Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

ROY NATHANSON, LISA WAHLANDT QUARTET, MUNICH COMPOSERS COLLECTIVE νέοι δίσκοι από την Enja

ROY NATHANSON: 82 Days [yellowbird / enja, 2023]
Δεν είμαι σίγουρος σε τι αναφέρονται οι “82 Days”, του σαξοφωνίστα των Jazz Passengers Roy Nathanson – αν και αυτό μικρή σημασία έχει. Δεν υπάρχει track “82 days” στον δίσκο και επιπλέον είναι τόσο ιδιόμορφο αυτό το CD, ώστε τελικώς να είναι άλλα εκείνα που σε κεντρίζουν περισσότερο.
Για παράδειγμα το γεγονός πως, εδώ, ο Nathanson εμφανίζεται με εντελώς διαφορετικά σχήματα, αφού υπάρχουν κομμάτια σόλο (2), με ντούο (5), με τρίο (1), με έξι άτομα (1) και με επτά (1). Σύνολο δέκα tracks.
Τι τα ενώνει όλα αυτά; Οπωσδήποτε ο Nathanson και κυρίως μία κάποια «τρέλα» στις ενορχηστρώσεις, τις οποίες έχουν επιμεληθεί ο πρώτος τη τάξει, μαζί με τους παραγωγούς-μηχανικούς ήχου Hugo Dwyer και Isaiah Barr.
Μάλιστα, εξαιτίας αυτών των τελευταίων ακούμε και διάφορες σφήνες και extras στα κομμάτια – ηλεκτρονικής φύσεως, field recordings, ποικίλες φωνές, μαζί με λοιπά τεχνάσματα και ιδέες, που μπορεί να σχετίζονται με το «βάθος» των εκάστοτε εγγραφών και με την ατμόσφαιρα, που θα πρέπει κάθε φορά να οικοδομηθεί, ώστε τα κομμάτια να υπηρετηθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Σε τι αναφερόμαστε, από πλευράς υλικού; Σε παραδοσιακά tracks τύπου “Go down Moses” και “Amazing grace”, σε «μονκικά» (“Green chimneys”), σε pop (“Bridge over troubled waters”), soul (“Aint no sunshine”) και country στάνταρντ (“Tennessee waltz”) και βεβαίως σε κάποια πρωτότυπα, που ρίχνονται ανάμεσα και που δημιουργούν όλην αυτή την ηχητική πανσπερμία – η οποία, και σε κάθε περίπτωση, είναι τέλεια μελετημένη και οδηγημένη προς την αισθητική κορύφωσή της από άξιους μουσικούς και γενικότερα staff.
Βγάζει, εννοούμε, ένα ιδιαίτερο χρώμα το “82 Days”, πάντα με άξονα την σύγχρονη jazz, σε συνδυασμό με εφφέ και κόλπα, που δρουν υποβοηθητικά όμως, δημιουργώντας υποστηρικτικά επίπεδα – γιατί εκείνα που βγαίνουν πάνω απ’ όλα είναι τα παιξίματα του Nathanson (σε βαρύτονο, άλτο και σοπράνο σαξόφωνα, και ακόμη σε κιθάρες και φωνή), μαζί με τραγούδι, τάμπλες, μπάσο, πιάνο, fender rhodes, τρομπέτα κ.λπ.
Όλα με προσοχή αναμεμιγμένα και ενσωματωμένα σ’ ένα πολύ δημιουργικό πλαίσιο, που κάνει το “82 Days” να ακούγεται σαν κάτι ξεχωριστό (ασχέτως αν είναι ή δεν είναι).
LISA WAHLANDT QUARTET: Seems Like Yesterday [enja, 2023]
Γερμανίδα τραγουδίστρια της jazz με 30ετή πορεία στα πράγματα, η Lisa Wahlandt έχει νέο CD, που αποκαλείται “Seems Like Yesterday” – ένα άλμπουμ στο οποίο την συνοδεύουν οι Jan Eschke πιάνο, όργανο, Sven Faller μπάσο και Manfred Mildenberger ντραμς.
Βασικά αυτό που κάνει η Γερμανίδα εδώ είναι να παραδώσει έναν καλοφτιαγμένο pop-jazz δίσκο, με πολλές διασκευές και ελάχιστα originals (μόλις ένα).
Έχουμε λοιπόν τραγούδια του Van Morrison (“Days like this”), των Bee Gees (“Staying alive”), των Doors (“Riders on the storm”), των AC/DC (“Highway to hell”), της Carol King (“Hard rock café”), του Michael Jackson (“Billie Jean”), των Beatles (“Norwegian wood”), του Leonard Cohen (“Sisters of mercy”) ή και κομμάτια σαν το “True colors” (που είχε πει η Cyndi Lauper), το “Bette Davis eyes” (που είχε πει η Jackie DeShannon, πριν το κάνει γνωστό η Kim Carnes) και το “Good times” (της Edie Brickell), τα οποία η Lisa Wahlandt οικειοποιείται με τον δικό της, οπωσδήποτε, τρόπο.
Πολλές από τις διασκευές είναι ευφάνταστες, όπως εκείνη η χορευτικότατη στο “Highway to hell”, ενώ άλλες είναι κάπως πιο απρόσμενες όπως αυτή στο “Billie Jean”, που σε κάθε περίπτωση δεν σπάει εντελώς την αρμονική δομή του τραγουδιού, παραμένοντας αυτό, εν πολλοίς, αναγνωρίσιμο.
Δεν έχεις να πεις πολλά, για έναν δίσκο που γίνεται για τη χαρά της διασκέδασης, και που δείχνει (και είναι) προσεγμένος σε κάθε λεπτομέρειά του.
Εξάλλου η Lisa Wahlandt δεν είναι «χθεσινή». Είναι μια πολύ καλή τζαζ τραγουδίστρια, με τη δική της ιστορία, κάτι, φυσικά, που το αποδεικνύει και στο “Seems Like Yesterday”.
MUNICH COMPOSERS COLLECTIVE: Digital Code [yellowbird / enja, 2023]
Η ορχήστρα Munich Composers Collective (MCC) έχει μια δεκαετή ιστορία πίσω της. Στην ουσία λέμε για ένα σχήμα, που αποτελείται από φοιτητές και απoφοίτους του Jazz Institute, του τμήματος κλασικών σπουδών του University of Music and Performing Arts του Μονάχου. Διευθυντής της είναι ο Gregor Huebner (βιολιστής στην ορχήστρα επίσης) και μια line-up της απαρτίζεται από φωνή (τραγουδίστρια), βιολιά, βιόλα, βιολοντσέλο, πνευστά (τρομπέτες, τρομπόνι, τούμπα, σαξόφωνα, κλαρίνο, μπάσο κλαρίνο) και βεβαίως από ρυθμικό τμήμα, αποτελούμενο από πιάνο, ηλεκτρικό και ακουστικό μπάσο, ηλεκτρική κιθάρα, ηλεκτρονικά και ντραμς.
Το ωραίο με την MCC έχει να κάνει με το γεγονός πως ενδιαφέρεται να παρουσιάσει, βασικά, πρωτότυπα κομμάτια, συντεθειμένα από τα μέλη της.
Έτσι, στο “Digital Code” ακούγονται συνθέσεις του τρομπετίστα Andreas Unterreiner (1), της τραγουδίστριας Monika Roscher (3), του βιολιστή και διευθυντή της Gregor Huebner (2), του κιθαρίστα Leonard Kuhn (2), όπως και δύο μη μελών της, αυτή τουλάχιστον την στιγμή, του πιανίστα Sam Hylton (1) και του τρομπετίστα Matthias Lindermayr (1). Σύνολο: δέκα συνθέματα.
Η μπάντα, όπως γίνεται αντιληπτό έχει τη δυνατότητα να παρουσιάσει ποικιλία μουσικών υφών και κατ’ επέκτασιν ενορχηστρώσεων. Η λέξη “jazz” δεν μπορεί παρά να είναι βασική εδώ, αλλά ταυτοχρόνως είναι και μία λέξη-στυλ ανάμεσα σε άλλες πολλές και πολλά. Το λέμε δε αυτό υπό την έννοια πως η MCC περιδιαβαίνει σε διάφορα υφολογικά περιβάλλοντα, και «κλασικά» βεβαίως, «δωματίου» ή και avant, καθότι τα έγχορδα είναι πανταχού παρόντα, αλλά και περισσότερο pop ή και rock, προσφέροντας εν πάση περιπτώσει ορισμένα καταπληκτικά tracks, όπως είναι το “Starlight nightcrash” (της Monika Roscher) ή το “Diktatur der musik I” (του Matthias Lindermayr).  
Μια πολύ καλή περίπτωση σύγχρονης big band, αποτελούμενη από νεαρούς (γερμανούς ως επί το πλείστον) μουσικούς, που αποδεικνύει το βάθος της δουλειάς, που γίνεται σ’ αυτό το πανεπιστήμιο του Μονάχου.

Τα labels της Enja εισάγονται από την AN Music

Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

MATTHIEU BORDENAVE, GIDON KREMER νέοι δίσκοι από τις ECM και ECM New Series

MATTHIEU BORDENAVE (FLORIAN WEBER, PATRICE MORET, JAMES MADDREN): The Blue Land [ECM Records, 2024]
Μετά από το άλμπουμ “La traversée [ECM Records, 2020], τη συνεργασία του με τον ελβετό κοντραμπασίστα Patrice Moret και τον γερμανό πιανίστα Florian Weber, ο γάλλος τενόρο-σοπράνο σαξοφωνίστας Matthieu Bordenave επεκτείνει το τρίο του, με την προσθήκη του βρετανού ντράμερ James Maddren, ηχογραφώντας έτσι, ως κουαρτέτο πια, το πιο νέο CD του, που αποκαλείται “The Blue Land”.
Οι τέσσερις μουσικοί δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις.
Ο Bordenave έχει παίξει με το Geoff Goodman Quintet, όπως και με το Shinya Fukumori Trio ανάμεσα σε άλλα, ο Moret συμμετείχε στο άλμπουμ τού Nicolas MassonTravelers” [ECM, 2018], ενώ και τον Weber τον γνωρίζουμε από το προσωπικό άλμπουμ του “Lucent Waters” [ECM, 2018] ή και ως μέλος του Ralph Alessi Quartet. Όμως και ο James Maddren είναι γνωστός από το “Vermillion” [ECM Records, 2022] (με Kit Downes και Petter Eldh), το σχήμα AuB, όπως και από διάφορα άλμπουμ της Edition (σαν το “Life I Know” του κιθαρίστα Ant Law ή το “Moksha” του πιανίστα Ivo Neame).
Συζητάμε λοιπόν για τέσσερις πολύ γνωστούς και σοβαρούς μουσικούς, που γνωρίζουν τις ποικίλες όψεις της σύγχρονης ευρωπαϊκής jazz, παρουσιάζοντας ένα ολοκληρωμένο σετ αποτελούμενο από οκτώ συνθέσεις του Bordenave, συν μία version στο “Compassion” του John Coltrane.
Οπωσδήποτε η συγκεκριμένη διασκευή παραξενεύει κάπως ως επιλογή, αλλά οι τέσσερις την φέρνουν στα μέτρα τους και όχι μόνον ο Bordenave με το τενόρο του και ο Weber με το πιάνο του, μα και το rhythm section ακόμη με την συνεχή κινητικότητά του και τα διαρκή breaks.
Γενικώς, θα μπορούσε να ήταν μια καλή βάση αυτή η σύνθεση του Coltrane, προκειμένου να οικοδομηθεί ένα ανάλογο σετ, όμως εδώ εκείνο που κυριαρχεί είναι περισσότερο η ήσυχη τζαζ δωματίου, με τις πολύ λελογισμένες εξάρσεις, παρά κάτι περισσότερο δυναμικό και εξωστρεφές. Υπάρχουν, όμως, και κομμάτια έντονα στο “The Blue Land”, όπως είναι το “Distance” στην θέση 6, εκεί όπου τα ντραμς κυριαρχούν στο ξεκίνημα, προσφέροντας στην πορεία τη βάση πάνω στην οποία θα στηριχθεί μια πολύ ενδιαφέρουσα νευρώδης σύνθεση, ενώ «κολτρεϊνικοί» υπαινιγμοί υπάρχουν και αλλού, στο “Timbre” για παράδειγμα (με τον Bordenave να κυριαρχεί μπροστά στο ξεκίνημα, πριν αναλάβει ο Weber με τη δική του παρέκκλιση, πριν από την τελική σαξοφωνική επιστροφή).
Σε γενικές γραμμές... ένα ενδιαφέρον άλμπουμ.
GIDON KREMER (KREMERATA BALTICA / VIDA MIKNEVIČIŪTĖ: Songs of Fate [ECM New Series, 2024]
Ένας από τους πιο σημαντικούς κλασικούς βιολιστές του καιρού μας, ο Λετονός Gidon Kremer (γενν. 1947) στο πιο νέο άλμπουμ του για την ECM (μια εταιρεία, με την οποία συνεργάζεται από το 1984, όταν ερμήνευσε έργα Arvo Pärt, για το LP “Tabula Rasa”) αποδίδει έργα των συνθετών της Βαλτικής Raminta Šerkšnytė (γενν. 1975), Giedrius Kuprevičius (γενν. 1944), Mieczysław Weinberg (1919-1996) και Jēkabs Jančevskis (γενν. 1992). Τον συνοδεύει η σοπράνο Vida Miknevičiūtė, η βιολοντσελίστρια Magdalena Ceple, ο βιμπραφωνίστας Andrei Pushkarev και το σύνολο Kremerata Baltica, που έχει τον Kremer ως καλλιτεχνικό διευθυντή και βασικό βιολιστή, αποτελούμενη από ομάδες πρώτων και δεύτερων βιολιών και από τμήματα βιόλας, βιολοτσέλων, κοντραμπάσων, συν κρουστά και άρπα. Όπως επεξηγεί ο ίδιος ο Gidon Kremer:
«Συνειδητοποιώ –προς δική μου έκπληξη– ότι από πολλές απόψεις αυτό το άλμπουμ περιστρέφεται γύρω από την έννοια του “εβραϊσμού”. Συγκινητικά αποσπάσματα από τη συμφωνία δωματίου “The Star of David” του Giedrius Kuprevičius, καθώς και τα εβραϊκά τραγούδια του Mieczysław Weinberg τονίζουν αυτή τη χροιά. Το “Songs of Fate” ολοκληρώνεται με ηχογραφήσεις σε πρώτες εκτελέσεις των έργων “This too shall pass” της Raminta Šerkšnytė και “Lignum” του Jēkabs Jančevskis, φέρνοντας τις φωνές μιας νεότερης γενιάς συνθετών στο προσκήνιο».
Εντυπωσιακό το ξεκίνημα με το μελωδικότατο “This too shall pass” της Raminta Šerkšnytė, προδιαγράφει κατά μίαν έννοια το κλίμα ολόκληρου του άλμπουμ.

Οι ECM και ECM New Series εισάγονται από την AN Music

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024

ΝΙΚΟΣ ΧΑΤΖΗΤΣΑΚΟΣ η μικρή-μεγάλη ορχήστρα του στο δεύτερο άλμπουμ της

Για το πρώτο “Tiny Big Band” τού bandleader και κοντραμπασίστα Νίκου Χατζητσάκου (Nikos Chatzitsakos) είχαμε γράψει τον Ιούνιο του 2022, ενώ τώρα, σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, είναι έτοιμο και το Tiny Big Band 2” [Private Pressing, 2024], που κινείται στην ίδια πάνω-κάτω λογική.
Διασκευές σε στάνταρντ, μα και σε άλλα
jazz και περί την jazz κομμάτια έχουμε κι εδώ, τα οποία φέρει εις πέρας μια εννεαμελής μπάντα – που θα επεκταθεί και με δύο τραγουδίστριες, προκειμένου να αποδοθούν τα τέσσερα τραγούδια του δίσκου.
Πιο συγκεκριμένα... μέλη της Tiny Big Band είναι οι: Joey Curreri τρομπέτα, φλούγκελχορν, Robert Mac Vega-Dowda κορνέτα, Salim Charvet άλτο σαξόφωνο, Art Baden τενόρο σαξόφωνο, Gabriel Nekrutman βαρύτονο σαξόφωνο, Armando Vergara τρομπόνι, Wilfie Williams πιάνο, Νίκος Χατζητσάκος κοντραμπάσο, Samuël Bolduc ντραμς, Alexandria DeWalt τραγούδι και Eleni Ermina Sofou επίσης τραγούδι.
Τα κομμάτια εν τω μεταξύ είναι πολύ γνωστάσυνθέσεις των Rodgers & Hart (“I didn’t know what time it was”, “Where or when”), Cole Porter (“Get out of town”), Duke Pearson (“You know I care”), Michel Legrand (“The windmills of your mind”), Antonio Carlos Jobim (“Fotografia”), Donald Byrd (“Fly little bird fly”), συν το στάνταρντ “All or nothing at all” (γνωστό από την εκτέλεση του Frank Sinatra).
Πάντα με πολύ γερό πνευστό τμήμα, συν πιάνο, μπάσο, ντραμς (και φωνές, όπου απαιτείται) ο Νίκος Χατζητσάκος δείχνει για μιαν ακόμη φορά πως και «κατέχει» το εν λόγω υλικό και μπορεί να το διαχειριστεί με άνεση ενορχηστρωτικά, δημιουργώντας όλα εκείνα τα vibes, που εν πολλοίς χαρακτηρίζουν τα συγκεκριμένα tracks. Σωστές συνηχήσεις, σωστές εναλλαγές οργάνων, ωραία και σύντομα σόλι, θερμό σουινγκάτο κλίμα, ωραίες επεκτάσεις των συνθέσεων, μέσα από τις επεξεργασίες των μελωδιών, συγκεκριμένα ηλεκτρικά στοιχεία όπου απαιτείται (το πιάνο στο “The windmills…”) και ακόμη δύο πολύ επιτυχημένες επιλογές τραγουδιστριών, που έχουν τον τρόπο να απογειώνουν τα τέσσερα τραγούδια.
Πολύ ευχάριστο και «γεμάτο» άκουσμα, από έναν έλληνα τζαζίστα, που δείχνει, για μια δεύτερη φορά, την οξυδέρκειά του στη διαχείριση ενός κλασικού (τζαζ) ρεπερτορίου.
Επαφή: www.nikoschatzitsakos.com, nchatzitsakos@gmail.com

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

RESIDUOS MENTALES ελληνικό prog

Το “A Temporary State of Bliss” [OOB Records, 2023] είναι το δεύτερο άλμπουμ των Ελλήνων progsters Residuos Mentales, για το οποίο γράφουμε στο blog, μετά το “Introspection” του 2018. Και τότε είχαμε γράψει καλά λόγια, για το γκρουπ, και τώρα θα κάνουμε το ίδιο.
Οι Residuos Mentales είναι βασικά τέσσερις ο Στράτος Μοριανός πλήκρα, συνθεσάιζερ, ο Αλέξανδρος Μαντάς κιθάρες, φλάουτο, μπάσο, ο Δημήτρης Ράδης κιθάρες, μπάσο και ο Γιάννης Ηλιάκης ντραμς, κρουστά. Δίπλα σ’ αυτούς τους τέσσερις προστίθενται ακόμη τέσσερις guests, οι Γιώργος Καραγιάννης κιθάρες, Λεωνίδας Σαραντόπουλος σαξόφωνο, φλάουτο, Βαγγέλης Κατσαρέλης τρομπέτα και Μαρία Τσεβά φωνή, και κάπως έτσι θα προκύψει ο τελικός ήχος στο “A Temporary State of Bliss”.
Εκείνο που ξεχωρίζει και εδώ (όπως συνέβαινε και στο παλαιότερο CD) είναι οι συνθέσεις των Residuos Mentales, οι οποίες ακούγονται, συμπαγείς και ολοκληρωμένες.
Είναι συνθέσεις απαιτητικές, οπωσδήποτε με κλασικές αναφορές, περασμένες μέσα από την ροκ αισθητική, και με παιξίματα που φανερώνουν οργανοπαίκτες με καλές σπουδές και κυρίως με ωραίες ιδέες, ικανές να δημιουργήσουν ενδιαφέροντα δεδομένα.
Είναι ο τρόπος, με άλλα λόγια, με τον οποίον αρθρώνονται τα κομμάτια, είναι οι μελωδίες και οι εναλλαγές τους, είναι η ώριμη χρήση των πλήκτρων και των κιθαρών και βεβαίως η σωστή και επεξεργασμένη παραγωγή (το άλμπουμ κυκλοφορεί από την ολλανδική OOB Records), που δημιουργεί ένα άκουσμα αντάξιο της προσπάθειας των ανθρώπων που συμμετέχουν στο σχήμα.
Επιρροές από τα συγκροτήματα του art rock, και βασικά τους Genesis και τους Yes, μπορείς σίγουρα να ανακαλύψεις στο “A Temporary State of Bliss”, αν και προσωπικώς άκουσα στα passages των Residuos Mentales κάτι από τους Refugee του Patrick Moraz, ή και από γκρουπ του italian prog, ακόμη, των μέσων του ’70. Όμως, όλα αυτά και πολλά περισσότερα είναι απολύτως αφομοιωμένα και ελεγχόμενα, καθώς με κομμάτια σαν το έξοχο 12λεπτο “A series of self-correcting errors” οι Residuos Mentales δείχνουν «εικόνα» σπουδαίου (για το είδος του) συγκροτήματος, που έχει ανεβεί ακόμη ένα επίπεδο.
Επαφή: https://residuosmentales.bandcamp.com/album/a-temporary-state-of-bliss

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

“Escalation”: μια σημαντική ιταλική ταινία της ψυχεδελικής εποχής με μουσική του Ένιο Μορικόνε – είναι σκηνοθετημένη από τον Ρομπέρτο Φαέντσα το 1968 και σήμερα θεωρείται cult

Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60 ο ψυχεδελικός κινηματογράφος, οι ταινίες, δηλαδή, που αποτύπωναν όψεις της ψυχεδελικής εμπειρίας, έδιναν κι έπαιρναν σε Αμερική και Ευρώπη. Ταινίες διαφόρων ειδών. Ταινίες πειραματικές, που απευθύνονταν σε περιορισμένο κοινό, μα και ταινίες εμπορικές, φτιαγμένες για τον πολύ κόσμο, που άλλοτε θα έκαναν εισιτήρια και φήμη και άλλοτε όχι και τόσο. Ας αναφέρουμε μερικούς «χτυπητούς» τίτλους: “Chappaqua” (1966) του Conrad Rooks, “The Trip” (1967) του Roger Corman, “Head” (1968) του Bob Rafelson, “Psych-Out” (1968) του Richard Rush, “The Girl on a Motorcycle” (1968) του Jack Cardiff, “Eggshells” (1969) του Tobe Hooper, “Gas-s-s-s” (1970) του Roger Corman, “Zabriskie Point” (1970) του Michelangelo Antonioni και δεκάδες άλλες.
Ταινίες γενικώς παράξενες, στηριγμένες σε σενάρια βασικά κοινωνικά, με αναφορές όμως και σε mind-expanding καταστάσεις, με έντονες χρωματικές αποτυπώσεις, με μουσικές ψυχεδελικές (βασικά acid-rock ή τύπου acid-rock) και με σκηνοθετικές γραμμές συνήθως εξεζητημένες, στις οποίες αποτυπωνόταν το zeitgeist της εποχής.
Ψυχεδελικές ταινίες, ή ταινίες με ψυχεδελικά στοιχεία τέλος πάντων, θα γυρίζονταν βεβαίως και μετά το 1970 (ας θυμηθούμε το “Holy Mountain” από το 1973 του Alejandro Jodorowsky ή το πασίγνωστο “The Altered States” του Ken Russell από το 1980), μπορεί να γυρίζονται ακόμη και τα πιο πρόσφατα χρόνια (φερ’ ειπείν το “Midsommar” του Ari Aster από το 2019), δεν παύει όμως οι ταινίες του δεύτερου μισού των σίξτις να είναι, αυτό που θα λέγαμε οι «αυθεντικές», εκείνες που θα έπιαναν σε πρώτο χρόνο το ψυχεδελικό πνεύμα, αποτυπώνοντάς το με ενάργεια στο σελιλόιντ.
Περιττό να το πούμε, αλλά το λέμε, πως οι περισσότερες από εκείνες τις ταινίες αποτελούν σήμερα τον ορισμό του cult (δηλαδή λατρεύονται φανατικά από μικρές ομάδες σινεφίλ), έχοντας επανέλθει σε μια κάποια επικαιρότητα και λόγω των μουσικών επενδύσεών τους, αφού βοηθάει προς αυτό και η δισκογραφία.
Μία τέτοια ταινία είναι και η ιταλική
Escalation του Roberto Faenza, με τους Lino Capolicchio, Gabriele Ferzetti και Claudine Auger, με το θαυμάσιο σάουντρακ του Ennio Morricone να έχει επανακυκλοφορήσει τρεις τουλάχιστον φορές την τελευταία 15ετία.
Ο Roberto Faenza ήταν μόλις 25 ετών, όταν θα γύριζε το “Escalation” (τέλος του 1967 με αρχές του ’68) και βασικά ήταν πρωτοεμφανιζόμενος, αφού η συγκεκριμένη ταινία θα ήταν η πρώτη του μεγάλου μήκους.
Τούτο σημαίνει πως ως νέος, ο ίδιος, ήταν πολύ κοντά, δηλαδή «μέσα» στα ευρύτερα ζητήματα που απασχολούσαν τη νεολαία της εποχής του, που συμπίπτει (η εποχή) με τη φάση έξαρσης του κινήματος των hippies και της ψυχεδελικής εμπειρίας.
Παράλληλα όμως, ο Faenza, ζούσε και σ’ ένα κλίμα μιας κάποιας «ηρεμίας», που εξασφάλιζε η Ευρώπη γενικότερα, και η Ιταλία ειδικότερα, εκείνη την εποχή, πριν από τον Μάη του ’68 (η ταινία θα έβγαινε στις αίθουσες στο τέλος Φεβρουαρίου εκείνης της χρονιάς), όντας επίσης μακριά, ο συγκεκριμένος γεωγραφικός χώρος, από το θέμα «Βιετνάμ», που ριζοσπαστικοποιούσε την αμερικάνικη νεολαία, μέσω της «νέας αριστεράς», και γενικότερα της αντικουλτούρας.
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/cinema/escalation-mia-cult-italiki-tainia-tis-psyhedelikis-epohis-me-moysiki-toy-enio

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024

LIFE ONLY o Δήμος Βρύζας με τον σπουδαίο Fred Frith και τον Diego Aguirre DAZ σ’ ένα improv session

Οι Life Only είναι ένα καινούριο improv σχήμα, το οποίον αποτελούν δύο νεότεροι μουσικοί, ο Diego Aguirre DAZ ηλεκτρική κιθάρα (παιξίματα με διάφορες πατέντες και εφφέ) και ο Δήμος Βρύζας βιολί, εφφέ (προσφάτως γράψαμε για το άλμπουμ του Patras, με τους Pio Schürmann και Samuel Tschudin), συν μια «παλιά καραβάνα» του δημιουργικού ηλεκτρικού πειραματικού και αυτοσχεδιαστικού ήχου, ο βρετανός κιθαρίστας Fred Frith (γνωστός τοις πάσι μέσω Henry Cow, Art Bears, Material, Massacre, Skeleton Crew, Naked City και φυσικά από τις προσωπικές δουλειές του, όπως και από δεκάδες άλλα σχήματα και συνεργασίες).
Οι τρεις αυτοί μουσικοί θα συναντιόνταν κάπου στην Βασιλεία της Ελβετίας, στις 13 Νοεμβρίου 2022, ηχογραφώντας εν τέλει το Plus Ça Change [Private Pressing, 2024], ένα άλμπουμ απολύτως συμβατό και με την τεράστια ιστορία του Frith, μα και μ’ εκείνη του έλληνα αυτοσχεδιαστή Δήμου Βρύζα (μια συνεργασία που τον τιμά ασυζητητί), όπως, υποθέτω, και μ’ εκείνη του αγνώστου, προς εμένα, χιλιανού αυτοσχεδιαστή Diego Aguirre DAZ.
Το “Plus Ça Change”, είναι ένα άλμπουμ για έγχορδα βασικά, δηλαδή για δύο κιθάρες και βιολί, μαζί με όλα τα συμπαρομαρτούντα τους, που διαφοροποιούν και πολλαπλασιάζουν τον ήχο του – έναν ήχο στιβαρό και εντυπωσιακό συνάμα, επειδή, βασικά, λειτουργεί σαν σύνολο και όχι σαν άθροισμα από μεμονωμένους προσθετέους.
Το λέμε, επειδή είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τι ακριβώς ακούς εδώ, όπως και από ποιον προέρχεται εκείνο που ακούς, καθώς τα παιξίματα και οι ήχοι παραλλάσσονται μέσω των εφφέ, αποκτώντας μιαν αυτονομία, που μοιάζει ανεξάρτητη της πηγής της.
Δεν έχει και νόημα, δηλαδή, να προσπαθείς να μαντέψεις τι ακριβώς ακούς στο “Plus Ça Change” και κυρίως από πού προέρχεται εκείνο που ακούς, αφού εκείνο που σε περιζώνει και σε κατακυριεύει είναι ο συνολικός ήχος – που είναι πάντα απροσδόκητος, ηλεκτρικός φυσικά, σίγουρα αυτοσχεδιαστικός, άλλοτε περισσότερο συγκρατημένος και άλλοτε πιο καταιγιστικός. Έναν ήχο, που θα μπορούσες να τον αποκαλέσεις rock improv, ηλεκτρική avant, ακόμη και electronic rock, με στοιχεία experimental και drone music (κορυφαίο κομμάτι το “Light after light”, χωρίς κανένα να υπολείπεται).
Το ζητούμενο σε τέτοιες ηχογραφήσεις είναι να μπορούν να επιβάλλονται στον ακροατή με τη ροή και την εξέλιξή τους. Να τον «μαγκώνουν» δηλαδή, κρατώντας τον ακίνητο στη θέση τους.
Τούτο συμβαίνει με το “Plus Ça Change” των Fred Frith, Diego Aguirre DAZ και Δήμου Βρύζα.
Επαφή: https://fredfrith1.bandcamp.com/album/plus-a-change

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 564

23/2/2024
Κι ένα δεύτερο ποστ στη μνήμη του Δημήτρη Φύσσα.
Ένα ποίημα από το βιβλίο του «Οι αστικοί χώροι είναι ποίηση από μόνοι τους / Ποιήματα 1972-2008» [Εκδόσεις ΓΙΑΟΥ. ΚΕ., 2008]

23/2/2024
Μάθαμε σήμερα για την απώλεια του Δημήτρη Φύσσα. Έτσι, στα ξαφνικά.
Δεν γνωριζόμασταν από κοντά με τον Φύσσα, αλλά είχαμε ανταλλάξει πρόσφατα μηνύματα στο messenger, όταν έμαθα πως πουλούσε βιβλία και περιοδικά ρωτώντας τον μήπως είχε κάτι απ’ αυτά που έψαχνα. Το ότι δεν είχε τελικά κάτι ήταν η αιτία, για να μην τα πούμε ποτέ εκ του σύνεγγυς...
Διαφωνούσα εντελώς με τις πολιτικές απόψεις του Φύσσα, από παλιά, αλλά αυτό δεν με εμπόδιζε να αγοράζω τα βιβλία του και να τα διαβάζω με προσοχή ή και να τα απολαμβάνω. Κι έχω διάφορα δικά του. Και ποιητικά, και αθηνοκεντρικά, και άλλα...
Νομίζω ότι γούσταρε κι αυτός αυτά που έγραφα (συμπίπταμε σε διάφορα), κι έτσι πριν από μόλις μια βδομάδα μού έκανε «αίτημα φιλίας», με το νέο προφίλ του (με τα δύο «ςς» στο τέλος, γιατί πρέπει να τον είχανε χακάρει), το οποίο φυσικά αποδέχτηκα με χαρά. Το θεώρησα «τιμή».
Δεν το κρύβω λοιπόν πως λυπήθηκα, σήμερα, μ’ αυτό το κακό νέο.
[Αυτό που βλέπετε στη φωτό είναι σκαναρισμένο από το βιβλίο του Δημήτρη Φύσσα «Αυστηρώς Ακατάλληλον / Προγράμματα αθηναϊκών κινηματογράφων SEX», στις εκδόσεις Δελφίνι από το 1994. Πρόσφατα, έμαθα, πως ξαναβγήκε αυτό το βιβλίο εμπλουτισμένο]

23/2/2023
Κριτικές γράφω χατιρικά. Επειδή μου στέλνουν οι εταιρείες και οι καλλιτέχνες τους δίσκους τους. Αν δεν μου τους έστελναν δεν θα έγραφα. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν ασχολούμαι σοβαρά, και με αυτό το κομμάτι της δουλειάς, πως δεν ακούω τους δίσκους δυο και τρεις φορές, καμιά φορά και περισσότερες, και πως δεν προσπαθώ –γιατί αυτό είναι το μόνο που μ’ ενδιαφέρει– να μην αδικήσω τον καλλιτέχνη.
Δεν εκφράζομαι μέσα από τις δισκοκριτικές, ούτε επενδύω κάτι σ’ αυτές (για το παρόν ή για το μέλλον).
Όπως το έχω γράψει κι άλλες φορές η κριτική και δη η μουσικοκριτική είναι η δημόσια επικοινωνία του κριτικού με το έργο που κρίνει, και κατ’ επέκταση με τον καλλιτέχνη. Αυτή είναι η βάση. (Υπάρχουν καλλιτέχνες που με ρωτάνε στο inbox πώς μου φάνηκε το ένα ή το άλλο που μου στέλνουν και πάντα τους λέω «όχι, δεν πρόκειται να πω τίποτα» και πως «ό,τι είναι να πω θα το γράψω δημοσίως»). Αλλά επειδή το προχωράμε το πράγμα, γράφουμε και για τον κόσμο που διαβάζει. Γι’ αυτό στις κριτικές αναφέρω τους μουσικούς των γκρουπ, το πού ηχογραφήθηκαν τα κομμάτια κ.λπ. (πράγματα που τα ξέρει ο δημιουργός δηλαδή), ώστε να προσανατολιστεί κάπως καλύτερα και ο αναγνώστης.
Τις κριτικές που γράφω δεν ξέρω πόσοι αναγνώστες τις διαβάζουν – και προσωπικά δεν με απασχολεί σχεδόν καθόλου αυτό. Όσοι με διαβάζουν καλά κάνουν και με διαβάζουν. Όσοι δεν με διαβάζουν επίσης καλά κάνουν και δεν με διαβάζουν. Πάντως με διαβάζουν όλοι αυτοί που μου στέλνουν τους δίσκους τους (εταιρείες, καλλιτέχνες) και αυτό είναι το σημαντικότερο όλων. Αφού σ’ εκείνους πρωτίστως απευθύνομαι.
Κριτική, που γράφεται και που δεν την διαβάζει ο άμεσα ενδιαφερόμενος δεν έχει νόημα να γίνεται (αν μιλάμε για μουσικοκριτική). Σέβομαι τον καλλιτεχνικό κόπο, ξεκινώ πάντα από θετική μεριά και είμαι πάντα υποστηρικτικός στο έργο του άλλου. Ακόμη και μέτριος ή κακός να είναι δίσκος, συνολικά, αν έχει κάτι καλό θα το εντοπίσω και θα το πω. Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου να βγαίνω πάνω απ’ αυτό που κρίνω. Και αν καμιά φορά συμβαίνει (όπως π.χ. στο τελευταίο δίσκο του Φοίβου Δεληβοριά) είναι γιατί πρέπει να συμβεί.
Τις κριτικές που γράφω τις κρίνω, εγώ προσωπικά, ως «καλές». Δεν τις θεωρώ «άριστες» ή «πολύ καλές», αλλά ούτε και «μέτριες» ή «κακές». Είναι «καλές» κριτικές, γραμμένες απλά, σχετικά σύντομες, χωρίς λογοτεχνικές ή άλλες προεκτάσεις (απεχθάνομαι την λογοτεχνίζουσα ή ποιητικίζουσα κριτική και οπωσδήποτε την εξυπνακίστικη), πάντα στοχευμένες και κυρίως υποστηρικτικές του κόπου των καλλιτεχνών – τον οποίο πάντα τιμώ (τον κόπο).
Γράφω και δημοσιεύω κάθε μέρα κριτικές – κάτι που ενδεχομένως δεν το κάνουν ούτε τα μουσικά σάιτ. Αν έγραφα πέντε κριτικές το μήνα ενδεχομένως αυτές να ήταν και «πολύ καλές» ή και «άριστες», αλλά εδώ δεν πρόκειται περί αυτού. Και καλύτερα δηλαδή. Γιατί τι σημαίνει «άριστη» κριτική; Να κλωθογυρίζω επί ένα μήνα ένα δίσκο, γράφοντας εν τέλει ποιητικές και λογοτεχνικές μπαρούφες; Με ενδιαφέρει περισσότερο εννοώ το καθημερινό, άμεσο και αυθόρμητο γράψιμο στην κριτική. Γράφω «με την μία την κριτική», ενόσω ακόμη ακούω τον δίσκο ή το CD. Την διαβάζω άλλη μία φορά και έτσι ακριβώς δημοσιεύεται.
Δεν θέλω να με θυμούνται –εν ζωή εννοώ–, για τις κριτικές που γράφω. Οι κριτικές έχουν κάτι το επικαιρικό και το πεπερασμένο. Απεναντίας με ενδιαφέρει να με θυμούνται όλοι (δεν μιλάω για μετά θάνατον, το ξαναλέω) για τα μεγάλα κείμενα που γράφω. Και γι’ αυτά τα κείμενα ενδιαφέρομαι να με διαβάζουν οι πάντες. Κυνηγάω και τον τελευταίο αναγνώστη, στην κορυφή του βουνού και στην άκρη της θάλασσας.
Πολλά απ’ αυτά τα κείμενα που γράφω, και που δημοσιεύονται συνήθως στο LiFO.gr τις Κυριακές (ή και ενδιαμέσως καμιά φορά) τα θεωρώ «άριστα», και όλα «πολύ καλά». Και είναι κείμενα «αναφοράς». Καθότι ανακαλύπτω συνεχώς τη διάχυσή τους στην βικιπαίδεια, στις εργασίες των φοιτητών και στα διδακτορικά, σε πηγές άλλων βιβλίων και φυσικά στα κλεψιμέικα του διαδικτύου.
Αυτά τα κείμενα μένουν – και θα μείνουν. Τις δισκοκριτικές τις παίρνει ο αέρας.

22/2/2024
LOST IN JAPAN
Αυτοί οι άσχετοι, στο Στούντιο 4, γιατί δεν ρωτήσανε τον Costas αν ισχύει πως στο πρώτο έτος των σχολών των DJ, στο μάθημα των «αλλαγών», τους ξεκινάνε με το να αλλάζουν “Lost in the night” με “Big in Japan” και τούμπαλιν;

22/2/2024
Απ’ αυτό που λέμε «αριστερά» στην Ελλάδα αξία έχει μόνο η ανάλυση του ΚΚΕ για τα εξωτερικά ζητήματα (Μέση Ανατολή, Ουκρανία, Ρωσία, ΕΕ, ΝΑΤΟ, ΗΠΑ κ.λπ.). Όλα τα υπόλοιπα (το ΚΚΕ σε σχέση με το πώς συμπεριφέρεται στο εσωτερικό μέτωπο, ο Σύριζα, η Νέα Αριστερά κ.λπ.) είναι για γέλια. Όπως για γέλια είναι η «αριστερά» σε όλη την Ευρώπη. Εδώ θα ξεχώριζε;
Μην σπαταλάτε τζάμπα το χρόνο σας. Ακούστε καλύτερα Χαριτοδιπλωμένο...

23/2/2024
Κάλεσαν τον Χαριτοδιπλωμένο στην εκπομπή τους -Στούντιο 4 τη λένε- και λογοκρίνανε το εξώφυλλο του δίσκου του, του “Itchika” από το 1983!
«Έχουμε θολώσει ένα σημείο, που θολώνουμε... σήμερα» λέει ο ένας, για να συμπληρώσει η άλλη «σήμερα δεν παίζει...»!
Τι δεν παίζει; Τι δείχνει ο δίσκος; Ένα κορίτσι να βγαίνει από μια πισίνα με μια πορτοκαλί, ριχτή ελαφριά μπλούζα, που κολλάει πάνω του και διαγράφονται ελαφρώς οι γλουτοί του. Σιγά το πράμα! Δεν είναι καν γυμνό το κορίτσι. Πού είναι το πρόβλημα; Λέμε για το εξώφυλλο ενός δίσκου, που κυκλοφόρησε πριν από 40 χρόνια και αγαπήθηκε από τον κόσμο, πουλώντας χιλιάδες αντίτυπα. Αλλά ό,τι και να ήταν. Και 5 αντίτυπα να πούλαγε...
Καλώς ή κακώς αυτό ήταν το εξώφυλλο του LP, και από τη στιγμή που αποφασίζεις να το δείξεις, και μάλιστα από μακριά (δεν ζουμάρεις καν επάνω του) οφείλεις να το δείξεις όπως είναι. Αλλιώς μην το δείξεις καθόλου. Αυτοί οι δύο, εν τω μεταξύ, όχι μόνο το θολώνουν, αλλά μας το λένε κιόλας ότι το έκαναν, για να τους πούμε και μπράβο...
Είναι ντροπή αυτά τα πράματα – και αίσχος.
Δεν με ενδιαφέρει το σκεπτικό τους. Το ξέρω. Και είναι γελοίο. Αλλά όποιο και να είναι το αποτέλεσμα είναι μια στεγνή λογοκριτική επέμβαση, και μάλιστα από την κρατική τιβί.

21/2/2024
>>«Δεν είμαι αποκλεισμένος. Έκανα αγώνα να φύγω από τα νυχτερινά κέντρα, γιατί εγώ γεννήθηκα εκεί μέσα. Ερχόντουσαν κάτι ματσωμένοι από τα Μέγαρα και την Ελευσίνα, έφερναν και τα πιστόλια τους μαζί, καμιά φορά έριχναν κι από καμία. Έφερναν και κορίτσια για να κάνουν κονσομασιόν, αυτό δεν μπορεί να αρέσει σε ένα παιδί 16 χρονών»<<
Κλεφτοκοτάδες και πετρελαιάδες...
Ποιοι τα έφερναν τα κορίτσια για να κάνουν κονσομασιόν; Τα κορίτσια ήταν του μαγαζιού. Δεν τα έφερναν οι κλεφτοκοτάδες...
Εγώ όταν ήμουν 16άρης –εντάξει λίγο παραπάνω– και πήγαινα σε τέτοια μαγαζιά, τρίτης διαλογής λαϊκά, κοινώς σκυλάδικα, τα έβλεπα όλα αυτά να γίνονται και τα θεωρώ παρακαταθήκη για μένα... Δεν θα βγω τώρα στα γεράματα να τα κατηγορήσω...
Ορίτζιναλ καταστάσεις, όχι σαν τις μουσικές σκηνές, που κάθεσαι ν’ ακούσεις λες και είναι Mεγάλη Παρασκευή...

21/2/2024
Έλεγε τίποτα το μουσικό κουτί για τον πρίγκιπα της ροκ; Χαλαρά ρωτάω, επειδή δεν το είδα...
[η φωτό επίτηδες είναι έτσι, για να μην μου την κλέψουνε... (γέλιο)]

20/2/2024
Την κλάψα του Νταλάρα, παλιά και νεότερη, δεν την αντέχω... Έχει καταντήσει σίριαλ...
Το μόνο που έχει αξία είναι να προτείνεις - ούτε οι απολογισμοί μετράνε, ούτε τα σχέδια. Μόνον ό,τι πραγματώνεις έχει νόημα. Αν δεν έχεις να προτείνεις κάτι, τότε κάνεις στην μπάντα για να περάσει ο επόμενος...

17/2/2024
Πριν από κάτι μέρες έφυγε από τη ζωή ο τραγουδοποιός του λαϊκού και φοβερός μπουζουξής, με δικό του νευρώδες παίξιμο, Χάρης Κωστόπουλος – ήταν σχετικά νέος ακόμη, στα 60 του. Έβαλα λάικ σε μερικούς φίλους, που έριξαν τραγούδια του, αν και σε λίγους αναλογικά, επειδή οι πιο πολλοί φίλοι μου εδώ μέσα δεν ακούνε λαϊκά.
Ήθελα να γράψω κάτι για τον Κωστόπουλο, που να το συνδέσω με μερικές από τις πιο ξεχωριστές στιγμές του λαϊκού από την δεκαετία του ’90 και μετά, αλλά έμπλεξα με άλλα και πήγε πίσω. Ήταν από τα λίγα ορίτζιναλ άτομα, που παραδεχόμουν από τα 90s στο λαϊκό τραγούδι (που μου φαινόταν και μου φαίνεται σχεδόν όλο κίβδηλο), και το γεγονός ότι έφυγε έτσι άδικα και νωρίς ο Κωστόπουλος ήταν οπωσδήποτε στενάχωρο – γιατί το παιδί αυτό πάλευε με νύχια και με δόντια για να καθιερωθεί. Αγωνιστής.

16/2/2024
Φοβερά αποκαλυπτικό βιβλίο για τις λεσβίες, σε μιαν εποχή –μέσα σέβεντις ή και πιο παλιά ακόμη– όπου στην Ελλάδα ο σχετικός λόγος ήταν καθαρά ηδονοβλεπτικός και σκανδαλοθηρικός.
Βέβαια, για να πουλήσει το βιβλίο του «Γκρίτζαλη» (τέτοια βιβλία τα έβρισκες κατά κόρον στα περίπτερα της Ομονοίας) έχει αυτό το εξώφυλλο που έχει, προβάλλοντας και αυτό το «φωτογραφημένο», αλλά το βιβλίο είναι σκέτο κείμενο και στο τέλος μόνον έχει μερικές φωτό ντυμένων γυναικών ή με μαγιό.
[Περιττό να πω πως για τέτοια βιβλία, που μοιάζουν με βίπερ, δεν γράφει κανείς στην Ελλάδα, και γιατί δεν τα ξέρουν και γιατί κάποιοι ανίδεοι τα υποτιμούν, κρίνοντας από το φτηνιάρικο των εκδόσεων]
Το βιβλίο ξεκινά, περιγράφοντας την ομοφυλοφιλία στην αρχαιότητα, στους αρχαίους πολιτισμούς (μέχρι και στον αιγυπτιακό, στον ζωροαστρισμό, στην αρχαία Κίνα και Ιαπωνία, στην ελληνική αρχαιότητα, στη ρωμαϊκή εποχή στο Βυζάντιο κ.λπ.), για να φθάσει στη σύγχρονη εποχή, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον στον λεσβιακό έρωτα.
Φοβερό το κεφάλαιο «Οι σαπφίστριες των προαστίων», στο οποίο εξετάζεται η ερωτική συμπεριφορά των γυναικών των προαστίων των αμερικανικών μεγαλουπόλεων, κι ένα μικρό δείγμα από το κεφάλαιο «Οι πόρνες», που ακολουθεί το κεφάλαιο «Οι γυναίκες των ενόπλων δυνάμεων»...
>>«Οι άντρες είναι γουρούνια! (σ.σ. το ίδιο είχε πει και η Σαπφώ Νοταρά στο «Έγκλημα στα Παρασκήνια»). Αυτοί που πληρώνουν νομίζουν ότι είσαι ένα ζεστό κομμάτι κρέας, που μέσα του αυνανίζονται. Οι άλλοι, αυτοί που θέλουν να είναι οι προαγωγοί ή οι αγαπητικοί σου, είναι τα ίδια, και παίρνουν τα λεφτά σου για να γλεντούν. Αν θέλω σεξ το παίρνω από μια άλλη γυναίκα – μια άλλη κοπέλα της δουλειάς μας, που ξέρει πώς και τι να κάνει, και της αρέσει πολύ αυτό που κάνει, όπως κι εμένα!». Αυτά είπε μια 26χρονη πόρνη της Νεβάδα.<<

15/2/2024
Ο Γιάννης Κανδήλας. Αγαπημένος ηθοποιός. Πέθανε το 1988, στα 56 του. Ήταν γκέι. Το ξέρω από παλιά, και κάποια στιγμή το είχε γράψει και ο φίλτατος Τ. Σπετσιώτης εδώ μέσα. Είχε παίξει ποικίλους ρόλους ο Κανδήλας (με το κάπως αριστοκρατικό παρουσιαστικό του), μα και τον γκέι – στην «Κάθοδο», το 1983, στο σίριαλ της ΕΡΤ, που ήταν γροθιά στο στομάχι, τότε, για το αμαθές τηλεοπτικό κοινό. Αν θυμάμαι καλά ήταν εκεί, στο σίριαλ, ζευγάρι με τον Μπιμπίλα.
Έχω γράψει ήδη για διάφορες ταινίες στις οποίες έπαιζε ο Κανδήλας («Οι Απάνθρωποι», «Καυτές Διακοπές»), ενώ είχε συμμετάσχει στο «Έξη Διεστραμμένες Ζητούν Δολοφόνο», στο «Επαγγελματίες Ρεμάλια» και σε άλλες της εποχής. Πάντα διάλεγε τους ρόλους του... Ήταν και σεναριογράφος πολύ καλός εν τω μεταξύ.
Αν ζούσε, σήμερα θα χαιρόταν...