«Μαζί με την Mahalia Jackson,
τον Jorge Ben και τους Beatles στα ακούσματά μας υπήρχαν ακόμη οι Mothers of Invention,
o James Brown, o John Lee Hooker, oι Pink Floyd και οι Doors. Βέβαια, ποτέ δεν
σταματήσαμε ν’ ακούμε τον João Gilberto
και φυσικά κάθε βραζιλιάνο μουσικό, είτε ηχούσε κοντά σ’ εμάς είτε όχι»
Caetano Veloso
Caetano Veloso
Ο θάνατος της Gal
Costa, μιας από τις μεγαλύτερες βραζιλιάνες τραγουδίστριες, από το ’60 και
μετά, που ανακοινώθηκε στις 9 Νοεμβρίου, μας οδηγεί να ανοίξουμε και πάλι το
«βιβλίο» της tropicália, ώστε να δούμε, με κάποιες λεπτομέρειες, το πώς
πορεύτηκε η Gal με τους συνοδοιπόρους της εκείνα τα τόσο καθοριστικά χρόνια
(στο τέλος της δεκαετίας του ’60).
α. Ζούγκλα γίναμε
Κατά έναν όχι παράξενο τρόπο η tropicália, η βραζιλιάνικη άποψη για μία πιο συνειδητοποιημένη ποπ, έρχεται (και επανέρχεται) ανά τακτά διαστήματα στο προσκήνιο. Το μεγάλο comeback συνέβη εκεί περί το 2000, όταν άρχισε να επανεκδίδονται το ένα μετά το άλλο όλα τα ιστορικά άλμπουμ από τα late sixties, για να υπάρξουν έκτοτε κάμποσες ακόμη αναζωπυρώσεις. Μία συνέβη το 2002, όταν κυκλοφόρησε στην αγγλική το βιβλίο του Caetano Veloso “Tropical Truth, A story of music & revolution in Brazil” [Alfred A. Knopf, New York, 2002], που θα το βλέπαμε και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ηλέκτρα, το 2007, μιαν άλλη ζήσαμε τo 2005 με την έκδοση της εταιρείας Soul Jazz “Tropicalia, A Brazilian Revolution in Sound” και η ιστορία συνεχίζεται...
Βεβαίως, μέγα ρόλο στην δεκαετία του ’90 έπαιξε πρώτος απ’ όλους ο David Byrne (και η Luaka Bop), o oποίος έκανε παγκοσμίως γνωστούς μέσα από σύγχρονες δουλειές ήρωες της tropicália, όπως φερ’ ειπείν τον Tom Zé (το άλμπουμ του “Com Defeito De Fabricação” από το 1998 θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια πιο σύγχρονη άποψη του είδους), ξεθάβοντας ταυτοχρόνως για το μεγάλο κοινό το γκρουπ-σύμβολο της κίνησης, τους Mutantes, προσφέροντας τη συλλογή “Everything Is Possible” (1999). Kαι αν ο Βyrne έπραξε εκείνο που θα έπρεπε να πράττει κάθε παραγωγός του βεληνεκούς του, δεν ήταν λίγοι οι νέοι μουσικοί (από τον Βeck, μέχρι τον Devendra Banhart κι ένα σωρό άλλους) που επηρεάστηκαν από την... τροπική ψυχεδέλεια, δημιουργώντας έναν καινούριο ήχο που έπαιξε, παίζει και θα παίζει πάντα στην ψυχή μας.
Ξέρω αρκετούς που ψάχνουν δίσκους στο Μοναστηράκι και στα υπόλοιπα παζάρια και όσοι απ’ αυτούς αγοράζουν χωρίς αισθητικές παρωπίδες σίγουρα θα είχαν ακούσει το πώς ηχούσε η tropicália πριν ακόμη και από τον David Byrne.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, φερ’ ειπείν, είχα βρει στο γιουσουρούμ το φερώνυμο άλμπουμ του Jorge Ben από το 1969 [Philips], το οποίο είχα αγοράσει εξαιτίας του ψυχεδελικού εξωφύλλου του. Τον Βen τον ήξερα βεβαίως, όπως όλος ο κόσμος, από το θρυλικό “Mas que nada”, όμως αγνοούσα οτιδήποτε άλλο είχε κάνει στη ζωή του. Ακούγοντας εκείνη την εποχή το “Jorge Ben” δεν μπορώ να πω ότι είχα ενθουσιαστεί. Το περίμενα πιο ζωηρό, πιο ηλεκτρικό. Αντιθέτως, εκείνο παρουσίαζε μία κάπως freaky-folk άποψη, πλαισιωμένη από afro στοιχεία και κυρίως με μία πολύ εκλεπτυσμένη χρήση των strings – κάποιος… Rogerio Duprat είχε βάλει το χέρι του.
Περίπου την ίδιαν εποχή και πάντως πριν το ’95, είχα αγοράσει κι ένα δίσκο της Maria Bethânia, το “Recital Na Boite Barroco” [Odeon, 1968]. Τον είχα επιλέξει ανάμεσα από 5-6(!) άλλους της ίδιας καλλιτέχνιδος, που τους είχα βρει όλους μαζί, επειδή το εξώφυλλό του έμοιαζε μ’ εκείνο του Jorge Ben (η ίδια ψυχεδελική αποτύπωση της τροπικής ζούγκλας). Από τα κομμάτια του άλμπουμ, που ήταν ακόμη πιο folk από εκείνα του Ben, μου είχε κάνει εντύπωση το “Baby” (κάποιου... Caetano Veloso). Αργότερα έμαθα πως το “Baby” υπήρξε κομμάτι σύμβολο της tropicalia, ασχέτως του γεγονότος ότι πολλοί εξακολουθούν να μη θεωρούν την Maria Bethânia ως εκπρόσωπο του είδους.
Πριν, λοιπόν, φθάσω να δω, τα επόμενα χρόνια, και άλλα τέτοια τροπικά lay-out είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ ότι κάτι συνέβαινε τελικώς με όλη αυτή την ιστορία και πως η διάθεση των γραφιστών να αποτυπωθεί, σαν σε κόμικ, η πολύχρωμη ζούγκλα της Αμαζονίας στα εξώφυλλα συμβόλιζε, πιθανώς, κάτι ουσιαστικότερο. Την ανάγκη μιας ομάδας τραγουδοποιών, εννοώ, να επικοινωνήσουν με το βαθύ παρελθόν τους, δημιουργώντας ένα υβρίδιο που θα μπορούσε να σταθεί στα ταραγμένα χρόνια του ’60.
Και γιατί «ταραγμένα»; Γιατί από τον Απρίλιο του ’64 και για τα επόμενα 21 χρόνια οι στρατιωτικές χούντες θα κυβερνούσαν τη Βραζιλία. Είχε, βεβαίως, προηγηθεί μία τρίχρονη περίοδος δημοκρατίας (με τη στήριξη μιας ευρύτερης Αριστεράς) υπό τον João Goulart, η οποία μπήκε, όμως, από πολύ νωρίς στο μάτι της CIA.
Μπορεί, ακόμη τότε, αρκετοί από τους κατοπινούς πρωταγωνιστές τής tropicália να μην είχαν κάνει αισθητή την παρουσία τους στα καλλιτεχνικά πράγματα, όμως η εποχή παρείχε τα κίνητρα ώστε ν’ ασχοληθούν (και) με την πολιτική παραλλήλως με τη μουσική ή το τραγούδι. Θυμάται ο Veloso (από το “Tropical Truth”):
«Η πολιτική δεν ήταν το φόρτε μας, αλλά το 1963 –με τους φοιτητές να πιέζουν τον Πρόεδρο Goulart για μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις και με τον Miguel Arraes, που έκανε εξαιρετική δουλειά ως Κυβερνήτης στο Pernambuco, στοχεύοντας σε βοήθεια των ασθενέστερων οικονομικά ομάδων– μπήκαμε κι εμείς στο κόλπο, γράφοντας τραγούδια με ανάλογο περιεχόμενο. Η χώρα φαινόταν πως θα μπορούσε να μετακινηθεί από το παραδοσιακό βαθειά άδικο προφίλ της, επιτυγχάνοντας τρόπους δράσης μακριά από την αμερικανική επικυριαρχία. Αργότερα, βεβαίως, διαπιστώσαμε ότι όλοι εκείνοι οι μετασχηματισμοί δεν ήταν επαρκείς, δημιουργώντας σε πολλούς από μας την αυταπάτη, ή την ψευδαίσθηση αν θέλετε, ότι κάτι σημαντικό θα γινόταν. Εκείνη ακριβώς η χαμένη ελπίδα υπήρξε ο καταλύτης για την έλευση της χούντας».
Βασικός μοχλός άσκησης προπαγάνδας και ελέγχου για την χούντα των βραζιλιάνων στρατηγών απεδείχθη, φυσικά, η τηλεόραση. Δόθηκαν πολλά (αμερικανικά) λεφτά για την ανάπτυξη σταθμών και με τα γνωστά (και σ’ εμάς πια, μετά από τόσα χρόνια) δακρύβρεχτα (βραζιλιάνικα) προγράμματα, επιτεύχθηκε ένα είδος κοινωνικής ειρήνης ανάμεσα στις τάξεις, το οποίο και θα «δούλευε» για πολλά χρόνια.
Έτσι λοιπόν η, ακόμη ασχημάτιστη, σκηνή της tropicália, αν ήθελε να δημιουργήσει δεδομένο, μεταφέροντας τα μηνύματά της προς ένα ευρύτερο κοινό, θα έπρεπε να εκμεταλλευθεί το καινούριο μέσο. Και το έκανε.
Επαφή: https://www.lifo.gr/culture/music/tropicalia-i-polyhromi-moysiki-epanastasi-tis-brazilias-sta-teli-ton-60s
α. Ζούγκλα γίναμε
Κατά έναν όχι παράξενο τρόπο η tropicália, η βραζιλιάνικη άποψη για μία πιο συνειδητοποιημένη ποπ, έρχεται (και επανέρχεται) ανά τακτά διαστήματα στο προσκήνιο. Το μεγάλο comeback συνέβη εκεί περί το 2000, όταν άρχισε να επανεκδίδονται το ένα μετά το άλλο όλα τα ιστορικά άλμπουμ από τα late sixties, για να υπάρξουν έκτοτε κάμποσες ακόμη αναζωπυρώσεις. Μία συνέβη το 2002, όταν κυκλοφόρησε στην αγγλική το βιβλίο του Caetano Veloso “Tropical Truth, A story of music & revolution in Brazil” [Alfred A. Knopf, New York, 2002], που θα το βλέπαμε και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ηλέκτρα, το 2007, μιαν άλλη ζήσαμε τo 2005 με την έκδοση της εταιρείας Soul Jazz “Tropicalia, A Brazilian Revolution in Sound” και η ιστορία συνεχίζεται...
Βεβαίως, μέγα ρόλο στην δεκαετία του ’90 έπαιξε πρώτος απ’ όλους ο David Byrne (και η Luaka Bop), o oποίος έκανε παγκοσμίως γνωστούς μέσα από σύγχρονες δουλειές ήρωες της tropicália, όπως φερ’ ειπείν τον Tom Zé (το άλμπουμ του “Com Defeito De Fabricação” από το 1998 θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια πιο σύγχρονη άποψη του είδους), ξεθάβοντας ταυτοχρόνως για το μεγάλο κοινό το γκρουπ-σύμβολο της κίνησης, τους Mutantes, προσφέροντας τη συλλογή “Everything Is Possible” (1999). Kαι αν ο Βyrne έπραξε εκείνο που θα έπρεπε να πράττει κάθε παραγωγός του βεληνεκούς του, δεν ήταν λίγοι οι νέοι μουσικοί (από τον Βeck, μέχρι τον Devendra Banhart κι ένα σωρό άλλους) που επηρεάστηκαν από την... τροπική ψυχεδέλεια, δημιουργώντας έναν καινούριο ήχο που έπαιξε, παίζει και θα παίζει πάντα στην ψυχή μας.
Ξέρω αρκετούς που ψάχνουν δίσκους στο Μοναστηράκι και στα υπόλοιπα παζάρια και όσοι απ’ αυτούς αγοράζουν χωρίς αισθητικές παρωπίδες σίγουρα θα είχαν ακούσει το πώς ηχούσε η tropicália πριν ακόμη και από τον David Byrne.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, φερ’ ειπείν, είχα βρει στο γιουσουρούμ το φερώνυμο άλμπουμ του Jorge Ben από το 1969 [Philips], το οποίο είχα αγοράσει εξαιτίας του ψυχεδελικού εξωφύλλου του. Τον Βen τον ήξερα βεβαίως, όπως όλος ο κόσμος, από το θρυλικό “Mas que nada”, όμως αγνοούσα οτιδήποτε άλλο είχε κάνει στη ζωή του. Ακούγοντας εκείνη την εποχή το “Jorge Ben” δεν μπορώ να πω ότι είχα ενθουσιαστεί. Το περίμενα πιο ζωηρό, πιο ηλεκτρικό. Αντιθέτως, εκείνο παρουσίαζε μία κάπως freaky-folk άποψη, πλαισιωμένη από afro στοιχεία και κυρίως με μία πολύ εκλεπτυσμένη χρήση των strings – κάποιος… Rogerio Duprat είχε βάλει το χέρι του.
Περίπου την ίδιαν εποχή και πάντως πριν το ’95, είχα αγοράσει κι ένα δίσκο της Maria Bethânia, το “Recital Na Boite Barroco” [Odeon, 1968]. Τον είχα επιλέξει ανάμεσα από 5-6(!) άλλους της ίδιας καλλιτέχνιδος, που τους είχα βρει όλους μαζί, επειδή το εξώφυλλό του έμοιαζε μ’ εκείνο του Jorge Ben (η ίδια ψυχεδελική αποτύπωση της τροπικής ζούγκλας). Από τα κομμάτια του άλμπουμ, που ήταν ακόμη πιο folk από εκείνα του Ben, μου είχε κάνει εντύπωση το “Baby” (κάποιου... Caetano Veloso). Αργότερα έμαθα πως το “Baby” υπήρξε κομμάτι σύμβολο της tropicalia, ασχέτως του γεγονότος ότι πολλοί εξακολουθούν να μη θεωρούν την Maria Bethânia ως εκπρόσωπο του είδους.
Πριν, λοιπόν, φθάσω να δω, τα επόμενα χρόνια, και άλλα τέτοια τροπικά lay-out είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ ότι κάτι συνέβαινε τελικώς με όλη αυτή την ιστορία και πως η διάθεση των γραφιστών να αποτυπωθεί, σαν σε κόμικ, η πολύχρωμη ζούγκλα της Αμαζονίας στα εξώφυλλα συμβόλιζε, πιθανώς, κάτι ουσιαστικότερο. Την ανάγκη μιας ομάδας τραγουδοποιών, εννοώ, να επικοινωνήσουν με το βαθύ παρελθόν τους, δημιουργώντας ένα υβρίδιο που θα μπορούσε να σταθεί στα ταραγμένα χρόνια του ’60.
Και γιατί «ταραγμένα»; Γιατί από τον Απρίλιο του ’64 και για τα επόμενα 21 χρόνια οι στρατιωτικές χούντες θα κυβερνούσαν τη Βραζιλία. Είχε, βεβαίως, προηγηθεί μία τρίχρονη περίοδος δημοκρατίας (με τη στήριξη μιας ευρύτερης Αριστεράς) υπό τον João Goulart, η οποία μπήκε, όμως, από πολύ νωρίς στο μάτι της CIA.
Μπορεί, ακόμη τότε, αρκετοί από τους κατοπινούς πρωταγωνιστές τής tropicália να μην είχαν κάνει αισθητή την παρουσία τους στα καλλιτεχνικά πράγματα, όμως η εποχή παρείχε τα κίνητρα ώστε ν’ ασχοληθούν (και) με την πολιτική παραλλήλως με τη μουσική ή το τραγούδι. Θυμάται ο Veloso (από το “Tropical Truth”):
«Η πολιτική δεν ήταν το φόρτε μας, αλλά το 1963 –με τους φοιτητές να πιέζουν τον Πρόεδρο Goulart για μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις και με τον Miguel Arraes, που έκανε εξαιρετική δουλειά ως Κυβερνήτης στο Pernambuco, στοχεύοντας σε βοήθεια των ασθενέστερων οικονομικά ομάδων– μπήκαμε κι εμείς στο κόλπο, γράφοντας τραγούδια με ανάλογο περιεχόμενο. Η χώρα φαινόταν πως θα μπορούσε να μετακινηθεί από το παραδοσιακό βαθειά άδικο προφίλ της, επιτυγχάνοντας τρόπους δράσης μακριά από την αμερικανική επικυριαρχία. Αργότερα, βεβαίως, διαπιστώσαμε ότι όλοι εκείνοι οι μετασχηματισμοί δεν ήταν επαρκείς, δημιουργώντας σε πολλούς από μας την αυταπάτη, ή την ψευδαίσθηση αν θέλετε, ότι κάτι σημαντικό θα γινόταν. Εκείνη ακριβώς η χαμένη ελπίδα υπήρξε ο καταλύτης για την έλευση της χούντας».
Βασικός μοχλός άσκησης προπαγάνδας και ελέγχου για την χούντα των βραζιλιάνων στρατηγών απεδείχθη, φυσικά, η τηλεόραση. Δόθηκαν πολλά (αμερικανικά) λεφτά για την ανάπτυξη σταθμών και με τα γνωστά (και σ’ εμάς πια, μετά από τόσα χρόνια) δακρύβρεχτα (βραζιλιάνικα) προγράμματα, επιτεύχθηκε ένα είδος κοινωνικής ειρήνης ανάμεσα στις τάξεις, το οποίο και θα «δούλευε» για πολλά χρόνια.
Έτσι λοιπόν η, ακόμη ασχημάτιστη, σκηνή της tropicália, αν ήθελε να δημιουργήσει δεδομένο, μεταφέροντας τα μηνύματά της προς ένα ευρύτερο κοινό, θα έπρεπε να εκμεταλλευθεί το καινούριο μέσο. Και το έκανε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου