Οι απόψεις που εξέφρασα πριν από λίγο καιρό (την 20/5, δες ή ξαναδές εδώ http://is.gd/bRQrcL) για την ταινία του Νίκου Νικολαΐδη «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα…» κάποιους ενόχλησαν. Αναμενόμενο. Έγινε εξάλλου ο σχετικός διάλογος, προστέθηκαν 105 σχόλια (δημοσιεύτηκαν άπαντα), και το θέμα έκλεισε. Όχι, όμως, για μένα… Όφειλα και οφείλω μιαν απάντηση σ’ έναν γκεμπελίσκο, ο οποίος – ως γνήσιος απόγονος του «μάγου» της διαστρέβλωσης και της συκοφαντίας – ασέλγησε επί των γραφομένων, διαπράττοντας ολοφάνερα αδικήματα εις βάρος μου· και επί των οποίων (αδικημάτων) επιφυλάσσομαι.
Ο γκεμπελίσκος ξεκινά μειώνοντάς με τάχα επειδή σε κάποια παλαιότερη αντιπαράθεσή μας στο γνωστό ρηθέν «κάποιου του έδειχναν το φεγγάρι κι εκείνος κοίταζε το δάκτυλο» εγώ πήρα το μέρος του «κάποιου» (του κνίτη, του ηλίθιου, δεν έχει σημασία), και τούτο επειδή δεν μου αρέσουν οι ρετσέτες και τα ιδεολογήματα της συμφοράς. Αρνούμαι δηλαδή να αναπαράγω βλακείες κι εξυπνάδες, μειώνοντας τους συνομιλητές μου. Προτιμώ, απλώς, να τους αντιμετωπίζω με επιχειρήματα. Ο γκεμπελίσκος με μέμφθηκε γι’ αυτό, γράφοντας μάλιστα… πώς ένας τύπος σαν κι εμένα, που λέει κάτι τέτοιο, δεν είναι δυνατόν να ασχολείται με τον Νικολαΐδη. Ωιμέ, απαντώ, και προχωρώ.
Ο γκεμπελίσκος με κατηγορεί επειδή έγραψα ότι γίνεται ντόρος σε σχέση με το αφιέρωμα στον Νικολαΐδη, πράγμα το οποίο θεώρησε μειωτικό για τους διοργανωτές (ή δεν ξέρω εγώ για ποιους άλλους) επειδή τάχα δεν ανέφερα την αιτία. Μιλάμε για πλήρη διαστρέβλωση των γραφομένων μου. Συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Ανέφερα τα περί προβολών, συναυλιών και εκθέσεων, παραπέμποντας μάλιστα και σε site της εφημερίδας Το Βήμα, για πληρέστερη ενημέρωση. Ο λόγος, εξάλλου, για τον οποίον έγραψα εγώ το κείμενο δεν ήταν ούτε για να γλύψω τους διοργανωτές, ούτε όσους θα πήγαιναν να παρακολουθήσουν τις εκδηλώσεις, αλλά για να πω τη γνώμη μου για τα «Κουρέλια…». Παρά ταύτα δεν απέκρυψα το θέμα των εκδηλώσεων. Τούτο, φάνηκε να αποκρύβεται μόνο για τον άνοα γκεμπελίσκο. Για τα υπονοούμενα περί Ντούτσε κ.λπ. ξαναλέω πως επιφυλάσσομαι.
Ο γκεμπελίσκος αναφέρει ότι λέω «παπαριές» σε σχέση με τα «Κουρέλια…», ισχυριζόμενος ότι έχω περάσει από την ΚΝΕ (κι ας το αρνούμαι, λέει, σε κάποιον παλαιότερό μας διάλογο). Κι ότι ως Κνίτης (τέως, νυν – δεν έχει σημασία) ηθικολογώ και χρησιμοποιώ πουριτανική επιχειρηματολογία. Στα θέματα αυτά, περί ΚΝΕ δηλαδή, δεν πρόκειται ν’ απαντήσω, γιατί είναι γελοία. (Σιγά, μην καταθέσω και πιστοποιητικό φρονημάτων στον γκεμπελίσκο). Οι φίλοι μου και όχι μόνον αυτοί ξέρουν που ανήκω πολιτικώς, τι ψηφίζω, τι έχω ψηφίσει στο παρελθόν και ποια είναι η γνώμη μου για την ΚΝΕ, και για την κάθε ΚΝΕ. Δε θα κάτσω να συζητώ τέτοια ζητήματα με αποβλακωμένους, που τα έχουν όλα κουβάρι στο κεφάλι τους.
Ο γκεμπελίσκος, δε, νομίζει πως εμένα με ενόχλησαν ο βιασμός κι οι φόνοι, έτσι στο ξεκάρφωτο. Όπως έγραψα και στην ανάρτηση, αλλά και στα σχόλια εκατό φορές, το πρόβλημά μου δεν ήταν αυτές καθ’ αυτές οι έκνομες (κινηματογραφημένες) πράξεις, αλλά η σύνδεσή τους με το rock n’ roll (και με τον φουκαρά τον Perry Como).
Για μένα, και να μην το πάμε πάλι από την αρχή, ο μακαρίτης ο Νικολαΐδης είχε παντελή άγνοια της ιστορίας του rock n’ roll (και του rock), αλλά και του ρόλου του ως κοινωνικού φαινομένου (πρώτα κοινωνικού και μετά αισθητικού), όπως και των θεμάτων που σχετίζονταν με αυτό, πράγμα που φαίνεται ξεκάθαρα στα «Κουρέλια…». Μόνον κάποιος που δεν έχει υπ’ όψιν του το rock στην ολότητά του και δεν το έχει μελετήσει σε όλες τις παραμέτρους του, μόνον αυτός θα συνδύαζε το rock, έτσι αχαρακτήριστα, με βιασμούς κι εγκλήματα. Φυσικά, αυτό δε σημαίνει πως όλοι οι ροκάδες ήταν παιδιά του κατηχητικού – αφήνω το γεγονός πως πολλοί ήταν και παιδιά του κατηχητικού, έχει ακούσει ο γκεμπελίσκος τίποτα περί xian rock; –, αλλά από ’κει και μέχρι το σημείο να ισχυρίζονται κάποιοι πως το rock συμβαδίζει με την παραβατική συμπεριφορά υπάρχει χάος. Πρόκειται απλώς για μία επικίνδυνη γελοιότητα. Και «επικίνδυνη» και «γελοιότητα».
Έτσι λοιπόν ο γκεμπελίσκος, μη έχοντας τίποτα ουσιαστικό να προτείνει, απλώς με ειρωνεύεται. Ότι είδα την ταινία τρεις φορές και ότι, τάχα, δεν κατάλαβα τίποτα. Να είναι σίγουρος πως κατάλαβα πολλά, στοχεύοντας διάνα. Όπως κατάλαβε κι εκείνος. Απλώς, καταλάβαμε διαφορετικά πράγματα. Εγώ, εξάλλου, ποτέ δεν βλέπω ταινίες τρώγοντας ποπκόρν και πίνοντας κοκακόλες… Με ειρωνεύεται, περαιτέρω, ο γκεμπελίσκος επειδή έγραψα πως τα σενάρια του Νικολαΐδη ήταν υποτυπώδη, αναφέροντας μάλιστα (ο… πολύξερος) κάτι μπούρδες περί Φώσκολου, Γιαλαμά-Πρετεντέρη και ό,τι άλλο του κατέβει. Για μένα το σενάριο των «Κουρελιών» ήταν υποτυπώδες. Τι να κάνουμε τώρα; (Και για να δώσω ένα παράδειγμα σεναρίου ελληνικής ταινίας, που δεν ήταν υποτυπώδες – ήταν ακριβώς το αντίθετο – και δεν το είχε γράψει ο… Φώσκολος, θ’ αναγκαστώ να ξανα-αναφέρω τη «Φωτογραφία» του Νίκου Παπατάκη). Κι όχι απλώς ήταν υποτυπώδες το σενάριο του Νικολαΐδη, αλλά και με εντελώς προκάτ χαρακτήρες· σχεδόν καρικατούρες. Μιλώ για τα «Κουρέλια…», δεν μ’ ενδιαφέρει να γενικεύσω. Εμένα, οι αντιδράσεις των πρωταγωνιστών μου προξενούσαν γέλιο· δεν μπορούσα να τους πάρω σοβαρά. Τους έπερνα στα σοβαρά, μόνον όταν άρχιζαν να σκοτώνουν και να βιάζουν αψυχολόγητα. Έχω το δικαίωμα, λοιπόν, να λέω τη γνώμη μου; Έχω το δικαίωμα να λέω πως οι χαρακτήρες δεν με πείθουν; Δεν το έχω, κατά τον γκεμπελίσκο. Κατ’ αυτόν μου ταιριάζει ξεκατίνιασμα και κανιβαλισμός. Από «κατίνες» και «κανιβάλους» έχει γεμίσει ο τόπος εξάλλου.
Κατόπιν ο γκεμπελίσκος παραθέτει αποσπάσματα λόγων του Νικολαΐδη, από κάποιο βιβλίο του Αιγόκερου στα οποία υποτίθεται πως φαίνεται η ιδεολογική συγκρότηση των «Κουρελιών…». Εκεί, λοιπόν, στα αποσπάσματα, διαβάζεις ασυναρτησίες του στυλ «Ναι, ακούω μια πεθαμένη μουσική που τελείωσε με την 'Γκλεντόρα' του Πέρι Κόμο, μια καθώς πρέπει ηχητική εκτέλεση του ρυθμού που προμήνυε τη βιομηχανοποίησή του, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '50. Το πνεύμα του ροκ εντ ρολ όμως διαπέρασε τον Γαλλικό Μάη και εξαϋλώθηκε στα λευκά κελιά. Κι όταν το λέω αυτό, όλοι με κοιτάνε περίεργα και ρωτάνε: τι εννοείς;». Ανάθεμα κι αν καταλαβαίνεις τι θέλει να πει ο μακαρίτης (ελπίζω να μετέφερε σωστά τα λόγια του ο γκεμπελίσκος). «Ηχητική εκτέλεση του ρυθμού» και τρίχες κατσαρές (αυτά δεν είναι καν ελληνικά). Για ποια βιομηχανοποίηση (του rock n’ roll;) στα τέλη του ’50 μιλάει ο Νικολαΐδης; Δεν είμαστε καλά. Στα τέλη του ’50 ουσιαστικά δεν υπήρχε rock n’ roll, είχε αντικατασταθεί αυτό από τραγουδιστές τύπου Frankie Avalon, Bobby Rydell, Paul Anka και τέτοια. Όπως έγραφε και ο Peter Guralnick: «Όταν η γλυκανάλατη περίοδος του τέλους των fifties και των αρχών των sixties μας περικύκλωσε, όλοι μας απαγγείλαμε τη μπαγιάτικη πια λιτανεία: ο Elvis στο στρατό, o Buddy Holly νεκρός, o Little Richard κληρικός, o Jerry Lee Lewis δυσφημισμένος και ο Chuck Berry στη φυλακή». (Από το “Feel Like Going Home”, εκδ. Omnibus, London 1971, παρατίθεται και στο βιβλίο "Από το Μπλουζ στο Ροκ" των Νταίηβιντ Χατς - Στήβεν Μίλγουωρντ των εκδ. Πρίσμα). Τo «κενό» λοιπόν, που παρουσίαστηκε στο rock από τα late fifties μέχρι το 1963 θα το καλύψουν μονομιάς οι Beatles. Λέει κοτσάνες ο Νικολαΐδης, όταν εντοπίζει το πνεύμα του rock n’ roll στο Μάη, αγνοώντας τους Beatles και την υπόλοιπη βρετανική σκηνή. Κι αυτό με τα «λευκά κελιά» είναι τελείως «κοτρόνα». Είναι σοβαρό να λέμε πως σήμανε το θάνατο του rock n’ roll το Γερμανικό Φθινόπωρο; Άμα είναι έτσι τότε να πούμε πως και το «ελληνικό ροκ» έφθασε στο τέλος του, όταν παραδόθηκε ο Κουφοντίνας. Τι ανοησίες είναι αυτές; Φυσικό ήταν, λοιπόν, ακούγοντας κάποιοι όλα αυτά τα κουλουβάχατα να ρωτούν το σκηνοθέτη «τι εννοείς;». Ο γκεμπελίσκος όντας άσχετος με το rock (αγνοούσε, όπως μας έδειξε παλαιότερα, πως ο Tom Waits διασκευάζει και τραγούδια άλλων, και πως ο Captain Beefheart ξεπατίκωνε το blues του Chicago, όταν ξεκίνησε) μάς παρουσιάζει το rock μανιφέστο του Νικολαΐδη, που είναι γεμάτο… σκάγια. Άσε μη σκίζεσαι, καταλάβαμε. Όσον αφορά τα άλλα περί «Κύπρου» και τα λοιπά, γιατί μας τα λέει; Για να μας αποδείξει ότι ο Νικολαΐδης ήταν πολιτικοποιημένος; Εγώ δεν ξέρω τι ήταν ο Νικολαΐδης το ’59. Εγώ βλέπω ό,τι βλέπω, γράφοντας για τα «Κουρέλια…».
Όταν εγώ έγραψα αυτά περί «γενιάς» δεν τα έβγαλα από το κεφάλι μου, αλλά ακούγοντας τον ίδιον το σκηνοθέτη να τα λέει στη συνέντευξή του στο Σολδάτο. Ο γκεμπελίσκος επεμβαίνει κατά τον συνήθη τρόπο, υποστηρίζοντας πως ο σκηνοθέτης όταν μιλάει για γενιά εννοεί μία συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων και όχι όλη τη γενιά του ’50! Αγνοεί δηλαδή τα λόγια του Νικολαΐδη «τα Κουρέλια είναι μια ταινία πάνω στη γενιά του ’50» και αντί γι’ αυτά (τα λόγια) προσθέτει τις δικές του εικασίες. Μάλιστα, για να υποστηρίξει τη θέση του παρεμβάλει και τα λόγια του σκηνοθέτη, τα οποία λένε: «Ταινίες κάνω πρώτα για τον εαυτό μου, τους συνεργάτες μου, τους 10 φίλους μου». Άλλο όμως αυτό. Τα λόγια του σκηνοθέτη αφορούν σε ποιους απευθύνονται οι ταινίες του (στον ίδιον, στους συνεργάτες του, στους δέκα φίλους του) και όχι ποιο είναι το θέμα τους (η γενιά του ’50). Ο γκεμπελίσκος δεν μπορεί να χωρίσει ούτε δυο γαϊδουριών άχυρα.
Παρακάτω ο γκεμπελίσκος αποδεικνύει ότι έχει άγρια μεσάνυχτα περί των κοινωνικών θεμάτων, όταν με ρωτά αν θεωρώ πως η γενιά του ’50 ήταν μια γενιά που πίστευε στην πολιτική. Φυσικά και πίστευε στην πολιτική η γενιά του ’50. Θέλει κι ερώτημα; Και τι σχέση έχουν οι «τεντυμπόιδες», που αποτελούσαν μία απόλυτη μειοψηφία νέων, κυρίως των αστικών κέντρων; Εδώ, οι «τεντυμπόιδες» ήταν σχεδόν απαρατήρητοι στη Βρετανία στα τέλη των 50s. Γράφει χαρακτηριστικά ο George Melly στο κλασικό “Revolt Into Style” [εκδ. Allen Lane/ The Penguin Press, London 1970]: «Ήταν μια μικρή μειοψηφία, ένα γεγονός που δύσκολα θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό στις σωστές του διαστάσεις από τις εφημερίδες της περιόδου που έτειναν, όπως πάντα, να φουσκώνουν ένα φαινόμενο με τέτοιο τρόπο ώστε να υπονοείται ότι ήταν πανταχού». Δηλαδή, για να καταλάβω. Οι «τεντυμπόιδες» χαρακτήριζαν τη γενιά του ’50 στην Ελλάδα (στα late 50s εν πάση περιπτώσει) και όχι τα παιδιά των εργατικών οικογενειών, που δεν είχαν ακούσει τίποτα περί rock n’ roll και την έβγαζαν άλλα με Καζαντζίδη και άλλα με… νιάου-νιάου βρε γατούλα; Δεν είμαστε καθόλου καλά.
Και γιατί πετάγεται ο γκεμπελίσκος από τα late fifties, που είναι το θέμα μας, στους «γιεγιέδες» και τους «μαλλιάδες», που ανήκουν στις επόμενες δεκαετίες; Για να μου πει πως στην ελληνική νεολαία δεν υπήρχαν μόνο Λαμπράκηδες, κουκουέδες και λαϊκά παιδιά που πίστευαν στην πολιτική, αλλά και γιεγιέδες. Όπως έχουμε ξαναγράψει όμως μαλλιάζοντας τη γλώσσα μας (κι εγώ και άλλοι πριν από ’μένα), οι γιεγιέδες ήταν τα χαϊδεμένα παιδιά της χούντας. Όταν η... ψυχεδελική νεολαία έκανε... αντίσταση, χορεύοντας με τους MGC στις Αποκριές της Πλάκας, κάποιοι άλλοι – που μπορεί να μην είχαν ουδεμία σχέση με το rock –, βρίσκονταν στα κρατητήρια της χούντας και βασανίζονταν. Ή, ακόμη χειρότερα, άφηναν τη πνοή τους στο Πολυτεχνείο ή αλλού. Γκεμπελίσκε είσαι επικίνδυνα ανιστόρητος και λες κοτσάνες.
Ο γκεμπελίσκος λέει περαιτέρω βλακείες όταν ισχυρίζεται πως στις αρχές της Μεταπολίτευσης ο κάθε πικραμένος πούλαγε αριστεριλίκι φτιάχνοντας ταινίες με αντάρτες. Έφτιαχνε ταινίες με αντάρτες ο Φέρρης, ο Σφήκας, ο Παναγιωτόπουλος, ο Ρεντζής, ο Θέος, ο Αλευράς, ο Θωμόπουλος; Δεν είμαστε καλά. Και τι είχε, εκ των προτέρων, η «πολιτικοποίηση», την οποία μέμφεται ο αδαής; Δεν κατάλαβα; Ο «Θίασος» (1975), που είναι μια καθαρή πολιτική ταινία (και με αντάρτες), είναι ένα από τα αριστουργήματα του ελληνικού σινεμά. Δεν του αρέσει του γκεμπελίσκου μας; Δεν πειράζει. Θα τον βάζουμε να βλέπει τα «Κουρέλια…» εμπλοκή μέχρι να σιχαθεί τον… μεγάλο ροκεντρολά Perry Como.
Όσον αφορά στα λόγια του Νικολαΐδη, που μας παραθέτει ο αδαής «Με ‘Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα’ και τη ‘Γλυκιά Συμμορία’, τις οποίες θεωρώ ταινίες πολιτικής και αισθητικής παρέμβασης, αποκάλυψα τις υπόγειες σήραγγες που ενώνουν τα συμφέροντα της Αριστεράς και της Δεξιάς, και βέβαια ο χρόνος με δικαίωσε», καλύτερα να μην σχολιάσω. Κατά τον γκεμπελίσκο η Αριστερά (εγώ θα έλεγα όσοι επέλεξαν να σκέφτονται, φτύνοντας τα αναμασήματα) θα πρέπει να χάβει τις βλακείες που βλέπει και ακούει, καθώς, όταν λέει τη γνώμη της, γίνεται «ελεεινή» ή «κατ’ όνομα Αριστερά». Έτσι, κατά τον γκεμπελίσκο, εμείς (όσοι) που έχουμε άλλη γνώμη για τα «Κουρέλια…», που δεν νιώσαμε καμία «αποκάλυψη» και κανένα «δέος» όταν τα πρωτοείδαμε εκεί στα 80s, που δε φάγαμε τη φόλα της ψωρο-επανάστασης από τα πάνω, του κυνισμού και της βλακείας είμαστε πνευματικά παιδιά του… Δημήτρη Δανίκα και του Χαρίλαου Φλωράκη. Μιλάμε για απίστευτες γελοιότητες. Ένα εντελώς αποχαυνωμένο ανακάτεμα προσώπων και εννοιών, χωρίς αρχή και τέλος.
Η απαγωγή, ο βιασμός και οι δύο φόνοι στο φιλμ (όχι «ένας» όπως ισχυρίζεται ο γκεμπελίσκος), είναι πολύ βασικά στοιχεία της μυθοπλασίας και δεν μπορεί κανείς να τα παραβλέψει. Από ’κει όμως και έως του σημείου να μιλάμε για χαρακτηρολογία και για ήρωες «εμβληματικούς» (νάτη πάλι και η λέξη της Κουτσής Μαρίας) υπάρχει απόσταση, για να μην πω χάος. Η δε αυτοκτονία, στο τέλος του «αναχωρητή» δολοφόνου για μένα είναι παντελώς αστεία. Καλά, και ο Ιούδας αυτοκτόνησε, όταν πρόδωσε το Χριστό, αλλά εκεί το… σενάριο ήταν όσο να’ναι πιο δεμένο. Μη μιλάμε, τώρα, για «συμβολισμούς», γιατί εκεί που έφτυσε ο Ταρκόφσκι, δυστυχώς, δεν ξαναφύτρωσε τίποτα.
Όταν έγραψα ότι δεν είμαι συντηρητικός θεατής, εννοούσα πως δεν απορρίπτω εξ αρχής κάποιο κινηματογραφικό είδος. Αντιμετωπίζω δηλαδή με την ίδια σοβαρότητα (όταν το κρίνω) μια κωμωδία, ένα αστυνομικό, μια ταινία «Τέχνης» (όπως συνηθίσαμε να τις λέμε) ή ένα θρίλερ. Ο γκεμπελίσκος για να μου τη βγει λέει πως εκείνος είναι συντηρητικός θεατής, επειδή θέλει οι χαρακτήρες των ταινιών που παρακολουθεί να μην είναι διεκπεραιωτικοί. Όπως του Νικολαΐδη δηλαδή… Και ότι δεν γουστάρει τα σπλάτερ, με τους βιασμούς και τα εγκλήματα, επειδή απ’ αυτά (τους βιασμούς και τα εγκλήματα) μπορεί να παίρνει αφορμή ο πρωταγωνιστής και να επιδίδεται σε ωμότητες (να ξεντεριάζει τους κακούς). Μιλάμε για σκέψη συγκλονιστική. Εδώ, σκίζω και τον… Ρολάν Μπαρτ.
Δεν ξέρω αν υπάρχουν άλλες ταινίες που να συνέδεσαν το rock n’ roll με βιασμούς κι εγκλήματα πριν από τα «Κουρέλια…» – υπάρχουν, κάτι b-movies με «αγγέλους της κολάσεως» και τα συναφή –, αλλά, πάντως, αυτή δεν ήταν η «Ζούγκλα του Μαυροπίνακα» που αναφέρει ο γκεμπελίσκος. Εγώ δε θυμάμαι τον Vic Morrow ούτε να σκοτώνει, ούτε να βιάζει (διαψεύστε με, αν κάνω λάθος). Κι εν πάση περιπτώσει – κάτι που ισχύει και για την περίπτωση του Νικολαΐδη – αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, εκεί όπου συμβαίνει, δεν ευθύνεται το rock n’ roll γι’ αυτό, αλλά η βλακεία που δέρνει τα μυαλά ορισμένων. Και το ότι υπήρξαν rockers που παρανόμησαν ή μπήκαν φυλακή ακόμη και για βιασμούς ή φόνους, αυτό δε λέει τίποτα. Το ίδιο συμβαίνει και με παπάδες, μπετατζήδες, καντηλανάφτες και νεκροθάφτες. Δεν ενοχοποιείται το rock n’ roll γι’ αυτό. Δεν είναι το rock n’ roll o προθάλαμος της βίας και της ασυδοσίας. Αυτά τα υποστηρίζουν μόνον οι άσχετοι και οι «σε εντεταλμένη υπηρεσία». Ο rocker δεν είναι χουλιγκάνος. Δεν υπάρχει κανένας κώδικας rock δεοντολογίας, που να το επιβάλει. Κλείνοντας την εμετική επίθεση προς το άτομό μου ο γκεμπελίσκος μάς χαρίζει ένα κείμενο του Νικολαΐδη, εκεί όπου ο μακαρίτης σκηνοθέτης τα χώνει σε όσους του ασκούσαν κριτική, αποκαλώντας τους «πολιτικοποιημένους ημιμαθείς», ανθρώπους «χωρίς χιούμορ», και ασχέτους με τον κινηματογράφο. Δεν ξέρω οι άλλοι, αλλά εγώ πάντως στη σκηνή με τον Τζούμα και τη Γιόλα Αναγνωστοπούλου ξεράθηκα στα γέλια…
ΥΓ 1. Δεν μου αρέσει η εσωστρέφεια. Υπάρχουν δεκάδες θέματα στη σειρά, που περιμένουν να ανεβούν στο blog και δεν ενδιαφέρομαι να κινούμαι γύρω από τον εαυτό μου. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν επιθυμώ να εμπλακώ σε κανένα διάλογο με τον συγκεκριμένο τύπο· από τη στιγμή μάλιστα που διατηρεί στο μπλογκ του τους εμετικούς χαρακτηρισμούς και τις συκοφαντίες προς το άτομό μου, δίνοντας παραλλήλως χώρο σε ανάλογα σχόλια λεκτικού τραμπουκισμού, προερχόμενα από τους, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, σχολιαστές του. Αν αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να συζητήσουν με επιχειρήματα και όχι με ύβρεις, προσβολές, συκοφαντίες και «ξεκατινισμούς», ας το πράξουν. Έως τότε επιφυλάσσομαι για οτιδήποτε, που θα μπορούσε να προστατεύσει την αξιοπρέπειά μου.
ΥΓ 2. Δεν είμαι σίγουρος αν πρέπει να δεχθώ σχόλια γι’ αυτή την ανάρτηση. Κι αυτό γιατί αφορά σ’ ένα θέμα προσωπικό, παρότι εμπλέκονται και ευρύτερες καταστάσεις. Αν υπάρξουν σχόλια, που μπορεί να οδηγήσουν την κουβέντα αλλού – σε τριτεύοντα ζητήματα – δεν θα τα δημοσιεύσω. Θέλω να διατηρήσω ψηλά το επίπεδο του blog, δίχως ύβρεις και λεκτικούς προπηλακισμούς.
Ο γκεμπελίσκος ξεκινά μειώνοντάς με τάχα επειδή σε κάποια παλαιότερη αντιπαράθεσή μας στο γνωστό ρηθέν «κάποιου του έδειχναν το φεγγάρι κι εκείνος κοίταζε το δάκτυλο» εγώ πήρα το μέρος του «κάποιου» (του κνίτη, του ηλίθιου, δεν έχει σημασία), και τούτο επειδή δεν μου αρέσουν οι ρετσέτες και τα ιδεολογήματα της συμφοράς. Αρνούμαι δηλαδή να αναπαράγω βλακείες κι εξυπνάδες, μειώνοντας τους συνομιλητές μου. Προτιμώ, απλώς, να τους αντιμετωπίζω με επιχειρήματα. Ο γκεμπελίσκος με μέμφθηκε γι’ αυτό, γράφοντας μάλιστα… πώς ένας τύπος σαν κι εμένα, που λέει κάτι τέτοιο, δεν είναι δυνατόν να ασχολείται με τον Νικολαΐδη. Ωιμέ, απαντώ, και προχωρώ.
Ο γκεμπελίσκος με κατηγορεί επειδή έγραψα ότι γίνεται ντόρος σε σχέση με το αφιέρωμα στον Νικολαΐδη, πράγμα το οποίο θεώρησε μειωτικό για τους διοργανωτές (ή δεν ξέρω εγώ για ποιους άλλους) επειδή τάχα δεν ανέφερα την αιτία. Μιλάμε για πλήρη διαστρέβλωση των γραφομένων μου. Συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Ανέφερα τα περί προβολών, συναυλιών και εκθέσεων, παραπέμποντας μάλιστα και σε site της εφημερίδας Το Βήμα, για πληρέστερη ενημέρωση. Ο λόγος, εξάλλου, για τον οποίον έγραψα εγώ το κείμενο δεν ήταν ούτε για να γλύψω τους διοργανωτές, ούτε όσους θα πήγαιναν να παρακολουθήσουν τις εκδηλώσεις, αλλά για να πω τη γνώμη μου για τα «Κουρέλια…». Παρά ταύτα δεν απέκρυψα το θέμα των εκδηλώσεων. Τούτο, φάνηκε να αποκρύβεται μόνο για τον άνοα γκεμπελίσκο. Για τα υπονοούμενα περί Ντούτσε κ.λπ. ξαναλέω πως επιφυλάσσομαι.
