TINEKE POSTMA: Freya [EDN1150, 2020]
Ολλανδή σαξοφωνίστρια (άλτο, τενόρο) με διακριτή πορεία στα
(τζαζ) πράγματα και τη δισκογραφία, η Tineke Postma έχει έτοιμο το έβδομο άλμπουμ της ως leader, το οποίον αποκαλείται “Freya”. Στο άλμπουμ αυτό, που είναι
ηχογραφημένο στο Mt Vernon
της Virginia, τον
Δεκέμβριο του 2018, η Postma μάς προτείνει δέκα δικές της συνθέσεις, τις οποίες παρουσιάζει με την μπάντα
της – δηλαδή τους Ralph Alessi
τρομπέτα, Kris Davis
πιάνο, Matthew Brewer
κοντραμπάσο, bass guitar
και Dan Weiss
ντραμς.
Οι μουσικοί αυτοί δεν είναι τυχαίοι, είναι επίλεκτες
σύγχρονες μονάδες της jazz,
με τον Ralph Alessi,
για παράδειγμα, να ηχογραφεί εσχάτως για την ECM και με τον Kris Davis
να συμμετέχει στο Noah Preminger Group (και αλλού).
Η Postma
είναι καλή συνθέτρια, αλλά κάπως «εγκεφαλική». Όμως, επειδή δεν είμαι απολύτως
σίγουρος αν είναι πλήρως κατανοητή αυτή η λέξη –αν όλοι μας αντιλαμβανόμαστε,
θέλω να πω, ποια είναι η σημασία της, όταν αποδίδεται στην μουσική– γι’ αυτό θα
χρησιμοποιήσω και μία δεύτερη, ελπίζοντας να μην κάνω τα πράγματα χειρότερα.
«Διανοητική» jazz
λοιπόν έχουμε εδώ, συνθέσεις, τέλος πάντων, με μία «περίεργη» ανάπτυξη, κάπως
δαιδαλώδεις και κάπου σαν να «χάνονται» – αν και στην πράξη εκείνο που συμβαίνει
είναι αυτή, η γνωστή μας θα έλεγα, επικοινωνία ανάμεσα στην jazz και την σύγχρονη μουσική, που τις
κάνει (τις συνθέσεις) να ακούγονται τοιουτοτρόπως.
Η Postma
έχει ιδιαίτερη ευχέρεια στο να γράφει ενδιαφέρουσες μελωδίες (άκου για
παράδειγμα το “Aspasia and Pericles”),
είναι σαξοφωνίστρια με σαφές λυρικό χρώμα, ενώ και οι αυτοσχεδιασμοί που
αναπτύσσονται στην μπάντα της (και οι δικοί της και των συμπαικτών της) δεν
μπορεί παρά να είναι ενδιαφέροντες – καθώς όσοι συμμετέχουν εδώ είναι
αναγνωρισμένοι σολίστες.
Γενικώς, ένα άλμπουμ, το “Freya”, εντελώς ευρωπαϊκό, κάπως ακαδημαϊκό (να άλλη μία
ενδιαφέρουσα λέξη), μα σίγουρα ενδιαφέρον.
PABLO HELD: Ascent [EDN1148, 2020]
Νέος ακόμη γερμανός πιανίστας και συνθέτης, ο 34χρονος Pablo Held είναι
ένας μουσικός με ήδη αναγνωρισμένη τζαζ προσφορά. Μπορεί το προηγούμενο άλμπουμ
του στην βρετανική Edition
(το “Investigations”
του 2018), που είχε ολοκληρωθεί με τη συνεισφορά των σταθερών συνεργατών του Robert Landfermann μπάσο και Jonas Burgwinkel ντραμς, να του
έδωσε την ευκαιρία να αποδείξει τις συνθετικές και εκτελεστικές ικανότητές του,
όμως και το παρόν “Ascent”
δεν είναι ένα μικρότερης αξίας CD
– πόσω μάλλον αν συνυπολογίσουμε και την παρουσία του βραζιλιάνου κιθαρίστα Nelson Veras σε
αυτό, ενός μουσικού με επίσης πολύ ενδιαφέρον βιογραφικό.
Άρα, και επί της ουσίας, στο “Ascent” έχουμε ένα κουαρτέτο υπό τον Pablo Held, ένα team που διασκευάζει και... πρωτοτυπεί
περίπου κατά το ήμισυ. Έτσι, από τη μια μεριά, έχουμε τις versions σε
συνθέσεις των Federico Mompou,
Σεργκέι Ραχμάνινοφ, Thelonious Monk
και Peter Held
(πατέρας του Pablo και
«σοβαρός» συνθέτης), που φανερώνουν συν τοις άλλοις και τις πολυποίκιλες
αναφορές τού γερμανού πιανίστα, όμως από την άλλη μεριά είναι τα originals εκείνα
που αποδεικνύουν την μεγάλη μαεστρία τού Held στη συγκρότηση θεμάτων με ιδιαιτέρως
επεξεργασμένες μελωδικές γραμμές, ισχυρό drive και υπόγεια ένταση.
Χωρίς να παραβλέπουμε λοιπόν τις επιδόσεις τού Γερμανού στις
συνθέσεις των άλλων (στο “Poem
#6” του πατέρα του, φερ’ ειπείν, είναι εντυπωσιακός), είναι οι δικές του
εκείνες που καταγράφουν τις πιο προσωπικές ικανότητές του. Μία τέτοια είναι το
“Forest spirits”,
εκεί όπου με την αρωγή γυναικείων φωνητικών (Veronika Morscher) και κλαρινέτου (Jeremy Viner), ο Held κατορθώνει να δημιουργήσει ένα παράξενο fusion track, και με βραζιλιάνικες επιρροές, συναρπαστικό
σχεδόν (όσο προχωράει στο χρόνο). Όμως και στο φερώνυμο “Ascent” ο Γερμανός είναι εξίσου εντυπωσιακός, και
βοηθούμενος από τα κιθαριστικά breaks του Veras και τα φωνητικά τής Morscher ξανά (και με πάντα το
μπάσο-ντραμς σε θέση μάχης) είναι έτοιμος για το μεγάλο άλμα – το οποίον και
επιτυγχάνει. Έξοχη σύνθεση, με μια μαγική αύρα, που σε στέλνει.
IVO NEAME & JIM HART: Multiverse [EDN1147, 2020]
Οι Ivo Neame
(ο κιμπορντίστας των Phronesis,
που εδώ χειρίζεται fender rhodes,
πιάνο, mellotron, hammond organ και κλαρινέτο) και Jim Hart (από τους πιο αναγνωρισμένους ντράμερ της
εποχής, εδώ και σε vibes,
marimba και κρουστά), που τους
είδαμε εσχάτως να συνεργάζονται στο άλμπουμ “Viaduct” [ACT Music & Vision, 2019] των Marius Neset / London Sinfonietta, αποτελούν συχνά
δίδυμο, και δεν είναι παράξενο, σε κάθε περίπτωση, ένα ολοδικό τους άλμπουμ.
Ένα άλμπουμ που έρχεται τώρα (2020), αποκαλείται “Multiverse” και είναι σε παραγωγή του Matt Calvert (κιθαρίστας, γνωστός
βασικά από την Heritage Orchestra).
Σ’ αυτό το CD
οι Neame και Hart παρουσιάζουν επτά tracks, πέντε δικά τους και
δύο versions (η μία στο
“Serie
de arco”
του Βραζιλιάνου Hermeto Pascoal
και η άλλη στο “Au contraire”
του βρετανού jazzman
και πιανίστα John Taylor).
Το ύφος είναι εκείνο της contemporary jazz, με ποικίλες «παρεκτροπές», άλλοτε
προς το πιο σκληρό fusion
(“Moksha”), άλλοτε προς
πιο ήπιες, σχεδόν classic
/ romance καταστάσεις
(“Au contraire”), άλλοτε προς την
σύγχρονη synth-jazz (“Room 1003”), άλλοτε προς πιο avant-jazz ηχοχρώματα (η σύνθεση του Pascoal) και άλλοτε προς πιο progressive rock-funk-jazz (“Transference”).
Γενικώς, το “Multiverse”
είναι ένα άλμπουμ τζαζ ποικιλίας, με ωραία διαρρύθμιση, τέλεια παιξίματα (από
τους Neame και Hart) και ροή που σε κρατάει.
ELLIOT GALVIN: Live in Paris at Fondation Louis
Vuitton [EDN1146, 2019]
Για τον πιανίστα Elliot Galvin έχουμε γράψει κι άλλες φορές στο blog. Και για προσωπικά άλμπουμ του,
όπως το “Modern Times”
(2019) ή το “The Influencing Machine” (2018), μα και για άλμπουμ του
συγκροτήματός του Dinosaur.
Τώρα, ένα πιο καινούριο άλμπουμ του Galvin στρίβει στο player, ένα πιάνο-σόλο CD, γραμμένο στο Παρίσι τον Μάιο του 2018, με τον βρετανό μουσικό
να αυτοσχεδιάζει ζωντανά.
Και τα έξι tracks,
που καταγράφονται εδώ, είναι συνθέσεις, δηλαδή αυτοσχεδιασμοί του Galvin – ο οποίος χειρίζεται το
πιάνο του και «κανονικά» και «από μέσα». Το «κανονικά» πιθανώς να φανερώνει τις
πιο άμεσες και προφανείς επιρροές τού αυτοσχεδιαστή, που είναι βασικά η
«κλασική μουσική» και η «κλασική τζαζ», ενώ το «από μέσα» σίγουρα δείχνει την
έφεση του Galvin και σε
πιο μοντέρνες κατευθύνσεις (που αφορούν στην jazz φυσικά ή και στην «σύγχρονη μουσική» γενικότερα).
Χοντρικά το σετ θα το χαρακτηρίζαμε «βαρύ», απαιτητικό,
εσωστρεφές, πυκνογραμμένο, βραδυφλεγές, με εκρηκτικές εξάρσεις, μα και με
«χαμηλά» λυρικά περάσματα (όχι σπανίως κοντά σε μια «τζαρετική» λογική).
Ο χώρος (Fondation Louis Vuitton-Παρίσι), η έξοχη ηχογράφηση και η αναμενόμενη
άψογη τεχνική του Elliot Galvin
αποτελούν εχέγγυα απόλαυσης.
THE BAD PLUS: Activate Infinity [EDN1143, 2019]
Η περίπτωση των Bad Plus είναι πολύ μεγάλη. Και δεν εννοούμε μόνον χρονικά, καθώς το
αμερικανικό γκρουπ συμπληρώνει τώρα 20 χρόνια ζωής, αλλά και από την άποψη της
επίδρασης σε μιαν ολόκληρη τζαζ-γενιά. Χοντρικά, πολύ χοντρικά, θα λέγαμε πως
οι Bad
Plus, μαζί με
τους e.s.t. και τους Brad Mehldau Trio έδωσαν και άλλη κατεύθυνση και νέα πνοή, όχι μόνον στα jazz-piano trios, μα και γενικότερα στην
jazz, χαρακτηρίζοντας
ούτως ή άλλως μιαν ολόκληρη εποχή (και βασικά τις δεκαετίες του ’90 και του
’00). Αν εξαιρέσεις τους e.s.t. (που σταμάτησαν τη δράση τους, για
τον γνωστό θλιβερό λόγο), τόσο οι Brad Mehldau Trio, όσο και οι Bud Plus εξακολουθούν να
βρίσκονται στις επάλξεις, συνεχίζοντας στο δρόμο που οι ίδιοι χάραξαν, πριν
πολλά-πολλά χρόνια, προτείνοντας νέους και πάντα καταπληκτικούς δίσκους. Ένα
τέτοιο άλμπουμ είναι το “Activate Infinity”,
που βρίσκει τους Bad Plus
σε ιδιαίτερη φόρμα, στην δεύτερη φάση της καριέρας τους πια (με τον πιανίστα Orrin Evans στη θέση του Ethan Iverson), να μεγαλουργούν και
να συναρπάζουν.
Με την σταθερή παρουσία των Reid Anderson στο
μπάσο και του Dave King
ντραμς, οι νέοι Bad Plus
(είναι μόλις το δεύτερο άλμπουμ τους με τον Evans ως πιανίστα) είναι αυτοί που αναμένει ο καθείς. Κατ’ αρχάς
είναι ένα πολύ... δημοκρατικό jazz-trio, υπό την έννοια πως και
οι τρεις παίκτες μοιράζονται τις συνθέσεις τού “Activate Infinity”, ενώ και οι τρεις
συντονίζονται με τέτοιον τρόπο ώστε να έχουν πάντα το χώρο για να αναπτύξουν τα
προσωπικά παιξίματά τους – που εντάσσονται βεβαίως στο συνολικότερο πλάνο. Υπάρχουν
συνθέσεις σκληρού up-tempo εδώ, που χρειάζεσαι
παικτικά κότσια, για να τις πας μέχρι τέρμα, όπως και μερικές αργές και κάποιες μέσες,
που αποτελούν όλες μνημεία τζαζ-συμπύκνωσης.
Και κλασικοί και πρωτοπόροι την ίδιαν ώρα, οι Bad Plus δεν είναι ένα τζαζ
σχήμα, που απλώς έχει βιώσει μια μακραίωνη παράδοση, επιδιώκοντας να την «περάσει»
στις συνθέσεις του. Είναι η ίδια η παράδοση, και μαζί το τώρα και το αύριο της jazz. Το διαπιστώνεις
ακούγοντας τις μαγικές συνθέσεις που καταγράφονται εδώ – από την πρώτη (“Avail”), μέχρι την τελευταία (“Love is the answer”).
Η Edition Records εισάγεται από την AN Music
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου