Το παιδικό τραγούδι είναι ένα πολύ ιδιαίτερο είδος
τραγουδιού. Όπως είναι και ο παιδικός κινηματογράφος, το παιδικό θέατρο κ.λπ.
Το τραγούδι, όμως, ως ακρόαμα ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα, που εν πολλοίς είναι
θεάματα (με ενσωματωμένα ακροάματα). Συνήθως τα θεάματα, στην εξέλιξη και την
ανάπτυξή τους, λαμβάνουν υπ’ όψιν και τους μεγάλους, που πάντα συνοδεύουν τα
παιδιά σε τοιούτες εξορμήσεις (ο μεγάλος δεν θα πρέπει να βαρεθεί π.χ. σ’ ένα
παιδικό θέαμα – πρέπει να κερδηθεί κι αυτός), ενώ με το παιδικό τραγούδι, με το
δισκογραφημένο παιδικό τραγούδι, δεν συμβαίνει απαραιτήτως το ίδιο. Δεν
αποτελεί προϋπόθεση (η σύγχρονη διασκέδαση και ψυχαγωγία τού μεγάλου).
Μπορεί το παιδί, εννοούμε, να ακούσει ένα παιδικό άλμπουμ, δίχως την παρουσία τού μεγάλου δίπλα του. Το ότι το παιδικό τραγούδι απευθύνεται, λοιπόν, σε παιδιά, χωρίς απαραιτήτως τους συνοδούς τους, τού δίνει αμέσως άλλες ιδιότητες. Πρακτικώς, γεμίζει με μεγαλύτερη ευθύνη τον συνθέτη. Μεγαλύτερη εκείνης του σκηνοθέτη, τέλος πάντων. Αν ο σκηνοθέτης δεν κρίνεται μόνον από μικρούς, μα και από μεγάλους (προσβλέποντας στην επιείκειά τους), ο συνθέτης κρίνεται βασικά από τα παιδιά, από τους μικρούς – οι οποίοι, λόγω αμόλυντου ενστίκτου, είναι οι πιο δίκαιοι, οι πιο τολμηροί και οι πιο αυστηροί κριτές.
Τι γνώμη μπορεί να είχαν τα παιδιά για την δισκογραφημένη «Λιλιπούπολη», φερ’ ειπείν; Φαντάζομαι καλή ή και πολύ καλή – αν και δεν έχω υπ’ όψιν μου σχετικές κρίσεις.
Το ίδιο αναρωτιέμαι δε και για το πολύ όμορφο και πρόσφατο «Το Καμπαρέ των Ζώων» [Μάρτης / Παιδικό βιβλίο, 2021] των Γιώργη Χριστοδούλου (μουσικές) και Αριστείδη Μάραντου (λόγια), με τις συμμετοχές (σε τραγούδι κ.λπ.) των Γιώργη Χριστοδούλου, Σαβίνας Γιαννάτου, Αργύρη Μπακιρτζή, Ελένης Τσαλιγοπούλου, Μαριώς, Δημήτρη Μυστακίδη, Βασίλη Νικολαΐδη, Manouchedrome και Διογένη Δασκάλου.
Θέλω να πω με όλα τούτα πως η δική μου κριτική απέναντι σ’ αυτό το όμορφο, το ξαναγράφω, εξωτερικά και εσωτερικά CD-book, θα είναι κομματάκι «άκυρη», καθότι δεν γίνεται να είμαι εγώ, ως μεγάλος να πούμε, ο πιο κατάλληλος να γράψει για «Το Καμπαρέ των Ζώων».
Κατ’ αρχάς να σημειώσουμε πως πρόκειται για μιαν ωραία σχεδιαστικώς έκδοση, που προσφέρει στο booklet της όλους τους στίχους των τραγουδιών, μαζί με τα ωραία χρωματιστά σχέδια του Ντίνου Ξύγκα.
Ένα παλιό... καμπαρέ για ζώα ανακαινίζεται και ανοίγει ξανά, με νέους... πελάτες. Και κάπως έτσι γνωρίζουμε τους νεότερους πρωταγωνιστές του... τους δεινόσαυρους, την τσίχλα, την πεταλούδα, τον παπαγάλο, τον σκαντζόχοιρο, το δελφίνι, τον ρινόκερο, την χελώνα κ.λπ.
Οι στίχοι του Α. Μάραντου είναι προσεγμένοι, ομοιοκατάληκτοι φυσικά, παιγνιδιάρικοι, εύθυμοι μα και διδακτικοί συνάμα. Ευχάριστοι για τους μεγάλους σίγουρα και ας υποθέσουμε το ίδιο και για τους μικρούς.
Οι μουσικές του Γ. Χριστοδούλου είναι και αυτές ευφάνταστες, υπό την έννοια ότι «το καμπαρέ των ζώων» δεν μπορεί παρά να έχει και παιδευτικό, μουσικό, χαρακτήρα. Αξίζει να έλθουν, δηλαδή, τα παιδιά σε επαφή με διάφορα είδη, ηχοχρώματα κ.λπ. Στην ηχογράφηση υπάρχει πιάνο, ακορντεόν, κοντραμπάσο, τύμπανα, κιθάρες, φλάουτο, κρουστά και βεβαίως φωνές, πολύ γνωστές φωνές – κάτι που δεν θα πρέπει να ενδιαφέρει ιδιαιτέρως, ή και καθόλου, τους μικρούς ακροατές.
Βεβαίως το ότι εγνωσμένης αξίας τραγουδιστές επιχειρούν σ’ ένα τέτοιο ρεπερτόριο σημαίνει κάτι γι’ αυτούς, πρωτίστως. Το ότι μπορούν να φέρουν τη φωνή τους, και τις ερμηνείες τους, κοντά, πλησίον ή και εντελώς «επάνω», σ’ εκείνο που αναμένουν να ακούσουν οι πιτσιρίκες και οι πιτσιρικάδες.
Προσωπικώς, για μένα, τον... μεγάλο, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του άλμπουμ είναι οι μουσικές του Γιώργη Χριστοδούλου και μετά απ’ αυτές οι ενορχηστρώσεις, επί των οποίων φρονώ πως Γ. Χριστοδούλου θα πρέπει να είχε, σε κάποιο σημείο, τις αποφασιστικές προτάσεις του.
Από συνθετικής πλευράς, λοιπόν, ο Γ. Χριστοδούλου έχει κατορθώσει να χωρέσει στο «καμπαρέ των ζώων» ρυθμούς και μελωδίες, που μπορεί να ξεκινούν από την jazz, το swing, το ιταλικό παραδοσιακό τραγούδι ή το french chanson και να καταλήγουν στα βαλσάκια, στο ελαφρό τραγούδι (το δικό μας ή το ευρύτερο) ή ακόμη και στο λαϊκό. Αυτή η ηχητική περιπλάνηση είναι πολύ γόνιμη, οπωσδήποτε παιδευτική για τους μικρούς, και κυρίως αθόρυβη και καλαίσθητη. Δεν εκβιάζονται δηλαδή οι καταστάσεις.
Το γεγονός, τώρα, ότι εδώ υπάρχουν τραγούδια, που θα ενδιαφέρουν σίγουρα τους μεγάλους (όπως είναι τα «Η πεταλούδα», «Τα νυχτοπούλια», «Το πάντα» κ.λπ.) τούτο δεν σημαίνει κάτι βαθύτερο για την αξία τού «Καμπαρέ των Ζώων» – αξία, που θα αποτιμηθεί, πρωτίστως, από το καθ’ ύλην αρμόδιο κοινό.
Επαφή: www.martis.gr
Μπορεί το παιδί, εννοούμε, να ακούσει ένα παιδικό άλμπουμ, δίχως την παρουσία τού μεγάλου δίπλα του. Το ότι το παιδικό τραγούδι απευθύνεται, λοιπόν, σε παιδιά, χωρίς απαραιτήτως τους συνοδούς τους, τού δίνει αμέσως άλλες ιδιότητες. Πρακτικώς, γεμίζει με μεγαλύτερη ευθύνη τον συνθέτη. Μεγαλύτερη εκείνης του σκηνοθέτη, τέλος πάντων. Αν ο σκηνοθέτης δεν κρίνεται μόνον από μικρούς, μα και από μεγάλους (προσβλέποντας στην επιείκειά τους), ο συνθέτης κρίνεται βασικά από τα παιδιά, από τους μικρούς – οι οποίοι, λόγω αμόλυντου ενστίκτου, είναι οι πιο δίκαιοι, οι πιο τολμηροί και οι πιο αυστηροί κριτές.
Τι γνώμη μπορεί να είχαν τα παιδιά για την δισκογραφημένη «Λιλιπούπολη», φερ’ ειπείν; Φαντάζομαι καλή ή και πολύ καλή – αν και δεν έχω υπ’ όψιν μου σχετικές κρίσεις.
Το ίδιο αναρωτιέμαι δε και για το πολύ όμορφο και πρόσφατο «Το Καμπαρέ των Ζώων» [Μάρτης / Παιδικό βιβλίο, 2021] των Γιώργη Χριστοδούλου (μουσικές) και Αριστείδη Μάραντου (λόγια), με τις συμμετοχές (σε τραγούδι κ.λπ.) των Γιώργη Χριστοδούλου, Σαβίνας Γιαννάτου, Αργύρη Μπακιρτζή, Ελένης Τσαλιγοπούλου, Μαριώς, Δημήτρη Μυστακίδη, Βασίλη Νικολαΐδη, Manouchedrome και Διογένη Δασκάλου.
Θέλω να πω με όλα τούτα πως η δική μου κριτική απέναντι σ’ αυτό το όμορφο, το ξαναγράφω, εξωτερικά και εσωτερικά CD-book, θα είναι κομματάκι «άκυρη», καθότι δεν γίνεται να είμαι εγώ, ως μεγάλος να πούμε, ο πιο κατάλληλος να γράψει για «Το Καμπαρέ των Ζώων».
Κατ’ αρχάς να σημειώσουμε πως πρόκειται για μιαν ωραία σχεδιαστικώς έκδοση, που προσφέρει στο booklet της όλους τους στίχους των τραγουδιών, μαζί με τα ωραία χρωματιστά σχέδια του Ντίνου Ξύγκα.
Ένα παλιό... καμπαρέ για ζώα ανακαινίζεται και ανοίγει ξανά, με νέους... πελάτες. Και κάπως έτσι γνωρίζουμε τους νεότερους πρωταγωνιστές του... τους δεινόσαυρους, την τσίχλα, την πεταλούδα, τον παπαγάλο, τον σκαντζόχοιρο, το δελφίνι, τον ρινόκερο, την χελώνα κ.λπ.
Οι στίχοι του Α. Μάραντου είναι προσεγμένοι, ομοιοκατάληκτοι φυσικά, παιγνιδιάρικοι, εύθυμοι μα και διδακτικοί συνάμα. Ευχάριστοι για τους μεγάλους σίγουρα και ας υποθέσουμε το ίδιο και για τους μικρούς.
Οι μουσικές του Γ. Χριστοδούλου είναι και αυτές ευφάνταστες, υπό την έννοια ότι «το καμπαρέ των ζώων» δεν μπορεί παρά να έχει και παιδευτικό, μουσικό, χαρακτήρα. Αξίζει να έλθουν, δηλαδή, τα παιδιά σε επαφή με διάφορα είδη, ηχοχρώματα κ.λπ. Στην ηχογράφηση υπάρχει πιάνο, ακορντεόν, κοντραμπάσο, τύμπανα, κιθάρες, φλάουτο, κρουστά και βεβαίως φωνές, πολύ γνωστές φωνές – κάτι που δεν θα πρέπει να ενδιαφέρει ιδιαιτέρως, ή και καθόλου, τους μικρούς ακροατές.
Βεβαίως το ότι εγνωσμένης αξίας τραγουδιστές επιχειρούν σ’ ένα τέτοιο ρεπερτόριο σημαίνει κάτι γι’ αυτούς, πρωτίστως. Το ότι μπορούν να φέρουν τη φωνή τους, και τις ερμηνείες τους, κοντά, πλησίον ή και εντελώς «επάνω», σ’ εκείνο που αναμένουν να ακούσουν οι πιτσιρίκες και οι πιτσιρικάδες.
Προσωπικώς, για μένα, τον... μεγάλο, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του άλμπουμ είναι οι μουσικές του Γιώργη Χριστοδούλου και μετά απ’ αυτές οι ενορχηστρώσεις, επί των οποίων φρονώ πως Γ. Χριστοδούλου θα πρέπει να είχε, σε κάποιο σημείο, τις αποφασιστικές προτάσεις του.
Από συνθετικής πλευράς, λοιπόν, ο Γ. Χριστοδούλου έχει κατορθώσει να χωρέσει στο «καμπαρέ των ζώων» ρυθμούς και μελωδίες, που μπορεί να ξεκινούν από την jazz, το swing, το ιταλικό παραδοσιακό τραγούδι ή το french chanson και να καταλήγουν στα βαλσάκια, στο ελαφρό τραγούδι (το δικό μας ή το ευρύτερο) ή ακόμη και στο λαϊκό. Αυτή η ηχητική περιπλάνηση είναι πολύ γόνιμη, οπωσδήποτε παιδευτική για τους μικρούς, και κυρίως αθόρυβη και καλαίσθητη. Δεν εκβιάζονται δηλαδή οι καταστάσεις.
Το γεγονός, τώρα, ότι εδώ υπάρχουν τραγούδια, που θα ενδιαφέρουν σίγουρα τους μεγάλους (όπως είναι τα «Η πεταλούδα», «Τα νυχτοπούλια», «Το πάντα» κ.λπ.) τούτο δεν σημαίνει κάτι βαθύτερο για την αξία τού «Καμπαρέ των Ζώων» – αξία, που θα αποτιμηθεί, πρωτίστως, από το καθ’ ύλην αρμόδιο κοινό.
Επαφή: www.martis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου