JÖRG WIDMANN: Arche [ECM New Series, 2018]
Γερμανός συνθέτης της «σύγχρονης κλασικής» ο Jörg Widmann εμφανίζεται ξανά στην
εκλεκτική ECM New Series
με το “Arche”, ένα
ορατόριο για σολίστες (φωνές βασικά), χορωδίες, εκκλησιαστικό όργανο και μεγάλη
ορχήστρα.
Το “Arche”,
που περιλαμβάνει κείμενα (είτε σε μορφή αφηγήσεων είτε ως τραγούδι) των Thomas von Celano, Φραγκίσκου της
Ασίζης, Σίλερ, Νίτσε κ.ά., όπως και σπαράγματα από τη Βίβλο και τη Θεία
Λειτουργία, απλώνεται σε δύο CD και είναι ηχογραφημένο ζωντανά από την NDR (NordDeutscher Rundfunk), δηλαδή τη ΒορειοΓερμανική
Ραδιοφωνία, κατά το άνοιγμα τής σάλας Elbphilharmonie του Αμβούργου, την 13η
Ιανουαρίου 2017.
Βλέποντας εικόνες από τη σάλα, στο ένθετο του 2CD, έρχομαι να πω πως θα
πρέπει να ήταν πολύ τυχεροί εκείνοι που παραβρέθηκαν στο συγκεκριμένο κονσέρτο,
καθώς η εντυπωσιακή αρχιτεκτονική και βεβαίως η ακουστική του χώρου (έτσι όπως
περαιτέρω καταγράφεται σ’ αυτή την έκδοση της ECM) είναι… αναφοράς. Ακόμη, δε, και
εκείνοι που μπορεί να μην διαθέτουν στερεοφωνικό συγκρότημα «αναφοράς» είναι
σίγουρο πως κάτι (δηλαδή πολλά!) θα αντιληφθούν απ’ αυτή την ηχητική πανδαισία
φωνών, οργάνου και ορχήστρας, που θα πλημμυρίσει το σαλόνι τους. Από την
παρουσίαση, εννοώ, ενός «σύγχρονου» έργου, που μπορεί να μην απευθύνεται σε όλους
ή έστω σε πολλούς, αλλά που διαθέτει όλη εκείνη τη δύναμη και την υποβολή, που
απαιτούνται, ώστε να σε καθηλώσει στα λίγο πάνω από τα 100 λεπτά τής διάρκειάς
του.
KEITH JARRETT: La Fenice [ECM, 2018]
Ένα σόλο πιανιστικό άλμπουμ του Keith Jarrett είναι συχνά ό,τι
αναμένει ένας jazz fan.
Σίγουρα αναμένει και άλλα (ο jazz fan),
αλλά… ο Jarrett μπροστά
στο πιάνο του θα εμπεριέχει και θα συμβολίζει πάντα κάτι το κλασικό, σε
συνδυασμό με το απρόσμενο. Και αυτό είναι που θα κάνει, πάντα, την περίπτωσή
του μοναδική. Σ’ αυτή τη σειρά των piano-solo
του βιρτουόζου Αμερικανού έρχεται τώρα να πάρει τη θέση του και το “La Fenice” – ένα live από το Gran Teatro La Fenice της Βενετίας, που
συνέβη πριν από δώδεκα χρόνια (19 Ιουλίου 2006) και που τώρα αποκρυσταλλώνεται
σ’ ένα διπλό CD.
Στο πρώτο μέρος, που διαρκεί περί τα 45 λεπτά, ο Keith Jarrett αποδίδει μια σειρά
δικών του συνθέσεων-αυτοσχεδιασμών, με τίτλους από… “Part Ι” έως και “Part V”. Κατά τα ειωθότα ο Jarrett ανασκαλεύει όλο το
πιανιστικό παρελθόν της jazz,
με μνήμες ακόμη και από το rag,
μέχρι τα πιο σύγχρονα ατονικά και avant ιδιώματα, με το δικό του μοναδικό
τρόπο (στην ηχογράφηση ακούγονται μέχρι και οι ψίθυροί του ή οι σιγανοί
βοκαλισμοί του, όταν σε φάση πλήρους «δοσίματος» επιχειρεί να συνοδέψει και με
αυτόν τον τρόπο τα κομμάτια του).
Στο δεύτερο μέρος, που διαρκεί περί τα 52 λεπτά, το
ρεπερτόριο αλλάζει. Υπάρχουν βεβαίως άλλα τρία «προσωπικά» μέρη (“Part VI”, “Part VII” και “Part VIII”), όμως υπάρχουν και
διασκευές σε στάνταρντ, όπως και σε μια παλαιά δική του σύνθεση, την “Blossom” (από τις μέρες του
’74 και του κουαρτέτου του με τους Garbarek, Danielsson
και Christensen). Τα στάνταρντ,
δηλαδή το “The sun whose rays”
των Gilbert & Sullivan, το “Stella by starlight” (Young / Washington), όπως και το παραδοσιακό “My wild irish rose”, είναι και αυτά
ενδεικτικά των αναφορών αυτών των πολύ μεγάλων πιανιστών (όπως και των… απλώς
μεγάλων ή και όλων των υπολοίπων), όπως και της διάθεσής τους να αναμετρηθούν
με το καθιερωμένο, ανατρέποντάς το (πάντα μέσω μιας δημιουργικής προσέγγισης σε
όλα τα βασικά συστατικά του).
STEFANO SCODANIBBIO: Alisei [ECM New Series,
2018]
Ο ιταλός συνθέτης και κοντραμπασίστας Stefano Scodanibbio (1956-2012)
μπορεί να μη βρίσκεται πια στη ζωή, το έργο του όμως εξακολουθούν να το
αναζητούν οι… σύγχρονοι μουσικοί (και κυρίως οι τζαζ-αβαντγκαρντίστες, ας τους
πούμε έτσι).
Σ’ αυτό το CD τής ECM New Series καταγράφονται τέσσερις συνθέσεις τού Scodanibbio (“Alisei”, “Ottetto”, “Due pezzi brillanti”, “Da una certa nebbia”) για κοντραμπάσο ή
μάλλον για… ένα, για οκτώ(!), για ένα και για δύο κοντραμπάσα αντιστοίχως, με
τον Daniele Roccato
(φίλος και συνεργάτης του Scodanibbio)
να έχει βασικό εκτελεστικό ρόλο, εδώ, γράφοντας και το σχετικό κείμενο στο booklet.
Βασική επιρροή του Ιταλού υπήρξε η avant-garde έτσι όπως εκείνη καταγράφηκε σε συνθέσεις των Xenakis, Bussotti, Scelsi, Nono κ.ά. των οποίων ο Scodanibbio υπήρξε συνεργάτης και
κάποιες φορές ερμηνευτής έργων τους. Επίσης, καθοριστική ήταν η γνωριμία του με
τον Terry Riley,
που αποτυπώθηκε και στη δισκογραφία με το κοινό άλμπουμ τους “Lazy Afternoon Among the Crocodiles” το 1997, ενώ
ξεχωρίζει και το προηγούμενο άλμπουμ του στην ECM (μεταθανάτιο και αυτό), το “Reinventions” του 2013, που
ολοκληρώθηκε με την αρωγή του Quartetto Prometeo.
Στο “Alisei”
ό,τι ακούγεται είναι εντυπωσιακό… και όχι εύκολα περιγράψιμο. Και το λέμε τούτο
λαμβάνοντας υπ’ όψη όχι την υποτιθέμενη «δύσκολη» μουσική –καθώς ό,τι ακούγεται
στο άλμπουμ είναι γενικώς προσιτό ακόμη και στο μέσο αυτί!–, μα την ιδιότητα,
που έχουν οι συνθέσεις του Scodanibbio
να συναρπάζουν με την αδιαφιλονίκητη ευρηματικότητά τους. Ειδικώς το 31 λεπτών “Otteto” είναι από μόνο του
μιαν ακουστική εμπειρία.
MARCIN WASILEWSKI TRIO: Live [ECM, 2018]
Από τα ωραιότερα ου μην αλλά και σημαντικότερα ευρωπαϊκά jazz-trios αυτή την τελευταία
δεκαετία είναι, οπωσδήποτε, και το πολωνικό Marcin Wasilewski Trio (Marcin Wasilewski πιάνο, Slawomir Kurkiewicz κοντραμπάσο,
Michal
Miskiewicz ντραμς), που τώρα, μετά από διάφορα στούντιο άλμπουμ του
(τρία;) έχει έτοιμο το πρώτο live
του – ζωντανά ηχογραφημένο τον Αύγουστο του 2016, στο Jazz Middelheim της Αμβέρσας.
Να σημειώσω κατ’ αρχάς κάτι, που μπορεί να μας διαφεύγει και
που κατά τη δική μου γνώμη είναι σημαντικό (για τον τρόπο που σκέφτεται ο
και-παραγωγός Manfred Eicher).
Ενώ η συγκεκριμένη ηχογράφηση είναι διαθέσιμη από το 2016 έπρεπε να περάσει
κάποιο διάστημα (σοβαρό, όπως είναι τα δύο χρόνια), προκειμένου να πάρει τούτη το
δρόμο τής δισκογραφία. Πολλές φορές, στις οριστικές αποφάσεις του Eicher, όσον αφορά στο τι
ακριβώς θα τυπωθεί, περνούν και περισσότερα χρόνια, δέκα π.χ. ή και παραπάνω.
Το ότι δεν υπάρχει καμμία βιασύνη τις πιο πολλές φορές (αν όχι όλες), δείχνει
τον τρόπο που δρα ο γερμανός παραγωγός – καθώς αφήνει το υλικό να «ωριμάσει»
στο αυτί του, πριν να δώσει το οριστικό “ok”, για τη δισκογράφισή του. Έτσι πρέπει να γίνεται και έτσι
γίνεται.
Το Marcin Wasilewski Trio
δεν έχει κάποια σχέση με τους e.s.t. – το λέω, επειδή πάντα υπάρχει στη
σκέψη τινών ακροατών μια τέτοια… συγκριτική διάθεση. Το πολωνικό γκρουπ είναι
ένα καθαρό jazz-trio. Ένα… πιάνο-μπάσο-ντραμς
trio εννοώ, δίχως
περαιτέρω επεμβάσεις στα όργανα και με δίχως χρήση εφφέ. Δεν θ’ ακούσεις το
μπάσο να παίζει σαν… ηλεκτρική κιθάρα ή με fuzz, δεν θ’ ακούσεις πειραγμένο πιάνο ή άλλους διάφορους, περίεργους,
κρουστούς ήχους. Το αποτέλεσμα πάντα θα είναι μετρήσιμο, αλλά θα είναι πάντα και
ταυτισμένο με την κεντροευρωπαϊκή jazz-romance – μια μεταφορά της «σοπενικής» πιανιστικής κουλτούρας, εν
προκειμένω, εντός του τζαζ σύμπαντος.
Με όλα τα κομμάτια να προέρχονται από τα προηγούμενα άλμπουμ
τού συγκροτήματος και βασικά από το “Spark of Life” του 2014, το “Live” των Marcin Wasilewski Trio
είναι ένα άλμπουμ, που σίγουρα θα συναρπάσει τους euro-jazz fans.
MARK TURNER / ETHAN IVERSON: Temporary Kings
[ECM, 2018]
Ο αμερικανός σαξοφωνίστας (τενόρο) Mark Turner έχει ιδιαίτερη
παρουσία στην ECM είτε
μέσω του κουαρτέτου του, είτε μέσω άλλων σχημάτων (Fly), είτε ως «συμμετοχή» σε άλμπουμ των
Enrico
Rava, Billy Hart και Stefano Bollani. Όμως και ο
αμερικανός πιανίστας Ethan Iverson
έχει παρουσία στη γερμανική εταιρεία – και μάλιστα μαζί με τον Turner σε άλμπουμ τού Billy Hart. Η κοινή δισκογραφία
τους μπορεί να περιλαμβάνει και άλλες αποτυπώσεις (πέραν της ECM), όπως στα CD “Abolish Bad
Architecture” [Fresh Sound New Talent, 1999] του Reid
Anderson και “Heartcore”
[Verve, 2003] του Kurt Rosenwinkel, όμως τώρα τους
δίνεται η ευκαιρία να συνυπάρξουν σ’ ένα άλμπουμ ολότελα δικό τους, στο οποίο
περιλαμβάνονται σχεδόν αποκλειστικώς δικές τους συνθέσεις – από τα εννέα tracks του
“Temporary Kings”
(έτσι είναι ο τίτλος του) τα έξι είναι του Iverson, δύο είναι του Turner, ενώ υπάρχει και μια διασκευή στο “Dixie’s dilemma” του Warne Marsh.
Το “Temporary Kings”
είναι ένα ήσυχο άλμπουμ. Ένα άλμπουμ γεμάτο με tracks, που εδράζονται σε απλές, αλλά
πλήρως ελεγχόμενες μελωδίες – μελωδίες που δεν εκκινούν πάντα ή συνήθως από το blues, γεγονός κάπως
παράξενο… όταν συζητάμε για Αμερικανούς. Βεβαίως, εδώ υπάρχει ένα κλασικό blues track, το “Unclaimed freight” (με εναλλαγές lead ρόλων),
όμως το περισσότερο υλικό έχει άλλες βάσεις… πιο ευρωπαϊκές. Κάτι που, γενικώς,
δεν είναι ανεξήγητο, αφού οι συγκεκριμένοι μουσικοί έχουν ισχυρή ευρωπαϊκή
παρουσία – και όχι μόνο στην ECM
εννοείται.
Οπωσδήποτε οι χαμηλοί τόνοι κι ένα «δωματίου» αίσθημα είναι
αρκετά εμφανή στις συνθέσεις των Turner και Iverson (πόσω
μάλλον όταν μιλάμε για κομμάτια σαν το “Myron’s world”,
που δεν κρύβει ούτε κατά το ελάχιστο τις «κλασικές» αναφορές του).
Άψογο, εντελώς μελετημένο άλμπουμ, με πολύ συγκεκριμένη
αισθητική στόχευση, απολύτως μέσα στο ECM-κλίμα.
Η ECM εισάγεται στην Ελλάδα από την AN Music
Η δισκογραφία της ECM εκτός από πολυποίκιλη και πολυσήμαντη, είναι συνάμα και εξαιρετικά χαώδης (και κακά τα ψέμματα ακριβή για αυτόν που θέλει να ασχοληθεί σοβαρά και να μπει στα βαθιά νερά της σύγχρονης τζαζ/αυτοσχεδιαστικής μουσικής, ειδικά ξεκινώντας από το μηδέν). Μια ανάρτηση σε μορφή αποστάγματος στα πρότυπα αυτής για το προγκρέσιβ ροκ (100 PROGRESSIVE ΑΛΜΠΟΥΜ) δεν μου φαίνεται καθόλου άσχημη ιδέα. Γι' αυτό αφήνω εδώ την πρόταση να υπάρχει.
ΑπάντησηΔιαγραφή