Τα τελευταία χρόνια,
στο τέλος κάθε έτους, ο συνθέτης / τραγουδοποιός Μανώλης Γαλιάτσος μας
παρουσιάζει και μια καινούρια δουλειά του – ένα νέο CD του. Όμως με το να εμφανίζονται τα άλμπουμ
του στο τέλος της χρονιάς... κινδυνεύουν από διάφορα. Πρώτον, να μη γίνουν
γνωστά την περίοδο των γιορτών και να μην αγοραστούν, στην κατ’ εξοχήν
καταναλωτική περίοδο. Δεύτερον, να μην γραφτούν κείμενα και να μην «εισέλθουν»
στις διάφορες λίστες, που καταρτίζονται τον τελευταίο μήνα του χρόνου. Παρότι
θέτω και τα δύο στην κρίση (και) του αναγνωστικού κοινού δεν νομίζω πως
(αμφότερα) ενδιαφέρουν τον Μ. Γαλιάτσο. Οι λίγοι άνθρωποι που θα ακούσουν και
θα γράψουν για τα άλμπουμ του θα το κάνουν, όποτε αυτά και να κυκλοφορήσουν.
Όμως η παρουσία ενός άλμπουμ σε μια λίστα πιθανώς να οδηγήσει ορισμένους
αναγνώστες να ενδιαφερθούν γι’ αυτό, και να το αγοράσουν. Πολύς κόσμος παρασύρεται, με την καλή έννοια το λέμε, από τέτοιες κατατάξεις και δρα
αναλόγως – αν και αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να απασχολεί έναν δημιουργό.
Και για έναν επιπλέον λόγο. Επειδή ο ίδιος δεν μπορεί να ορίσει επακριβώς πότε
θα κυκλοφορήσει το CD
του (ιδίως, αν αυτό είναι να βρεθεί στα καταστήματα πριν από τις γιορτές).
Υπάρχουν πολλοί αστάθμητοι παράγοντες, που οδηγούν σε κάτι τέτοιο, οι οποίοι,
μάλιστα, πολλαπλασιάστηκαν στην εποχή της covid-19.
Είναι ένα άλμπουμ το «Αν Ξυπνήσω πριν Πεθάνω» [MLK, 2021], που εμείς θα το τοποθετούσαμε, χωρίς πολλές σκέψεις, μέσα στα «καλύτερα της χρονιάς», όπως είχαμε κάνει παλαιότερα, με άλλα άλμπουμ του Μανώλη Γαλιάτσου, όπως τα «Θάλασσες των Μικρών Λάμψεων» (2009), «Πατρίδα Χωρίς Παράδεισο» (2012) κ.λπ.;
Δύσκολο να απαντήσουμε. Μάλλον όχι, όμως. Φρονούμε πως χρειάζεται πολύς χρόνος και πολλαπλές ακροάσεις για να σχηματίσουμε μία πλήρη και αναλυτική γνώμη για το έργο – και αυτό είναι κάτι ρεαλιστικό και μετρήσιμο, που καλόν είναι να το γνωρίζει και ο δημιουργός (επειδή η κριτική απευθύνεται πρωτίστως σ’ εκείνον). Είναι δύσκολο ένας συντάκτης, ένας γραφιάς, ένας κριτικός (πείτε τον όπως θέλετε) που παραλαμβάνει μερικές δεκάδες άλμπουμ τον μήνα να μπορεί να διαθέσει περισσότερο χρόνο από εκείνον που κρίνει ως «κανονικό». Αν το κάνει η δουλειά θα πάει πίσω. Οι δίσκοι θα στοιβάζονται, οι καλλιτέχνες και με το δίκιο τους θα πιέζουν και ο κριτικός, όντας πελαγωμένος, δεν θα μπορέσει να παραδώσει στους χρόνους που πρέπει, και με την ηρεμία που πρέπει, την δουλειά του.
Προσωπικώς έχω μιαν αρχή. Ό,τι φθάνει στα χέρια μου θα μετατραπεί, οπωσδήποτε, σε κείμενο. Δεν κάνω επιλογές, αφήνοντας δίσκους χωρίς κριτική, ούτε υποτιμώ δίσκους, ακούγοντας κάποιους μια φορά και κάποιους άλλους οκτώ και δέκα (φορές). Θέλω και επιδιώκω μέσα σε 3-4 ακροάσεις να έχω καταλήξει κάπου, σε μερικά βασικά συμπεράσματα, για κάθε δίσκο, και αυτά να τα κοινοποιήσω. Θέλω επίσης οι κριτικές να μην αδικούν τα άλμπουμ. Να «πέφτουν μέσα». Μακάρι να υπήρχε χρόνος να ασχοληθώ δυο και τρεις μέρες μ’ έναν δίσκο, να τον ακούσω δέκα-δεκαπέντε φορές, πριν αρχίσω να γράφω. Αλλά αυτό δεν μπορεί να συμβεί στο «δισκορυχείον». Η ροή είναι καθημερινή, πυκνή, συνεχής και προσπαθώ να είμαι δίκαιος με όλους.
Μιλάω πιο πολύ για μένα και λιγότερο για τον δίσκο του Μανώλη Γαλιάτσου, γιατί παρότι τον έχω ακούσει ήδη τρεις φορές –και λέμε για ένα CD, που αγγίζει τα 70 λεπτά– δεν έχω κατορθώσει να τον «ξεκλειδώσω».
Το πιο σωστό θα ήταν
να μην γράψω κριτική – ενημερώνοντας σχετικώς τον καλλιτέχνη. Όμως, δεν μου
έχει συμβεί ποτέ αυτό. Και δεν θα συμβεί ούτε τώρα...
Θα πω λοιπόν κάποια λόγια, ελπίζοντας πως δεν θα αδικήσω όχι τον Μ. Γαλιάτσο, αλλά τον δίσκο του, το «Αν Ξυπνήσω Πριν Πεθάνω».
Το μειονέκτημα του δίσκου είναι τα τραγούδια. Έχω την εντύπωση πως οι περισσότερες μελοποιήσεις είναι βεβιασμένες. Αν εξαιρέσεις το «Ξέρω μια πόλη (Σιωπή)» του Τζουζέπε Ουνγκαρέτι, που είναι στην αρχή, όλες οι άλλες μελοποιήσεις μας φαίνονται «τραβηγμένες». Ακόμη κι εκείνη του «Όνειρο μέσα σ’ όνειρο» του Ε.Α. Πόε (στην μετάφραση του Κώστα Ουράνη), που είναι από μόνη της τραγούδι. Δεν ξέρουμε (ένα αυτό)... Έχουμε την εντύπωση ότι εδώ τα πράγματα δεν κυλάνε τόσο καλά. Και δεν είναι μόνον το ότι ο Μ. Γαλιάτσος επιχειρεί να μελοποιήσει ακόμη και απόσπασμα από νουβέλα του Γκυ ντε Μωπασάν (αν θυμόμαστε καλώς, ο Μ. Γαλιάτσος έχει μελοποιήσει ξανά, στο παρελθόν, πεζό κείμενο – αλλά ίσως και να κάνουμε λάθος...), είναι το γεγονός πως τα τραγούδια αυτά κόβουν την ροή του δίσκου, διασαλεύουν την ενότητά του – καθώς τα λόγια σε αποσπούν από την παρουσία της μουσικής, η οποία «ακούγεται» σαν να αγκομαχά, πίσω από τις ερμηνείες.
Δεν ξέρουμε (το δεύτερο αυτό)... Ίσως ένας επαγγελματίας τραγουδιστής να έδινε μιαν άλλην οντότητα στον στίχο. Πάντως, εδώ, οι μελοποιήσεις είναι ένα ζήτημα.
Απεναντίας τα ορχηστρικά κομμάτια κυλάνε πολύ καλά, όπως για παράδειγμα η «Παραισθητική νεότητα», εκεί στην μέση του άλμπουμ, που είναι ένα από τα ωραιότερα, συνολικώς, του Μανώλη Γαλιάτσου. Το ίδιο δε θα λέγαμε και για την «Ανωνυμία της αιωνιότητας» εκεί προς το τέλος.
Οι αναφορές παραμένουν πάντα προς το progressive rock και την κινηματογραφική μουσική –που είναι δύο κεντρικοί άξονες–, αλλά από ’κει και πέρα μπορείς ν’ ακούσεις και πολλούς «κλασικούς» υπαινιγμούς, με τους μουσικούς (μερικοί από τους σταθερούς συνεργάτες του Μ. Γαλιάτσου ανάμεσα, όπως ο τρομπετίστας Σωκράτης Άνθης, ο κιθαρίστας Ηλίας Θανάσουλας κ.ά.) να κάνουν, όπως πάντα, εξαιρετική δουλειά.
Το άλμπουμ
περικλείεται σε μία ωραία συσκευασία, με hardback εξώφυλλο και 40σέλιδο booklet – στο οποίο booklet, πέρα από τους στίχους, υπάρχουν και κείμενα
του Μ. Γαλιάτσου, φιλοσοφικά περισσότερο, διανοητικά, που υποτίθεται πως μπορεί
να αποκρυπτογραφήσουν περισσότερο όλα εκείνα που ακούγονται στο άλμπουμ. Λέμε
«υποτίθεται», γιατί δεν ξέρουμε αν συμβαίνει. Σε μας, πάντως, δεν συνέβη.
Έχουμε την εντύπωση
πως ο Μανώλης Γαλιάτσος θέλησε να πει πάρα πολλά μ’ έναν απλό δίσκο μουσικής.
Πάντα, όμως, οι μουσικές λένε ό,τι έχουν να πουν από μόνες τους, και στην
εντέλεια, δίχως να έχουν ανάγκη από «επεξηγήσεις».
Θα μπορούσε, δηλαδή, αυτές οι σκέψεις του Μ. Γαλιάτσου να αποτελέσουν τον πυρήνα ενός βιβλίου (κάτι τελείως διαφορετικό), αφήνοντας τις μουσικές να «περπατήσουν» μόνες τους, δίχως λεκτικά υποστυλώματα. Και κυρίως να «ανασάνουν».
Επαφή: info@mlk.gr
Είναι ένα άλμπουμ το «Αν Ξυπνήσω πριν Πεθάνω» [MLK, 2021], που εμείς θα το τοποθετούσαμε, χωρίς πολλές σκέψεις, μέσα στα «καλύτερα της χρονιάς», όπως είχαμε κάνει παλαιότερα, με άλλα άλμπουμ του Μανώλη Γαλιάτσου, όπως τα «Θάλασσες των Μικρών Λάμψεων» (2009), «Πατρίδα Χωρίς Παράδεισο» (2012) κ.λπ.;
Δύσκολο να απαντήσουμε. Μάλλον όχι, όμως. Φρονούμε πως χρειάζεται πολύς χρόνος και πολλαπλές ακροάσεις για να σχηματίσουμε μία πλήρη και αναλυτική γνώμη για το έργο – και αυτό είναι κάτι ρεαλιστικό και μετρήσιμο, που καλόν είναι να το γνωρίζει και ο δημιουργός (επειδή η κριτική απευθύνεται πρωτίστως σ’ εκείνον). Είναι δύσκολο ένας συντάκτης, ένας γραφιάς, ένας κριτικός (πείτε τον όπως θέλετε) που παραλαμβάνει μερικές δεκάδες άλμπουμ τον μήνα να μπορεί να διαθέσει περισσότερο χρόνο από εκείνον που κρίνει ως «κανονικό». Αν το κάνει η δουλειά θα πάει πίσω. Οι δίσκοι θα στοιβάζονται, οι καλλιτέχνες και με το δίκιο τους θα πιέζουν και ο κριτικός, όντας πελαγωμένος, δεν θα μπορέσει να παραδώσει στους χρόνους που πρέπει, και με την ηρεμία που πρέπει, την δουλειά του.
Προσωπικώς έχω μιαν αρχή. Ό,τι φθάνει στα χέρια μου θα μετατραπεί, οπωσδήποτε, σε κείμενο. Δεν κάνω επιλογές, αφήνοντας δίσκους χωρίς κριτική, ούτε υποτιμώ δίσκους, ακούγοντας κάποιους μια φορά και κάποιους άλλους οκτώ και δέκα (φορές). Θέλω και επιδιώκω μέσα σε 3-4 ακροάσεις να έχω καταλήξει κάπου, σε μερικά βασικά συμπεράσματα, για κάθε δίσκο, και αυτά να τα κοινοποιήσω. Θέλω επίσης οι κριτικές να μην αδικούν τα άλμπουμ. Να «πέφτουν μέσα». Μακάρι να υπήρχε χρόνος να ασχοληθώ δυο και τρεις μέρες μ’ έναν δίσκο, να τον ακούσω δέκα-δεκαπέντε φορές, πριν αρχίσω να γράφω. Αλλά αυτό δεν μπορεί να συμβεί στο «δισκορυχείον». Η ροή είναι καθημερινή, πυκνή, συνεχής και προσπαθώ να είμαι δίκαιος με όλους.
Μιλάω πιο πολύ για μένα και λιγότερο για τον δίσκο του Μανώλη Γαλιάτσου, γιατί παρότι τον έχω ακούσει ήδη τρεις φορές –και λέμε για ένα CD, που αγγίζει τα 70 λεπτά– δεν έχω κατορθώσει να τον «ξεκλειδώσω».
Θα πω λοιπόν κάποια λόγια, ελπίζοντας πως δεν θα αδικήσω όχι τον Μ. Γαλιάτσο, αλλά τον δίσκο του, το «Αν Ξυπνήσω Πριν Πεθάνω».
Το μειονέκτημα του δίσκου είναι τα τραγούδια. Έχω την εντύπωση πως οι περισσότερες μελοποιήσεις είναι βεβιασμένες. Αν εξαιρέσεις το «Ξέρω μια πόλη (Σιωπή)» του Τζουζέπε Ουνγκαρέτι, που είναι στην αρχή, όλες οι άλλες μελοποιήσεις μας φαίνονται «τραβηγμένες». Ακόμη κι εκείνη του «Όνειρο μέσα σ’ όνειρο» του Ε.Α. Πόε (στην μετάφραση του Κώστα Ουράνη), που είναι από μόνη της τραγούδι. Δεν ξέρουμε (ένα αυτό)... Έχουμε την εντύπωση ότι εδώ τα πράγματα δεν κυλάνε τόσο καλά. Και δεν είναι μόνον το ότι ο Μ. Γαλιάτσος επιχειρεί να μελοποιήσει ακόμη και απόσπασμα από νουβέλα του Γκυ ντε Μωπασάν (αν θυμόμαστε καλώς, ο Μ. Γαλιάτσος έχει μελοποιήσει ξανά, στο παρελθόν, πεζό κείμενο – αλλά ίσως και να κάνουμε λάθος...), είναι το γεγονός πως τα τραγούδια αυτά κόβουν την ροή του δίσκου, διασαλεύουν την ενότητά του – καθώς τα λόγια σε αποσπούν από την παρουσία της μουσικής, η οποία «ακούγεται» σαν να αγκομαχά, πίσω από τις ερμηνείες.
Δεν ξέρουμε (το δεύτερο αυτό)... Ίσως ένας επαγγελματίας τραγουδιστής να έδινε μιαν άλλην οντότητα στον στίχο. Πάντως, εδώ, οι μελοποιήσεις είναι ένα ζήτημα.
Απεναντίας τα ορχηστρικά κομμάτια κυλάνε πολύ καλά, όπως για παράδειγμα η «Παραισθητική νεότητα», εκεί στην μέση του άλμπουμ, που είναι ένα από τα ωραιότερα, συνολικώς, του Μανώλη Γαλιάτσου. Το ίδιο δε θα λέγαμε και για την «Ανωνυμία της αιωνιότητας» εκεί προς το τέλος.
Οι αναφορές παραμένουν πάντα προς το progressive rock και την κινηματογραφική μουσική –που είναι δύο κεντρικοί άξονες–, αλλά από ’κει και πέρα μπορείς ν’ ακούσεις και πολλούς «κλασικούς» υπαινιγμούς, με τους μουσικούς (μερικοί από τους σταθερούς συνεργάτες του Μ. Γαλιάτσου ανάμεσα, όπως ο τρομπετίστας Σωκράτης Άνθης, ο κιθαρίστας Ηλίας Θανάσουλας κ.ά.) να κάνουν, όπως πάντα, εξαιρετική δουλειά.
Θα μπορούσε, δηλαδή, αυτές οι σκέψεις του Μ. Γαλιάτσου να αποτελέσουν τον πυρήνα ενός βιβλίου (κάτι τελείως διαφορετικό), αφήνοντας τις μουσικές να «περπατήσουν» μόνες τους, δίχως λεκτικά υποστυλώματα. Και κυρίως να «ανασάνουν».
Επαφή: info@mlk.gr
Σχόλια από το fb...
ΑπάντησηΔιαγραφήKwstas Agas
χωρίς να έχω ακούσει τον δίσκο, ένα μόνο θα πω: πολλά μπράβο στον Μανώλη Γαλιάτσο που ακόμη επιμένει να βγάζει δίσκους ... Η παρουσία του είναι για όλους μας πολύτιμη, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα της εκάστοτε δισκογραφικής κατάθεσής του ...
Dimitris Trox
Ξεχωριστή περίπτωση, αυτό είναι έντεχνο . Κορυφαίος.