Ο τενορίστας Γιάννης Κασέτας είναι ένας
από τους ανθρώπους που σύρουν το όχημα της jazz στην Ελλάδα, ή της ελληνικής τζαζ αν
προτιμάτε, έχοντας για κατεύθυνση το… μέλλον. Εννοώ πως κάθε καινούριος δίσκος
του (CD
του δηλαδή) είναι κι ένα εκφραστικό βήμα πιο μπροστά από το προηγούμενό του,
πιο κατασταλαγμένο και πιο ολοκληρωμένο. Αυτό συμβαίνει συχνά με τους
τζαζίστες, ενώ δεν συμβαίνει αναγκαστικά με τους ροκάδες. Είναι άλλες οι
προτεραιότητες των μεν, και άλλες των δε. Το ροκ, που είναι κατά βάση τραγούδι,
ας πούμε ότι απαιτεί έκρηξη συναισθηματική και τόλμη στη διαχείριση του λόγου
(χοντρά πράγματα λέμε, που μπορεί να ισχύουν μέσα στη γενικότητά τους, αλλά
ποτέ απολύτως), ενώ η jazz,
που είναι κατά βάση μουσική, «κάθεται» αλλιώς σ’ εκείνον που αποφασίζει ν’
ασχοληθεί μαζί της – εννοώ πως ο χρόνος είναι με το μέρος τού
συνθέτη/οργανοπαίκτη. Η jazz,
που δεν αποκλείει φυσικά το αυθόρμητο (αυτό είναι ο κολοφώνας της) νοιάζεται
περισσότερο για το οργανωμένο. Για τη σύνθεση, δηλαδή, που έχει αρχή, μέση και
τέλος, που δεν υπολείπεται σε συναισθηματικό δόσιμο, και που δίνει,
ταυτοχρόνως, την ευκαιρία στους σολίστες της να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, μ’
έναν τρόπο «άλλο», είτε πάνω στη σκηνή είτε στο στούντιο.
Στο “Northern Lights” [Puzzlemusik,
2017] ο Κασέτας, που εμφανίζεται ως
αποκλειστικός συνθέτης, καταθέτει, επί της ουσίας τέσσερα κομμάτια, ανεξαρτήτως
των κενών που «πιάνει» το CD.
Αυτά είναι το εισαγωγικό “Bubbles of reality”,
το τριμερές “Northern lights”,
η πενταμερής σουίτα “The dark suite”
και το κλείσιμο με το διμερές “Fat Mummra”.
Το πρώτο track ανοίγει με ήχους θάλασσας, με το πιάνο
να αναλαμβάνει την εισαγωγή, το rhythm section
να στέκεται κάτι παραπάνω από γερά, και με το σαξόφωνο να μπαίνει παράλληλα
παίζοντας τις πρώτες νότες της μελωδίας. Το τέμπο μεταβάλλεται, οι «εξωτερικοί»
ήχοι διατηρούνται, η μελωδία αναπτύσσεται πότε στο πιάνο, πότε στο σαξόφωνο, σε
μια σύνθεση με έντονο χρωματισμό και υψηλή ενέργεια. Η πιανιστική improv
εισαγωγή στο “Northern lights”
δίνει τη θέση της στο καθ’ αυτό track,
που σκάει με δύναμη από την αρχή του. Είναι χαρακτηριστικό, αυτό, του Κασέτα.
Οι συνθέσεις διακρίνονται δηλαδή από μια σφοδρότητα (ίσως να είναι και ο τρόπος
που ηχογραφούνται κιόλας), μια ένταση, που δεν είναι εσωτερική (μόνο), μα
συχνότατα… εκρηκτική, δημιουργώντας πάταγο. Εδώ ακούμε κι άλλα όργανα
(τρομπέτα, πλήκτρα, τρομπόνι, πιάνο φυσικά), που συμβάλλουν όλα προς ένα
«σκληρό» αποτέλεσμα. Στο τελευταίο μέρος πέφτουν κάπως οι τόνοι, με τη σύνθεση
να αποκτά άλλα χαρακτηριστικά (και με το σύνθι να κάνει πολύ καλή δουλειά).
Η «Σκοτεινή Σουίτα» είναι κάτι, ή πολλά,
από ’κείνο που λέει ο τίτλος της. Το κλίμα γίνεται περισσότερο εσωστρεφές και
ελεγειακό από το πρώτο κιόλας μέρος της – αν και στο δεύτερο, από τη μέση και
μετά, αποκτά, περισσότερα δυναμικά χαρακτηριστικά. Στο τρίτο μέρος, το “Sea
of tranquility”,
η εισαγωγή με το ηλεκτρικό πιάνο, η παρουσία της κιθάρας, ένα πολύ ωραίο σόλο
στο τρομπόνι κι ένα απλό κλείσιμο στο bass guitar
σηματοδοτούν ένα απλό, αλλά «γεμάτο» track.
Στο ίδιο μοτίβο, εννοώ του fusion,
κυλάει και το τέταρτο μέρος, με το πέμπτο και τελευταίο να αποτελεί ένα
άθροισμα ή καλύτερα μια περίληψη εκείνων που ακούσαμε στα προηγούμενα τέσσερα.
Το προτελευταίο track του “Northern Lights” έχει τίτλο “Fat
Mummra”
και συμμετέχει σ’ αυτό ένας δυνατός ξένος σαξοφωνίστας ο Craig
Handy
(γνωστός από τις συνεργασίες του με John Scofield,
Joe Henderson,
Freddie Hubbard κ.ά.). Το κομμάτι κινείται σε γρήγορο
τέμπο, με ωραίο μπάσο και τακτικά κοψίματα, λειτουργώντας και κάπως σαν
εισαγωγή για το έσχατο 6λεπτο “Fat Mummra melted with honey”,
που, κοντολογίς, είναι για σαξοφωνικό σεμινάριο.
Δύο τινά ακόμη.
Στην ηχογράφηση συμμετέχουν 16(!)
μουσικοί (Δράκος-Κτιστάκης, Ανδρέου, Τσάκας, Πατερέλης κ.ά.), καθώς και όλοι οι
Next Step Quartet σ’ ένα κομμάτι.
Η «Σκοτεινή σουίτα» είναι αφιερωμένη στον
πατέρα τού Γιάννη Κασέτα, τον αναγνωρισμένο φυσικό Ανδρέα Κασέτα, που πέθανε
πρόπερσι. Έχω βιβλία του Κασέτα (Φυσικές) στο πατρικό μου. Δεν ήξερα πως ήταν
πατέρας του Γιάννη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου