Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ – ΤΑΣΟΣ ΦΑΛΗΡΕΑΣ

Δεν βρίσκω να διαβάσω, πια, ουσιαστικά κείμενα για τη μουσική σε περιοδικά κι εφημερίδες και στενοχωριέμαι γι’ αυτό. Η καθημερινή μουσικογραφία εξαντλείται στο ποιος εμφανίζεται εδώ, ποιος εμφανίζεται εκεί, στις «κριτικές» των 30 λέξεων, στις επαναδιατυπώσεις των δελτίων Τύπου, σε συνεντεύξεις που δεν κομίζουν τίποτα καινούριο, στην κατάληψη του διατιθέμενου χώρου (που είναι έτσι κι αλλιώς περιορισμένος) από τεράστιες φωτογραφίες. Φάτε μάτια ψάρια… Υπάρχει ένα hip, θεμιτό ως ένα βαθμό, που έχει να κάνει σχέση με τα καινούρια (νεανικά) ονόματα, αλλά κι από ’κει δεν βγαίνει κάτι. Καλύτερα ν’ ακούς τα CD, παρά να καταπονείσαι από τα διάφορα-αδιάφορα λέγε-λέγε. Κι ενώ έτσι έχει, γενικώς, η κατάσταση χαίρομαι (διπλά), όταν… διαψεύδομαι. Στην χθεσινή Lifo (τεύχος 280, 2/2/2012) δύο σαλόνια (δύο δισέλιδα δηλαδή), αφιερωμένα στη μουσική, δίνουν αφορμές για κάποιες σκέψεις. Αρχικώς, η συνέντευξη του Θανάση Παπακωνσταντίνου στον Φώτη Βαλλάτο...

Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου είναι από τους καλλιτέχνες που εκτιμώ. Έχω γράψει καλά λόγια για όλους τους δίσκους του από τα «Λάφυρα» και μετά (όπως έχουν γράψει κι οι περισσότεροι), ενώ διαβάζω, άμα τις πετύχω, και τις συνεντεύξεις του, επειδή μιλάει (απαντάει) πάντα απλά, δίχως περισπούδαστο ύφος. Στον Θανάση Παπακωνσταντίνου μου αρέσει που εμφανίζεται μονίμως ως έξω από τα πράγματα (και είναι φρονώ). Αποφαίνεται σαν να του λείπουν οι πληροφορίες (και του λείπουν), πράγμα που τον μετατρέπει αυτομάτως σ’ έναν τύπο σοφού· και τούτο γιατί συμπεραίνει με βάση την έμπρακτη γνώση, τη φαντασία και το συναίσθημα (αν και όχι πάντα με ακρίβεια, για τα δικά μου μέτρα). Μπορεί ν’ ακούς ορισμένες φορές αναμενόμενα πράγματα, σκέψεις ή πληροφορίες προφανείς, αλλά ξέρεις πως όσα λέει είναι αυθεντικά. Ανεπιτήδευτα. Δεν τα διάβασε στο Αθηνόραμα, στην Athens Voice και τη Lifo, μεταφέροντάς τα τσάτρα-πάτρα… σπάζοντας τηλέφωνα. Προτιμώ λοιπόν να διαφωνώ με τον ανεπιτήδευτο, παρά να συμφωνώ με τον επιτηδευμένο.
Ας πούμε, ο Παπακωνσταντίνου δεν… ντρέπεται να πει πως νοσταλγεί και μάλιστα «πάρα πολύ» – κι ας έχουν φθάσει κάποιοι «προχωρημένοι» να θεωρούν τη νοσταλγία κάτι σαν αμάρτημα. Άνθρωποι στην επαρχία φαίνεται πως νοσταλγούν περισσότερο από εμάς του άστεως. Για να νοσταλγήσεις χρειάζεται κενός χρόνος, κανονικές συνθήκες (πίεσης-θερμοκρασίας), φυσικό τοπίο... Κυρίως χρειάζεται μία ηθελημένη μοναξιά (στο άστυ το παλεύεις, αλλά είναι δύσκολο να το καταφέρεις), μα και μια δύναμη να τοποθετείσαι έξω από το χρόνο, απορρίπτοντας ο,τιδήποτε περιττό που προστέθηκε στη διαδρομή… κι έτσι, σχεδόν γυμνός, ν’ ανοίγεις το θησαυροφυλάκιο της μνήμης. Και τι ανακάλυψε ο Παπακωνσταντίνου εκεί, στο δικό του μπαούλο; Τον Δεληκάρη, τον Σιδέρη, τη Βίκυ Λέανδρος, τους Olympians και τον Τόλη Βοσκόπουλο. Δε νοιώθει, όμως, υπερήφανος για τα μουσικά ακούσματα, των παιδικών ή εφηβικών του χρόνων. Όπως ο ίδιος λέει: «…τελικά, ό,τι ακούσματα και αν έχει κανείς από μικρός, όταν κάποια στιγμή στη ζωή του συναντήσει την πραγματική τέχνη, αν τη συναντήσει κι έχει την ευαισθησία και τις αισθήσεις να το αντιληφθεί, τότε δεν πρόκειται να το ξεχάσει. Έχει ένα μέτρο σύγκρισης για να ξεφύγει από τα σκουπίδια».
Νομίζω πως στο συγκεκριμένο θέμα ο Παπακωνσταντίνου αποφαίνεται ως επαρχιώτης (δεν την χρησιμοποιώ υποτιμητικώς τη λέξη, αλλά με το κοινωνικό της εκτόπισμα). Στην επαρχία –και το λέω τούτο επειδή έχω ζήσει στην επαρχία– πολλοί άνθρωποι σκέφτονται εντός κάποιων ορίων, με σαφείς συντεταγμένες. Δεν είναι τόσο ευέλικτοι, είναι συντηρητικοί και πολωμένοι (ανεξαρτήτως του τι ψηφίζουν, προφανώς), επειδή οι ρόλοι τους είναι πολύ συγκεκριμένοι στα ποικίλα δούναι και λαβείν και οι καταστάσεις που βιώνουν συνήθως μεσ’ τα πλαίσια (ο εκτός πλαισίων είναι δακτυλοδεικτούμενος). Στη μεγάλη πόλη, και στη μεγαλύτερη ακόμη περισσότερο, οι καταστάσεις είναι μπερδεμένες. Αυτό σε κάνει περισσότερο διαλλακτικό, σε οδηγεί να ψάχνεις τις τομές των πραγμάτων, αν θέλεις να πας πιο κάτω. Μπαίνοντας σε μία τέτοια διαδικασία σκέψης και δράσης, αρχίζεις να βάζεις… κρασί στο νερό σου (εγώ έτσι το βλέπω και όχι ανάποδα), αντιλαμβανόμενος καλύτερα τη ροή των πραγμάτων – το χθες, το σήμερα ή το αύριο. Ο χρόνος κυλάει με αδυσώπητο τρόπο και δεν έχεις κανένα περιθώριο για απώλειες. Μισό τραγούδι του Βοσκόπουλου, τρία/τέταρτα της Βίκυς, ένα των Olympians μπορείς να το εκτιμήσεις, να το αναγνωρίσεις και, γιατί όχι, να σου καλυτερεύσει τη ζωή. Καθότι, αν ακούσεις το καλύτερο τραγούδι του Άκη Πάνου, που όλως τυχαίως έχει ερμηνεύσει-απογειώσει ο Βοσκόπουλος, είναι σαν να περπατάς στις όχθες του Πηνειού, ακούγοντας τ’ αηδόνια. «Δε μου κάνει αίσθηση καμμία, αν θα φύγεις τούτη τη στιγμή…»

Η περίπτωση του Τάσου Φαληρέα (1940 ή ’41-2000) είναι αυτή για την οποία συζητώ. Του ανθρώπου που μπόρεσε (εντός του βασικά) να ενώσει τα ασύνδετα. Να εξαγωνίσει τα μουσικά του γούστα (ή περίπου γούστα) να καθίσει στο κέντρο βάρους τους και να τα χαζεύει. Rolling Stones, Bob Dylan, Διονύσης Σαββόπουλος, Raffaella Carrà, Τσιτσάνης, Άκης Πάνου… Υπάρχει στην τρέχουσα Lifo ένα δισέλιδο, γραμμένο από τον Σταύρο Διοσκουρίδη (λένε τη γνώμη τους και άλλοι), με αφορμή το βιβλίο «Χαριστική Βολή» [εκδ. Ιστός], που ανθολογεί κείμενα του Φαληρέα από διάφορα έντυπα (δεν το έχω διαβάσει). Ο Διοσκουρίδης δεν τα λέει και τόσο καλά και επ’ αυτών θα φιλολογήσω.
Το άρθρο επιγράφεται «όψεις ενός ρομαντικού της δισκογραφίας». Ρομαντικός κάποιος, που έπεισε τον Sol Rabinowitz (αφεντικό της ελληνικής CBS) να φέρει δύο φορές την Raffaella Carrà στην Ελλάδα το 1976-77 (μέχρι και με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα την είχε βάλει να παίξει στο παλαιό «Εκείνες κι Εγώ») και να ξεσκιστεί στο τάλιρο; Έλα Παναγία μου. Ο Φαληρέας ήταν πάνω απ’ όλα έμπορος. Καλός έμπορος. Και τίποτα μειωτικό δεν υπάρχει σ’ αυτό. Ας αφήσουμε κατά μέρος τους… ρομαντισμούς και άλλα τέτοια χαζοχαρούμενα. Αλλά και ο υπότιτλος του άρθρου «μπάζει». «Η ανθολογία των κειμένων του Τάσου Φαληρέα φέρνει πάλι στο φως το έργο και το πνεύμα του ανθρώπου που καθόρισε κι επηρέασε ολόκληρες γενιές μουσικών και μουσικόφιλων». Εγώ νομίζω πως ο Φαληρέας επηρέασε περισσότερο κάποιους από τους μουσικούς με τους οποίους συγχρωτιζόταν (όχι γενιές μουσικών) και ελαχίστως τις… γενιές των μουσικόφιλων. Οι μουσικόφιλοι επηρεάζονταν (χρησιμοποιώ παρελθοντικό χρόνο, επειδή δεν ξέρω, σήμερα, από ποιους επηρεάζονται οι έλληνες μουσικόφιλοι) στην πλειονότητά τους από πιο... ταπεινούς γραφιάδες. Εξάλλου, εξ όσων γνωρίζω, ο Φαληρέας δεν ασχολήθηκε με την εφηρμοσμένη δισκοκριτική, που είχε τα πρωτεία συνήθως (η δισκοκριτική), στη διαμόρφωση των ακουσμάτων, ούτε θυμάμαι να είχε στα seventies και τα eighties ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές εκπομπές (νομίζω πως ενόσω δούλευε σε εταιρείες αρνείτο να εμφανίζεται και ως μιντιακός μεσάζων). Ο Φαληρέας μπορεί να επηρέασε τον Σαββόπουλο (αν και ο ίδιος το είχε αρνηθεί) και τον Πορτοκάλογλου, ενδεχομένως και κάποια δημοσιογραφική ιντελιγκέντσια (ξέρω ’γω τον Χρήστο Βακαλόπουλο ή τον Κώστα Γιαννουλόπουλο), αλλά με τίποτα δεν είχε την επίδραση στις μάζες των μουσικόφιλων που είχε φερ’ ειπείν ο Αργύρης Ζήλος. Μη λέμε πράγματα που δεν ισχύουν.
Περαιτέρω, εκείνο που λέει ο Διοσκουρίδης πως ο Φαληρέας υπήρξε «ο ορισμός του πνεύματος της γενιάς των Ελλήνων beat» είναι υπερβολή, για να μην πω πως είναι εκτός τόπου και χρόνου. Ο «ορισμός του πνεύματος της γενιάς των Ελλήνων beat» μπορεί να ήταν ο ποιητής Σπύρος Μεϊμάρης ας πούμε, και όχι ο άνθρωπος που… πέταγε γιαούρτια όλη μέρα σε διάφορες φάτσες που δεν του άρεσαν (κατά τα δικά του λόγια). Ο τεντυμποϊσμός δεν έχει καμμία σχέση με το beat. Μόνο στην Ελλάδα ανακατεύονται όλα με όλα και στο τέλος δε μένει τίποτα όρθιο.
Πιο κάτω ο Διοσκουρίδης γράφει κάτι περί της «χαμένης γενιάς» του Φαληρέα, αναφερόμενος στη «γενιά που πάνω που ετοιμαζόταν να βγει, την τσάκισε η χούντα». Θα το ξαναπώ. Ασχοληθείτε με τις «κριτικές» και μη γράφετε για πράγματα που δεν κατέχετε. Προσέξτε τι είχε πει ο ίδιος ο Τάσος Φαληρέας σε μια συνέντευξή του στον Ήχο (τεύχος 243, 6/1993), τα bold γράμματα δικά μου: «Φυσικά είχα πάει στη συναυλία των Στόουνς (σ.σ. 17/4/1967) στον Παναθηναϊκό. Είχαμε πάει με τον Πουλικάκο. Εγώ φορούσα μια γούνα και αυτός διάφορα περίεργα πράγματα, και έτσι όπως βγήκαμε από τη συναυλία και είμαστε και λίγο μαστούρηδες, άρχισαν να μας ξεφωνίζουν. Εμείς κουβαλάγαμε πέτρες στις τσέπες μας γι’ αυτές τις περιπτώσεις και τις πετάγαμε σ’ αυτούς και αυτοί μας απαντούσαν. Είχαμε πάει και στην υποδοχή, στο αεροδρόμιο, όπου πλακωθήκαμε με την αστυνομία κ.λπ. Όταν έγινε η χούντα εμείς συνεχίσαμε με τον ίδιο ρυθμό, μόνο που τα πέντε άτομα που είμασταν η παρέα, είχαμε γίνει πεντακόσιοι». Κατά τα λεγόμενα του Φαληρέα λοιπόν η χούντα όχι μόνο δεν τσάκισε τη γενιά του, αλλά και την πολλαπλασίασε! Αυτή είναι η ουσία, όλα τα υπόλοιπα είναι φληναφήματα.
Ο Φαληρέας δεν ήταν κάποιος χαζός, που νόμιζε ότι πήγαινε κόντρα στη χούντα επειδή κάπνιζε μαύρο, διάβαζε Ginsberg (αν διάβαζε) και άκουγε ροκ. Ήξερε να κάνει σωστές διακρίσεις και αντιλαμβανόταν ποιοι ήταν εκείνοι που έκαναν πραγματική αντίσταση, θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια τους της ζωή. Όταν έγινε η «περίφημη σύλληψη» και φυλακίστηκε (με τον Πουλικάκο, τον Πολύτιμο και τον Μπαράκο) είδε τι συνέβαινε «μέσα». Όπως γράφει στην ίδια συνέντευξη στον Ήχο: «Καθίσαμε 27 μέρες στην Ασφάλεια και πεντέμιση μήνες στου Αβέρωφ. Εκεί είδαμε και τα βασανιστήρια και την Αριστερά.(…) Με την πολιτική δεν είχαμε καμμία σχέση. Όμως λυπόμασταν που τους βλέπαμε να τους δέρνουν. Και τους ποινικούς δέρνανε, αλλά εμείς υποτίθεται ότι είμαστε χαμένα κορμιά…». Τώρα, τι σχέση έχουν τα «χαμένα» κορμιά» του Φαληρέα, με τη «χαμένη γενιά» του Διοσκουρίδη νομίζω πως το αντιληφθήκατε. Απηυδισμένος από την άκρατη πολιτικοποίηση της Μεταπολίτευσης και την τροπή που έπαιρναν τα πράγματα όσον αφορούσε στην αντιστασιακή δράση επί επταετίας, ο Φαληρέας είχε τη ζούρλα να γράψει ένα κείμενο με τον απίθανο προβακατόρικο τίτλο «Πότε θα κάνει ξαστεριά. Καλύτερα ποτέ»… νοσταλγώντας κι αυτός τις εποχές που έτρωγε ξύλο στα κρατητήρια, σαν να ήταν αντιστασιακός, μαζί με το Θεοδωράκη και τον Κύρκο. (Το β μέρος του «Πότε θα κάνει ξαστεριά. Καλύτερα ποτέ» δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του ’88, στο προοίμιο του περιοδικού Δισκογραφία).
Πιο κάτω ο Διοσκουρίδης πετάει άλλη μία κοτρώνα ότι το δισκάδικο Pop 11 τάχα… «που διατηρούσε στην οδό Σκουφά o Φαληρέας θύμιζε όλα αυτές τις παράξενες ‘τρύπες’ με τα περίεργα όντα που έχουμε δει σε ταινίες όπως το High Fidelity». Το Pop Eleven εκείνης της (πρώτης) εποχής δεν είχε, και δεν θα μπορούσε να έχει, καμμία σχέση με τα δισκάδικα της δεκαετίας του ’80 και του ’90. Εννοώ πως η ψυχοδυναμική των ανθρώπων που ψώνιζαν σ’ αυτό το μαγαζί, το ’72 ας πούμε, απείχε παρασάγγας από τις γενιές των συλλεκταράδων, που δαπανούσαν απίστευτα ποσά για ν’ αποκτήσουν έναν original δίσκο των 13th Floor Elevators και αργότερα των Music Emporium. Τι σχέση έχουν τα «όντα» του ’72 με τα «όντα» του ’92; Οι μεν αγόραζαν δίσκους για τη μαγεία της ακρόασης, βασικά αδαείς και απληροφόρητοι, ενώ οι άλλοι είχαν μπει ήδη στο trip του συλλέκτη και στη λόξα του φετιχιστή, έχοντας κάνει την πληροφορία κορδόνι (μη μου πείτε για τις εξαιρέσεις).
Τέλος πάντων, υπάρχουν και άλλα που θα μπορούσα να θίξω στο άρθρο αλλά για την ώρα κουράστηκα…

16 σχόλια:

  1. Βρε συ ημουνα ΟΝ ΄οταν αγόραζα απο το Pop 11,δηλαδή το δισκάδικο της γειτονιάς μου,Love,Caravan και Grobschnitt το 1980 και δεν το ήξερα ?
    Γουστάρω.
    Περα απο τη πλάκα Φώντα δύσκολος ανθρωπος,γι αυτο και ηταν μόνο στο ταμείο και τραβάγανε το κουπί ο Αντρέας και ο Στάθης.
    Ωραίο post έκανες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ποια η σχέση των αδελφών φαληρέα,που έβγαζαν τα ρεμπέτικα; με τον φαληρέα που αναφέρεις;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ο Γρηγόρης και ο Τάσος Φαληρέας ήταν οι εταιρειάρχες Αφοί Φαληρέα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Θυμάμαι Φ.Ν. Σίγουρα έχω και δίσκους με τη φίρμα του μαγαζιού στο εξώφυλλο, αλλά μ’ ένα πρώτο ψάξιμο δεν μπόρεσα να τους βρω. Ήθελα να σκανάρω τη στάμπα και να τη ρίξω στην ανάρτηση… Κάποια στιγμή, όταν θα πέσει μπροστά μου κάποιος δίσκος, θα το κάνω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. το pop eleven είναι το δισκάδικο,που υπάρχει στα Χρώματα της Ίριδος του Παναγιωτόπουλου,όπου εμφανίζεται και ο Σαββόπουλος;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Α, αυτό δεν το θυμάμαι. Έχω να δω την ταινία 25 χρόνια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Θυμάμαι το πρώτο μαγαζί, στον όροφο στη Σκουφά. Είχα χτυπήσει τα άπαντα των Budgie, το πρώτο Sahara στη Pan, τα τρία πρώτα Ange, Le Orme, Banco... εκείνη η 3ετία 1978-1980 ήταν η χρυσή εποχή του Pop 11.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Είχα πρωτοπάει στο μαγαζί το καλοκαίρι του ’82. Θυμάμαι πως είχα πάρει μετά από ψηστήρι το “Mountains” των Steamhammer (κάποια στιγμή το έδωσα, γιατί τότε δεν μου πολυάρεσε, αλλά αργότερα το ξαναπήρα!) κι επειδή τους γνώριζα, από την ελληνική έκδοση της Music Box, ένα διπλό LP των East of Eden (στη γερμανική Nova) με τα δύο πρώτα τους (είχε μέσα και το “Jig-a-jig”). To ελληνικό “Snafu” που μου περίσσευε το είχα ανταλλάξει μ’ ένα φίλο. Αυτό το 2LP το έχω ακόμη, αλλά, αργότερα, αγόρασα και το original “Mercator Projected”, που το είχα βρει στο παζάρι σχεδόν τζάμπα.

    Κι αυτό. Το 1972-73 φίλος είχε αγοράσει από το Pop Eleven το δεύτερο των Out of Focus (original εννοείται). Στο μαγαζί δηλαδή, από τότε, εκτός από Doors, Dylan, Hendrix, Paul Butterfield και Zappa, έσκαγαν σε μικροποσότητες και πιο «σκοτεινά» άλμπουμ, που πιθανώς να έφταναν μέσω Ολλανδίας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Εγώ εκεί γύρω στο 78-79 βρήκα πίσω-πίσω σε ένα ράφι τα 3 πρώτα των socrates και τα πήρα.Ο φαληρέας με κοίταζε επιτιμητικά."Αυτά θα πάρεις"?Δεν πρέπει να τους τους πήγαινε .Ούτε και μένα μάλλον, που αν και μπαινόβγαινα τακτικά επειδή πήγαινα σχολείο εκεί κοντά, όλο κάτι προφανή αγόραζα -ten years after και τέτοια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Διαβάζοντας το σχόλιο αυτό, θυμήθηκα λίγες σειρές που έχει γράψει ο Αντώνης Τουρκογιώργης στο βιβλίο του "Το Συγκρότημα" (κυκλοφόρησε πριν 6-7 χρόνια) και αναφέρεται στο εν λόγω δισκάδικο. Το παραθέτω αυτούσιο και πιστεύω φίλε Γιώργο να σου λυθεί η όποια απορία :)



      Στην οδό Σκουφά στο Κολωνάκι υπήρχε ένα δισκάδικο, το «Pop 11», που ήταν πολύ trendy εκείνη την εποχή. Εκτός από δισκάδικο ήταν και κάτι σαν στέκι των μοδάτων της εποχής. Η δισκοθήκη του ήταν πολύ ενημερωμένη και ότι καινούριο κυκλοφορούσε σίγουρα θα το άκουγες πρώτα εκεί. Επίσης, όποιον μουσικό ήξερες κάποια μέρα σίγουρα θα τον έβλεπες εκεί. Υπήρχε όμως μια τάση πατρο¬ναρίσματος των πάντων εκεί μέσα και αυτό δεν μας άρεσε. Εμείς τό¬τε είμασταν πολύ αθώοι και οτιδήποτε δήθεν μας απωθούσε, χωρίς να ξέρουμε το γιατί και υπήρχε πολύ τέτοιο εκεί μέσα. Είμασταν οι μόνοι που δεν συχνάζαμε εκεί, οπότε δεν μας θεωρούσαν δικούς τους. Ακόμα και όταν είχαμε πολύ επιτυχημένους δίσκους στην αγορά, θα τους έβρισκες πολύ δύσκολα εκεί, γιατί ήταν πάντα στα πίσω ράφια. Εμείς και όλοι οι φίλοι μας μουσικοί συχνάζαμε σε ένα άλλο στέκι της πλατείας, το ζαχαροπλαστείο Νούφαρα, που σε λίγο καιρό μεταμορφώθηκε σε κάτι σαν καφενείο των μουσικών. Εκεί συναντιόμασταν όλοι και ρίχναμε το γέλιο της ζωής μας. Η οριστική ρήξη με το εν λόγω δισκάδικο, ήρθε, όταν γνωστός τρα¬γουδοποιός και κάποιοι από το «Pop 11» μας κάλεσαν, για να μας κάνουν το τραπέζι στο μπαράκι Number 1, για να μιλήσουμε και να γνωριστούμε καλύτερα! Κατά τη διάρκεια του γεύματος πετάγεται ο τραγουδοποιός και μας λέει:
      — Μάγκες, θα σας μάθω πώς να σκεφτόσαστε!...
      Τον κοιτάξαμε με απορία και ο Σπάθας του είπε τελείως αθώα:
      —Δεν κατάλαβα τι εννοείς, εμείς τι είμαστε, χαζοί; θα μας πεις εσύ τι θα κάνουμε;
      Επικράτησε αμηχανία από όλους και μετά από μεγάλη παύση ο τρα¬γουδοποιός απευθύνθηκε σε μένα:
      — θα σας διαλύσω το συγκρότημα, μου είπε.
      — Δηλαδή;
      — θα σας πάρω τον Σπάθα!
      — Πες του το και άμα θέλει!...
      — θέλεις Γιάννη να παίξεις με το συγκρότημα μου;
      — Αφού έχουμε δικό μας συγκρότημα, πώς θα γίνει αυτό;
      — Δηλαδή αρνείσαι την πρόταση μου;
      — Δεν γίνονται αυτά μεγάλε!...
      — Δηλαδή μου λες όχι (Υποτίθεται ότι ο τύπος «could not take no for an answer»!);
      Έπεσε πάλι σιωπή και αμηχανία και ο τραγουδοποιός σηκώθηκε και έφυγε, χωρίς να μας χαιρετήσει και χωρίς να πληρώσει! Μείναμε μόνοι με τους τύπους από το «Pop 11»:
      — Μα πώς του μιλήσατε έτσι; μας είπαν. Αν θέλει αυτός μπορεί να σας εξαφανίσει!
      — θα μας κ...ει τα αρχίδια! απάντησε ο Μπουκουβάλας!

      Διαγραφή
    2. Γλαφυρότατος :-) Πιστεύω ότι ο Τ.Φ. δεν τους "πήγαινε" τους socrates και καλλιτεχνικά. ΄΄Οτι ήταν ακατέργαστοι κλπ. Ωστόσο πιθανολογώ ότι μια τυχόν σύμπραξη σαββόπουλου- socrates με μέντορα το φαληρέα τότε, θα μας είχε δώσει κάτι πολύ καλό.

      Διαγραφή
  10. Ο Τάσος Φαληρέας από ένα σημείο και μετά (χονδρικώς μετά το ’75) διαχώρισε εντελώς τη θέση του από το ελληνικό ροκ. Ο τελευταίος τέτοιος δίσκος που ανακατεύτηκε ήταν το «Μεταφοραί-Εκδρομαί ο Μήτσος» του Πουλικάκου (βγήκε το ’76). Τους Φατμέ, ας πούμε, στο πρώτο άλμπουμ των οποίων είχε κάνει την παραγωγή, δεν τους έβλεπε ως ένα συγκρότημα του ελληνικού ροκ, αλλά του ελληνικού τραγουδιού γενικότερα (εξάλλου, έτσι έβλεπαν κι οι ίδιοι οι Φατμέ τον εαυτό τους). Αν κι αυτούς τούς άφησε αμέσως μετά.
    Να και δύο χαρακτηριστικές δηλώσεις του:

    «Το μεγαλύτερο ξύλο είχε πέσει όταν έφτιαξα δύο γκρουπ στη Λύρα. Τον Εξαδάκτυλο και τους Πελόμα Μποκιού. Εγώ από κάποιο σημείο και μετά, για διάφορους λόγους, και προσωπικούς, δεν πίστευα στον Πουλικάκο που ήταν με τον Εξαδάκτυλο. Έτσι έφτιαξα τους Πελόμα Μποκιού με τον Μπονάτσο. Αποτέλεσμα ήταν να παίξουνε ξύλο με τα παιδιά του Εξαδάκτυλου.
    Κάναμε κάποιους δίσκους και με τους μεν και με τους δε, αλλά δεν ήταν τίποτα, μαλακίες ήταν όλα αυτά… Ατελής και αφελής προσπάθεια να κάνουμε κάτι που γινόταν έξω. Δεν είχαμε καταφέρει να απαλλαγούμε από το σύνδρομο της εξωτερικής επιρροής».
    (Ήχος & Hi-Fi, τεύχος 242, 6/1993)

    «Στο ελληνικό ροκ δεν θα αναφερθώ γιατί δεν το δέχομαι σαν όρο. Ή το ροκ είναι ροκ ή όχι. Αξεπέραστοι γίγαντες με πήλινα πόδια αυτού του χώρου ο γλυκύτατος Πασχάλης Αρβανιτίδης και ο ροκ-καρατερίστας Δημήτρης Πουλικάκος».
    (Δισκογραφία, τεύχος 1, 3/1988)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. http://4.bp.blogspot.com/_ZplY4g4Lfw8/S6T7FkDfKHI/AAAAAAAAASM/R_bw_JO1Zzo/s1600/pop+11.jpg

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. ωραίο το ποστ σου και γνήσια όλα όσα γράφεις για τον Φαληρέα. Αυτή είναι και η αλήθεια. Δεν ξέρω αν παρέλειψες σκοπίμως να γράψεις, ότι ο μακαρίτης (πέθανε από ασθένεια στα νεφρά) ήταν πολύ δύσκολο, ιδιόρρυθμο, και ιδιότροπο άτομο, μέγας είρωνας, αλλαζόνας, προκλητικός, και καβγατζής κάποιες φορές. (ειδικά με όσους αυτός θεωρούσε κατώτερούς του). Προσωπικά δεν τον πήγαινα με τίποτε, κι εκείνος το ίδιο και χειρότερα εμένα. Ο αδελφός του ο Γρηγόρης ήταν μια απο τα ίδια προς το χειρότερο βέβαια,γιατί αν και έμοιαζε με τον ασχημούλη, μισοκαράφλα Τάσο, εν τούτοις εκείνος θεωρείτο τότε ωραίος, και με πλούσια μακριά μαλλιά. Ήταν δηλαδή κάτι σαν τον Barry Gibb σε σύγκριση με τον Maurice, ας πούμε. Ακου (διάβασε) και ένα δείγμα της συμπεριφοράς του Γρηγοροφαληρεα: Καλοκαίρι 1972 Μεσημέρι 14:00 περίπου στο υπόγειο της Σκουφά μιλάει με κάποιον νεαρό πελάτη από το Κολωνάκι. - Μα ο δίσκος αυτός δεν παίζει καθόλου καλά. - θα φταίει το πικάπ σου. - Μα τί λέτε τώρα έχω αγοράσει πρόσφατα τετραφωνικό. - Ωραία λοιπόν πάρε τον δίσκο και φύγε. δεν έχει τίποτε! Πάγαινε να τον παίξεις ξανά στο τετραφωνικό σου!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δεν παρέλειψα σκοπίμως τίποτα, αγαπητέ σχολιαστή. Τον Τάσο Φαληρέα δεν τον γνώρισα προσωπικώς. Τον είχα δει, βεβαίως, στο μαγαζί του, αλλά εκείνη την εποχή δεν μ’ ενδιέφεραν οι κουβέντες με «αγνώστους». Ψώνιζα, έφευγα…

      Για τον Τάσο Φαληρέα υπάρχει και αυτό…

      http://diskoryxeion.blogspot.gr/2012/10/blog-post_31.html

      Σ’ ευχαριστώ πάντως για το σχόλιο.

      Διαγραφή