Ο γκεμπελίσκος αναφέρει ότι λέω «παπαριές» σε σχέση με τα «Κουρέλια…», ισχυριζόμενος ότι έχω περάσει από την ΚΝΕ (κι ας το αρνούμαι, λέει, σε κάποιον παλαιότερό μας διάλογο). Κι ότι ως Κνίτης (τέως, νυν – δεν έχει σημασία) ηθικολογώ και χρησιμοποιώ πουριτανική επιχειρηματολογία. Στα θέματα αυτά, περί ΚΝΕ δηλαδή, δεν πρόκειται ν’ απαντήσω, γιατί είναι γελοία. (Σιγά, μην καταθέσω και πιστοποιητικό φρονημάτων στον γκεμπελίσκο). Οι φίλοι μου και όχι μόνον αυτοί ξέρουν που ανήκω πολιτικώς, τι ψηφίζω, τι έχω ψηφίσει στο παρελθόν και ποια είναι η γνώμη μου για την ΚΝΕ, και για την κάθε ΚΝΕ. Δε θα κάτσω να συζητώ τέτοια ζητήματα με αποβλακωμένους, που τα έχουν όλα κουβάρι στο κεφάλι τους.
Ο γκεμπελίσκος, δε, νομίζει πως εμένα με ενόχλησαν ο βιασμός κι οι φόνοι, έτσι στο ξεκάρφωτο. Όπως έγραψα και στην ανάρτηση, αλλά και στα σχόλια εκατό φορές, το πρόβλημά μου δεν ήταν αυτές καθ’ αυτές οι έκνομες (κινηματογραφημένες) πράξεις, αλλά η σύνδεσή τους με το rock n’ roll (και με τον φουκαρά τον Perry Como).
Για μένα, και να μην το πάμε πάλι από την αρχή, ο μακαρίτης ο Νικολαΐδης είχε παντελή άγνοια της ιστορίας του rock n’ roll (και του rock), αλλά και του ρόλου του ως κοινωνικού φαινομένου (πρώτα κοινωνικού και μετά αισθητικού), όπως και των θεμάτων που σχετίζονταν με αυτό, πράγμα που φαίνεται ξεκάθαρα στα «Κουρέλια…». Μόνον κάποιος που δεν έχει υπ’ όψιν του το rock στην ολότητά του και δεν το έχει μελετήσει σε όλες τις παραμέτρους του, μόνον αυτός θα συνδύαζε το rock, έτσι αχαρακτήριστα, με βιασμούς κι εγκλήματα. Φυσικά, αυτό δε σημαίνει πως όλοι οι ροκάδες ήταν παιδιά του κατηχητικού – αφήνω το γεγονός πως πολλοί ήταν και παιδιά του κατηχητικού, έχει ακούσει ο γκεμπελίσκος τίποτα περί xian rock; –, αλλά από ’κει και μέχρι το σημείο να ισχυρίζονται κάποιοι πως το rock συμβαδίζει με την παραβατική συμπεριφορά υπάρχει χάος. Πρόκειται απλώς για μία επικίνδυνη γελοιότητα. Και «επικίνδυνη» και «γελοιότητα».
Έτσι λοιπόν ο γκεμπελίσκος, μη έχοντας τίποτα ουσιαστικό να προτείνει, απλώς με ειρωνεύεται. Ότι είδα την ταινία τρεις φορές και ότι, τάχα, δεν κατάλαβα τίποτα. Να είναι σίγουρος πως κατάλαβα πολλά, στοχεύοντας διάνα. Όπως κατάλαβε κι εκείνος. Απλώς, καταλάβαμε διαφορετικά πράγματα. Εγώ, εξάλλου, ποτέ δεν βλέπω ταινίες τρώγοντας ποπκόρν και πίνοντας κοκακόλες… Με ειρωνεύεται, περαιτέρω, ο γκεμπελίσκος επειδή έγραψα πως τα σενάρια του Νικολαΐδη ήταν υποτυπώδη, αναφέροντας μάλιστα (ο… πολύξερος) κάτι μπούρδες περί Φώσκολου, Γιαλαμά-Πρετεντέρη και ό,τι άλλο του κατέβει. Για μένα το σενάριο των «Κουρελιών» ήταν υποτυπώδες. Τι να κάνουμε τώρα; (Και για να δώσω ένα παράδειγμα σεναρίου ελληνικής ταινίας, που δεν ήταν υποτυπώδες – ήταν ακριβώς το αντίθετο – και δεν το είχε γράψει ο… Φώσκολος, θ’ αναγκαστώ να ξανα-αναφέρω τη «Φωτογραφία» του Νίκου Παπατάκη). Κι όχι απλώς ήταν υποτυπώδες το σενάριο του Νικολαΐδη, αλλά και με εντελώς προκάτ χαρακτήρες· σχεδόν καρικατούρες. Μιλώ για τα «Κουρέλια…», δεν μ’ ενδιαφέρει να γενικεύσω. Εμένα, οι αντιδράσεις των πρωταγωνιστών μου προξενούσαν γέλιο· δεν μπορούσα να τους πάρω σοβαρά. Τους έπερνα στα σοβαρά, μόνον όταν άρχιζαν να σκοτώνουν και να βιάζουν αψυχολόγητα. Έχω το δικαίωμα, λοιπόν, να λέω τη γνώμη μου; Έχω το δικαίωμα να λέω πως οι χαρακτήρες δεν με πείθουν; Δεν το έχω, κατά τον γκεμπελίσκο. Κατ’ αυτόν μου ταιριάζει ξεκατίνιασμα και κανιβαλισμός. Από «κατίνες» και «κανιβάλους» έχει γεμίσει ο τόπος εξάλλου.
Κατόπιν ο γκεμπελίσκος παραθέτει αποσπάσματα λόγων του Νικολαΐδη, από κάποιο βιβλίο του Αιγόκερου στα οποία υποτίθεται πως φαίνεται η ιδεολογική συγκρότηση των «Κουρελιών…». Εκεί, λοιπόν, στα αποσπάσματα, διαβάζεις ασυναρτησίες του στυλ «Ναι, ακούω μια πεθαμένη μουσική που τελείωσε με την 'Γκλεντόρα' του Πέρι Κόμο, μια καθώς πρέπει ηχητική εκτέλεση του ρυθμού που προμήνυε τη βιομηχανοποίησή του, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '50. Το πνεύμα του ροκ εντ ρολ όμως διαπέρασε τον Γαλλικό Μάη και εξαϋλώθηκε στα λευκά κελιά. Κι όταν το λέω αυτό, όλοι με κοιτάνε περίεργα και ρωτάνε: τι εννοείς;». Ανάθεμα κι αν καταλαβαίνεις τι θέλει να πει ο μακαρίτης (ελπίζω να μετέφερε σωστά τα λόγια του ο γκεμπελίσκος). «Ηχητική εκτέλεση του ρυθμού» και τρίχες κατσαρές (αυτά δεν είναι καν ελληνικά). Για ποια βιομηχανοποίηση (του rock n’ roll;) στα τέλη του ’50 μιλάει ο Νικολαΐδης; Δεν είμαστε καλά. Στα τέλη του ’50 ουσιαστικά δεν υπήρχε rock n’ roll, είχε αντικατασταθεί αυτό από τραγουδιστές τύπου Frankie Avalon, Bobby Rydell, Paul Anka και τέτοια. Όπως έγραφε και ο Peter Guralnick: «Όταν η γλυκανάλατη περίοδος του τέλους των fifties και των αρχών των sixties μας περικύκλωσε, όλοι μας απαγγείλαμε τη μπαγιάτικη πια λιτανεία: ο Elvis στο στρατό, o Buddy Holly νεκρός, o Little Richard κληρικός, o Jerry Lee Lewis δυσφημισμένος και ο Chuck Berry στη φυλακή». (Από το “Feel Like Going Home”, εκδ. Omnibus, London 1971, παρατίθεται και στο βιβλίο "Από το Μπλουζ στο Ροκ" των Νταίηβιντ Χατς - Στήβεν Μίλγουωρντ των εκδ. Πρίσμα). Τo «κενό» λοιπόν, που παρουσίαστηκε στο rock από τα late fifties μέχρι το 1963 θα το καλύψουν μονομιάς οι Beatles. Λέει κοτσάνες ο Νικολαΐδης, όταν εντοπίζει το πνεύμα του rock n’ roll στο Μάη, αγνοώντας τους Beatles και την υπόλοιπη βρετανική σκηνή. Κι αυτό με τα «λευκά κελιά» είναι τελείως «κοτρόνα». Είναι σοβαρό να λέμε πως σήμανε το θάνατο του rock n’ roll το Γερμανικό Φθινόπωρο; Άμα είναι έτσι τότε να πούμε πως και το «ελληνικό ροκ» έφθασε στο τέλος του, όταν παραδόθηκε ο Κουφοντίνας. Τι ανοησίες είναι αυτές; Φυσικό ήταν, λοιπόν, ακούγοντας κάποιοι όλα αυτά τα κουλουβάχατα να ρωτούν το σκηνοθέτη «τι εννοείς;». Ο γκεμπελίσκος όντας άσχετος με το rock (αγνοούσε, όπως μας έδειξε παλαιότερα, πως ο Tom Waits διασκευάζει και τραγούδια άλλων, και πως ο Captain Beefheart ξεπατίκωνε το blues του Chicago, όταν ξεκίνησε) μάς παρουσιάζει το rock μανιφέστο του Νικολαΐδη, που είναι γεμάτο… σκάγια. Άσε μη σκίζεσαι, καταλάβαμε. Όσον αφορά τα άλλα περί «Κύπρου» και τα λοιπά, γιατί μας τα λέει; Για να μας αποδείξει ότι ο Νικολαΐδης ήταν πολιτικοποιημένος; Εγώ δεν ξέρω τι ήταν ο Νικολαΐδης το ’59. Εγώ βλέπω ό,τι βλέπω, γράφοντας για τα «Κουρέλια…».
Όταν εγώ έγραψα αυτά περί «γενιάς» δεν τα έβγαλα από το κεφάλι μου, αλλά ακούγοντας τον ίδιον το σκηνοθέτη να τα λέει στη συνέντευξή του στο Σολδάτο. Ο γκεμπελίσκος επεμβαίνει κατά τον συνήθη τρόπο, υποστηρίζοντας πως ο σκηνοθέτης όταν μιλάει για γενιά εννοεί μία συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων και όχι όλη τη γενιά του ’50! Αγνοεί δηλαδή τα λόγια του Νικολαΐδη «τα Κουρέλια είναι μια ταινία πάνω στη γενιά του ’50» και αντί γι’ αυτά (τα λόγια) προσθέτει τις δικές του εικασίες. Μάλιστα, για να υποστηρίξει τη θέση του παρεμβάλει και τα λόγια του σκηνοθέτη, τα οποία λένε: «Ταινίες κάνω πρώτα για τον εαυτό μου, τους συνεργάτες μου, τους 10 φίλους μου». Άλλο όμως αυτό. Τα λόγια του σκηνοθέτη αφορούν σε ποιους απευθύνονται οι ταινίες του (στον ίδιον, στους συνεργάτες του, στους δέκα φίλους του) και όχι ποιο είναι το θέμα τους (η γενιά του ’50). Ο γκεμπελίσκος δεν μπορεί να χωρίσει ούτε δυο γαϊδουριών άχυρα.
Παρακάτω ο γκεμπελίσκος αποδεικνύει ότι έχει άγρια μεσάνυχτα περί των κοινωνικών θεμάτων, όταν με ρωτά αν θεωρώ πως η γενιά του ’50 ήταν μια γενιά που πίστευε στην πολιτική. Φυσικά και πίστευε στην πολιτική η γενιά του ’50. Θέλει κι ερώτημα; Και τι σχέση έχουν οι «τεντυμπόιδες», που αποτελούσαν μία απόλυτη μειοψηφία νέων, κυρίως των αστικών κέντρων; Εδώ, οι «τεντυμπόιδες» ήταν σχεδόν απαρατήρητοι στη Βρετανία στα τέλη των 50s. Γράφει χαρακτηριστικά ο George Melly στο κλασικό “Revolt Into Style” [εκδ. Allen Lane/ The Penguin Press, London 1970]: «Ήταν μια μικρή μειοψηφία, ένα γεγονός που δύσκολα θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό στις σωστές του διαστάσεις από τις εφημερίδες της περιόδου που έτειναν, όπως πάντα, να φουσκώνουν ένα φαινόμενο με τέτοιο τρόπο ώστε να υπονοείται ότι ήταν πανταχού». Δηλαδή, για να καταλάβω. Οι «τεντυμπόιδες» χαρακτήριζαν τη γενιά του ’50 στην Ελλάδα (στα late 50s εν πάση περιπτώσει) και όχι τα παιδιά των εργατικών οικογενειών, που δεν είχαν ακούσει τίποτα περί rock n’ roll και την έβγαζαν άλλα με Καζαντζίδη και άλλα με… νιάου-νιάου βρε γατούλα; Δεν είμαστε καθόλου καλά.
Και γιατί πετάγεται ο γκεμπελίσκος από τα late fifties, που είναι το θέμα μας, στους «γιεγιέδες» και τους «μαλλιάδες», που ανήκουν στις επόμενες δεκαετίες; Για να μου πει πως στην ελληνική νεολαία δεν υπήρχαν μόνο Λαμπράκηδες, κουκουέδες και λαϊκά παιδιά που πίστευαν στην πολιτική, αλλά και γιεγιέδες. Όπως έχουμε ξαναγράψει όμως μαλλιάζοντας τη γλώσσα μας (κι εγώ και άλλοι πριν από ’μένα), οι γιεγιέδες ήταν τα χαϊδεμένα παιδιά της χούντας. Όταν η... ψυχεδελική νεολαία έκανε... αντίσταση, χορεύοντας με τους MGC στις Αποκριές της Πλάκας, κάποιοι άλλοι – που μπορεί να μην είχαν ουδεμία σχέση με το rock –, βρίσκονταν στα κρατητήρια της χούντας και βασανίζονταν. Ή, ακόμη χειρότερα, άφηναν τη πνοή τους στο Πολυτεχνείο ή αλλού. Γκεμπελίσκε είσαι επικίνδυνα ανιστόρητος και λες κοτσάνες.
Ο γκεμπελίσκος λέει περαιτέρω βλακείες όταν ισχυρίζεται πως στις αρχές της Μεταπολίτευσης ο κάθε πικραμένος πούλαγε αριστεριλίκι φτιάχνοντας ταινίες με αντάρτες. Έφτιαχνε ταινίες με αντάρτες ο Φέρρης, ο Σφήκας, ο Παναγιωτόπουλος, ο Ρεντζής, ο Θέος, ο Αλευράς, ο Θωμόπουλος; Δεν είμαστε καλά. Και τι είχε, εκ των προτέρων, η «πολιτικοποίηση», την οποία μέμφεται ο αδαής; Δεν κατάλαβα; Ο «Θίασος» (1975), που είναι μια καθαρή πολιτική ταινία (και με αντάρτες), είναι ένα από τα αριστουργήματα του ελληνικού σινεμά. Δεν του αρέσει του γκεμπελίσκου μας; Δεν πειράζει. Θα τον βάζουμε να βλέπει τα «Κουρέλια…» εμπλοκή μέχρι να σιχαθεί τον… μεγάλο ροκεντρολά Perry Como.
Όσον αφορά στα λόγια του Νικολαΐδη, που μας παραθέτει ο αδαής «Με ‘Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα’ και τη ‘Γλυκιά Συμμορία’, τις οποίες θεωρώ ταινίες πολιτικής και αισθητικής παρέμβασης, αποκάλυψα τις υπόγειες σήραγγες που ενώνουν τα συμφέροντα της Αριστεράς και της Δεξιάς, και βέβαια ο χρόνος με δικαίωσε», καλύτερα να μην σχολιάσω. Κατά τον γκεμπελίσκο η Αριστερά (εγώ θα έλεγα όσοι επέλεξαν να σκέφτονται, φτύνοντας τα αναμασήματα) θα πρέπει να χάβει τις βλακείες που βλέπει και ακούει, καθώς, όταν λέει τη γνώμη της, γίνεται «ελεεινή» ή «κατ’ όνομα Αριστερά». Έτσι, κατά τον γκεμπελίσκο, εμείς (όσοι) που έχουμε άλλη γνώμη για τα «Κουρέλια…», που δεν νιώσαμε καμία «αποκάλυψη» και κανένα «δέος» όταν τα πρωτοείδαμε εκεί στα 80s, που δε φάγαμε τη φόλα της ψωρο-επανάστασης από τα πάνω, του κυνισμού και της βλακείας είμαστε πνευματικά παιδιά του… Δημήτρη Δανίκα και του Χαρίλαου Φλωράκη. Μιλάμε για απίστευτες γελοιότητες. Ένα εντελώς αποχαυνωμένο ανακάτεμα προσώπων και εννοιών, χωρίς αρχή και τέλος.
Η απαγωγή, ο βιασμός και οι δύο φόνοι στο φιλμ (όχι «ένας» όπως ισχυρίζεται ο γκεμπελίσκος), είναι πολύ βασικά στοιχεία της μυθοπλασίας και δεν μπορεί κανείς να τα παραβλέψει. Από ’κει όμως και έως του σημείου να μιλάμε για χαρακτηρολογία και για ήρωες «εμβληματικούς» (νάτη πάλι και η λέξη της Κουτσής Μαρίας) υπάρχει απόσταση, για να μην πω χάος. Η δε αυτοκτονία, στο τέλος του «αναχωρητή» δολοφόνου για μένα είναι παντελώς αστεία. Καλά, και ο Ιούδας αυτοκτόνησε, όταν πρόδωσε το Χριστό, αλλά εκεί το… σενάριο ήταν όσο να’ναι πιο δεμένο. Μη μιλάμε, τώρα, για «συμβολισμούς», γιατί εκεί που έφτυσε ο Ταρκόφσκι, δυστυχώς, δεν ξαναφύτρωσε τίποτα.
Όταν έγραψα ότι δεν είμαι συντηρητικός θεατής, εννοούσα πως δεν απορρίπτω εξ αρχής κάποιο κινηματογραφικό είδος. Αντιμετωπίζω δηλαδή με την ίδια σοβαρότητα (όταν το κρίνω) μια κωμωδία, ένα αστυνομικό, μια ταινία «Τέχνης» (όπως συνηθίσαμε να τις λέμε) ή ένα θρίλερ. Ο γκεμπελίσκος για να μου τη βγει λέει πως εκείνος είναι συντηρητικός θεατής, επειδή θέλει οι χαρακτήρες των ταινιών που παρακολουθεί να μην είναι διεκπεραιωτικοί. Όπως του Νικολαΐδη δηλαδή… Και ότι δεν γουστάρει τα σπλάτερ, με τους βιασμούς και τα εγκλήματα, επειδή απ’ αυτά (τους βιασμούς και τα εγκλήματα) μπορεί να παίρνει αφορμή ο πρωταγωνιστής και να επιδίδεται σε ωμότητες (να ξεντεριάζει τους κακούς). Μιλάμε για σκέψη συγκλονιστική. Εδώ, σκίζω και τον… Ρολάν Μπαρτ.
Δεν ξέρω αν υπάρχουν άλλες ταινίες που να συνέδεσαν το rock n’ roll με βιασμούς κι εγκλήματα πριν από τα «Κουρέλια…» – υπάρχουν, κάτι b-movies με «αγγέλους της κολάσεως» και τα συναφή –, αλλά, πάντως, αυτή δεν ήταν η «Ζούγκλα του Μαυροπίνακα» που αναφέρει ο γκεμπελίσκος. Εγώ δε θυμάμαι τον Vic Morrow ούτε να σκοτώνει, ούτε να βιάζει (διαψεύστε με, αν κάνω λάθος). Κι εν πάση περιπτώσει – κάτι που ισχύει και για την περίπτωση του Νικολαΐδη – αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, εκεί όπου συμβαίνει, δεν ευθύνεται το rock n’ roll γι’ αυτό, αλλά η βλακεία που δέρνει τα μυαλά ορισμένων. Και το ότι υπήρξαν rockers που παρανόμησαν ή μπήκαν φυλακή ακόμη και για βιασμούς ή φόνους, αυτό δε λέει τίποτα. Το ίδιο συμβαίνει και με παπάδες, μπετατζήδες, καντηλανάφτες και νεκροθάφτες. Δεν ενοχοποιείται το rock n’ roll γι’ αυτό. Δεν είναι το rock n’ roll o προθάλαμος της βίας και της ασυδοσίας. Αυτά τα υποστηρίζουν μόνον οι άσχετοι και οι «σε εντεταλμένη υπηρεσία». Ο rocker δεν είναι χουλιγκάνος. Δεν υπάρχει κανένας κώδικας rock δεοντολογίας, που να το επιβάλει. Κλείνοντας την εμετική επίθεση προς το άτομό μου ο γκεμπελίσκος μάς χαρίζει ένα κείμενο του Νικολαΐδη, εκεί όπου ο μακαρίτης σκηνοθέτης τα χώνει σε όσους του ασκούσαν κριτική, αποκαλώντας τους «πολιτικοποιημένους ημιμαθείς», ανθρώπους «χωρίς χιούμορ», και ασχέτους με τον κινηματογράφο. Δεν ξέρω οι άλλοι, αλλά εγώ πάντως στη σκηνή με τον Τζούμα και τη Γιόλα Αναγνωστοπούλου ξεράθηκα στα γέλια…
ΥΓ 1. Δεν μου αρέσει η εσωστρέφεια. Υπάρχουν δεκάδες θέματα στη σειρά, που περιμένουν να ανεβούν στο blog και δεν ενδιαφέρομαι να κινούμαι γύρω από τον εαυτό μου. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν επιθυμώ να εμπλακώ σε κανένα διάλογο με τον συγκεκριμένο τύπο· από τη στιγμή μάλιστα που διατηρεί στο μπλογκ του τους εμετικούς χαρακτηρισμούς και τις συκοφαντίες προς το άτομό μου, δίνοντας παραλλήλως χώρο σε ανάλογα σχόλια λεκτικού τραμπουκισμού, προερχόμενα από τους, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, σχολιαστές του. Αν αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να συζητήσουν με επιχειρήματα και όχι με ύβρεις, προσβολές, συκοφαντίες και «ξεκατινισμούς», ας το πράξουν. Έως τότε επιφυλάσσομαι για οτιδήποτε, που θα μπορούσε να προστατεύσει την αξιοπρέπειά μου.
ΥΓ 2. Δεν είμαι σίγουρος αν πρέπει να δεχθώ σχόλια γι’ αυτή την ανάρτηση. Κι αυτό γιατί αφορά σ’ ένα θέμα προσωπικό, παρότι εμπλέκονται και ευρύτερες καταστάσεις. Αν υπάρξουν σχόλια, που μπορεί να οδηγήσουν την κουβέντα αλλού – σε τριτεύοντα ζητήματα – δεν θα τα δημοσιεύσω. Θέλω να διατηρήσω ψηλά το επίπεδο του blog, δίχως ύβρεις και λεκτικούς προπηλακισμούς.
fwnta kati eipe kai sto radio aftos o motor, to ema8es?
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνας φίλος, ο N.K., χθες το απόγευμα μου έστειλε το link της εκπομπής. Αηδίες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάτι απολιθώματα… ροκάδων της οκάς σαλιάριζαν με τον… διδάκτορα της «νικολαΐδικής», ο οποίος δεν είχε ούτε το τακτ να πει… μάγκες μου, δε θέλω να το συζητήσω επειδή δεν είναι παρόν ο τύπος (εγώ δηλαδή) με τον οποίον αντιδίκησα. Ο τσογλανισμός, ως γνωστόν, δεν έχει όρια.
fwnta to keimeno mou ksesikose thn periergeia, kai epidi ta sxolia sthn proigoumenh anarthsh peri nikolaidi ta eida mexri ena shmeio, kai meta poli epigramatika, tha ithela na mou peis pio einai to blog tou typou gia na sxhmatiso mia alokliromenh apospsi.
ΑπάντησηΔιαγραφήthanks kai sorry gia ta greeglish....
BL
BL, νομίζω πως με λίγο κόπο θα το βρεις. Δεν έχω κανένα λόγο να παραπέμψω σ’ ένα blog, του οποίου δεν είμαι αναγνώστης. (Έγινα για την περίπτωση – δυστυχώς – έχοντας «παρασυρθεί» από τα στατιστικά στοιχεία του blogger).
ΑπάντησηΔιαγραφήkane re megale ena copy paste sto google ta blue ta Fonta kai ua to breis...hmarton
ΑπάντησηΔιαγραφήΦώντα, δυο κουβέντες φιλικές και χωρίς καμιά διάθεση κολακείας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣαν εκπαιδευτικός (Τεχνικό Λύκειο), έχω δείξει κείμενα σου σε συναδέλφους αλλά και σε μαθητές μου στην προσπάθεια να τους περιγράψω (ειδικά τους δεύτερους) τι σημαίνει ολοκληρωμένη εργασία, τι σημαίνει έρευνα και πόσο σημαντική είναι η τεκμηρίωση (πηγές, βιβλιογραφία). Φαντάζομαι ακόμη πως θα γνωρίζεις ότι από την πρώτη δημοτικού μέχρι και το πανεπιστήμιο, η περισσότεροι θεωρούν εργασία τη στείρα συρραφή σκόρπιων αποσπασμάτων τα οποία δεν έχουν κάνει καν τον κόπο να διαβάσουν. Πολλές φορές, ακόμη και οι σημειώσεις των καθηγητών, δεν είναι τίποτε παραπάνω από τέτοια ανεμοσκορπίσματα. Από την άλλη πάλι πλευρά, είναι πραγματικό χάρισμα η δυνατότητα ανάπτυξης εξειδικευμένων θεμάτων με τρόπο κατανοητό και ελκυστικό. (Το δεύτερο μου πρότυπο για παράδειγμα, είναι ο Γ.Χ. Τζαμαλούκας που έγραφε παλιότερα στο Hitech και δεν σου κρύβω ότι πολλά από τα κείμενά του αποτέλεσαν τη βάση για σχέδια μαθήματος στα εργαστήρια των ηλεκτρονικών).
Στο δια ταύτα. Διαβάζοντας κείμενά σου τόσο στο περιοδικό όσο και στο blog, θαυμάζω κάθε φορά το συνδυασμό των δύο παραπάνω προσόντων. Οι απόψεις σου είναι πάντα τεκμηριωμένες και είτε συμφωνώ είτε διαφωνώ (σπάνια) ξέρω ότι πάνω απ’ όλα σέβεσαι τον (νοήμονα) αναγνώστη. Φυσικά εδώ χωράει και η εμπειρία που αποκτιέται με το πέρασμα του χρόνου, και οπωσδήποτε το μεράκι που σίγουρα δεν σου λείπει.
Άρα λοιπόν, προχώρα σε παρακαλώ σ’ αυτά «τα δεκάδες θέματα στη σειρά, που περιμένουν να ανεβούν στο blog» και που εμείς με τη σειρά μας περιμένουμε να διαβάσουμε. Αντιλαμβάνομαι την αγανάκτησή σου αλλά η οποιαδήποτε συνέχεια ρίχνει λάδι σε μια φωτιά που συντηρεί σε θερμοκρασία βρασμού τα κεφάλια των «αντίδικων». Άλλωστε αρκετή φωτιά έχει πάρει ο πισινός μας από τα «μεσοπρόθεσμα» των άλλων γκεμπελίσκων.
ΥΓ
Βρίσκω την ευκαιρία να σε ευχαριστήσω, έστω και με ενάμιση χρόνο διαφορά, (γαϊδουριά μου το ξέρω) για την άμεση ανταπόκρισή σου όταν σου είχα ζητήσει μουσικές από Σλοβενία και Πορτογαλία για ένα παρτάκι προς τιμήν κάποιων συναδέλφων που φιλοξενούσαμε τότε στο πλαίσιο ευρωπαϊκού προγράμματος.
Κώστας
Κώστα, προσπαθώ όσο μπορώ για το καλύτερο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ’ ευχαριστώ για την επικοινωνία.
Από περιέργεια και μόνο αναζήτησα το blog του γκεμπελίσκου. Καλά τι κακοήθειες κάθετε και γράφει ο τύπος. Αντί να διαφωνίσει στην ανάρτησή σου με όποια επιχειρήματα βρεί και κυρίως με σωστό τρόπο, επιτίθεται σε προσωπικό επίπεδο σαν να ήταν έτοιμος από καιρό, καιροφυλακτώντας σαν την οχιά. Αυτός είναι επικίνδυνος. Του πρέπει μια ξεγυρισμένη μήνυση αλλά δεν ξέρω αν αξίζει τον κόπο. Τους γκεμπελίσκους η ιστορία τους ανταμείβει αλλιώς. Ανδρέας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌπως γίνεται αντιληπτό εμένα δεν με ενοχλεί η κριτική επί όσων γράφω, αρκεί να είναι ευπρεπής και τεκμηριωμένη· κυρίως, όμως, ευπρεπής, γιατί το «τεκμηριωμένη» δεν μπορώ να το απαιτήσω. Δεν γίνεται όποιος διαφωνεί με κάποιον να μετέρχεται ύβρεις, προσβολές, να διαστρεβλώνει τα γραφόμενά του και να τον «ξεκατινιάζει». Αυτό δεν είναι αντιπαράθεση, αλλά οχετός. Πόσω μάλλον όταν ο «αντίδικος» είναι ανώνυμος. Για μένα – για να το ξεκαθαρίσω – όταν κάποιος κατηγορεί με εμπάθεια όποιον διαφωνεί μαζί του, φορώντας την κουκούλα του ανώνυμου, θυμίζει τους σπιούνους και τους δωσίλογους της Κατοχής, που επεδείκνυαν στους Γερμαναράδες, όντας κουκουλοφόροι, τους πατριώτες της Αντίστασης. Μην παρανοηθεί αυτό που λέω. Δεν εξισώνω τον εαυτό μου με τους αντιστασιακούς. Εξισώνω όμως τις μεθόδους των τότε καταδοτών (όχι τα κίνητρά τους), με τις αντίστοιχες σημερινές μεθόδους της ανώνυμης συκοφαντίας (οι οποίες στα blogs τείνει να γίνουν παράδοση). Κατά τα λοιπά, Ανδρέα, δεν προτίθεμαι να συνεχίσω την αντιπαράθεση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔε μ’ ενδιαφέρει η διαμάχη που είναι κεντρικό θέμα του άρθρου αλλά η κριτική που εξακολουθείς να κάνεις στα Κουρέλια ξεκινώντας από λανθασμένες (μεθοδολογικά) παρατηρήσεις οδηγούνται μοιραία σε, εντελώς, λάθος συμπεράσματα.
ΑπάντησηΔιαγραφή1. Το βασικό σου πρόβλημα με την ταινία είναι πως συνδυάζει ένα κομμάτι της ροκ μουσικής με παραβατικές συμπεριφορές κι αυτό θεωρείς πως είναι γελοίο και επικίνδυνο.
Αν τα Κουρέλια ήταν μια ταινία ντοκιμαντέρ με θέμα τo rock η κριτική σου ίσως να είχε κάποια βάση. Τα Κουρέλια όμως όπως ξέρεις –και για κάποιο λόγο δείχνεις να μη παίρνεις υπόψη σου- είναι ταινία μυθοπλασίας με κάποιους επινοημένους χαρακτήρες που ανάμεσα στα άλλα χαρακτηριστικά τους τυγχάνει να τους αρέσει το rock ‘n’ roll μέχρι το ’56 περίπου, όταν ο ΚΡΕΤΙΝΟΣ ο Perry Como τραγουδήσε την Glendora... Θα μπορούσαν κάλλιστα οι ήρωες (αντί για εγκληματίες όπως θες να πιστεύεις) να ήταν γιάπηδες, φλώροι φοιτητές σε κάποιο αμερικανικό πανεπιστήμιο, ή μοναχοί στο Άγιο Όρος και να τους αρέσει το ροκ, ή ακόμα και να ήταν εγκληματίες που ν’ ακούγαν χριστιανικό ροκ. Όλοι αυτοί οι θεμιτοί συνδυασμοί δημιουργούν διαφορετικές εντυπώσεις και καταστάσεις στον θεατή για τους ήρωες και την ταινία αλλά το πως μπορεί να υπονοούν κάτι καλό ή κακό για το μουσικό είδος είναι κάτι που δε μπορώ πραγματικά να αντιληφθώ. Επαναλαμβάνω ότι το να κατηγορεί κανείς τα Κουρέλια ότι συνδυάζει το r’n’r με την παραβατικότητα είναι σα να κατηγορεί τη Μαρία Αντουανέττα της Κόπολα ότι υπερασπίζεται την άποψη πως όσοι ακούνε Cure και New Order είναι φιλομοναρχικοί. Πολύ απλά δε προκύπτει από πουθενά.
2. Περί γενιάς.
Ότι κι αν καταλαβαίνεις -ή θέλεις να καταλαβαίνεις- απ’ τις συνεντεύξεις του Νικολαΐδη, το γεγονός είναι πως μέσα στην ταινία υποδηλώνεται ξεκάθαρα πως οι χαρακτήρες δεν εκφράζουν ολόκληρη τη γενιά του ’50, αλλά μια μικρή (ελάχιστη) αντισυμβατική ή αντιδραστική (όπως το βλέπει ο καθένας) μειοψηφία αυτής. Μια μειοψηφία η οποία αντιλαμβανόμενη τα πράγματα με εντελώς διαφορετικό τρόπο σε πολιτικό, κοινωνικό, φιλοσοφικό αλλά και αισθητικό επίπεδο από τους υπόλοιπους ήρθε σε κόντρα με την εποχή της, κάτι που την οδήγησε σε απομόνωση, παρακμή, εξαθλίωση (εξού και κουρέλια) κι εν τέλει αφανισμό. Η εικόνα της διαλυμένης παρέας, οι κοινές αναφορές και αναμνήσεις, η κωδικοποιημένη επικοινωνία κι ένα σωρό άλλες λεπτομέρειες προδίδουν με σαφήνεια τα παραπάνω, με τα οποία ακόμα κι αν διαφωνεί κανείς δε μπορεί να τα παραβλέψει, καθώς διατυπώνονται ρητά εντός της ταινίας.
3. Λες: «Μη μιλάμε, τώρα, για «συμβολισμούς», γιατί εκεί που έφτυσε ο Ταρκόφσκι, δυστυχώς, δεν ξαναφύτρωσε τίποτα».
Αναρωτιέμαι ποια κριτική μέθοδος υπαγορεύει το να μη λαμβάνονται υπόψην τα υφολογικά στοιχεία μιας ταινίας εάν δεν μας καλύπτει το περιεχόμενό της. Η ταινία είναι ξεκάθαρο από την αρχή ότι λειτουργεί σε μη ρεαλιστικά επίπεδα. Για την ακρίβεια το ρεαλιστικό κομμάτι της εξαντλείται σε 4-5 φιλμικά λεπτά κι αποτελείται από τις σκηνές με τον Άλκη να παίζει ντραμς μέχρι ν’ αυτοκτονήσει. Άντε κι από τις σκηνές με τον Πολύτιμο. Όλα τα υπόλοιπα είναι προφανές πως είναι μη ρεαλιστικη δράση. Θες όνειρο, θες εφιάλτης, θες φαντασιώσεις ή ένα ντελίριο (που θα ‘λεγε κι ο Τζούμας) του ήρωα, μπορεί να είναι οτιδήποτε. Οτιδήποτε άλλο εκτός από πραγματικότητα. Μέσα σ’ αυτό το φαντασιακό σύμπαν του ήρωα τα πρόσωπα και τα συμβάντα είναι λογικό να παίρνουν συμβολικό ή ακόμα και σουρεαλιστικό χαρακτήρα. Διαφορετικά πρέπει να πιστέψουμε ότι η Λαζαρίδου παρίστανε τον νεκροθάφτη, ότι η Ρίτα ήταν η Batwoman και ότι το αυτογιαούρτωμα ήταν ο πιο κοινός τρόπος να κλείσουν μια ωραία συνάντηση οι φίλοι τη δεκαετία του ’50. Μπορεί, εν ολίγοις, ο καθένας να κρίνει τα παραπάνω σαν επιτυχημένα ή αποτυχημένα, αλλά το να επιμένει πως η ταινία δεν είχε συμβολικά στοιχεία γιατί δε φτάνει στο μέγεθος του Ταρκόφσκι, δε νομίζω πως μπορεί να σταθεί σα σοβαρή κριτική.
frank barrell δεν έχω να προσθέσω κάτι περισσότερο σε όσα ήδη έχω πει. Σ’ ευχαριστώ για την επικοινωνία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι απανωτές επισκέψεις από το γνωστό blog με ανάγκασαν να το επισκεφθώ και πάλι και να διαβάσω την απάντηση στα γραφόμενά μου. Χαίρομαι για ένα πράγμα. Το ύφος της απαντήσεως είναι αλλαγμένο προς το καλύτερο· και είναι ένα κέρδος αυτό, το οποίο κάπου πιστώνεται. Αν η προηγούμενη απαξιωτική και δυσφημιστική απάντηση-ανάρτηση προς το άτομό μου ήταν στο ίδιο cool ύφος με αυτήν να είστε σίγουροι πως το πράγμα δεν θα είχε τραβήξει τόσο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕν πάση περιπτώσει. Εγώ δεν πρόκειται να επανέλθω. Όχι επειδή συμφωνώ (και λουφάζω ή δεν έχω τι να πω) με τα γραφόμενα της δεύτερης απαντήσεως, αλλά επειδή δεν ενδιαφέρομαι να συνεχίσω την αντιπαράθεση· τουλάχιστον on line. Όποιος ενδιαφέρεται – αν ενδιαφέρεται – να συζητήσουμε, πρόσωπο με πρόσωπο, μπορεί να το επιχειρήσει. Είμαι ο Φώντας ο Τρούσας και ξέρει που μπορεί να με βρει.
Η σιωπή είναι απόλυτα σεβαστή στάση αλλά χάνει κάπως σε αξία όταν έρχεται μετά από τόσο κραυγαλέες και απόλυτες απόψεις. Δεν είναι βέβαια κακό να έχει κανείς κραυγαλέες και απόλυτες απόψεις. Το κακό είναι να προσπαθεί να τις τεκμηριώσει με λάθος τρόπο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤονίζω, με τη μέγιστη ειλικρίνεια που μπορεί να με διακρίνει, πως αισθάνομαι βαθύτατα υποχρεωμένος, όταν άνθρωποι αφιερώνουν το χρόνο τους όχι μόνο για να διαβάσουν όσα γράφω, αλλά και για να τα σχολιάσουν –, όμως, Frank Barrell, ενώ εσείς είστε πολλοί, εγώ, από την άλλη, είμαι μόνος μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ξαναλέω, λοιπόν, για πολλοστή φορά, πως το blogging δεν είναι η δουλειά μου. Δεν έχω χρόνο ν’ απαντώ σε καθέναν ξεχωριστά και ν’ αναλύω, συνεχώς, τα αναλυμένα. Πρέπει να κάνω και κάτι για να ζήσω σ’ αυτή τη ζωή, κι όχι να συζητώ από το πρωί μέχρι το βράδυ για τα «Κουρέλια…». Δεν γίνεται.
Μετά από δύο αναρτήσεις και περίπου 120 σχόλια νομίζω πως, εγώ τουλάχιστον, έχω ξεκαθαρίσει τις απόψεις μου για το φιλμ. Μην τo πάμε πάλι από την αρχή, σε ικετεύω. Όσο και να με εγκαλείς, λοιπόν, για… άτακτη σιωπή, δεν πρόκειται να αλλάξω γνώμη. Θα σιωπήσω.
(Ισχύει και για ’σένα, εκείνο που έγραψα προηγουμένως. Αν υπάρχει ενδιαφέρον για μία πιο διεξοδική συζήτηση, ας βρεθούμε κάποια στιγμή από κοντά και να τα πούμε).
εκεί στο δίτροχο κάποιοι ξεθυμαίνουν
ΑπάντησηΔιαγραφήΑ.Π.
On line… ψυχοθεραπεία δεν παρέχω πια. (Ούτε καν στον εαυτό μου).
ΑπάντησηΔιαγραφήΕκείνοι ξεθυμαίνουν (όπως λες) κι εγώ… ξεθυμώνω. Γεια χαρά νταν.
Μπας και υπάρχει κανένας χριστιανός που να διαθέτει εκτεταμένα αποσπάσματα από τους «Πέρσες»; Αυτό με καίει τώρα.
το ότι σταματάς τη κουβεντα δε σε ωφελεί
ΑπάντησηΔιαγραφήΑ.Π.
Έτσι λες Α.Π. ε; Εν πάση περιπτώσει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΞαναλέω λοιπόν πως σ’ αυτή τη φάση της on line αντιπαράθεσης ό,τι είχα να πω το είπα. Ορισμένοι, πιθανώς, να θέλουν το πράγμα να τραβήξει, για ν’ ανεβεί η… τηλεθέαση, αλλά εμένα η τηλεθέαση δεν μ’ ενδιαφέρει. Το λέω και σ’ εσένα και σε όποιον άλλον. Δεν σταματώ επειδή δεν έχω τι να πω – απεναντίας έχω να πω πολλά ακόμη –, αλλά επειδή δεν ενδιαφέρομαι πια γι’ αυτού του είδους την αντιπαράθεση. Ας επιχαίρουν ορισμένοι. Δεν έχω πρόβλημα. Όπως δεν έχω πλέον πρόβλημα με ό,τι και να λένε (αν λένε). Αν παρά ταύτα αυτοί οι «ορισμένοι» (όποιοι είναι, γιατί δεν ξέρω και ποιοι είναι) θέλουν να με βρουν και να συζητήσουν μαζί μου για το rock ή ό,τι άλλο, πολύ ευχαρίστως. (Το ξαναείπα αυτό).
Και κάτι ακόμη.
Εγώ κριτικές σε προσωπικά blogs δεν κάνω. Διαβάζω κάμποσα blogs ελληνικά και μη (καμιά φορά παρεμβαίνω, διορθώνοντας ή προσθέτοντας κάτι), αλλά κριτική σε αναρτήσεις blogs δεν κάνω (πόσω μάλλον «ξέχεσμα»). Δεν το έχω πράξει δε ποτέ στο «δισκορυχείον», παρότι, γενικώς, διαβάζω απίστευτα πράγματα (σε σχέση με τη μουσική). Τούτο, βεβαίως, δεν υπονοεί πως «δυσκολεύομαι» με τις κριτικές, όσον αφορά στα γραφόμενά μου. Απεναντίας. Δέχομαι την κριτική (έχοντας εκφράσει, πάντα, επωνύμως τις απόψεις μου), όσο σκληρή κι αν είναι (γι’ αυτό υπάρχουν και τα «σχόλια» εξάλλου), αρκεί να είναι ευπρεπής.
Όποιοι έχουν υπ’ όψιν τους τα κατά καιρούς «συντεχνιακά» – που είναι μία «ετικέτα» κριτικής – οι απόψεις μου εκεί αφορούν βασικά σε πράγματα που διάβασα σε έντυπα. Αυτό δεν συμβαίνει τυχαίως. Στις εφημερίδες και στα περιοδικά (ακόμη και στα ηλεκτρονικά) υπάρχουν επώνυμοι συντάκτες, αρχισυντάκτες, διευθυντές σύνταξης κ.λπ. Υπάρχει, επίσης, ένας κώδικας δεοντολογίας, που απορρίπτει (γενικώς) τις… βαρβαρότητες. Υπάρχουν άνθρωποι, που μπορείς να τους βρεις και να σε βρουν, ανταλλάσσοντας μαζί τους απόψεις. Γι’ αυτό και η κριτική (επώνυμη πάντα) αποκτά ένα νόημα για μένα – επειδή αφορά σε μια κανονικότητα. Σ’ ένα σύστημα που λειτουργεί μέσα σε κάποιες νόρμες. Αλλοίμονο αν καταφερόμουν, με την οποιαδήποτε σοβαρή ή μη αφορμή, στον κάθε «ψευδώνυμο» ή «ανώνυμο» blogger, για τον οποίον δεν γνωρίζω ούτε από πού κρατάει η σκούφια του (ακόμη και… τεμπέλης να ήμουν, θα είχα βρει κάτι πιο ενδιαφέρον για να σκοτώνω την ώρα μου). Βεβαίως, από τη στιγμή κατά την οποίαν οι «ψευδώνυμοι» και οι «ανώνυμοι» ασχολούνται μ’ εσένα (που είσαι επώνυμος) μ’ έναν τρόπο όχι κριτικό, αγγίζοντας ή και ξεπερνώντας τα όρια της εκτροπής, οφείλεις να προασπίσεις την αξιοπρέπειά σου. Το έκανα. Αλλά ακόμη κι εκεί, υπάρχει ένα όριο. Δεν γίνεται να παίζεις επ’ άπειρον σ’ ένα παιγνίδι χωρίς κανόνες.
Κυριε Τρουσσα εχετε μηπως το βιβλιο της Γιολας Αναγνωστοπουλου Οξεις Μεταλλου ήχοι? Θα ηθελα αν είναι ευκολο να αναρτησετε μερικα ποιηματα της.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο έχω. Δεν μου έχει προξενήσει κάποιαν ιδιαίτερη εντύπωση. Το λέω αυτό, για να μην πω πως… δεν μου αρέσει. Το ξανακοίταξα, μάλιστα, τώρα. Ίσως το «Προΐμιο»[sic], μπορεί να «παίξει» σε κάποια μελλοντική ανάρτηση… Θα δούμε…
ΑπάντησηΔιαγραφήΥΓ. Μάλλον είναι προτιμότερο να μου αφήσετε το e-mail σας (δεν θα δημοσιευτεί, αν δεν το θέλετε) και όταν βρω χρόνο, κάποια στιγμή, να σας σκανάρω ένα-δυο ποιήματα…
κυριε τρουσα που θα μπορουσαμε να βρουμε να αγορασουμε το βιβλιο οξεις μεταλλου ηχοι της γιολας αναγνωστοπουλου? επισης ψαχνω ποιηση του ακη χανδρινου.ευχαριστω θερμα!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι να σου πω ανώνυμε; Μόνο κατά τύχη στο γιουσουρούμ ή στα παλαιοβιβλιοπωλεία.
Διαγραφή