Τρίτη 22 Αυγούστου 2023

Μία εταιρεία από το Ιράν, η HERMES RECORDS, επιχειρεί να καταγράψει την σύγχρονη μουσική της χώρας. Συνθέτες, που συνδυάζουν στοιχεία από την ανατολική και την δυτική μουσική κουλτούρα, διαπρέπουν μέσω μιας σειράς άλμπουμ υψηλής αισθητικής

Το Ιράν, μια μεγάλη χώρα με τεράστια ιστορία και μακραίωνο πολιτισμό, αποτελεί μία τελείως άγνωστη «ποσότητα» στο σύγχρονο μουσικό στερέωμα. Οι πληροφορίες, που φθάνουν από εκεί είναι από μηδαμινές έως ανύπαρκτες, σε σχέση με τα μουσικά θέματα – ως συνέπεια ενός ευρύτερου εμπάργκο, που επεκτείνεται και στην πολιτιστική παραγωγή και που σχετίζεται με τις λεγόμενες «διεθνείς κυρώσεις», που έχουν επιβληθεί στην χώρα.
Μία δισκογραφική εταιρεία, που διαπρέπει, σήμερα, στον χώρο της σύγχρονης ιρανικής μουσικής είναι η Hermes Records, που υφίσταται από το 1999 και που θα την χαρακτηρίζαμε ως η... ECM της Ανατολής.
Μάλιστα, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός, που μπορεί εκ πρώτης να φαίνεται βαρύς και υπερβολικός, είναι καθ’ όλα σωστός, αφού οι «ομοιότητες», μεταξύ των δύο εταιρειών, ξεκινούν από τα εξώφυλλα των δίσκων, φθάνοντας φυσικά (και) στις μουσικές. Πέρα από το γεγονός πως υπάρχουν δυτικοί καλλιτέχνες που έχουν ηχογραφήσει τόσο για την
ECM, όσο και για την Hermes, με αποτέλεσμα η εκλεκτική αυτή συγγένεια, ανάμεσα στα δύο labels, να καθίσταται ως κάτι παραπάνω από υπαρκτή.
Η εταιρεία, όπως προείπαμε, ιδρύεται το 1999 από τον Ramin Sadighi, έχοντας ως στόχο, όπως διαβάζουμε στο διαδίκτυο, την παραγωγή και προώθηση της σύγχρονης ιρανικής μουσικής, την ανακάλυψη νέων δημιουργικών μουσικών, βοηθώντας παράλληλα τους καλλιτέχνες να προσεγγίσουν νέους ηχητικούς ορίζοντες.
Κι ενώ η μουσική βιομηχανία στο Ιράν (φυσικά υπάρχει τέτοια, σε μια χώρα με τεράστια μουσική παράδοση) αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής της στα δημοφιλή και παραδοσιακά είδη, καλλιτέχνες από διαφορετικές αφετηρίες συγκεντρώνονται στην Hermes Records, προκειμένου να εξερευνήσουν κοινές αντιλήψεις και νέους μουσικούς χρωματισμούς υπό το σύνθημα «μουσική για την μουσική». «Η εμπιστοσύνη των ταλαντούχων ιρανών μουσικών καθώς και των καλλιτεχνών από το εξωτερικό μας βοήθησε να περπατήσουμε σε αυτό το μονοπάτι και να συνεχίσουμε να αναζητούμε νέες ιδέες» υποστηρίζει ο Ramin Sadighi κι έχει δίκιο.
Μια σειρά προσφάτων κυκλοφοριών της Hermes Records θα μας δώσει την ευκαιρία να γνωρίσουμε όψεις της σύγχρονης μουσικής αυτής της αχανούς χώρας.
Ramin Sadighi και Fardin Khalatbari
Ο τραγουδοποιός
Fardin Khalatbari
Ο Fardin Khalatbari είναι ένας αξιοσέβαστος ιρανός τραγουδοποιός (καθώς γράφει στίχους και μουσική), που είναι γεννημένος το 1964 και που έχει διακριθεί, ανάμεσα σε άλλα, και για την δημιουργία σάουντρακ, για το ιρανικό σινεμά και την τηλεόραση. Στο πιο νέο άλμπουμ του, που έχει τίτλο In Oblivion [ICAM 1400 & Hermes Records, 2022], o Fardin Khalatbari ετοιμάζει μια σειρά τραγουδιών για την φωνή τού Homayoun Shajarian (γιος μιας μεγάλης μορφής της ιρανικής μουσικής, του Mohammad-Reza Shajarian), τα οποία (τραγούδια) συνοδεύουν ευρωπαίοι μουσικοί, φίλοι και συνεργάτες του Khalatbari, σε ηχογραφήσεις που έγιναν στο Ιράν και την Αυστρία, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2021.
Έτσι, στο “In Oblivion”, μαζί με τον τραγουδιστή Shajarian, ακούμε και τους Klaus Gesing μπάσο κλαρίνο, σοπράνο σαξόφωνο, Björn Meyer 6χορδο bass guitar, Carlo Niederhauser τσέλο και Fredrik Gille κρουστά. Όλοι αυτοί οι μουσικοί είναι αρκετά γνωστοί στον χώρο της «ευρωπαϊκής σκηνής», έχοντας ηχογραφήσει σε πάμπολλες εταιρείες (για παράδειγμα τον Γερμανό Klaus Gesing τον συναντάμε σε ουκ ολίγα άλμπουμ της ECM, δίπλα στην Norma Winstone, τον Anouar Brahem κ.ά.).
Στο “In Oblivion” ακούγονται οκτώ τραγούδια του Khalatbari, που έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Από συνθετικής άποψης τα κομμάτια συνδυάζουν παραδοσιακά ιρανικά και δυτικά στοιχεία, και χοντρικά θα μπορούσε να τα αποκαλέσουμε ethnic/ folk/ jazz. Οι ενορχηστρώσεις είναι «μαγικές», όπως και οι μελωδίες φυσικά, με τα πνευστά του Gesing να πρωταγωνιστούν, ενώ σε περίοπτη θέση στέκεται το μπάσο και βεβαίως τα κρουστά, που είναι ιδιαιτέρως τονισμένα.
Φυσικά οι στίχοι τραγουδιούνται στα ιρανικά, από έναν εντυπωσιακό τραγουδιστή, όπως είναι ο Homayoun Shajarian, αλλά επειδή υπάρχουν στο επιμελημένο booklet μεταφρασμένοι και στην αγγλική γλώσσα μπορούμε να γράψουμε πως το ύφος και το περιεχόμενό τους είναι ποιητικό, λυρικό και βαθιά ερωτικό.
Το “In Oblivion” είναι ένα θαυμάσιο άλμπουμ, με κομμάτια σαν το “Sign” ή το “Endlessly” να συγκινούν οποιοδήποτε αυτί – ανατολικό ή δυτικό.
Hesam Inanlou 
Ο
Hesam Inanlou είναι χειριστής του παραδοσιακού εγχόρδου kamancheh
Ο Hesam Inanlou είναι χειριστής του kamancheh, ενός παραδοσιακού εγχόρδου, που συναντάται σε πολλές παραδόσεις της ευρύτερης περιοχής (περάν του Ιράν εννοούμε), όπως του Αζερμπαϊτζάν, της Αρμενίας, της Γεωργίας, του Τουρκμενιστάν κ.ά. Ο ήχος του, μάλιστα, δεν μπορεί παρά να φέρνει στην μνήμη μας τον ήχο της δικής μας λύρας, της κρητικής ή της ποντιακής (κεμεντζές).
Ο Inanlou, ως βιρτουόζος προφανώς σ’ αυτό το δύσκολο όργανο, είναι ένας αναγνωρισμένος διεθνώς μουσικός. Το λέμε, γιατί, σε κάθε άλλη περίπτωση, δεν θα έσπευδαν να εμφανιστούν μαζί του δεκατρείς σπουδαίοι οργανοπαίκτες, από διάφορες χώρες, οι οποίοι σε σχήματα ντουέτων, θα ερμήνευαν, για τις ανάγκες του άλμπουμ “A Lament for Existence” [Hermes Records & PariSafa Music Foundation, 2021], δικές του συνθέσεις.
Λέμε λοιπόν για τους Klaus Gesing κλαρίνο, Anders Hagberg φλάουτο, Mats Eilertsen κοντραμπάσο, Jivan Gasparyan Jr. ντουντούκ, Jean-Marc Larché σαξόφωνο, Mats Eden βιόλα damore, Carlo Maver μπαντονεόν, Anja Lechner τσέλο, Johan Hedin nyckelharpa, Guo Gan erhu, Navid Afghah tombak, Björn Meyer ηλεκτρικό μπάσο και David Six πιάνο, οι οποίοι συνυπάρχουν με τον Hesam Inanlou σε μια σειρά συνθέσεων, που διακρίνονται για την... πονεμένη ομορφιά και τον μεγαλοπρεπή λυρισμό τους. (Δεν χρειάζεται να πούμε πως καθένας απ’ αυτούς τους μουσικούς έχει την δική του ιστορία στον χώρο, και ονόματα όπως αυτά του Mats Eilertsen ή της Anja Lechner είναι top of the top, για την contemporary μουσική τού σήμερα, δίνοντας επιπρόσθετα credits, στον ίδιο τον Hesam Inanlou).
Οι συνθέσεις, τώρα, μπορεί να διαθέτουν ισχυρό «λυπητερό» φορτίο, αλλά ταυτοχρόνως εμφανίζουν και μια λεπτότητα, μια ποικιλία επιρροών (οπωσδήποτε jazz και ευρύτερα «προχωρημένοι» υπαινιγμοί διακρίνονται σε πολλά tracks) και κυρίως μιαν εσωτερική σύνδεση, που τις κάνει να ακούγονται «σαν ένα», προσδίδοντας στο “A Lament for Existence” την αίσθηση του concept.
Quartet Diminished
Το συγκρότημα
Quartet Diminished
Το κουαρτέτο Diminished αποτελείται από τους Ehsan Sadigh ηλεκτρική κιθάρα, Mazyar Younesi πιάνο, Soheil Peyghambari κλαρινέτο, σοπράνο σαξόφωνο και Rouzbeh Fadavi ντραμς, κρουστά και ηχεί… όπως ίσως δεν φαντάζεστε!
Εννοούμε πως έχουμε να κάνουμε μ’ ένα progressive κατά βάση σχήμα, ένα σχήμα που ανακατεύει improv-jazz, folk, rock και avant-garde μ’ έναν αναπάντεχο –γιατί όχι;– τρόπο.
Συγκροτημένοι σε σώμα στις αρχές του 2013, οι Quartet Diminished είναι ολοφάνερο πως είναι μια μπάντα «διαβασμένη». Αυτό αποδεικνύεται από την ακρόαση του πιο πρόσφατου CD της, του Station Three [Hermes Records, 2020], που έρχεται μετά τα εξαιρετικά Station One” και “Station Two”.
Το κουαρτέτο γνωρίζει τα τερτίπια και τις διαμορφώσεις ποικίλων δυτικών ηχοχρωμάτων, και πάνω σ’ αυτό το πλαίσιο, που εμπεριέχει και αυτοσχεδιασμό, προσθέτει διάφορα δικά του παραδοσιακά μοτίβα, δημιουργώντας μακρόπνοες όσο και «προχωρημένες» καταστάσεις – σε όλα τα γενικώς μεγάλης διάρκειας κομμάτια, δηλαδή το 14λεπτο “Station three”, το 13λεπτο “Rhapsody”, το 8λεπτο “Speechless 2” και το 11λεπτο “Mood 3” (που ανακαλεί στην εισαγωγή το “Mountains”, του Γιάννη Σπάθα και των Socrates!).
Με την κιθάρα να δημιουργεί συχνά ένα διαρκές, αλλά ευμετάβλητο ηλεκτρικό υπόστρωμα, με το πιάνο να εμφανίζεται πολλάκις ως ρυθμικό όργανο, με τα πνευστά να κάνουν την περισσότερη μελωδική δουλειά και με τα κρουστά να «γεμίζουν» αναλόγως με τις ανάγκες, οι συνθέσεις των Quartet Diminished απογειώνονται μ’ έναν τρόπο που μπορεί να φέρνει στο νου πολύ συγκεκριμένα και ειδικά δυτικά projects – όπως τους Ελβετούς Nik Bärtschs Ronin για παράδειγμα (που ηχογραφούν για την ECM).
Απολαυστικό άλμπουμ που δείχνει, και αυτό, πως οι ιρανοί μουσικοί δεν είναι απλώς «μάστορες» (κάτι αναμενόμενο, καθότι η μουσική στο Ιράν αποτελεί πολύ μεγάλη «αξία»), αλλά και κύριοι πλήθους αλλότριων ηχοχρωμάτων, με τα οποία συνδιαλέγονται από θέση ισχύος.
Peyman Yazdanian
Ο συνθέτης και πιανίστας
Peyman Yazdanian
Ένας από τους πιο γνωστούς και πιο σημαντικούς, σήμερα, ιρανούς συνθέτες είναι ο πιανίστας Peyman Yazdanian.
Γεννημένος το 1968, ο Yazdanian έχει και δυτική μουσική παιδεία (με σπουδές σε Αυστρία και Γαλλία), ενώ θεωρείται, ως κλασικός ερμηνευτής, εξπέρ σε έργα Μπετόβεν, Λιστ και Σοπέν.
Φήμη μεγάλη απέκτησε ο Yazdanian και μέσω του κινηματογράφου, καθώς έχει συνεργαστεί με μερικούς από τους πιο αναγνωρισμένους ιρανούς ή ιρανικής καταγωγής σκηνοθέτες, όπως τους Abbas Kiarostami, Ramin Bahrani, Maziar Bahari, Jafar Panahi κ.ά. – με τα δικά του σάουντρακ να είναι δεκάδες και με την δισκογραφία του να είναι επίσης σημαντική.
Ένα από τα πιο πρόσφατα CD τού Peyman Yazdanian είναι και το Pulse [Hermes Records, 2020], ένα σόλο πιάνο γραμμένο κάπου στην Τεχεράνη, τον Δεκέμβριο του 2019. Σόλο πιάνο όμως... δύο ειδών. Το πρώτο κομμάτι, που αποκαλείται “Pulse 1” και που διαρκεί 24 λεπτά, είναι γραμμένο για προετοιμασμένο πιάνο (prepared piano), ενώ το δεύτερο, το “Pulse 2”, που διαρκεί και αυτό σχεδόν 20 λεπτά, αφορά σε «κανονικό» παίξιμο.
Είναι προφανές πως ο Peyman Yazdanian έχει εντρυφήσει στην avant-garde, δημιουργώντας, με το πρώτο τουλάχιστον track, ένα πολύ ερμητικό και συνάμα πληθωρικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο το πιάνο αποκτά πολλαπλές ρυθμικές και μελωδικές οντότητες, είτε με την κρουστή χρήση, είτε με τα χτυπήματα με την παλάμη στις χορδές, είτε με διάφορες άλλες τεχνικές, που δεν είναι πάντα εύκολο να τις αντιληφθείς, αν ακούς μόνον (και δεν βλέπεις ταυτοχρόνως).
Η ουσία πάντως είναι πως το “Pulse 1” είναι ένα ορμητικό track, με συνεχή ροή, ικανό να σε δονεί μέσα από τις ποικίλες επινοήσεις του Yazdanian, έως και λίγα λεπτά πριν από το κλείσιμο.
Το “Pulse 2” είναι κάπως διαφορετικό, όχι μόνον γιατί το παίξιμο εδώ γίνεται μόνον από το κλαβιέ, αλλά και γιατί σαν σύνθεση το εν λόγω track διαθέτει κάτι το συναρπαστικό και υποβλητικό στην εξέλιξή του, με πολύ προσεγμένα ρυθμικά επαναληπτικά στοιχεία και μελωδικές ακολουθίες που περιγράφουν βαθιά συναισθηματικές καταστάσεις,
Amir Mahyar Tafreshipour 
Ο συνθέτης
Amir Mahyar Tafreshipour 
Ο Amir Mahyar Tafreshipour (γεννημένος στην Τεχεράνη το 1974), είναι ένας αναγνωρισμένος σύγχρονος ιρανός συνθέτης, το έργο του οποίου έχει παρουσιαστεί ακόμη και στο Λονδίνο (π.χ. η όπερά του “The Doll Βehind the Curtain”, που ανέβηκε στο Tête à Tête Opera Festival τον Αύγουστο του 2015). Στο παρόν άλμπουμ, που τιτλοφορείται “Pendar” [Hermes Records, 2013], ένα σχήμα, αποτελούμενο από μουσικούς που παίζουν βιολί, πιάνο, κοντραμπάσο, τσέλο, φλάουτο, όμποε και άρπα, ερμηνεύει μια σειρά συνθέσεων του Tafreshipour, που αφορούν σε έξι διαφορετικά έργα.
Στο πρώτο που αποκαλείται «Ελεγεία για Άρπα, Βιολί και Τσέλο» διακρίνονται περσικά μουσικά στοιχεία (στη διάρθρωση της ελικοειδούς μελωδίας), που σε συνδυασμό με τις υψηλές αρμονικές στο βιολί και το τσέλο δημιουργούν μια κάπως δραματική ατμόσφαιρα.
Στο “Pendar for flute” προάγεται ένα χαλαρό και γαλήνιο παίξιμο-πνεύμα, με το φλάουτο να ακολουθεί ήπιες γραμμές, με μικρές εξάρσεις.
Το “Images of Childhood for Piano” αποτελείται από 12 μικρής διάρκειας συνθέσεις (ελάχιστες εκ των οποίων ξεπερνούν το ένα λεπτό). Ο Tafreshipour επηρεασμένος από τις “Kinderszenen” (1838) του Robert Schumann επιχειρεί στο δικό του χώρο, με ανάλογες διαθέσεις.
Στο σχεδόν 6λεπτο “Pendar for Double Bass” ο κοντραμπασίστας Dave Brown (που έχει classical και pop πορεία) ερμηνεύει σόλο, παίζοντας περισσότερο με δοξάρι και παράγοντας ολοκληρωμένα μελωδικά ηχοχρώματα.
Το “Pendar for Oboe” δεν διαφέρει κατ’ ουσίαν από το προηγούμενο track. O John Anderson, του Royal College of Music, μελωδεί ακαταπαύστως, ανεβοκατεβαίνοντας τη σκάλα του οργάνου (και ενίοτε... βασανίζοντάς το).
Το έσχατο “Dialogue for Violin & Piano” είναι το πιο μεγάλο στο χρόνο track του CD, αφού αγγίζει τα εννέα λεπτά. Βασικά, πρόκειται για μια συρραφή μικρότερων συνθέσεων που επιχειρούν να συνδυάσουν περσικά και δυτικά στοιχεία, μέσω μιας άλλοτε νευρώδους και άλλοτε μιας πιο ήπιας διαμόρφωσης.
Σε κάθε περίπτωση ένα άκρως ενδιαφέρον άκουσμα.
 
[Τα CD της Hermes Records εισάγονται από την Recordisc και οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να πληροφορηθούν γι’ αυτά από το κατάστημα Music Corner, Πανεπιστημίου 56, Αθήνα, τηλ. 210-3304000, www.musiccornerstore.gr]
 
[Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό YELLOW BOX, τεύχος #19, Απρίλιος – Μάιος 2023]

1 σχόλιο:

  1. Εξαιρετικό άρθρο Φωντα. Δεν έχω ακούσει ακόμα τους Quartet Diminished αλλα το κείμενο μου φερνει στο μυαλό τους Blue Effect & Jazz Q Praha στο δισκο Coniunctio
    Δημήτριος Μηλας

    ΑπάντησηΔιαγραφή