Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

THE STEAMS ένα ελληνικό ροκ συγκρότημα, που θέλει να κάνει τη διαφορά… και μπορεί

Μου έχουν μιλήσει διάφοροι φίλοι και γνωστοί για τους (Έλληνες) Steams τον τελευταίο καιρό, αλλά απόφευγα ν’ ακούσω (και να σχηματίσω γνώμη), μέχρι να πιάσω κάτι συγκεκριμένο στα χέρια μου. Η ακρόαση δεν είναι μια τυπική διαδικασία. Δεν ακούς ό,τι πετύχεις από ’δω κι από ’κει στο δίκτυο, κάτω από τυχαίες συνθήκες. Επίσης δεν ρίχνεις ένα CD στο player ή ένα δίσκο στο πικάπ και περιμένεις να τελειώσει… έτσι χωρίς προετοιμασία. Προσωπικώς, πριν αρχίσω ν’ ακούω, για κανα τέταρτο της ώρας να πούμε ή και περισσότερο, περιεργάζομαι το εξώφυλλο. Διαβάζω τα πάντα που γράφονται εκεί, ακόμη και τα “thanks” και φυσικά τους στίχους – αν αυτοί είναι τυπωμένοι. Έτσι, πριν αρχίσει το… πράγμα να στρίβει, συνήθως έχω μιαν εικόνα. Σωστή ή λιγότερο σωστή δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι ήδη έχω επεξεργαστεί κάποια στοιχεία και μπορώ να προχωρήσω στην ακρόαση κάπως προσανατολισμένος. Το θεωρώ απαραίτητο.
Ακούγοντας λοιπόν το πρώτο κομμάτι (“The harvest”) από τον παρθενικό δίσκο των Steams (που βρίσκεται στη δεύτερη κοπή του, με το λευκό βινύλιο), ανακάλεσα αμέσως στη μνήμη μου την τραγουδοποιία του Σείριου Σαββαΐδη. Τα ίδια αργά vibes, η ίδια ιεροτελεστική διαμόρφωση της αφήγησης (οργανική και φωνητική), οι ίδιες Velvet-ικές νύξεις, ακόμη και οι στίχοι έχουν κάποιες κοινές αναφορές, ενώ και τα παραδοσιακά όργανα (λαούτο, τσαμπούνα) αντιμετωπίζονται και αυτά, με τον ίδιο τρόπο, μέσα στο ίδιο concept. Να πω λοιπόν από την αρχή, για να ξεκαθαρίσω μια θέση, πως εγώ, αυτό, το θεωρώ θετικό. Θεωρώ θετικό, δηλαδή, να υπάρχουν μουσικοί, συγκροτήματα, που να είναι την ίδια χρονική στιγμή μέλη της σκηνής και να ασκούνται στον αυτό (αισθητικό) χώρο. Τούτο συνέβαινε και στην καλύτερη εποχή τού ελληνικού ροκ, στις αρχές της δεκαετίας του ’70 , όταν όλοι οι σημαντικοί μουσικοί του είδους επιχειρούσαν να συνδέσουν τα παραδοσιακά μας ηχοχρώματα με το rock, επηρεάζοντας ο ένας τον άλλον. Δεν έχει σημασία ποιος ήταν πρώτος και ποιος δεύτερος (συνήθως οι πρώτοι είναι κάποιοι που δεν τους πιάνει το μάτι σου), αλλά το γεγονός ότι όλοι μαζί πάσχισαν για κάτι κοινό.
Φυσικά, οι εγγραφές των Steams, έτσι όπως απλώνονται στο Wild Ferment[Private Pressing / Sound Effect Records, 2018], έχουν τη δική τους… ιδιοσυστασία, τη δική τους «προσωπικότητα». Διαθέτουν, για παράδειγμα, αγγλικό στίχο, πολύ καλό αγγλικό στίχο, ποιητικό θα τον έλεγα, εκεί όπου επιχειρείται να συνδυαστούν ποικίλα νοήματα (ερωτικά, κοινωνικά, παγανιστικά να τα πω ή φυσιολατρικά;), προτείνοντας, στην Side A, γιατί εκεί είμαστε ακόμη, τρία… νωχελικά tracks και μόλις ένα πιο γρήγορο, το έσχατο “Fjordian blue”, που έχει όμως και αυτό το δικό του «σπάσιμο» στο τέμπο (και είναι από τα ωραιότερα της πλευράς).
Τα βασικά ηχητικά χαρακτηριστικά των Steams, που αφορούν στο τραγούδισμα σε στυλ… ψαλμωδίας, στo βαρύ ρυθμικό τμήμα (που αγγίζει ενίοτε το stoner), στις εκκωφαντικές κιθάρες, καθώς και στη γενικότερη… αριστοκρατική αφήγηση με σαφείς υπαινιγμούς από Doors (άκου το “Amdajitr, The odyssey of young”) είναι παρόντα και στη δεύτερη πλευρά, με το εισαγωγικό “The drought” να θέτει ξανά τα ίδια όρια και να τα… σφραγίζει. Όπως και το επόμενο τραγούδι, το “Ephemeral joys”, που προτείνει και αυτό ύστερα σκληρά ψυχεδελικά στοιχεία, με τις κιθάρες να με παραπέμπουν στους Edgar Broughton Band (αλλά μπορεί να είναι και συμπτωματικό). Στο “Perfect storms from Afar”, που ακολουθεί, υπάρχει μάλιστα κι ένας ιδιαίτερος καλεσμένος, όχι άμοιρος της… ελληνικότητας (που απασχολεί, άλλοτε πιο φανερά και άλλοτε λιγότερο τους Steams). Είναι ο Ψαραντώνης, που απαγγέλει κάποια στιχάκια στην αρχή, ενώ συμμετέχει και στην ενοργάνωση με τη  λύρα του. Το κομμάτι είναι από τα καλύτερα του άλμπουμ – και πάντα σ’ αυτό το στυλ των Steams, που έχουμε ήδη περιγράψει. Στο “The beautiful”, που ακολουθεί, ακούγεται σαξόφωνο και ανεξαρτήτως αυτού πρόκειται για το πιο κοντά-στους-Doors τραγούδι τού LP. Το να επηρεάζεσαι από μεγάλα συγκροτήματα και να φτιάχνεις τόσο καλά δικά σου τραγούδια είναι οπωσδήποτε… κέρδος. Για όλους μας.
Το “Wild Ferment” θα κλείσει με το “Black sand”, που διαθέτει κάποιες ανατολίτικες επιρροές και που εντάσσεται, χωρίς πρόβλημα, εντός του γενικότερου πλαισίου (καθώς διαθέτει όλα τα επιμέρους γνωρίσματα των τραγουδιών τής μπάντας).
Ένα πολύ καλό άλμπουμ είναι αυτό το πρώτο των Steams, να το πούμε ευθαρσώς, που θέλει το χρόνο του για να σε γραπώσει. Δεν καθαρίζεις, εννοώ, με μια-δυο ακροάσεις…
Πάνος Δημητρόπουλος φωνή, κιθάρες, συνθέσεις, λόγια, Ανδρέας Κοκοβίκας κιθάρες, Simon Esnafides μπάσο, Gustav Penka ντραμς, κρουστά, συν τις βοήθειες (Ψαραντώνης και λοιποί), συν το master του Dave Cooley (Elysian Masters, LA), που οπωσδήποτε «ανεβάζει» το συνολικότερο ακρόαμα.
Αυτά. Και δεν είναι λίγα (όλα εκείνα που προσφέρει το γκρουπ εννοώ).
Διανομή: www.soundeffect-records.gr
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου