Το βιβλίο του Νίκου Πατηνιώτη Ιστορία της Μουσικής Παραγωγής [fagotto
books,
Αθήνα 2017] το έχω στα χέρια μου πριν από το προηγούμενο καλοκαίρι – αλλά μέχρι
και σήμερα, πρωτοχρονιά του 2019, δεν έχω καταφέρει να γράψω κάτι γι’ αυτό.
Με τα πολυσέλιδα βιβλία υπάρχει το εξής
πρόβλημα – και εδώ απολογούμαι κομμάτι. Δεν προλαβαίνω να τα διαβάσω όπως
πρέπει, ώστε να γράψω γι’ αυτά όπως ακριβώς θέλω. Και το βιβλίο του Πατηνιώτη έχει 464
σελίδες...
Δεν μου αρέσει να ξεπετάω βιβλία και το αποφεύγω, επειδή δεν θέλω να κάνω
ό,τι κάνουν πολλοί… επαγγελματίες βιβλιοκριτικοί, που διαβάζουν τα δελτία
Τύπου, τις περιλήψεις στα εξώφυλλα, που ξεφυλλίζουν και ρίχνουν μια ματιά διαγωνίως
και μετά, με έπαρση και ύφος, γράφουν τις 300 λέξεις τους, αποκαλώντας
τες τάχα-δήθεν… κριτικές.
Οι κριτικές που θέλω να γράφω επιθυμώ
να είναι εμπεριστατωμένες και επί της ουσίας – πράγμα, που δεν είναι πάντα
κατορθωτό (ενώ είναι και οικονομικώς ασύμφορο, αφού η κριτική πλέον δεν πληρώνεται). Ιδίως όταν πρόκειται για πολυσέλιδα βιβλία (όπως το παρόν) το πράγμα δυσκολεύει αφάνταστα.
Δεν θέλω, λοιπόν, να αδικώ βιβλία και φοβάμαι πως αν γράψω… έτσι, ελαφρά τη καρδία και επειδή
πρέπει, για το βιβλίο του Πατηνιώτη μάλλον θα το αδικήσω. Και το λέω τούτο, επειδή
έχω «πιάσει» κάποια θεματάκια στις σελίδες, με τα οποία διαφωνώ ή έχω
αντιρρήσεις. Τέλος πάντων, σκέφτομαι όλα αυτά τα ζητήματα, ενόσω αποτυπώνω αυτές
τις σκέψεις, και θα δω στην πορεία του κειμένου τι θα αποφασίσω τελικώς…
Την Ιστορία
της Μουσικής Παραγωγής ξεκίνησα να την διαβάζω, τον Αύγουστο, στις
διακοπές, αλλά το βιβλίο δεν με τράβηξε – είχα εξάλλου και άλλα πιο επείγοντα
βιβλία, που έπρεπε να τα ολοκληρώσω.
Το γεγονός, τώρα, ότι εμένα δεν με τράβηξε το συγκεκριμένο ανάγνωσμα δεν σημαίνει πως δεν είναι καλό ή και πολύ καλό – για να
εξηγηθώ. Απλώς, ορισμένα πράγματα, που διάβασα εκεί, μου φάνηκαν γνωστά από
άλλα βιβλία του… rock.
Τα βιβλία του Peter Guralnick
π.χ. (κάποια αναφέρονται στην εκτενή βιβλιογραφία, που δίνει ο Πατηνιώτης στο τέλος
του βιβλίου του) ή του Charlie Gillett
(τα οποία δεν αναφέρονται). Τολμώ δε να πω πως σ’ ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας της μουσικής παραγωγής
ανακάλεσα στη μνήμη μου το κλασικό The Sound of the City (Ο
Ήχος της Πόλης). Ιδίως στις σελίδες 127 έως 221, δηλ. το κεφάλαιο Τα Νέα Μουσικά Ρεύματα και οι Πρώτες
Ηχητικές Σχολές (με τα υποκεφάλαια Η
επανάσταση της rock n’ roll,
Η έκρηξη της R&B,
Soulsville USA,
Hitsville USA),
ενώ στο πρώτο μέρος, το Η Απαρχή και η Εξέλιξη της Μουσικής Βιομηχανίας,
θυμήθηκα ένα άλλο βιβλίο, που το διάβασα πριν από λίγα χρόνια, το Του Κυρίου του η Φωνή: Ιστορία της
Δισκογραφίας [Μετρονόμος, 2010] του Ηλία Βολιότη-Καπετανάκη (το βιβλίο του
Καπετανάκη αναφέρεται στη βιβλιογραφία του Πατηνιώτη). Το τι θυμάμαι εγώ δεν
έχει σχέση πάντως με την αξία και τη σημασία, σε γενικές γραμμές, που
δίνει ο Πατηνιώτης στα ιστορικά στοιχεία της δισκογραφίας, τα οποία είναι τα πληρέστερα που κυκλοφορούν σε ελληνικό βιβλίο.
Αν τα πρώτα δύο μέρη του βιβλίου
αναφέρθηκαν ήδη το τρίτο και τελευταίο μέρος είναι το Τα Πρόσωπα που Άλλαξαν
τον Ήχο, και εδώ υπάρχουν επαρκή στοιχεία για πέντε μουσικούς παραγωγούς, τους Les
Paul,
Joe Meek,
Phil Spector,
Brian Wilson
και George Martin, που άλλαξαν την... ιστορία.
Ξαναλέω πως δεν θέλω να «πιαστώ» από
σημεία της εξέλιξης του κειμένου τού Πατηνιώτη με τα οποία διαφωνώ, επειδή θα
φανεί πως καταφέρομαι εναντίον του βιβλίου (χωρίς να είναι αυτή η πρόθεσή μου),
αλλά θα πω κάτι πολύ βασικό, που σκεπάζει όλα τα επιμέρους.
Το βιβλίο του Νίκου Πατηνιώτη, όπως και
πολλά άλλα ανάλογα που κυκλοφορούν στη Δύση, είναι επικεντρωμένο σ’ αυτά τα
βασικά τα… αγγλοαμερικανικά, λες και δεν υπάρχει άλλος κόσμος! Λες και δεν
υπάρχει Ανατολή (η Ιαπωνία π.χ.), λες και δεν υπάρχει η ινδική και η περσική
μουσική, η μουσική του αραβικού κόσμου, η κλασική μουσική της Ανατολής, η
αφρικανική μουσική, οι μουσικές των σοσιαλιστικών δημοκρατιών της πρώην ΕΣΣΔ
κ.ο.κ. Και μιλάμε, εδώ, για όλες αυτές τις μουσικές σε σχέση με την ηχογραφική
παραγωγή τους, τους παραγωγούς, τις διακλαδώσεις, τους «αστέρες» αυτών των
μουσικών κτλ.
Η Δύση μονοπωλεί οτιδήποτε έχει σχέση με
την εξέλιξη και τη σημασία της μουσικής παραγωγής επειδή είχε τα μέσα
(τηλεόραση, ραδιόφωνο, κινηματογράφος, πολυεθνικές δισκογραφικές εταιρείες,
στρατιωτικές βάσεις κ.λπ.), ώστε να γίνει παγκοσμίως… popular. Συνέβη, αλλά αυτό δε
σημαίνει πως απαλλάσσεται από άλλες, γενικότερες, ευθύνες.
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου