Οι Prisma Flower Band δεν είναι μπάντα βασικά, αλλά ένα ντούο, που επεκτείνεται
προς κάτι μεγαλύτερο, μέσω μιας στρατιάς από guests.
Έλληνες είναι οι Prisma Flower Band, αποτελούμενοι εκ των Τάσου Κακούση και Κώστα Στεργίου, οι οποίοι χειρίζονται ένα κάρο όργανα. Ο πρώτος ντραμς, μπάσο, κιθάρες, κρουστά, πιάνο, πλήκτρα, recorder, ενώ ο δεύτερος κιθάρες, μπαλαλάικα, σαξόφωνα, ντραμς, πιάνο, recorder, κρουστά, κλαρίνο, μπουζούκι, πλήκτρα, για να μείνουμε σε κάποια βασικά – γιατί, στην πράξη, τα όργανα που ακούγονται σ’ αυτό το πρώτο φερώνυμο άλμπουμ των Prisma Flower Band είναι πολύ περισσότερα.
Και φυσικά δεν είναι μόνον εκείνα (τα όργανα), που χειρίζονται οι Κακούσης και Στεργίου, αλλά και όλα τα υπόλοιπα, που χειρίζονται οι ουκ ολίγοι guests. O Σέργιος Βούδρης είναι ένας βασικός φιλοξενούμενος (που ακούγεται σε πιάνο, φλάουτο, κλαρίνο, μπάσο, φωνή), ενώ υπάρχουν κι άλλες «συμμετοχές» σε ποικίλα όργανα και κυρίως σε φωνητικά.
Και κάπως έτσι το “The Prisma Flower Band” [Trumpetfish Records, 2021 / 2022], που είναι ηχογραφημένο σε διάφορες sessions, μεταξύ των ετών 2019-2021, αποκτά έναν χαρακτήρα ύστερης γιορτής.
Τι συμβαίνει εδώ, στην πράξη, δεν είναι και τόσο δύσκολο να το περιγράψει κάποιος.
Οι Prisma Flower Band γράφουν τραγούδια, με αγγλόφωνο στίχο. Κι ενώ ο στίχος τους είναι ωραίος, απλός και κατανοητός, οι μουσικές τους είναι... μάλλον ακατανόητες.
Το συγκρότημα, ή το ντούο, πείτε το όπως θέλετε, αρέσκεται να εμφανίζει σε κάθε τραγούδι του μια «ψυχεδελική» παλέτα, με διάφορες ύστερες «μπητλικές» αναφορές, φέρνοντας στη μνήμη κυρίως τα άλμπουμ των Tyrannosaurus Rex από τα late sixties-early seventies, όπως το “Unicorn” (1969) ή το “A Beard of Stars” (1970).
Κι εκείνοι δύο ήταν, ο Marc Bolan με τον Steve Peregrin Took στο πρώτο, και ο Marc Bolan ξανά με τον Mickey Finn στο δεύτερο, κι εκείνοι χειρίζονταν πολλά όργανα ο καθένας τους, άλλοτε με ακουστικό ήχο και άλλοτε με ηλεκτρικό (αν και οι Prisma Flower Band αποφεύγουν τα ρεύματα) κι εκείνοι είχαν αυτό το κάπως αλλοπρόσαλλο ύφος, εμφανίζοντας folk-μπαλαντικά στοιχεία, με παράξενες φωνητικές αρμονίες, περιπετειώδεις ή παιγνιδιάρικες ενοργανώσεις, μαζί με μια ελευθερία ύφους και στυλ, σαν να αυτοσχεδίαζαν τα τραγούδια τους, την ώρα που τα ηχογραφούσαν.
Τα άλμπουμ των Tyrannosaurus Rex ακούγονταν μέσα σ’ ένα περιβάλλον παραδοξότητας, το οποίο «σήκωνε» η εποχή – αν και σήμερα δεν θα έλεγες πως πρόκειται για δίσκους, που θα χαρακτήριζαν καθοριστικά την british psychedelic era. Anyway…
Αυτή την αίσθηση των εγγραφών των Tyrannosaurus Rex την συναντάς, πάντως, στα κομμάτια των Prisma Flower Band (ηθελημένα ή άθελά τους δεν έχει σημασία), που διακρίνονται, και αυτά, από μια διάθεση ανατρεπτικότητας – η οποία, όμως, δεν έχει ουδεμία σχέση με την εποχή (μας) και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ακούγεται ως ένα μεμονωμένο γεγονός ή, πιθανώς, και ως καπρίτσιο.
Και αν στην περίπτωση των ιστορικών Βρετανών υπήρχε ένας ενθουσιασμός κι ένας αυθορμητισμός, μέσα από τον οποίον ξεπετάγονται κάποιες πολύ ωραίες στιγμές, που μπορείς να τις θυμάσαι και μετά από δεκαετίες, στην περίπτωση των Prisma Flower Band τα πράγματα είναι πιο... πιεσμένα και πολύ λιγότερο αυθόρμητα – καθώς «κάτω» από κάθε track υπάρχει πάρα πολλή δουλειά στο στούντιο, πολύ «κέντημα», το οποίον τελικώς, δεν φαίνεται να κάνει και τόσο καλό, στην γενικότερη εξέλιξη. Έτσι, όλη αυτή η εμμονή προς το μελετημένο δημιουργεί εν τέλει αναχώματα στην όποια απόλαυση του δίσκου.
Αν οι Prisma Flower Band δεν ήθελαν ηλεκτρικά όργανα στα sessions του δίσκου τους, επιθυμώντας περαιτέρω το φυσικό reverb του χώρου ηχογράφησης (ωραία είναι αυτά), επιδιώκοντας έναν ήχο περισσότερο «ανθρώπινο», τώρα, και μέσω της σημασίας στην λεπτομέρεια, που επιδεικνύουν μ’ έναν μανιακό σχεδόν τρόπο, καταλήγουν να μην ακούγονται, πλέον, και τόσο φυσικοί.
Τα κομμάτια είναι παραφορτωμένα, τα φωνητικά είναι πολλά σχεδόν σε έξαλλο βαθμό, με τις μελωδίες να ακούγονται ούτως ή άλλως κατακερματισμένες, μέσα από τις συνεχείς αλλαγές και τα κόλπα. Και κάπως έτσι, ακούγοντας το “The Prisma Flower Band”, δύσκολα περνά από το μυαλό σου πως είχες τόσην ώρα στ’ αυτιά σου ένα μη-ηλεκτρικό άλμπουμ.
Αλλά ας πούμε και μερικά λόγια, πιο συγκεκριμένα, επί των τραγουδιών – που είναι πέντε και πέντε ανά βινυλιακή πλευρά (αν και στην Side A υπάρχει κι ένα ορχηστρικό).
Από την πρώτη πλευρά το κομμάτι που ξεχωρίζει είναι το “The traveler and the fool”, που έχει ωραίο μπάσο, ανέβασμα που λειτουργεί, και ωραίο pop-psych τελείωμα. Επίσης μου άρεσε ξανά το μπάσο στο “The pawn”, ενώ ενδιαφέρον έχει και το “Morning sky”, που είναι ένα από τα πιο «ψυχεδελικά» κομμάτια του δίσκου, φέρνοντας στην μνήμη την τραγουδοποιία του Donovan (και από το οποίο, φρονώ, πως λείπει το σιτάρ).
Kαι στην Side B υπάρχουν κάποια κομμάτια που ξεχώρισα, όπως το περισσότερο «μπητλικό» “Carsick llamas”, που διαθέτει κι ένα χάσιμο από φωνητικά ή και το “Waiting for the end of time”, που είναι γρήγορο και πλούσιο σε φωνητικά και έτερες προσθήκες.
Οπωσδήποτε μια καλή προσπάθεια από τους Prisma Flower Band, που τυγχάνει –θα πρέπει να το πούμε αυτό– του άψογου gatefold φακέλου-εικαστικού από την Trumpetfish Records.
Επαφή: www.trumpetfishrecords.com
Έλληνες είναι οι Prisma Flower Band, αποτελούμενοι εκ των Τάσου Κακούση και Κώστα Στεργίου, οι οποίοι χειρίζονται ένα κάρο όργανα. Ο πρώτος ντραμς, μπάσο, κιθάρες, κρουστά, πιάνο, πλήκτρα, recorder, ενώ ο δεύτερος κιθάρες, μπαλαλάικα, σαξόφωνα, ντραμς, πιάνο, recorder, κρουστά, κλαρίνο, μπουζούκι, πλήκτρα, για να μείνουμε σε κάποια βασικά – γιατί, στην πράξη, τα όργανα που ακούγονται σ’ αυτό το πρώτο φερώνυμο άλμπουμ των Prisma Flower Band είναι πολύ περισσότερα.
Και φυσικά δεν είναι μόνον εκείνα (τα όργανα), που χειρίζονται οι Κακούσης και Στεργίου, αλλά και όλα τα υπόλοιπα, που χειρίζονται οι ουκ ολίγοι guests. O Σέργιος Βούδρης είναι ένας βασικός φιλοξενούμενος (που ακούγεται σε πιάνο, φλάουτο, κλαρίνο, μπάσο, φωνή), ενώ υπάρχουν κι άλλες «συμμετοχές» σε ποικίλα όργανα και κυρίως σε φωνητικά.
Και κάπως έτσι το “The Prisma Flower Band” [Trumpetfish Records, 2021 / 2022], που είναι ηχογραφημένο σε διάφορες sessions, μεταξύ των ετών 2019-2021, αποκτά έναν χαρακτήρα ύστερης γιορτής.
Τι συμβαίνει εδώ, στην πράξη, δεν είναι και τόσο δύσκολο να το περιγράψει κάποιος.
Οι Prisma Flower Band γράφουν τραγούδια, με αγγλόφωνο στίχο. Κι ενώ ο στίχος τους είναι ωραίος, απλός και κατανοητός, οι μουσικές τους είναι... μάλλον ακατανόητες.
Το συγκρότημα, ή το ντούο, πείτε το όπως θέλετε, αρέσκεται να εμφανίζει σε κάθε τραγούδι του μια «ψυχεδελική» παλέτα, με διάφορες ύστερες «μπητλικές» αναφορές, φέρνοντας στη μνήμη κυρίως τα άλμπουμ των Tyrannosaurus Rex από τα late sixties-early seventies, όπως το “Unicorn” (1969) ή το “A Beard of Stars” (1970).
Κι εκείνοι δύο ήταν, ο Marc Bolan με τον Steve Peregrin Took στο πρώτο, και ο Marc Bolan ξανά με τον Mickey Finn στο δεύτερο, κι εκείνοι χειρίζονταν πολλά όργανα ο καθένας τους, άλλοτε με ακουστικό ήχο και άλλοτε με ηλεκτρικό (αν και οι Prisma Flower Band αποφεύγουν τα ρεύματα) κι εκείνοι είχαν αυτό το κάπως αλλοπρόσαλλο ύφος, εμφανίζοντας folk-μπαλαντικά στοιχεία, με παράξενες φωνητικές αρμονίες, περιπετειώδεις ή παιγνιδιάρικες ενοργανώσεις, μαζί με μια ελευθερία ύφους και στυλ, σαν να αυτοσχεδίαζαν τα τραγούδια τους, την ώρα που τα ηχογραφούσαν.
Τα άλμπουμ των Tyrannosaurus Rex ακούγονταν μέσα σ’ ένα περιβάλλον παραδοξότητας, το οποίο «σήκωνε» η εποχή – αν και σήμερα δεν θα έλεγες πως πρόκειται για δίσκους, που θα χαρακτήριζαν καθοριστικά την british psychedelic era. Anyway…
Αυτή την αίσθηση των εγγραφών των Tyrannosaurus Rex την συναντάς, πάντως, στα κομμάτια των Prisma Flower Band (ηθελημένα ή άθελά τους δεν έχει σημασία), που διακρίνονται, και αυτά, από μια διάθεση ανατρεπτικότητας – η οποία, όμως, δεν έχει ουδεμία σχέση με την εποχή (μας) και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ακούγεται ως ένα μεμονωμένο γεγονός ή, πιθανώς, και ως καπρίτσιο.
Και αν στην περίπτωση των ιστορικών Βρετανών υπήρχε ένας ενθουσιασμός κι ένας αυθορμητισμός, μέσα από τον οποίον ξεπετάγονται κάποιες πολύ ωραίες στιγμές, που μπορείς να τις θυμάσαι και μετά από δεκαετίες, στην περίπτωση των Prisma Flower Band τα πράγματα είναι πιο... πιεσμένα και πολύ λιγότερο αυθόρμητα – καθώς «κάτω» από κάθε track υπάρχει πάρα πολλή δουλειά στο στούντιο, πολύ «κέντημα», το οποίον τελικώς, δεν φαίνεται να κάνει και τόσο καλό, στην γενικότερη εξέλιξη. Έτσι, όλη αυτή η εμμονή προς το μελετημένο δημιουργεί εν τέλει αναχώματα στην όποια απόλαυση του δίσκου.
Αν οι Prisma Flower Band δεν ήθελαν ηλεκτρικά όργανα στα sessions του δίσκου τους, επιθυμώντας περαιτέρω το φυσικό reverb του χώρου ηχογράφησης (ωραία είναι αυτά), επιδιώκοντας έναν ήχο περισσότερο «ανθρώπινο», τώρα, και μέσω της σημασίας στην λεπτομέρεια, που επιδεικνύουν μ’ έναν μανιακό σχεδόν τρόπο, καταλήγουν να μην ακούγονται, πλέον, και τόσο φυσικοί.
Τα κομμάτια είναι παραφορτωμένα, τα φωνητικά είναι πολλά σχεδόν σε έξαλλο βαθμό, με τις μελωδίες να ακούγονται ούτως ή άλλως κατακερματισμένες, μέσα από τις συνεχείς αλλαγές και τα κόλπα. Και κάπως έτσι, ακούγοντας το “The Prisma Flower Band”, δύσκολα περνά από το μυαλό σου πως είχες τόσην ώρα στ’ αυτιά σου ένα μη-ηλεκτρικό άλμπουμ.
Αλλά ας πούμε και μερικά λόγια, πιο συγκεκριμένα, επί των τραγουδιών – που είναι πέντε και πέντε ανά βινυλιακή πλευρά (αν και στην Side A υπάρχει κι ένα ορχηστρικό).
Από την πρώτη πλευρά το κομμάτι που ξεχωρίζει είναι το “The traveler and the fool”, που έχει ωραίο μπάσο, ανέβασμα που λειτουργεί, και ωραίο pop-psych τελείωμα. Επίσης μου άρεσε ξανά το μπάσο στο “The pawn”, ενώ ενδιαφέρον έχει και το “Morning sky”, που είναι ένα από τα πιο «ψυχεδελικά» κομμάτια του δίσκου, φέρνοντας στην μνήμη την τραγουδοποιία του Donovan (και από το οποίο, φρονώ, πως λείπει το σιτάρ).
Kαι στην Side B υπάρχουν κάποια κομμάτια που ξεχώρισα, όπως το περισσότερο «μπητλικό» “Carsick llamas”, που διαθέτει κι ένα χάσιμο από φωνητικά ή και το “Waiting for the end of time”, που είναι γρήγορο και πλούσιο σε φωνητικά και έτερες προσθήκες.
Οπωσδήποτε μια καλή προσπάθεια από τους Prisma Flower Band, που τυγχάνει –θα πρέπει να το πούμε αυτό– του άψογου gatefold φακέλου-εικαστικού από την Trumpetfish Records.
Επαφή: www.trumpetfishrecords.com