Όπως διαβάζω σ’ ένα δελτίο Τύπου: «Ο Πέτρος Παρασκευάς είναι κιθαρίστας, συνθέτης, στιχουργός και
τραγουδιστής. Είναι η “κινητήρια δύναμη” της ροκ μπάντας De Facto. Από το
1998 έως τώρα έχει κυκλοφορήσει 7 άλμπουμ (συμπεριλαμβανομένου ενός χρυσού) με
τους De Facto. Το “Goin’ West” είναι το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ. Το άλμπουμ
κυκλοφόρησε στις 23 Δεκεμβρίου 2018 και περιλαμβάνει 10 tracks (5 ορχηστρικά και 5 τραγούδια με αγγλικό στίχο)».
Εμείς, εδώ, θα γράψουμε για το “Goin’ West”του Παρασκευά, όπως και για το τελευταίο άλμπουμ των De Facto «Υπόγειο»,
που κυκλοφόρησε το 2017.
Για τους De Facto
πρέπει να είχα γράψει παλαιά στο Jazz & Τζαζ (για το
άλμπουμ τους «III» του
2002 πιθανώς, ίσως και για κάποιο ακόμη), αν και δεν θυμάμαι τι ακριβώς. (Θα
είχε ενδιαφέρον, για μένα, να ψάξω και να βρω… αν υπάρχει κάτι). Πάντως στο δισκορυχείον θα τα πούμε τώρα για πρώτη
φορά, γι’ αυτό το γκρουπ. Πάμε…
PETROS PARASKEVAS: Goin’ West [Friday Records, 2018]
To “Goin’ West” είναι ένα απλό rock άλμπουμ με προσανατολισμό σφόδρα
αμερικανικό, από τα μουσικά fifties
μέχρι σήμερα θα έλεγα, το οποίον όμως, μέσα σ’ αυτή την απλότητά του, είναι
(και) εντελώς λειτουργικό. Και όχι δεν θα τσιγκουνευτώ «καλά λόγια», για να το
αποκαλέσω ακόμη και «απολαυστικό» το “Goin’ West”,
καθώς διαθέτει πολλά στοιχεία υψηλού γούστου και άμεσο hook. Το CD σε πιάνει εννοώ από την πρώτη
ακρόαση, και σε στέλνει εκεί όπου θέλει να σε στείλει, αρκεί ν’ αφεθείς χαλαρός
και ανεπηρέαστος. Να μην επηρεαστείς π.χ. από το γεγονός πως αυτός ο άνθρωπος,
ο Πέτρος Παρασκευάς, προέρχεται από την Έδεσσα και όχι από την… Phoenix ή
την Tucson της Αριζόνας.
Ναι, και desert rock
εμπεριέχει το “Goin’ West”, όπως και άλλα
στοιχεία, κυρίως «νότια», όπως tex-mex, mariachi, ακόμη και εναλλακτικής country μπαλάντας,
μαζί φυσικά με rock n’ roll (και με όλες τις
κοντινές παραφυάδες του). Ο Παρασκευάς ξέρει να τα δένει όλα αυτά τα…
φαινομενικώς διαφορετικά (που κρατάνε πάντα από την ίδια ρίζα) και όχι απλώς να
τα δένει, αλλά και να τους δίνει μια προσωπική σφραγίδα, μια σιγουριά (που δεν
είναι εύκολα ανιχνεύσιμη, σ’ αυτό το ύψος, σε μουσικούς εκτός… πηγής).
Βοηθείται σ’ αυτό από τους καλούς συναδέλφους του, τον μπασίστα
Γιάννη Πιτσούνη και τον ντράμερ Χρήστο Τοκατλίδη –ο ίδιος φυσικά παίζει κιθάρες
και τραγουδά–, ενώ συνοδεύεται κιόλας σε διάφορα κομμάτια και από άλλους
παίκτες (σε τρομπέτα, κρουστά, τσέλο και φωνητικά).
Μ’ αρέσει επίσης το γεγονός πως από τα δέκα κομμάτια τού “Goin’ West”τα πέντε είναι ορχηστρικά και τα
πέντε τραγούδια (μισά-μισά). Με τα πρώτα να καταλαμβάνουν την… πρώτη πλευρά τού
CD (1-5) και τα δεύτερα
τη δεύτερη (6-10). Δεν είναι ανακατωμένα δηλαδή, ώστε να εμφανίζουν μιαν έτσι…
κάπως… τυπική ενότητα. Να εναλλάσσονται, εννοώ, κρύβοντας κάποιες επιμέρους
αδυναμίες. Είναι λοιπόν «εκείνα» και τα «άλλα», αλλά είναι όλα «ίδια»,
φτιαγμένα από έναν άνθρωπο με το ίδιο γούστο και με το ίδιο μεράκι. Και είναι
όλα το ίδιο άψογα και δυνατά. Εντάξει μια καλύτερη παραγωγή, αντάξια του
υλικού, θα χρειαζόταν – αλλά αυτό δεν είναι εύκολο πράγμα στην Ελλάδα.
Ο βαθμός θα είναι πολύ υψηλός λοιπόν, γι’ αυτό το πρώτο
προσωπικό άλμπουμ του Πέτρου Παρασκευά. Έναν (υψηλό) βαθμό, που τον αξίζει πέρα
για πέρα.
DE FACTO: Υπόγειο [Friday Records, 2017]
Έψαξα και βρήκα, λοιπόν, τι είχα γράψει για τους De Facto στο
Jazz & Τζαζ, στο τεύχος 118, τον Ιανουάριο του 2003. Ήταν
ένα σύντομο κείμενο στη στήλη «ώρα Ελλάδος…», το οποίο έχει νόημα για μένα
(ελπίζω και για εσάς) να το μεταφέρω, τώρα, εδώ, ολόκληρο. Το κείμενο αφορούσε στο
τρίτο, τότε, άλμπουμ των De Facto,
που είχε τίτλο «III» [Legend, 2002]:
«Δεν έχουμε ακούσει τα
δύο προηγούμενα CD των Εδεσσαίων De Facto, το “Ι”
και το “Μακρύς Καιρός Κοντεύει”, αυτό όμως δεν μας εμποδίζει να σχηματίσουμε
γνώμη για το νεανικό ελληνόφωνο rock συγκρότημα. Ορισμένα
πράγματα παραείναι σαφή. Κατά πρώτον οι όμορφες μελωδίες τους. Δεύτερον, η
επαρκέστατη ερμηνεία του Πέτρου Παρασκευά. Τρίτον, οι ευπρεπείς στίχοι – χωρίς
να είναι ιδιαιτέρως παιδεμένοι, έχουν να παρουσιάσουν μιαν ενότητα. Τέταρτον,
το καλό τους παίξιμο. Το συμπέρασμα βγαίνει, νομίζουμε, αβίαστο. Όταν μικρές
από πλευράς πληθυσμού πόλεις, όπως η Έδεσσα, έχουν να παρουσιάσουν τόσο
καλοβαλμένα συγκροτήματα, τότε, χωρίς καμία αμφισβήτηση, έχει συντελεστεί
πρόοδος σε όλους τους τομείς και σε όλα τα επίπεδα. Το λεγόμενο ελληνικό ροκ,
μέσα από τέτοια γκρουπ μπορεί σίγουρα να συντηρείται και, ίσως, να ελπίζει…».
Αυτό το κείμενο θα μπορούσα να το πάρω από ’κείνο το παλαιό Jazz & Τζαζ, μεταφέροντάς το εδώ έτσι-ακριβώς, δίχως
να αποκαλύψω την πηγή του, αλλά ούτε και να προσθέσω κάτι άλλο. Είναι τόσο
«μέσα» σε σχέση μ’ αυτό που ακούω και στο «Υπόγειο», ώστε κάθε παραπάνω
κουβέντα να είναι άνευ ουσίας.
Να πω μόνο πως τραγούδια σαν το «Στριμωγμένος», σαν το «Μόνο
εσύ» και κυρίως σαν το «Μόνος» δεν θα έπρεπε, κανονικά, να απουσιάζουν από τα
ραδιόφωνα. Τόσο ευχάριστα είναι, χωρίς να είναι εύκολα. Απλώς είναι
εμπνευσμένα.
Δεν ξέρω αν συνέβη και συμβαίνει (να μεταδίδονται), γιατί
δεν ακούω ραδιόφωνο, αλλά αν δεν συμβαίνει… κακώς δεν συμβαίνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου