Σε
μια σειρά από άρθρα, εδώ στο lifo.gr, στα οποία επικεντρωνόμαστε στην δημιουργία
του Μίκη Θεοδωράκη (έχουμε ήδη γράψει κείμενα σχετικά με τα έργα «Κατάσταση
Πολιορκίας», «Τα Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας», “État de Siège, OST”
και “Canto General”) σειρά έχει η σουίτα μπαλέτου για ορχήστρα «Ελληνική
Αποκριά / Carnaval», έργο που άρχισε να παίρνει ένα μικρό στην αρχή σχήμα το
1947 στην Ικαρία (τόσο παλαιά), εκεί όπου ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν εξόριστος,
για να ολοκληρωθεί μετά από έξι χρόνια, τον Μάιο του 1953, στην Αθήνα πια. Για την ιστορία τού έργου υπάρχει ξεχωριστό, δισέλιδο, δακτυλογραφημένο
κείμενο τού ιδίου του Μίκη Θεοδωράκη στο επίσημο σάιτ του (mikistheodorakis.gr),
το οποίον αξίζει να το μεταφέρουμε εδώ.
Γράφει ο συνθέτης:
«Στα 1947 βρισκόμουν εξόριστος στην Ικαρία, και τότε για πρώτη φορά ήρθα σε ουσιαστική επαφή με τη λαϊκή μας μουσική. Το πρώτο τραγούδι που άκουσα ήταν ο “Καπετάν Ανδρέας Ζέππος” (σ.σ. πρόκειται για το συρτό του Γιάννη Παπαϊωάννου “Ψαροπούλα” από το 1946), μια μέρα που μας μετέφεραν με καΐκι από τον Άγιο Κήρυκο ως τον Αρμενιστή.
Αμέσως μετά άρχισα να μαζεύω μεθοδικά λαϊκά τραγούδια. Παράλληλα, από την άποψη των σπουδών μου και της πορείας μου μέσα στη συμφωνική μουσική, είχα τελειώσει τις θεωρητικές σπουδές στο Ωδείο Αθηνών, και από το 1944 ως το 1947 είχα γράψει τα πρώτα μου έργα Μουσικής Δωματίου και τα πρώτα γυμνάσματα, για συμφωνική ορχήστρα. Προσπάθησα, έτσι, να συνδυάσω αυτά τα δύο κύρια μουσικά ρεύματα, δηλαδή από την μια μεριά την τεχνική της συμφωνικής μουσικής, όπως την διδασκόμαστε στα ωδεία και την ακούμε στα έργα των συμφωνιστών –ιδιαίτερα τα έργα των διαφόρων εθνικών “σχολών”– και από την άλλη μεριά την λαϊκή μουσική.
Καρπός απ’ αυτή την πειραματική σύζευξη υπήρξε το έργο για ορχήστρα εγχόρδων “Πρελούντιο – Πενιά – Χορός”, γραμμένο στο 1948 στον Εύδηλο Ικαρίας, και κυρίως τα σχέδια από το “Καρναβάλι”, που τ’ άρχισα από το 1947, την επόμενη κιόλας μέρα που άκουσα το τραγούδι του “Ανδρέα Ζέππου”, που είναι και ένα από τα κύρια θέματα του έργου.
Όταν αργότερα, στα 1952, η Ραλλού Μάνου μού ζήτησε για το ελληνικό χορόδραμα να γράψω ένα δεύτερο μπαλέττο –το πρώτο ήταν το “Ορφέας και Ευρυδίκη”, σε κείμενο του Νότη Περγιάλη– σκέφτηκα να χρησιμοποιήσω το υλικό που είχα μαζέψει πριν τέσσερα χρόνια στην Ικαριά.
Ήταν μια θαυμάσια ευκαιρία να γράψω ένα συμφωνικό έργο μέσα στις αναζητήσεις εκείνης της εποχής, που είχαν σαν κεντρικό άξονα τη δημιουργία ενός ελληνικού συμφωνικού έργου, γιατί το έργο θα παιζότανε από την μεγάλη Συμφωνική Ορχήστρα της Όπερας της Ρώμης. Πράγμα που έγινε στα 1953 (σ.σ. 14 Μαρτίου 1954), όταν δόθηκε το μπαλέττο με χορογραφία της Ραλλούς Μάνου, κοστούμια και σκηνικά του Σπύρου Βασιλείου και διεύθυνση ορχήστρας από τον Ανδρέα Παρίδη.
Στο ίδιο πρόγραμμα υπήρχαν και δυο έργα του Μάνου Χατζιδάκι. Οι “Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές” και ο “Καραγκιόζης” (σ.σ. “Το Καταραμένο Φίδι”). Η φόρμα του έργου δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια σειρά από χορούς, γρήγορους ή αργούς, και το μεγαλύτερο βάρος το έριξα στην ενορχήστρωση, ζητώντας εκείνα τα ορχηστρικά χρώματα που να ανταποκρίνονται στο χαρακτήρα του ρυθμικού και μελωδικού υλικού του έργου.
Το “Καρναβάλι” παίχτηκε με τη μορφή της σουίτας-μπαλέττο από την ορχήστρα του Εθνικού Σταθμού και την Κρατική Ορχήστρα με διευθυντή πάντοτε τον Ανδρέα Παρίδη. Σαν μπαλέττο ξαναδόθηκε στα 1958 στο θέατρο Sarah-Bernhardt στο Παρίσι από τα μπαλέττα τής Ludmilla Tchérina με διαφορετικό τίτλο (“Le Feu aux Poudres”), με πρώτους χορευτές την Ludmilla Tchérina και τον Milko Šparemblek (σ.σ. τον Stevan Grebel – ο Milko Šparemblek είχε χορογραφήσει το “Les amants de Teruel”, ένα άλλο μπαλέτο, της ίδιας εποχής, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη) και σκηνοθεσία του Jean Renoir».
«Στα 1947 βρισκόμουν εξόριστος στην Ικαρία, και τότε για πρώτη φορά ήρθα σε ουσιαστική επαφή με τη λαϊκή μας μουσική. Το πρώτο τραγούδι που άκουσα ήταν ο “Καπετάν Ανδρέας Ζέππος” (σ.σ. πρόκειται για το συρτό του Γιάννη Παπαϊωάννου “Ψαροπούλα” από το 1946), μια μέρα που μας μετέφεραν με καΐκι από τον Άγιο Κήρυκο ως τον Αρμενιστή.
Αμέσως μετά άρχισα να μαζεύω μεθοδικά λαϊκά τραγούδια. Παράλληλα, από την άποψη των σπουδών μου και της πορείας μου μέσα στη συμφωνική μουσική, είχα τελειώσει τις θεωρητικές σπουδές στο Ωδείο Αθηνών, και από το 1944 ως το 1947 είχα γράψει τα πρώτα μου έργα Μουσικής Δωματίου και τα πρώτα γυμνάσματα, για συμφωνική ορχήστρα. Προσπάθησα, έτσι, να συνδυάσω αυτά τα δύο κύρια μουσικά ρεύματα, δηλαδή από την μια μεριά την τεχνική της συμφωνικής μουσικής, όπως την διδασκόμαστε στα ωδεία και την ακούμε στα έργα των συμφωνιστών –ιδιαίτερα τα έργα των διαφόρων εθνικών “σχολών”– και από την άλλη μεριά την λαϊκή μουσική.
Καρπός απ’ αυτή την πειραματική σύζευξη υπήρξε το έργο για ορχήστρα εγχόρδων “Πρελούντιο – Πενιά – Χορός”, γραμμένο στο 1948 στον Εύδηλο Ικαρίας, και κυρίως τα σχέδια από το “Καρναβάλι”, που τ’ άρχισα από το 1947, την επόμενη κιόλας μέρα που άκουσα το τραγούδι του “Ανδρέα Ζέππου”, που είναι και ένα από τα κύρια θέματα του έργου.
Όταν αργότερα, στα 1952, η Ραλλού Μάνου μού ζήτησε για το ελληνικό χορόδραμα να γράψω ένα δεύτερο μπαλέττο –το πρώτο ήταν το “Ορφέας και Ευρυδίκη”, σε κείμενο του Νότη Περγιάλη– σκέφτηκα να χρησιμοποιήσω το υλικό που είχα μαζέψει πριν τέσσερα χρόνια στην Ικαριά.
Ήταν μια θαυμάσια ευκαιρία να γράψω ένα συμφωνικό έργο μέσα στις αναζητήσεις εκείνης της εποχής, που είχαν σαν κεντρικό άξονα τη δημιουργία ενός ελληνικού συμφωνικού έργου, γιατί το έργο θα παιζότανε από την μεγάλη Συμφωνική Ορχήστρα της Όπερας της Ρώμης. Πράγμα που έγινε στα 1953 (σ.σ. 14 Μαρτίου 1954), όταν δόθηκε το μπαλέττο με χορογραφία της Ραλλούς Μάνου, κοστούμια και σκηνικά του Σπύρου Βασιλείου και διεύθυνση ορχήστρας από τον Ανδρέα Παρίδη.
Στο ίδιο πρόγραμμα υπήρχαν και δυο έργα του Μάνου Χατζιδάκι. Οι “Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές” και ο “Καραγκιόζης” (σ.σ. “Το Καταραμένο Φίδι”). Η φόρμα του έργου δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια σειρά από χορούς, γρήγορους ή αργούς, και το μεγαλύτερο βάρος το έριξα στην ενορχήστρωση, ζητώντας εκείνα τα ορχηστρικά χρώματα που να ανταποκρίνονται στο χαρακτήρα του ρυθμικού και μελωδικού υλικού του έργου.
Το “Καρναβάλι” παίχτηκε με τη μορφή της σουίτας-μπαλέττο από την ορχήστρα του Εθνικού Σταθμού και την Κρατική Ορχήστρα με διευθυντή πάντοτε τον Ανδρέα Παρίδη. Σαν μπαλέττο ξαναδόθηκε στα 1958 στο θέατρο Sarah-Bernhardt στο Παρίσι από τα μπαλέττα τής Ludmilla Tchérina με διαφορετικό τίτλο (“Le Feu aux Poudres”), με πρώτους χορευτές την Ludmilla Tchérina και τον Milko Šparemblek (σ.σ. τον Stevan Grebel – ο Milko Šparemblek είχε χορογραφήσει το “Les amants de Teruel”, ένα άλλο μπαλέτο, της ίδιας εποχής, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη) και σκηνοθεσία του Jean Renoir».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου