Εντός των συνόρων η παραγωγή υπήρξε τεράστια· την παρακολούθησα στο μεγαλύτερο μέρος της. Δεν ξέρω τι λένε οι στατιστικές και για πια ακριβώς «κρίση» μιλάμε, όμως τα private pressings πληθαίνουν μέρα με τη μέρα. Άκουσα πολλά ενδιαφέροντα άλμπουμ (και από μικρές εταιρίες και από την Εταιρία Γενικών Εκδόσεων – οι πολυεθνικές σχεδόν εξαφανίστηκαν), αλλά επειδή είμαι πάντα του ολίγου και του συγκεκριμένου, εφαρμόζοντας αυστηρά κριτήρια, θα προτείνω μόνο 4 άλμπουμ από την εγχώρια παραγωγή, ως «εξαιρετικά δείγματα»· ως προτάσεις για το τώρα και το αύριο. Συμπτωματικώς και τα 4 αυτά άλμπουμ, μοιάζει να καλύπτουν συγκεκριμένες περιοχές. Τη μουσική (τη μουσική-μουσική εννοώ), το αγγλόφωνο τραγούδι, το pop ελληνόφωνο και το πολιτικό-κοινωνικό άσμα. Βεβαίως, δεν απαγορεύεται ένα τραγούδι να είναι και pop και πολιτικό-κοινωνικό· αλλά αυτό θα το κρίνει (και) το μέλλον, υποθέτω. Τα τρία από τα τέσσερα κείμενα τα έχετε ξαναδιαβάσει στο blog, αλλά για την ανάγκη της στιγμής τα δημοσιεύω πάλι. Το κείμενο για το άλμπουμ της Παναγιωτοπούλου, το αναρτώ, τώρα, για πρώτη φορά.
(Η σειρά των άλμπουμ δεν μπορεί παρά να είναι αλφαβητική).
ΜΑΝΩΛΗΣ ΓΑΛΙΑΤΣΟΣ: Οι Θάλασσες Των Μικρών Λάμψεων (Puzzlemusik)Αν δεχθούμε πως ο δημιουργός, ο συνθέτης εν προκειμένω, δεν παύει ποτέ να οραματίζεται το επέκεινα, τότε ο Μανώλης Γαλιάτσος ακολουθεί με ευλάβεια θρησκευτική αυτήν την εντολή. Ποιος ο τρόπος για να το επιτύχει; Η περιφρούρηση του «είναι». Το δίχτυ με τις ανεπαίσθητες οπές που απλώνει γύρω του, και το οποίο διαπερνά μόνον ο αέρας και το φως (ή το σκοτάδι). Ο Γαλιάτσος από την εποχή του «Ημερολόγιο: Largo», δύο χρόνια πριν, είναι επιβάτης προς έναν μοναχικό προορισμό. Επιχειρεί μέσα από αυστηρές διαδικασίες να προσεγγίσει τη Μουσική Τέχνη, μ’ έναν τρόπο που παραπέμπει σε μυστικό τάγμα. Σαν να έχει ανακαλύψει κομμάτι μιας αρχαίας γνώσης, συνθέτοντας και συνδέοντας ό,τι απομένει με προσπάθεια και κόπο. Το «κομμάτι» έχει τίτλο. Ονομάζεται «κάλλος». Έτσι, ο τρόπος για να συμπληρωθεί το ψηφιδωτό δεν μπορεί παρά να είναι ένας. Η γυμνή ομορφιά· εκείνη που εκλύει ο υψηλός ποιητικός λόγος. Έχουμε πλείστα όσα παραδείγματα μουσικών έργων, που επιχειρούν να σχετιστούν με την ποίηση με τρόπο... αποβουτυρωμένο. Πατώντας πάνω σε συνταγές ατμοσφαιρικών ήχων – τι τάχα νά’ναι αυτό; – και σε ποιητικίζουσες μανιέρες, επιχειρούν να περιγράψουν με τρόπον αφελή, εκείνο που δε λέγεται. Ο Γαλιάτσος εκκινεί από αλλού. Η βάση του είναι ο άνθρωπος· κυρίως ο εσωτερικός του κόσμος. Οι ήχοι του διερμηνεύουν ισχυρές και βαθύτατες συναισθηματικές εναλλαγές, οι οποίες ισορροπούν σε καταστάσεις πάθους· σχεδόν πυρετικού. Η Μουσική ως μήτρα και μοίρα μαζί συμπλέει με το αρχέγονο και το τελεολογικό. Ως η Τέχνη των Τεχνών, ως ένα αυτοδύναμο και κραταιό σύμπαν, δεν προαπαιτεί δίπλα της ούτε το λόγο, ούτε το κάδρο. Έτσι, κενή απτών μηνυμάτων, διατρέχει τον κοσμικό χώρο, για να συναντήσει τα συστατικά της ζωής και να θεωθεί δι’ αυτών. Οι «Θάλασσες Των Μικρών Λάμψεων» είναι ο επόμενος σταθμός...
LOLEK: Alone (Inner Ear)Άκουσα τον Lolek· το πρώτο κομμάτι τού “Alone”, που έχει τίτλο “Have you noticed?”. Είναι τόσο κοντά η τραγουδοποιία του προς εκείνην του Καταλανού Lluis Llach, που μ’ έκανε να τα χάσω. Δηλαδή το εξομολογούμαι. Αν δεν έβλεπα το πατρινό CD θα στοιχημάτιζα, όλος μέσα, πως ο Llach αποφάσισε, τώρα στα γεράματα, να κάνει το «αγγλικό» του άλμπουμ (ή μήπως το έχει κάνει ήδη;). Τέλος πάντων. Μη νομιστεί ότι αυτό το γράφω για να «θίξω» τον Lolek. Ποτέ. Όταν χρησιμοποιώ τέτοια σχήματα οι προθέσεις μου είναι ακριβώς οι αντίθετες. Κι αυτό γιατί τα παλαιά ονόματα τα χρησιμοποιώ με... φόβο και τρόμο. Έχω μεγαλώσει με τα τραγούδια του Καταλανού, κι έχω ακούσει από ’κείνον μερικές από τις ωραιότερες μπαλάντες που έφθασαν ποτέ στ’ αυτιά μου. Το ίδιο θέλω να ισχυριστώ και για τον Lolek· θα μου πάρει λίγο χρόνο. Κι έτσι πρέπει... Το άλμπουμ του είναι απίθανο. Κυριολεκτικώς. Τι πιθανότητες έχεις δηλαδή ν’ ακούσεις στην Ελλάδα σήμερα τέτοιου τύπου άσματα; Κι ακόμη – γιατί πάει ομού – τι πιθανότητες έχεις να δεις ένα νέον άνθρωπο να πίνει μόνος το ποτό του, ντυμένον τόσο συντηρητικά, στο Βάρσο, στην Κηφισιά (εκεί δεν είναι;). Γεννάται θέμα. Θα μπορέσει ο Lolek να διαχειριστεί αυτήν ακριβώς την εικόνα, που τον τοποθετεί αυτομάτως αλλού, ή θα τον φάνε οι... ύαινες (έστω και οι κουλτουριάρικες – και δεν εννοώ αναγκαστικώς τους συναδέλφους του); Δεν ξέρω. Νοιώθω όμως ότι τραγούδια όπως το “Have you noticed?”, το “I went to the beach alone”, το “Since I am a soldier”, το “River of diseases”, το “A valse of a true romance” ή το “Now cry!” – ποιο δεν μνημόνευσα, μήπως το καλύτερο; – θα μπορούσε ν’ αφορούν πολλούς. Να προσθέσω μόνον πως το mastering έγινε στα Sterling Studios της Νέας Υόρκης από τον Creg Calbi (εκεί είχε γίνει και του Θανάση Παπακωνσταντίνου για το «Σαμάνο»). Ξέρετε, τώρα, τι σημαίνει “Creg Calbi”... Κύριοι αποκαλύπτομαι. (Στο “Alone” εννοώ, όχι στον Lolek...).
ΔΑΝΑΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ: Homo Logotypus (Yafka)Το δεύτερο άλμπουμ της Δανάης Παναγιωτοπούλου μας υπενθυμίζει την πέτρινη παρουσία μιας τραγουδοποιού, που έρχεται από αλλού. Αρνούμενη οποιοδήποτε hip, οποιαδήποτε «βελτίωση» που θα μπορούσε να υποσκάψει το στόχο, η Παναγιωτοπούλου σκέφτεται και δρα καλλιτεχνικώς μέσα στο εγκλωβισμένο άστυ. Δεν την απασχολούν τα χάχανα και τα γέλια, αλλά ο τρόπος τού ν’ ακροβατείς και να κινείσαι ελεύθερα, όντας μέσα σ’ ένα αποπνικτικό περιβάλλον. Ο έρως, τα καθημερινά ζητήματα, η άνωθεν βία, η κάτωθεν βλακεία, και, από ’κει και πέρα, η… αποφορά και η απαξίωση ενός χαύνου ζην και φέρεσθαι, που συμβαίνει, όμως, με τρόπο καλλιτεχνικώς καταφανή. Ο στίχος, λοιπόν, που υπερβαίνει των υπολοίπων, πάντα τη βοηθεία των λιτών ενορχηστρώσεων (εξακολουθώ να νομίζω – σχεδόν όπως και στο προηγούμενο CD της – πως ακούω ένα καλοφτιαγμένο demo), οι μουσικές της, που «αναγκάζονται» να υιοθετήσουν τα ελεύθερα πλαίσια της jazz και των blues και, βεβαίως, οι ερμηνείες, οι οποίες μεταφέρουν τη σιγουριά μιας καλλιτέχνιδας, που μετράει το κάθε τι πριν οπλίσει το λόγο της.
Η Παναγιωτοπούλου έχει δρόμο να διανύσει. Δρόμο δύσβατο και διαλυμένο. Φαίνεται, δε, αποφασισμένη να τον πάει μέχρι τέρμα. Όταν γράφεις τραγούδια σαν τον «ίλιγγο» ή το «ψηφιδωτό», δεν γίνεται αλλιώς.
ΘΕΟΔΟΣΙΑ ΤΣΑΤΣΟΥ/ BABALOU: Α Γαπήσου (Live Alive Productions)Περίμενα καιρό, χρόνια, ένα γαμάτο άλμπουμ από τη Θεοδοσία Τσάτσου. Το έκανε. Το μαύρο «Α Γαπήσου» είναι σταθμός στην καριέρα της και σταθμός στην πρόσφατη ελληνική δισκογραφία εν γένει. Μένει ν’ αποδειχθεί βεβαίως· μα και να μην αποδειχθεί δε μου καίγεται καρφί. Το έργο θα παραμένει εκεί, στη θέση του, ανέπαφο, να το ανακαλύπτουν στον αιώνα τον άπαντα οι επόμενοι και οι επερχόμενοι. Η Τσάτσου, με όχημα τη μεγάλη της φωνή – δε θα μιλήσω για το performing ή την εμφάνισή της – οπλίζεται μ’ ένα σπάνιο δημιουργικό τσαμπουκά, στην απόπειρά της να κάνει το άλμα. Κάπως σαν «ή τώρα ή ποτέ» αποφασίζει να προκαλέσει με το σύνολο του έργου της, και κυρίως με το σύνολο των (τραγουδοποιητικών) δυνατοτήτων της· τα παίρνει όλα πάνω της. Αυτή η σιγουριά είναι ο καλύτερος σύμβουλος, για να την ανεβάσει στα ύψη. Γράφει όλες τις μουσικές, τους στίχους, ερμηνεύει, ενορχηστρώνει, κάνει παραγωγή, έχοντας δίπλα της μόνο τους καλούς της παίκτες. Και όχι μόνον πράττει όλα αυτά, αλλά, το κυριώτερο, ξεπερνά, αφήνοντας μίλια πίσω, πρόσφορες «γιαλατζί» καταστάσεις· κοινώς τρώμε τη σκόνη της. Blues, jazz, funk, techno, pop, μπαλάντα, παράδοση όλα υποκύπτουν στην αγριεμένη διάθεση της Τσάτσου, η οποία μπροστά στην ήσυχη και άτολμη λίμνη, προσγειώνεται με... διαστημικό λεωφορείο. Είμαι σίγουρος. Κάποιοι θ’ αρχίσουν να κολλάνε. Μπουζούκια, υπερβολές, «εγώ», «κάτι θέλει να πει»... τα συνήθη μισόλογα, όσων αδυνατούν να δουν το όλον. Εμείς, που ακούσαμε στα νιάτα μας Ηδύλη Τσαλίκη και Λένα Πλάτωνος, διαμορφώνοντας «σύμβολα» για τον τρόπο που η γυναικεία φύση αντιπαρέρχεται το εγχώριο... πατριαρχικό τραγούδι, βρισκόμαστε στην αναπάντεχη θέση (μετά χαράς) να τα ξηλώσουμε. Στην κορυφή χωράει μία...
Κ.ΒΗΤΑ "Ο ναυαγοσώστης" (Lyra).
Περισσότερα για την "Ένωση" στο μέλλον.
Καλή χρονιά.
Απρόσμενο άκουσμα. Δανειζόμενοι παραδοσιακές μελωδίες, μέσα από κλασικές βιβλιογραφικές πηγές, οι Spiro παρουσιάζουν μία δική τους avant-αδόρικη εκδοχή, που, ως τέτοια, δεν μοιάζει να είναι ούτε rock, ούτε jazz, ούτε folk. Βεβαίως, θα μπορούσε κάποιος να συγκρίνει τη διάθεσή τους για ανατροπή – και μόνον αυτή – με εκείνη συγκροτήματων όπως οι άγνωστοι
Εντάξει η «αναφορά» είναι σαφής – το “Flood: [coming of a] great quantity of water” των Raining Pleasure... ακόμη και στα χρώματα – όμως αυτό δεν λέει κάτι αναγκαστικώς. Ή, μάλλον, λέει. Πως δεν υπάρχει πια κανένας λόγος να ψάχνεις στην αλλοδαπή, για να εντοπίσεις την... πατρίδα τέτοιων ακουσμάτων, αφού ήδη από την εποχή των Yellow Pages και των Art of Parties, τότε στις αρχές του ’80, η αγγλόφωνη, ελληνική κιθαριστική (ή λιγότερο) pop, έχει να επιδείξει έργο. Έργο σοβαρό, όπως εκείνο που παρέδωσαν οι Jaywalkers, οι Groove Machine, οι Common Sense, οι Kissamatic Lovebubbles, οι Raining Pleasure του “Flood” και τώρα οι νέοι φευγάτοι, “open air”, έλληνες «ποπίστες»
Το συγκρότημα
Δεν υπάρχουν πολλά ελληνικά συγκροτήματα που να εμφανίζουν 15ετή ιστορία, έχοντας ηχογραφήσει τέσσερα ολοκληρωμένα άλμπουμ. Οι
O θαυμασμός των
Η αφηγηματικότητα ορισμένων θεμάτων του Γιάννη Βεσλεμέ, άλλως
Οι
Μετατοπίζομαι, για τη συνέχεια, στο neo-folk περιβάλλον, εξετάζοντας μία ακόμη... θρησκευτική έκδοση της αθηναϊκής 
Να το επιμερίσω γιατί, αλλιώς, θα χαθούμε. Βρίσκω συμβατή με την ιστορία της, με το «γυναικείο» τραγούδι που διακονεί, σχεδόν μια 30ετία τώρα, την
Το 1965, μόλις στα 17 του, ηχογραφρεί κιόλας ως μέλος του
Που έγκειται αυτός; Κατ’ αρχήν στη φωνή της Elsie, που θυμίζει το ηχόχρωμα (ως πιο γνωστό) της Nico! Εύπλαστη, αλλά «ξερή» φωνή, σαν να βγαίνει από το βάθος του τούνελ. Έπειτα, στο ακορντεόν της, όργανο συνδεδεμένο με την κεντροευρωπαϊκή παράδοση, που, εδώ, αποκτά τέλειες τζαζικές διαστάσεις. Τρίτον, στην επιλογή του ρεπερτορίου. Ελλείψει άλλου, το τρίο δεν εμποδίζεται να αναμετρηθεί με τα standards των Billie Holiday, Frank Sinatra, Ella Fitzgerald, The Mills Brothers, Bessie Smith, δίνοντας την δική του άποψη στις κλασικές αξίες. Τέταρτον, στο «αίσθημα», το οποίο θα μπορούσε να συγκριθεί με την σημερινή και παντοτινή εστέτ προσέγγιση της ECM!
Στην πράξη οι Elements φαίνεται να το διασκεδάζουν, να τη βρίσκουν για πάρτη τους όπως λέμε, αδιαφορώντας για μόδες, τάσεις ή αναβιώσεις. Τους αρέσει το στακάτο, χορευτικό, σκληρούλι, rock n’ roll. Εκείνο που «σοουλίζει», όχι επικινδύνως, αλλά πάντως με γνώση των δυναμικών του χώρου, που εξακολουθεί να βλέπει στα chorus φωνητικά και τις αρμονίες την... απαλή μαυρότητά του, που συνεχίζει να ποντάρει στη κλιμακούμενη ένταση (καθώς εξελίσσονται οι συνθέσεις), δείχνοντας πως πάντα θα υπάρχει χώρος (στο είδος), ώστε να σκάνε ωραία τραγούδια. Και ναι, το
Ας πούμε λοιπόν από την αρχή πως το τελευταίο τους άλμπουμ
Προσπεράστε το «σχολικό» εξώφυλλο (στην πραγματικότητα ο καλλιτέχνης είχε παραδώσει άλλο concept, το οποίο αγνοήθηκε) και σταθείτε για λίγο, ή περισσότερο, στις μελωδίες του One St. Stephen, στους ιδιαίτερους στίχους (με αναφορές στον Poe, αλλά και σε πιο σκληρά ανθρώπινα θέματα), και βεβαίως στις ερμηνείες του που άλλοτε προσεγγίζουν το στυλ του Jim Morrison (
Στην περίπτωση του
Το ότι κάποιος γράφει μόνος του τα τραγούδια του, παίζει κιθάρες, μπάσο, προγραμματίζει, ενορχηστρώνει, κάνοντας ηχοληψία και μίξη δείχνει οπωσδήποτε άνθρωπο του χώρου, που εμπιστεύεται τις δικές του δυνάμεις. Ο
Κλασική περίπτωση «ελληνικού ethnic» – η ταμπέλα δεν αρέσει, αλλά είναι χρήσιμη – ο
Ακόμη και στο δελτίο Τύπου του άλμπουμ
Είναι γνωστή – και άρα αμέσως αναγνωρίσιμη – η φινέτσα των τραγουδιών της
Οι
Την «εύκολη λύση» επιλέγουν οι
Δεν μπορώ να καταλάβω – ή, μάλλον, κάνω πως δεν καταλαβαίνω – ποιος ήταν ο λόγος εκείνος που «ανάγκασε» το
Τα τραγούδια του
Υπάρχουν ο Μάλαμας και ο Λοΐζος πίσω από τα τραγούδια του
Με βρίσκει σύμφωνο η επανεκτέλεση λαϊκών τραγουδιών των... δευτεραθλητών του είδους, με τον τρόπο τουλάχιστον που το επιχειρεί, δημοσιογραφικώς, ο Κώστας Μπαλαχούτης. Προϋπάρχει η σχετική έρευνα, εντοπίζονται 12-15 άσματα, «κλείνονται» οι νεώτεροι ερμηνευτές και η... ζωή κυλάει. Το
Ο Νίκος Γούναρης δεν αντιγράφεται. Ούτε προσεγγίζεται. Ούτε ακολουθείται. (Δύναμαι να εξηγήσω – αλλά δεν είναι της ώρας – γιατί μπορεί, τουλάχιστον, ν’ «ακολουθείται» ο Καζαντζίδης, αλλά όχι και ο Γούναρης). Ο
Έχω την αίσθηση πως ο