Βάσει των ελαχίστων
πληροφοριών, που υπάρχουν αναγραμμένες στο εξώφυλλο τού CD, οι Polaroid Buffalo Club είναι μόλις ένα άτομο, ο Κώστας Μηλιαράς. Ο
Μηλιαράς γράφει στίχους, μουσική και ακόμη τραγουδά, παίζοντας κιθάρες, μπάσο,
πλήκτρα, ντραμς και κρουστά, ενώ σ’ ένα μόνο τραγούδι υπάρχει-ακούγεται κι ένα
δεύτερο πρόσωπο στην ηχογράφηση – λέμε για την τραγουδίστρια Ren Panagopoulou των Echo Train (την Ειρήνη Δούκα των παλαιότερων C:Real δηλαδή).
Ίσως η αναφορά και
μόνον του ονόματος των Echo Train να «προδίδει» και το ύφος των Polaroid Buffalo Club – και ναι, το “Twisted Collage” [Ikaros
Records, 2020] είναι ένα «ψυχεδελικό» CD, καθώς περιέχει τραγούδια, που με τον έναν
ή τον άλλον τρόπο θα μπορούσε να θεωρηθούν τέτοια («ψυχεδελικά»). Και λέω «θα
μπορούσε να θεωρηθούν», επειδή στην πράξη ακούμε και διαβάζουμε για δεκάδες
σύγχρονα ονόματα πως είναι «ψυχεδελικά», χωρίς στην πραγματικότητα να εφάπτονται
ούτε κατά διάνοια στην αισθητική πλευρά του ψυχεδελικού ροκ (δες π.χ. πλείστα
όσα από τα γκρουπ, που συμμετέχουν στα «ψυχεδελικά» φεστιβάλ ΨΧ του Ρομάντσου).
Φυσικά, το
ψυχεδελικό ροκ, το acid rock, δεν ήταν μόνον
αισθητική, ήταν κι άλλα διάφορα πράγματα που έπαιρναν αφορμή από το πολιτικοκοινωνικό
περιβάλλον της εποχής (δεύτερο μισό των sixties), αλλά αυτά τα ξεχνάμε τώρα – και γι’ αυτόν
ακριβώς το λόγο συζητάμε, μόνο, για την αισθητική πλευρά τού συγκεκριμένου
ήχου. Και εξ αιτίας αυτού, εγώ προσωπικά, βάζω τον όρο ψυχεδέλεια μέσα σε
εισαγωγικά, όταν αναφέρομαι σ’ αυτά τα καινούρια σχήματα. «Ψυχεδελικό» λοιπόν, «τύπου
ψυχεδέλειας» (όπως λέμε... βούτυρο «τύπου Κερκύρας»), ή ήχος επηρεασμένος από
τα ψυχεδελικά συγκροτήματα του ’60 –όπως θέλετε διατυπώστε το–, το “Twisted Collage” είναι ένα ενδιαφέρον άλμπουμ, που με κράτησε
αληθινά, παρότι κάπως, κάπου... κουράζει. Και τούτο, όχι γιατί οι συνθέσεις του
Μηλιαρά είναι αδιάφορες, αλλά γιατί ηχούν κάπως «ίδιες».
Είναι σίγουρο πως
ένα τετραμελές συγκρότημα π.χ., που μεταφέρει τις ιδέες τεσσάρων ανθρώπων, τις
προτάσεις τους, τις απόψεις τους για το πώς μπορεί να ηχεί το ένα ή το άλλο,
έχει τον τρόπο να διατυπώνει, να ελέγχει και να αποφασίζει την τελική συγκρότηση
του ήχου (του), δίνοντάς του μια μορφή. Και αυτό το βλέπουμε συχνά, συχνότατα,
για να μην πω σχεδόν πάντα, ακόμη και στα ψυχεδελικά άλμπουμ των μεγάλων
τροβαδούρων της κλασικής εποχής, που δεν μπορεί παρά να εξαρτιούνται, ηχητικώς,
100% από τους αναγνωρισμένους sessionmen.
Ο Μηλιαράς νομίζω
πως έχασε μιαν ευκαιρία εδώ – ή μάλλον δύο. Θέλω να πω πως θα άξιζε να έκανε
ένα άλμπουμ με αληθινό συγκρότημα, ή να έκανε, έστω, έναν δίσκο μόνος του, αλλά
ακουστικό, τύπου... loner folk. Το λέω, γιατί τα
τραγούδια του άνετα θα «κάθονταν» και με μια ακουστική κιθάρα (και με κάτι άλλο
lo-fi, ίσως, μαζί). Τελικώς όμως, και ως
φαίνεται, ο άνθρωπος δεν ήθελε ούτε το ένα, ούτε το άλλο, διαλέγοντας, στην
περίπτωσή μας, κάτι ενδιάμεσο. Δικαίωμά του – όμως η δική μου γνώμη είναι πως
αδυνάτισε, μ’ αυτόν τον τρόπο, το τελικό «πρόσωπο» της δουλειάς του, κι είναι
κρίμα. Είναι κρίμα, γιατί εδώ υπάρχουν μερικά τραγούδια πάρα πολύ καλά, και
άλλα αρκούντως ενδιαφέροντα (στα πρώτα θα κατέτασσα, σίγουρα, τα “Mystical dream”, “Change of scene” και “Blackbird”), τα οποία ιδωμένα κάπως αλλιώς θα
αναδεικνύονταν ακόμη περισσότερο.
Διαβάζω, πάντως,
πως στα live ο Μηλιαράς έχει
βοήθειες (σε πλήκτρα, μπάσο, ντραμς) και αυτό είναι πολύ θετικό – και γι’ αυτά
καθ’ αυτά τα συγκεκριμένα κομμάτια, για το πώς θα παρουσιαστούν με τέσσερις
μουσικούς, μα και σαν μιαν δική του, ίσως, υπόσχεση για το μέλλον. Αρκεί να
μείνει πιστός σ’ αυτό το πεδίο, το «ψυχεδελικό», ο Μηλιαράς, δουλεύοντάς το και
ψάχνοντάς το ακόμη περισσότερο. Αν το κάνει, τότε είμαι σίγουρος πως θα δώσει
ακόμη πιο ενδιαφέροντα και πιο στιβαρά τραγούδια στο άμεσο μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου