Το “Rosa Parks:
Pure Love” [TUM Records, 2018] είναι
ένα μεγαλόπνοο ορατόριο (δεν θα το αποκαλούσα έτσι εύκολα ένα απολύτως τζαζ
ορατόριο), συντεθιμένο από τον σημαντικό τρομπετίστα Wadada Leo Smith. Έχουμε γράψει για κάμποσα
πρόσφατα άλμπουμ του Smith στο δισκορυχείον (“Lebroba” με Andrew Cyrille, Bill Frisell, “Solo: Reflections and Meditations on Monk”, “Najwa”, “Aspiration” με Fujii-Tamura, Ikue Mori, “America’s National Parks”, “The Great Lakes
Suites”, “Occupy the World” με την ορχήστρα TUMO, “Ancestors” με τον Louis
Moholo-Moholo, “Dark Lady of the Sonnets” με το σχήμα Mbira, “Ten Freedom
Summers”), ενώ με αφορμή κάποιο απ’ αυτά τα CD έχουμε πει και τα σχετικά για την
ελληνική παρουσία του στα τέλη του ’70 και τις αρχές του ’80. Πολλή ύλη λοιπόν,
για έναν μουσικό που εξακολουθεί, σήμερα, στα 78 χρόνια του, να δίνει
ξεχωριστούς δίσκους, όντας, πάντα, μέσα στα πράγματα.
Το “Rosa Parks:
Pure Love” είναι ένα έργο (έτσι
πρέπει να το πούμε) αφιερωμένο, κατ’ αρχάς, στην Rosa Parks (1913-2005),
την έγχρωμη αμερικάνα ακτιβίστρια, που αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση της στο
λεωφορείο σ’ έναν λευκό (Montgomery, Alabama, 1/12/1955), γεγονός που οδήγησε
στο περαιτέρω μποϊκοτάζ των λεωφορείων από τους μαύρους συντοπίτες της, για 381
συνολικώς ημέρες.
Η κίνηση εκείνη της Rosa Parks αποτελεί, πια, μια ιστορική στιγμή για το κίνημα
χειραφέτησης των Αφροαμερικανών (κατά πρώτον), και ως τέτοια δεν έχει παύσει να
εμπνέει όχι μόνο μαύρους δημιουργούς, αλλά γενικότερα δημιουργούς (και όχι μόνον
μουσικούς).
Σύνθεση αφιερωμένη στην Rosa Parks έχει ξαναγράψει, μάλιστα, και ο Wadada Leo Smith, και αναφερόμαστε στην 13λεπτη
“Rosa Parks and the Montgomery Bus Boycott, 381 days”, που υπήρχε στο double CD “Ten Freedom Summers” [Cuneiform, 2012], που είχε
επίσης ανάλογη αφετηρία έμπνευσης.
Σ’ αυτό το άλμπουμ, που αποτελείται από δεκαπέντε tracks, αλλά κατ’ ουσίαν από
εφτά μέρη, συμμετέχουν τέσσερα διαφορετικά σχήματα. Το πρώτο είναι οι Diamond Voices (ένα φωνητικό τρίο
αποτελούμενο από μιαν Αφροαμερικάνα, μιαν Ασιάτισα και μια Λατίνα), το δεύτερο
είναι το RedKoral Quartet
(που είναι ένα κουαρτέτο εγχόρδων – δύο βιολιά, βιόλα, τσέλο), το τρίτο είναι
το BlueTrumpet Quartet
(το πνευστό σχήμα, που αποτελείται από έναν κορνετίστα και τρεις τρομπετίστες, ένας εκ των οποίων
είναι και ο Wadada Leo Smith) και το τέταρτο είναι το Janus Duo (Pheeroan akLaff
ντραμς, Hardedge
ηλεκτρονικά). Επίσης σε όλα τα παραπάνω προσθέστε και τα σύντομα μουσικά
αποσπάσματα από εγγραφές παλαιών συνεργατών τού Smith – μια κίνηση, που εκλαμβάνεται και
σαν ένας επιμέρους φόρος τιμής στους συνοδοιπόρους-μουσικούς, με τους οποίους
ξεκίνησε κατ’ ουσίαν (ο Smith)
τη δική του πολύχρονη διαδρομή. Στο “Rosa Parks: Pure Love”
ακούγονται λοιπόν ο άλτο σαξοφωνίστας Anthony Braxton από
εγγραφή του ’69 στην Delmark,
ο ντράμερ Steve McCall
από εγγραφή στη Nessa
το 1977, ο βιολιστής Leroy Jenkins
από εγγραφή στην India Navigation
το 1977 και τέλος ο ίδιος ο Smith από εγγραφή στην Kabell το 1971. Όλα αυτά λοιπόν, και τα πριν και τα μετά, πλήρως
ενσωματωμένα και τακτοποιημένα, αποτελούν το ερμηνευτικό κομμάτι της μουσικής
ύλης τού “Rosa Parks:
Pure Love”.
Όπως λοιπόν γίνεται αντιληπτό το άλμπουμ αυτό πιο εύκολα το
χαρακτηρίζεις ως ένα… σύγχρονης μουσικής έργο, παρά σαν κάτι αυστηρώς και
αμετακλήτως jazz. Και
κάπως έτσι στοιχεία σύγχρονης μουσικής (σύγχρονης κλασικής, δωματίου, avant-garde, φωνητικών παραδόσεων, world νύξεων),
μαζί κάποια ηλεκτρονικά και βεβαίως jazz συνυπάρχουν σ’ ένα opus, που δεν κρύβει τη συνθετότητα και
την πολυπλοκότητά του. Αλλά μην νομιστεί πως το “Rosa Parks: Pure Love” είναι ένα «δύσκολο»
έργο, που κρατά σε απόσταση τον ακροατή. Όχι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Ο Wadada Leo Smith
είναι βασικά ένας λαϊκός συνθέτης. Η προσέγγισή του, θέλω να πω, δεν είναι
εκείνη του σπουδαγμένου αβαντ-γκαρντίστα, που έχει φάει τα μουσικά σχολεία με
το κουτάλι και που έρχεται κάποια στιγμή, το πλήρωμα του χρόνου, ώστε να κάνει
μιαν αισθητική υπέρβαση. Εδώ, οι λόγοι (κοινωνικοί ή αισθητικοί), που κινητοποιούν
τον Smith, για να
γράψει όσα γράφει, είναι τελείως προφανείς και εύκολα αναγνωρίσιμοι. Γι’ αυτό
ακριβώς και η μουσική του, όσο και αν μετέρχεται ο ίδιος πολλά και διαφορετικά
«σχήματα», δε χάνει ποτέ την επαφή της με το… αυτί του ακροατή. Όλα έρχονται φυσικά
και χαλαρά, εννοώ, μέσα από μια διαδικασία-κατασκευή η βάση τής οποίας είναι τα
γκόσπελ και η κορυφή της ο ελεύθερος αυτοσχεδιασμός.
Όλα τα υπόλοιπα, που
συμβάλλουν προς την τελική συνισταμένη κινούνται, πάντα, κάπου ανάμεσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου