Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018

KRUPKA TRIO, IVAN MAZUZE, SCHEEN JAZZORKESTER / EYOLF DALE, LINE & THE LIONS, JAN GUNNAR HOFF GROUP, JACOB YOUNG & URBAN GARDENING από τον νορβηγικό βορρά

KRUPKA TRIO: Hymns in a Jazz Mood Vol 2 [LOS 210-2, 2018]
Καθώς πλησιάζουμε στα Χριστούγεννα τα προτεινόμενα jazz CDs με θρησκευτικό περιεχόμενο είναι κάτι… σαν παράδοση. Όχι μόνο στην Αμερική, εκεί όπου οι τζαζ μελωδίες (θρησκευτικού τύπου ή λιγότερο) είναι συνυφασμένες με τις μέρες των γιορτών, αλλά και στην Ευρώπη – η οποία έχει, επίσης, να επιδείξει… τζαζ αναλόγου περιεχομένου.
Στην περίπτωση του “Hymns in a Jazz Mood Vol 2” ένα νορβηγικό τρίο, το οποίο αποτελούν οι Ulf Krupka πιάνο, Line Falkenberg σαξόφωνα και Tine Asmundsen μπάσο, πράττει, πάντως, κάτι ξεχωριστό. Κάτι σχετικώς διαφορετικό θέλω να πω, όντας μέσα στο συγκεκριμένο mood, αλλά ταυτοχρόνως έξω και από τα γνωστά κλισέ (τύπου “Santa Claus is coming to town”).
Και τα εννέα tracks, που διασκευάζονται εδώ από το trio, είναι θρησκευτικοί ύμνοι γραμμένοι, τόσο από πλευράς στίχων, όσο και από μουσικής πλευράς, από επώνυμους ποιητές και συνθέτες προηγούμενων αιώνων (ο πιο παλαιός ύμνος έχει μουσική που γράφτηκε το 1495 και στίχους που γράφτηκαν το 1647). Φυσικά, στο CD μας, δεν ακούγονται τα λόγια, αλλά μόνον οι μουσικές, που είναι ωραία εναρμονισμένες για ένα τζαζ σχήμα – έτοιμο να ανταπεξέλθει στη μελωδική πρόκληση και στη γενικότερη… πνευματική ατμόσφαιρα, που οι συνθέσεις αναδίδουν.
Και το καταφέρνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αν κρίνουμε (αναφέρω τους αγγλικούς τίτλους των σκοπών) από τα “I will never forget Jesus”, “I will go with Jesus” κ.λπ.
Ενδιαφέρον έχουν τα ονόματα των ποιητών και βεβαίως των… original συνθετών των ύμνων (Charles H. Purday, C.C. Scholefield, Ludvig M. Lindeman, Georg Neumark, Heinrich Isaac, Henrik Rung…), τα οποία, όντας άγνωστα γενικώς προς εμένα, μπαίνουν σ’ ένα πρωταρχικό ψάξιμο.
IVAN MAZUZE: Moya [Losen 209-2, 2018]
Σαξοφωνίστας, φλαουτίστας και percussion player από την Μοζαμβίκη, ο Ivan Mazuze τα τελευταία χρόνια κάνει καριέρα στη Νορβηγία και από ’κει μας τροφοδοτεί με τις ηχογραφήσεις του. Το δεύτερο άλμπουμ του έχει τίτλο “Moya”, κυκλοφορεί φυσικά από την Losen, και ακούγονται σ’ αυτό πολλοί και διάφοροι μουσικοί σε πιάνο, rhodes, κιθάρες, μπάσο, ντραμς, kora, διάφορα tribal κρουστά και ανάμεσά τους tablas. Τονίζουμε τις ινδικές tablas, επειδή τα indian ηχοχρώματα είναι ολοφάνερα στο άλμπουμ (ας μην ξεχνάμε πως η Μοζαμβίκη βρίσκεται στην Ανατολική Αφρική, βρέχεται από τον Ινδικό Ωκεανό και αποικείται από Ινδούς τουλάχιστον από τα μέσα του 19ου αιώνα). Βεβαίως, οι ινδικές αναφορές δεν είναι οι μόνες στο “Moya”, αφού ο Mazuze κάνει, ουσιαστικώς, ένα fusion άλμπουμ, με στοιχεία βγαλμένα από πολλές και ποικίλες παραδόσεις. Οπωσδήποτε από την jazz, μα ακόμη και από τις μουσικές της Δυτικής Αφρικής, την κονγκολέζικη ποπ (“Wemba Wa”, μια σύνθεση αφιερωμένη στον Papa Wemba) ή και την νορβηγική folk (“Lunde”).
Το αποτέλεσμα, σε κάθε περίπτωση, είναι μια world jazz, με σοβαρό λόγο ύπαρξης.
SCHEEN JAZZORKESTER / EYOLF DALE: Commuter Report [LOS 204-2, 2018]
Ο πιανίστας Eyolf Dale είναι από τις σημαντικές, σύγχρονες προσωπικότητες τής νορβηγικής jazz. Μάλιστα, στο δισκορυχείον, έχουμε γράψεις κάμποσες φορές για τα ηχογραφικά κατορθώματά του. Πριν λίγο καιρό, τον προηγούμενο Απρίλιο, αναφερθήκαμε στο άλμπουμ του “Return to Mind” στη βρετανική Edition, ενώ παλαιότερα (2012), είχαμε πει τα σχετικά για ένα άλμπουμ του με τους Albatrosh στη Rune Grammofon, όπως και για ένα σόλο πιάνο του, το “Hotel Interludes”, στην Curling Legs. Αυτά τα σημειώνουμε, για να υποστηρίζουμε το προφανές. Πως ο Νορβηγός είναι μια ξεχωριστή περίπτωση, που αξίζει της προσοχής μας.
Στο “Commuter Reporto Eyolf Dale, που χειρίζεται επίσης harpsichord και τσελέστα, παρουσιάζει μια σειρά δικών του συνθέσεων μέσω μιας μεσαίας ορχήστρας, της Scheen Jazzorkester. Το αποτέλεσμα είναι… το αναμενόμενο.
Ο Dale ενορχηστρώνει βασικά για πνευστά (στην ορχήστρα συμμετέχουν εννέα πνευστοί, το μπάσο-ντραμς, ένα ακορντεόν, και το δικό του πιάνο). Έχουμε, λοιπόν, τριών ειδών σαξόφωνα (άλτο, τενόρο, σοπράνο), κλαρίνο, μπάσο κλαρίνο, φλάουτο, τρομπέτα, φλούγκελχορν και, τέλος, τρομπόνι και μπάσο τρομπόνι.
Το βασικό χαρακτηριστικό των συνθέσεων τού Dale είναι η περιγραφική απλότητα, όπως και η ομορφιά που περαιτέρω κομίζεται μέσα από τις μάλλον σύντομες διάρκειες. Παρά ταύτα, οι συνθέσεις του δεν είναι απλές. Δεν είναι… στοιχειώδεις. Ο Dale χρησιμοποιεί «περίεργα» μέτρα, για να αναπτύξει τις ιδέες του, οι οποίες περιστρέφονται, νομίζω, γύρω από μια βασική αρχή. Να… τραγουδιούνται. Φωνή, βεβαίως, μπορεί να μην υπάρχει στο “Commuter Report”, αλλά τόσο η αφηγηματικότητα, όσο και η αίσθηση του τραγουδιού που αυτό (το άλμπουμ) αποπνέει συγκαταλέγονται, μάλλον, στις προφανείς αρετές της εγγραφής.
LINE & THE LIONS: Mountain Solitude [LOS 203-2, 2018]
Η σαξοφωνίστρια (άλτο, σοπράνο) Line Falkenberg δεν είναι καμμία… χθεσινή. Βρίσκεται αρκετά χρόνια στη νορβηγική σκηνή, γύρω στα δεκαπέντε με είκοσι, έχοντας ηχογραφήσει με διάφορους σχηματισμούς – ένας είναι και το Krupka Trio, για το οποίον τα είπαμε στην αρχή αυτής της ανάρτησης.
Στο “Mountain Solitude” η Falkenberg, κάτω από το όνομα Line & The Lions, συνεργάζεται με τους Hayden Powell τρομπέτα, Andreas Haddeland κιθάρες, rubab, Finn Guttormsen μπάσο και Jarle Vespestad ντραμς σε μια σειρά δικών της συνθέσεων, που διακρίνονται για την πολυστυλιστικότητά τους. Η jazz βεβαίως κατέχει τη μερίδα του λέοντος στις αναφορές της Νορβηγίδας, όμως υπάρχει και το rock σε γερές δόσεις στο άλμπουμ της (“Afterski / After Ski”, “Alene på fjellet / Mountain solitude”), όπως και το funk (“Shannon”) ή οι ανατολίτικες αναφορές (“Under terskelen / Below the threshold”) και διάφορα άλλα τινά (όπως το progressive στο “Chicky”).
Έχει ωραία γραφή η Falkenberg και ιδέες που τις υλοποιεί με τον πιο σωστό τρόπο – αυτό είναι σίγουρο. Το σημειώνω, επειδή το άλμπουμ της είναι τεράστιο σε διάρκεια, καθώς διαθέτει δεκατρία tracks, ξεπερνώντας τα 70 λεπτά, κάτι που μπορεί να βάλει σε σκέψεις ορισμένους όσον αφορά στη λειτουργικότητά του κ.λπ.
Μη φοβού, το “Mountain Solitude” λειτουργεί πολύ καλά.
JAN GUNNAR HOFF GROUP: featuring Mike Stern / Par Mathisen, Auden Kleive [LOS 196-2, 2018]
Τον προηγούμενο Ιούλιο γράψαμε για το πολύ καλό CDBarxeta II” των Per Mathisen και Jan Gunnar Hoff με τον κουβανό ντράμερ Horacio Hernandez. Τώρα, ένα καινούριο άλμπουμ τού πιανίστα και κιμπορντίστα Gunnar Hoff έχουμε στο player – μια συνεργασία του ξανά με τον μπασίστα Mathisen, συν τον πολύ Mike Stern κιθάρες, φωνή, συν τον ντράμερ Audun Kleive. Από τα οκτώ θέματα του άλμπουμ πέντε ανήκουν στον Gunnar Hoff και τρία στον Stern, πράγμα που σημαίνει πως ο Stern δεν μπήκε στο γκρουπ απλώς και μόνον ως βιρτουόζος, αλλά και ως συνθέτης, γράφοντας στο γνωστό δικό του contemporary κλίμα. 
Εντάξει, μπορεί να μην είναι πολύ του γούστου μου η jazz του Mike Stern, αλλά από την άλλη δεν γίνεται να μην παραδεχθείς τον μοναδικό τρόπο τού παίκτη να πλασάρει απλές, φαινομενικά, μελωδίες, μ’ έναν πλήρη περφεξιονιστικό τρόπο. Σ’ αυτό το κλίμα μπαίνει και ο Gunnar Hoff φυσικά, δημιουργώντας, κι εκείνος από τη μεριά του, τα ανάλογα «τοπία».
JACOB YOUNG & URBAN GARDENING: Oslo Session Recording Vol.4 [Oslo Session Recordings, 2018]
Εδώ δεν έχουμε μια παραγωγή της Losen, αλλά μια διανομή της. Μια συνεργασία της, δηλαδή, με το label τού κιθαρίστα Jacob Young (έχει αμερικανό πατέρα και νορβηγίδα μητέρα), τις Oslo Session Recordings
Ο Young, που είναι παγκοσμίως γνωστός από τις εγγραφές του στην ECM (υπάρχουν τρία άλμπουμ του εκεί, όπως βλέπω στο discogs), έχει κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια τρία LP/CD στο δικό του label, με το τέταρτο απ’ αυτά να μας απασχολεί αυτή τη στιγμή.
Στο συγκεκριμένο άλμπουμ ο Young έχει δίπλα του μια πλήρη μπάντα. Κατ’ αρχάς τρεις γυναικείες φωνές (Rohey Taalah, Siril Malmedal Hauge, Stella Young) και ακόμη τενόρο σαξόφωνο και φλάουτο (Knut Riisnæs), τρομπόνι (Øyvind Brække), fender rhodes (Anders Aarum), bass guitar (Bo Berg), κρουστά (Sidiki Camara) και ντραμς (Raciel Torres). Έτσι, του δίνεται η ευκαιρία να περιπλανηθεί σε διάφορα «χωράφια» (jazz, fusion, funk ακόμη και spoken και old-school rap), πάντα με την ίδιαν επιτυχία. Να πούμε, επίσης, πως ο Young, εκτός από τις μουσικές –τα εννέα από τα έντεκα tracks είναι δικά του, καθώς υπάρχει μία version στο “Everything I play gonna be funky (From now on)” του Allen Toussaint, όπως κι ένα track του rapper Andre 3000–, γράφει και τα λόγια στο Vol.4, χρησιμοποιώντας και στίχους του Charles Bukowski σ’ ένα κομμάτι (“16 bars of funk / Roll the dice”).
Ένα πολύ ευχάριστο άλμπουμ είναι το “Oslo Session Recording Vol.4”, που διακρίνεται επίσης για την εκλεπτυσμένη γκρούβα του.
Επαφή: www.losenrecords.no

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 131

29/11/2018
Άκουγα χθες ένα πρόσφατο (σχετικά) ελληνικό άλμπουμ, παντελώς ανεξάρτητο, του… ποιητικού έντεχνου. Λίγα πράματα. Μου θύμισε, δε, κάτι δίσκους που έβγαιναν στα seventies, από ελάσσονες εταιρείες, ανεξάρτητες κι εκείνες, που επιχειρούσαν να κάνουν «έντεχνο» τραγούδι, πάνω στα διδάγματα του Θεοδωράκη και των υπολοίπων, άτεχνα όμως και με στόμφο. Να, όπως αυτό το LP που βλέπετε στη φωτό, από το 1976, σε μουσικές Γιώργου Γεωργιάδη (είχε κάνει το εκπληκτικό «Δώδεκα Βράδυα» με τη Λίτσα Σακελλαρίου μερικά χρόνια νωρίτερα) και ποίηση του κομμουνιστή αγωνιστή Νίκου Οικονομίδη ή Παλιού (αδελφού του Γιώργου Οικονομίδη). 
Το άλμπουμ αυτό το είχα αγοράσει κάποτε από τις «προσφορές» λόγω εξωφύλλου κι αν εξαιρέσεις ένα κομμάτι, το B5, που θα το χαρακτήριζα… εντεχνολαϊκό-progressive, δεν έχει κάτι άλλο να επιδείξει, παρά τις σωστές προθέσεις των δημιουργών του. Το «χτύπησα» μάλιστα και στο discogs για να δω «τι παίζει» (το πουλάνε από 23 ευρώ μέχρι 40 – εγώ δεν θα έδινα πάνω από 5 ευρώ γι’ αυτόν το δίσκο) και είδα, εκεί, τον φίλο «moutso» να γράφει πως το track B6 είναι ένα «almost afrobeat track». Ουδεμία σχέση (έβαλα το δίσκο και τον άκουσα τώρα). Δεν υπάρχει τίποτα το αφρόμπιτο σ’ αυτό το LP.
Θέλω, όμως, να πω και τούτο. Βλέπουμε στο εξώφυλλο το… χέρι με τα γαμψά νύχια και τις λέξεις «ιμπεριαλισμός – φασισμός». Πολύ σωστά. Έτσι μεγαλώσαμε. Αυτό σήμαινε φασισμός στα νιάτα μας. Αλλά τώρα; Τώρα γάμησέ τα... Γιατί, άμα φωνάξεις… έξω οι ιμπεριαλιστές από τα Βαλκάνια, από τα Σκόπια π.χ. –καθώς καμμία «συμφωνία», που αναβαθμίζει τη νατοϊκή εξάρτηση στην περιοχή δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτή από την Αριστερά–, μπορεί κάτι... αντίφες της δεκάρας να σε πούνε και φασίστα! 

28/11/2018
Πολύ μεγάλη περίπτωση, για τη βρετανική τζαζ, ο ινδός κιθαρίστας Amancio D'Silva. Τον είχα τσεκάρει από τα nineties ήδη, κι έτσι, όταν ξανατυπώθηκε σε CD, το 2004, το άλμπουμ του “Integration” από το 1969 το αγόρασα αμέσως.  
Απίστευτο session, με τρομερές συνθέσεις και παιξίματα. Κι έχει κι αυτό το πρώιμο ethnic jazz groove, σε μεγάλες αλλά σοβαρές δόσεις, πολύ πριν καταστεί μανιέρα, που μας φτιάχνει (εμάς εδώ στην Αραπιά). Δίπλα στον… Αμάνθιο κάποιοι από τον αφρό της british jazz της εποχής, σαν τους Ian Carr τρομπέτα, Don Rendell σαξόφωνα, Dave Green μπάσο και Trevor Tomkins ντραμς, που αληθινά μεγαλουργούν.
Το CD το πουλάνε στο discogs από 20 μέχρι και 45 ευρώ (είναι ακριβό πια), αλλά υπάρχει και LP-reissue (από πέρσι) με λιγότερα! Το είχα δει το βινύλιο στα δισκάδικα, αλλά δεν μ’ ενδιέφερε αφού είχα ήδη το CD…

27/11/2018
Σήμερα συμπληρώνω δύο χρόνια στο facebook. Μου το υπενθύμισε το ίδιο το facebook –μ’ ένα χαζό βίντεο, που δεν υπήρχε ουδεμία περίπτωση να το κοινοποιήσω– κι έτσι… είπα να πω κάτι.
Ούτε κρύο, ούτε ζέστη αυτά τα δύο χρόνια, αν και οι απογοητεύσεις είναι μάλλον πιο πολλές… Τέλος πάντων…
Αν είναι να δώσω μια υπόσχεση είναι πως θα συνεχίσω να προβάλλω θέματα σχετικά με την Τέχνη και γύρω από τα «κεφάλαια» που μ’ ενδιαφέρουν (μουσικές, βιβλία, ταινίες, περιοδικά και λοιπά και λοιπά), ενώ θα περιορίσω τα τρέχοντα «πολιτικοκοινωνικά» (τα οποία πάνε ούτως ή άλλως κατά διαόλου) στο ελάχιστο δυνατό, αν δεν καταφέρω να τα εξαλείψω (εντελώς), καθώς ο σχολιασμός τους δεν προσφέρει απολύτως τίποτα. Δεν πιστεύω στις «μάχες» και στις «ευαισθησίες» μέσα από το ίντερνετ – καθώς τα θεωρώ όλα τούτα ανούσια εν πολλοίς και στο βάθος-βάθος επικίνδυνα.
Έχω και… δωράκι για τα «δύο χρόνια», αλλά θα σας το δώσω αύριο. Είναι ένα κείμενο, που ήθελα εδώ και 15-20 χρόνια να το κάνω, αλλά, τελικά, αποφάσισα να στρώσω κώλο (όπως λέμε) μόλις χθες και να το ολοκληρώσω. (Το «δώρο» ήταν το κείμενο για τον Περικλή Χαρβά, που ήδη ανέβηκε). Αγάπη ρε…

26/11/2018
Διάβασα ένα e-mail, που μου έστειλε ένας φίλος πριν από λίγη ώρα σχετικό με τη "Θαλασσογραφία" του Σαββόπουλου, στο οποίο μου έλεγε πως αποκλείεται να παίζουν τα Μπουρμπούλια σ' αυτό το κομμάτι, επειδή είναι πολύ "προσεκτικό", χωρίς ουσιαστικό ροκ παίξιμο κ.λπ. Του είπα πως το έχουμε συζητήσει αυτό το θέμα και πως είναι κομματάκι αδιευκρίνιστο το... ποιοι ακριβώς έχουν λάβει μέρος στη συγκεκριμένη ηχογράφηση. Του πρότεινα, μάλιστα, ν' ακούσει την καλύτερη εκτέλεση αυτού του κομματιού, που δεν είναι του Σαββόπουλου, αλλά του Δημήτρη Ψαριανού... Τον τρέλανα ε;

24/11/2018
Πέθανε ο σκηνοθέτης Νίκολας Ρεγκ, στα 90 του.
Πολύ ιδιαίτερη περίπτωση δημιουργού, με ταινίες τελείως προσωπικές, που, ωστόσο, δεν μπαίνουν όλες κάτω από την ίδια στέγη (αυτές τουλάχιστον που έχω δει εγώ), ο Ρεγκ υπήρξε ένας σημαντικός… ροκ σκηνοθέτης, όχι γιατί κινηματογράφησε τον Mick Jagger και τον David Bowie, αλλά γιατί συν-σκηνοθέτησε το φεστιβάλ Glastonbury του 1971 (Glastonbury Fayre), απαθανατίζοντας στο φιλμ μεγάλες στιγμές των Arthur Brown, Gong, Family, Fairport Convention, Quintessence κ.λπ.
Οι καλύτερες ταινίες του, απ’ αυτές που έχω δει εγώ, ήταν οπωσδήποτε το υποβλητικό θρίλερ Don’t Look Now (με τη Τζούλι Κρίστι και τον Ντόναλντ Σάντερλαντ) και το παραισθητικό (αυστραλιανό) οικολογικό road movie (ας το πω έτσι) Walkabout, που μάλλον επηρέασε τον Peter Weir στα δικά του αριστουργήματα (Το Τελευταίο Κύμα κ.λπ.).  
Η τελευταία ταινία του Νίκολας Ρεγκ που έχω δει (και μάλιστα σε πρώτο χρόνο) ήταν το Μια Νύχτα με τη Μέριλυν από το 1985 (Ασημαντότητα ο πρωτότυπος τίτλος), που περιέγραφε μια φανταστική συνάντηση ανάμεσα στον Αϊνστάιν, τη Μέριλυν, το γερουσιαστή Μακάρθι και τον αθλητή του μπέιζμπολ Joe DiMaggio! Ποια ήταν η… ασημαντότητα, σ’ αυτή την εντελώς ιδιότυπη ταινία; Μάλλον η ευτέλεια της φήμης, που θα οδηγήσει, όμως, σε μια καταστροφή…

BABEL TRIO όταν μιλάμε για ελληνικό ροκ

Εντός του χώρου του ελληνικού ροκ αναγνωρίζουμε μιαν ειδική και πολύ ενδιαφέρουσα κατηγορία, σίγουρα την πιο ενδιαφέρουσα από αισθητικής πλευράς (κατ’ αρχάς), εκείνη των συγκροτημάτων που μετέρχονται ηλεκτρικά όργανα, για να περιγράψουν-ζωντανέψουν ρυθμούς τής παράδοσής μας. Είτε δημοτικούς, είτε λαϊκούς, είτε διασκευάζοντας, είτε γράφοντας δικά τους κομμάτια, ανακατεύοντας φολκλορικά μοτίβα με ηλεκτρικές κιθάρες, μπάσο-ντραμς κ.λπ., κινούμενα στην παράδοση του Διονύση Σαββόπουλου («Μπάλλος», «Το Βρώμικο Ψωμί»), της Μαρίζας Κωχ, του Θανάση Γκαϊφύλλια, ακόμη και των Socrates Drank the Conium, του Σταύρου Λογαρίδη, του Παύλου Σιδηρόπουλου (με τα Μπουρμπούλια ή χωρίς αυτά) κ.ά. Πραγματικά ο κατάλογος είναι πολύ μεγάλος, αφού περνάει από τα eighties (Εν Πλω) και τα nineties (θα πω για τους Mode Plagal και ας είναι… jazz), για να φθάσει στο τώρα (στους Villagers of Ioannina City π.χ.), συνεχίζοντας τη διαδρομή του μέσα στις δεκαετίες… Τούτο σημαίνει κάτι. Πως το rock, όποια μορφή κι αν αποκτά μέσα στα χρόνια, πάντα θα συνδυάζεται με τα δικά μας ηχοχρώματα, δίνοντας ταυτότητα (την πιο αληθινή και αυτή που κοπιάρεται πιο δύσκολα από τους ξένους) σε ό,τι  ονομάζουμε ελληνικό ροκ. Σ’ αυτή τη γραμμή έρχονται να πάρουν θέση τώρα και οι Babel Trio από την Κρήτη. Το The Island of Cretal [Labyrinth of Thoughts, 2018] μπορεί να μην είναι το πρώτο άλμπουμ τους (CD), αφού είχε προηγηθεί πέρυσι το “Roots Electrified” (digital), είναι όμως εκείνο, που θα τους δώσει ακόμη μεγαλύτερο ξεπέταγμα.
Να πούμε, για αρχή, πως οι Babel Trio είναι… τρεις, ο Δημήτρης Σιδερής ηλεκτρικό κρητικό λαούτο, ο Μιχάλης Αυλωνίτης ηλεκτρικό μπάσο και ο Trikalero ντραμς, με το “Island of Cretal” να περιλαμβάνει έξι tracks (πέντε τραγούδια και ένα ορχηστρικό). Από τα πέντε τραγούδια τα τέσσερα έχουν παραδοσιακούς στίχους (στο ένα ανακατεύονται, στη γραφή, και οι Δημήτρης & Γιώργος Σιδερής), ενώ ένα έχει στίχους του Διονυσίου Σολωμού (από τον «Λάμπρο»). Το ωραίο και το πρωτότυπο εδώ είναι πως οι Babel Trio δεν διασκευάζουν, τυπικώς, το ριζίτικο «Κόσμε χρυσέ» (“Liar world”), το «Αϊβαλιώτικο ζεϊμπέκικο» (“Aivali”), το «Τούτη η γης που την πατούμε» (“Ikaria”) και το «Ξένος εδώ» (“Xenos”), αλλά επί της ουσίας αναδημιουργούν μια μουσική κάλυψη των παραδοσιακών λόγων, εκμεταλλευόμενοι κάποια βασικά ρυθμικά και μελωδικά μοτίβα, χτίζοντας πάνω σ’ αυτά τις δικές τους μουσικές, αυτοσχεδιάζοντας με γνώση και με σύνεση.
Το ένα είναι αυτό, γιατί το άλλο είναι η ενοργάνωση και ήχος που θέλησαν να προσδώσουν σ’ αυτά τα τραγούδια οι Babel Trio.
Όσον αφορά στο πρώτο, στο “The Island of Cretal” έχουμε το βασικό ρυθμικό τμήμα (μπάσο-ντραμς), με τη διαφορά πως στο ρόλο τού lead οργάνου δεν έχουμε την κλασική ηλεκτρική κιθάρα, αλλά μια… παραφθορά της, ένα ηλεκτρικό κρητικό λαούτο. Αυτό είναι το όργανο, που κάνει τη μεγάλη διαφορά στο άκουσμα (και στο άλμπουμ). Με ήχο ιδιότροπο –προσωπικά μου θύμισε, όταν πρωτοέσκασε στ’ αυτιά μου, φαζαρισμένο μπάσο– και με ρόλο τον γνωστό ηγετικό της ηλεκτρικής κιθάρας, το λαούτο τού Σιδερή είναι εκείνο που χρειάζεσαι, για να πεις πως οι Babel Trio είναι το… κάτι άλλο. Και είναι.
Με ήχο βαρύ λοιπόν, γεμάτο με stoner «σκασίματα», ωραία διαμορφωμένο και άψογα δεμένο με τα φωνητικά, με δίχως πολλές αχρείαστες… παραχωρήσεις προς τη μεριά της παράδοσης (χωρίς τα κλαρίνα π.χ. των Villagers of Ioannina City) και χωρίς την «εντεχνίλα» που κατατρώει, συχνά, άλλες ανάλογες προσπάθειες, οι Babel Trio είναι κάτι ξεχωριστό για τη δική μας σκηνή. Και μακάρι να παραμείνουν έτσι. Οι τρεις τους, χωρίς έξτρα βοήθειες, δίχως άλλα όργανα στο setting τους – καθώς είναι πλήρεις έτσι όπως είναι. Το να βαθύνουν λοιπόν το στυλ τους, σκάβοντας ακόμη πιο κάτω και πιο μέσα, στη θέση που είναι, είναι το μόνο που τους απομένει να κάνουν, ώστε να παραμείνουν στην κορυφή.