Κάνει ένα βήμα παραπέρα μ’ αυτό το
άλμπουμ της η καλή τραγουδοποιός Μάρθα Μαυροειδή. Και όχι μόνο για την ίδια,
αλλά και για το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι γενικότερα. Έχει κάτι το αμέριστα
ηθικό, εννοώ, αυτή της η προσπάθεια και ακόμη κάτι το πρωτότυπο (στο μέτρο του
δυνατού πάντα) και συγκινητικό συνάμα. Το θέτω τελευταίο αυτό το… τελευταίο,
αλλά δεν είναι τελευταίο. Είναι πολύ βασικό. Λείπει η συγκίνηση, το σφίξιμο της
ψυχής, από τα τραγούδια μας και από τον τρόπο που εκείνα αντιμετωπίζονται στη
σύγχρονη δισκογραφία. Και σε σχέση με την παράδοση το λέω τούτο.
Ορισμένοι νομίζουν, εννοώ, πως επειδή ασχολούνται με το παραδοσιακό τραγούδι, διασκευάζοντάς το, ή έχοντας επηρεαστεί από ’κείνο, αυτομάτως κατακτούν και κάτι από τη μεγαλοσύνη του. Αυταπατώνται. Εκείνο που κάνουν είναι να ευτελίζουν, τις περισσότερες φορές, τις βαθύτερες αξίες του, δίνοντάς του αδιάφορες, στην καλύτερη των περιπτώσεων, διαστάσεις. Ό,τι ΔΕΝ συμβαίνει εδώ δηλαδή – σ’ αυτό το θαυμάσιο CD, που δείχνει πεντακάθαρα ποιος είναι ο σωστός δρόμος.
Ορισμένοι νομίζουν, εννοώ, πως επειδή ασχολούνται με το παραδοσιακό τραγούδι, διασκευάζοντάς το, ή έχοντας επηρεαστεί από ’κείνο, αυτομάτως κατακτούν και κάτι από τη μεγαλοσύνη του. Αυταπατώνται. Εκείνο που κάνουν είναι να ευτελίζουν, τις περισσότερες φορές, τις βαθύτερες αξίες του, δίνοντάς του αδιάφορες, στην καλύτερη των περιπτώσεων, διαστάσεις. Ό,τι ΔΕΝ συμβαίνει εδώ δηλαδή – σ’ αυτό το θαυμάσιο CD, που δείχνει πεντακάθαρα ποιος είναι ο σωστός δρόμος.
Κατ’ αρχάς να πούμε πως το «Η Κλωστή και
το Βελόνι» [Violins Productions,
2017] είναι ένα CD χωρίς μουσικά όργανα! Ή, μάλλον, είναι
ένα CD
με το ΠΡΩΤΟ και τελειότερο μουσικό όργανο, που δεν είναι άλλο από την ανθρώπινη
φωνή. Κι εδώ έγκειται μιαν αρχική πρωτοτυπία τής Μαυροειδή. Να απαλλαγεί απ’
αυτό το… περιττό βάρος, ασχολούμενη μόνο με την πρώτη ύλη. Να πούμε, λοιπόν, πως
μέσα από τούτη την προσέγγιση εκείνο που αναδεικνύεται είναι η βαθύτερη ουσία
τού παραδοσιακού τραγουδιού, καθώς έτσι μεγεθύνονται όλες οι αρχέγονες λεπτομέρειές
του, γινόμενες έτι περισσότερο χειροπιαστές. Ο αρμονικός σχεδιασμός με τα
παράλληλα φωνητικά επίπεδα, οι αυτοσχεδιασμοί, όλες οι τεχνικές τού μπροστάρη
τραγουδιστή, του επιφορτισμένου να αποδώσει με την πρέπουσα σαφήνεια και
ορθότητα τα νοήματα, και τις ψυχολογικές καταστάσεις που εκείνα προϋποθέτουν,
είναι ό,τι αποτελεί την ουσία τού άλμπουμ της Μάρθας Μαυροειδή, μιας
καλλιτέχνιδας που κάνει εδώ το πιο μεγάλο άλμα.
Το λέμε, δε, τούτο και για έναν
επιπρόσθετο λόγο. Όχι μόνο για τις μη προφανείς επιλογές από το παλαιό και
δοκιμασμένο ρεπερτόριο (τραγούδια της Σκύρου, της Θράκης, της Ανατολικής
Ρωμυλίας, κρητικά, από το Κρανίδι της Αργολίδας), αλλά και για την μαγκιά τής
Μαυροειδή (είναι η πιο σωστή λέξη) να διεμβολίσει αυτό ακριβώς το ρεπερτόριο με
δικά της (και άλλων) τραγούδια. Πολύ σπάνια, θέλω να πω, συναντάς αυτή την
επικοινωνία σ’ ένα άλμπουμ μεταξύ των παραδοσιακών και των επωνύμων τραγουδιών,
κάτι που, οπωσδήποτε, θέλει πολύ γερά κότσια (γνώση, ήθος, θάρρος) για να
«κάτσει». Τραγούδια, λοιπόν, σε μουσικές και στίχους της Μαυροειδή, καθώς και
συνεργατών της, ωραία ενταγμένες λογοτεχνικές αναφορές (Ζυράννα Ζατέλη, Νίκος
Γαβριήλ Πεντζίκης) και βεβαίως ένα κράμα φωνών (Eva Quartet, Κουαρτέτο Γιασεμί,
Αργύρης Μπακιρτζής, Σαβίνα Γιαννάτου κ.ά.) ικανό να κάνει την πολύ μεγάλη
διαφορά.
Μεγάλη στιγμή του άλμπουμ είναι
οπωσδήποτε το «Τρελό κουνέλι» (σε μουσική και στίχους της Μάρθας Μαυροειδή), με
τη Σαβίνα Γιαννάτου και όλους τους υπολοίπους να κάνουν εκπληκτική (φωνητική)
δουλειά, καθώς κομμάτια όπως το «Γκαρίπ» (μουσική Μάρθα Μαυροειδή) σε αφήνουν
άφωνο με τη φαντασία και την επεξεργασία τους.
Ένας πολύ σημαντικός, εντελώς
διαφορετικός, δίσκος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου