Το νέο τεύχος τού Μετρονόμου, το υπ’ αριθμόν 63, περιέχει
μεγάλο αφιέρωμα (40 σελίδες) στον Σταύρο Κουγιουμτζή (1932-2005). Όπως έχουμε
τονίσει κι άλλες φορές τα αφιερώματα αυτού του τύπου λειτουργούν πάντα και πολύ
καλά. Και γιατί αναδεικνύουν ένα πρόσωπο (ξανά, και ξανά, και ξανά –no problem– αν μιλάμε για τον
απέραντο Σταύρο Κουγιουμτζή) και γιατί δίνουν την ευκαιρία σε όλους μας,
παλαιότερους και νεότερους, να ξανακούσουμε τις τραγουδάρες αυτού του μοναδικού
συνθέτη (ενίοτε και στιχουργού), ανάλογες των οποίων ούτε γράφτηκαν ποτέ, ούτε
πρόκειται να ξαναγραφτούν.
Σκέφτομαι ώρες-ώρες πως ο Σταύρος Κουγιουμτζής είχε «κάτι»,
ένα τραγουδοποιητικό καλούπι εννοώ, που δεν το είχε κανένας συνάδελφός του – κι
αυτό τον κάνει αυτομάτως πολύ μεγάλο, σχεδόν μέγιστο, για να μην πω… απολύτως
μέγιστο. Ίσως δηλαδή να είναι και ο μεγαλύτερος όλων, ως τραγουδοποιός, για τον
εξής απλό λόγο. Κανείς, ποτέ, δεν μπόρεσε να γράψει τραγούδια σαν αυτά που
έγραψε ο Κουγιουμτζής. Αυτός ο άνθρωπος δεν είχε επιγόνους. Κι αυτό είναι ένα… φαινόμενο!
Υπάρχουν διάφοροι συνθέτες που έγραψαν στο στυλ του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι,
ακόμη και του Σαββόπουλου κ.λπ. Και έγραψαν καλά ή και πολύ καλά τραγούδια, όχι
τρίχες (θυμάμαι π.χ. τον Ηλία Ανδριόπουλο). Κανείς, όμως, δεν μπόρεσε ποτέ να
γράψει κάτι στο ύφος τού «σέβεντις» κυρίως Κουγιουμτζή, που να στέκει, που να
τον θυμίζει, που να έχει κάτι από τη δική του σφραγίδα.
Δεν μπορεί κανείς να πει τι ήταν αυτό, που οδηγούσε τον
Κουγιουμτζή να γράφει αυτά τα απίστευτα τραγούδια. Το ταλέντο του σίγουρα. Τι
άλλο όμως; Ο Κουγιουμτζής τιμούσε και αγαπούσε όλα τα γνωστά είδη του ελληνικού
τραγουδιού – και το ελαφρό, για να το πούμε απλά, και το λαϊκό και το ρεμπέτικο
και το δημοτικό, ενώ γνώριζε και μελετούσε από θέση ισχύος και την κλασική
μουσική. Η δε παιδεία του ήταν ευρεία – και το γεγονός ότι μπορούσε να
συνομιλεί επί ίσοις όροις με τους ποιητές της Θεσσαλονίκης π.χ. είναι και
αποδεικτικό της ιδιαίτερης και μοναδικής-μοναχικής περίπτωσής του. Ακόμη,
και εν αντιθέσει με πολλούς συναδέλφους του, ο Κουγιουμτζής είχε τη δύναμη, τον
τρόπο, την ανάγκη –πείτε το όπως θέλετε– να εμφανίζεται τις νύχτες σε μαγαζιά
ως πιανίστας, μαέστρος κ.λπ. τεστάροντας, πάνω στη βράση τα τραγούδια του. Εντάξει,
δεν ήταν ο μόνος, αλλά ακόμη και αυτό το γεγονός τον βοήθησε, νομίζω, να
διαμορφώσει το αισθητικώς «αλάνθαστο» προφίλ του.
Για όλα αυτά, και για άλλα περισσότερα γράφουν στον Μετρονόμο οι Θανάσης Συλιβός, Μαρία Κουγιουμτζή (η αδελφή του), Μιχάλης Μπουρμπούλης, Μάνος Ελευθερίου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο μακαρίτης Άκος Δασκαλόπουλος (παλαιό κείμενο), ακόμη ο Γιώργος Νταλάρας, ο Θωμάς Κοροβίνης, ο Ηλίας Κατσούλης (RIP) κ.ά.
Για όλα αυτά, και για άλλα περισσότερα γράφουν στον Μετρονόμο οι Θανάσης Συλιβός, Μαρία Κουγιουμτζή (η αδελφή του), Μιχάλης Μπουρμπούλης, Μάνος Ελευθερίου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο μακαρίτης Άκος Δασκαλόπουλος (παλαιό κείμενο), ακόμη ο Γιώργος Νταλάρας, ο Θωμάς Κοροβίνης, ο Ηλίας Κατσούλης (RIP) κ.ά.
Από ’κει και πέρα ο Μετρονόμος προσφέρει και τη υπόλοιπη ύλη
του, που είναι πάντα ενδιαφέρουσα. Ανάμεσα, μια συνέντευξη του Λουκά Θάνου, που
επανεμφανίζεται με τραγούδια μετά από χρόνια –εγώ, πέρα από το άλμπουμ με τον Ξυλούρη, θα θυμάμαι
πάντα την «Αναστροφή» του από τα eighties–, επίσης συνεντεύξεις με τον στιχουργό Δημήτρη Λέντζο, τον τραγουδοποιό κ.λπ. Χρίστο Τσιαμούλη, τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο
και τον μπουζουξή Παναγιώτη Στεργίου, ένα δικό μου κείμενο για τις ηχογραφήσεις
της Οπτικής Μουσικής/ Κωστή Δρυγιανάκη (2CD, κασέτα) και άλλα διάφορα…
Πολύ γεμάτο τεύχος, για ακόμη μια φορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου