, στις 29 Νοέμβρη 1996 (στο Ρόδον), και βεβαίως το ξανακατέβασα αρκετές φορές
από τη δισκοθήκη με αφορμή τις επικείμενες εμφανίσεις, που τις πήρε ο άνεμος εν
τω μεταξύ, του Jimmy Witherspoon
στα μέρη μας (μάλλον στο κλαμπ Half Note,
αν δεν με απατά τώρα η μνήμη μου).
Ο δίσκος ανοίγει με το “I’ve been driftin’
/ Once
upon a time”,
ένα medley κατ’ ουσίαν δύο προσωπικών στιγμών των καλλιτεχνών, πριν
περάσουμε στο θαυμάσιο “Steam roller”
σύνθεση του James Taylor
από το “Sweet Baby James”
(1970), το οποίο ξεχωρίζει για το σόλο της κιθάρας (από τον Howard Scott ή τον John Sterling) και τη στρωτή
ερμηνεία του Witherspoon.
Το “The laws must change”
του John Mayall από το “The Turning Point”
(1969) ερμηνεύεται από κοινού, ενώ το “Have mercy judge” (1970), σταθμός στο blues ρεπερτόριο για τον Chuck Berry, είναι φανερό ότι
επιλέγεται για τους στίχους του. Η πλευρά θα κλείσει με το “Going down slow” (1942) του St. Louis Jimmy, το οποίο είναι ζωντανά
ηχογραφημένο στις φυλακές του San Quentin
(στην Καλιφόρνια), εκεί ακριβώς όπου είχε ηχογραφήσει δύο χρόνια πριν το “At San Quentin” (1969) και ο Johnny Cash. Ακούγονται δε τα
χειροκροτήματα των Αδελφών, καθώς επίσης και ο αέρας που κάνει τα μικρόφωνα να
βουίζουν.
Το “Soledad”,
σύνθεση των Eric Burdon και John Sterling,
που ανοίγει την δεύτερη πλευρά είναι ένα συγκλονιστικό τραγούδι, που ώρες-ώρες
μου θυμίζει το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» του Σαββόπουλου. Soledad (δηλαδή «μοναξιά» στα
ισπανικά) ήταν η ονομασία μιας από τις χειρότερες φυλακές εκείνων των χρόνων
στην Αμερική, στην ίδια γραμμή με τα κολαστήρια του San Quentin και της Attica. [Στην Attica, ως γνωστόν, τον
Σεπτέμβριο του ’71, σαράντα τρεις άνθρωποι θα θανατωθούν (τριάντα τρεις
έγκλειστοι και δέκα αξιωματικοί της διοίκησης και πολιτικοί υπάλληλοι), μετά
από επέμβαση που είχε σαν στόχο την καταστολή με κάθε τρόπο της εξέγερσης των
εγκλείστων, που ζητούσαν καλύτερες συνθήκες κράτησης –επέμβαση που είχε την
πλήρη κάλυψη τού κυβερνήτη της Νέας Υόρκης Nelson Rockefeller–, ένα γεγονός που, ανάμεσα σε άλλα, θα οδηγούσε, ένα
χρόνο αργότερα, τον Archie Shepp στην ηχογράφηση του άλμπουμ του “Attica Blues”]. Το τραγούδι, που
είναι ένας ύμνος για την ελευθερία είναι επηρεασμένο από τις περιπέτειες
προφανώς των Αδελφών Soledad,
τριών μαύρων κρατουμένων (όχι αδελφών φυσικά) που είχαν κατηγορηθεί άδικα και παραπεμφθεί,
τότε, σε δίκη για το φόνο ενός φρουρού των φυλακών (16 Ιανουαρίου 1970).
Η δίκη
που είχε συγκλονίσει την προοδευτική Αμερική την άνοιξη και το καλοκαίρι του
1970 δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητους τόσο τον Eric Burdon, όσο και τον Jimmy Witherspoon, που αφιέρωσαν
στον αγώνα εκείνων των ανθρώπων ένα σπουδαίο τραγούδι. (Τα γεγονότα και οι περιπέτειες των Αδελφών Soledad
περιγράφονται με λεπτομέρειες από την Angela Davis στο βιβλίο της If They Come in the Morning: Voices of Resistance
του 1971, που είχε τυπωθεί και στα ελληνικά ως Αν Αυτοί Έρθουν την Αυγή, στις εκδόσεις Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη το
1982). Τα “Home dream”
(Eric Burdon), “Headin’ from home” (Burdon, Kesterson, Sterling) και “The time has come” (Witherspoon, Edwards) είναι τρία πρώτης τάξεως blues που
κλείνουν το άλμπουμ, αφήνοντας ένα ξεκάθαρο αίσθημα συγκίνησης.
Στην ηχογράφηση που είχε γίνει στα στούντιο της MGM τον
Ιούλη του 1971 έλαβαν μέρος πολλοί μουσικοί. Τα ονόματά τους: Bob Marcereau και
Lee Oscar φυσαρμόνικες,
Papa Dee Allen κόνγκα,
Harold
Brown και George Suranovich
ντραμς, Charles Miller τενόρο σαξόφωνο, Howard Scott και John Sterling κιθάρες, Lonnie Jordan και
Terry Ryan πιάνο, όργανο, B.B. Dickerson και Kim Kesterson μπάσο, ενώ στο live στο
San Quentin έπαιξε η ορχήστρα της
φυλακής, με τον Ike White
στην κιθάρα. Φυσικά, απ’ αυτούς τους μουσικούς οι Oscar, Allen, Brown, Miller, Scott, Jordan και Dickerson ήταν μέλη των War, με τους οποίους ο Eric Burdon είχε κυκλοφορήσει μέσα
στο 1970 άλλους δύο μεγάλους δίσκους (“Eric Burdon Declares ‘War’”,
“The Black-Man’s Burdon”).
Και κάτι τελευταίο. Στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ υπάρχει ένα
κείμενο κάποιου John Pence Wagner
εκδότη ενός εντύπου, που επιγραφόταν The San Quentin News και προφανώς κρατούμενου (τότε) των
φυλακών. Γράφει πολλά ωραία εκεί μέσα ο Wagner, αλλά διαλέγω μόνο ένα για να κλείσω τούτο το σημείωμα:
“Miles and walls do not separate me from those that I love”.
“Miles and walls do not separate me from those that I love”.
Ωραίος δίσκος, τον απόκτησα πολύ μετά την εποχή του, στα 90ς από τον Φώτη.....
ΑπάντησηΔιαγραφή