Ακούγεται από παντού, κάπως σαν ψίθυρος στο υποσυνείδητο, πως ο Καβάφης είναι δύσκολος ποιητής – «δύσκολος» στη μελοποίησή του εννοώ –, αν και η πραγματικότητα οδηγεί σε άλλα συμπεράσματα. Το 1999 ο Βασίλης Αγγελικόπουλος στο βιβλίο του «Πες το μ’ ένα τραγούδι» [εκδ. Καστανιώτης], στο οποίο είχα αναφερθεί κι εδώ… http://is.gd/avTRPN, είχε καταγράψει 58(!) έλληνες συνθέτες, ξεχνώντας μερικούς(!!), που είχαν μελοποιήσει έως τότε Καβάφη. Λογικώς, σήμερα, οι έλληνες συνθέτες που έχουν βαλθεί να βάλουν νότες στους στίχους του Αλεξανδρινού πρέπει να ξεπερνούν τους 70(!!!). Ο λόγος που οδηγεί σ’ αυτό το… κυνήγι του αδυνάτου είναι απλός, φρονώ. Η ποίηση του Καβάφη εξ αιτίας ακριβώς της δύστροπης φόρμας της λειτουργεί ως «πρόκληση» για τους περισσότερους συνθέτες. Τους καταξιωμένους παρακινεί, μάλλον, η ανάγκη της αναμέτρησης με το απόλυτο. Τους υπολοίπους, η πεποίθηση πως, σε συμφωνία φάσης με μία υψηλή ποίηση, θα… ψηλώσουν κι εκείνοι λιγάκι.Ακούγοντας το «Καβάφης, 13 Τραγούδια» [Inner Ear, 2011] της Λένας Πλάτωνος, εκείνο που επιβεβαιώνω αρχικώς είναι η αδυναμία να συγκροτηθεί ένα άλμπουμ με μελοποιήσεις ποιημάτων του Αλεξανδρινού, που να μπορεί να προβάλλει ένα οριζόντιο ηχητικό concept. Γι’ αυτό – και όσον αφορά στην κοινή δισκογραφία – οι πιο επιτυχείς μελοποιήσεις αφορούν σε μεμονωμένα ποιήματα, τα οποία αντιμετωπίστηκαν ξεχωριστά, επιλεγμένα μέσα από σοβαρή (υποθέτω) προετοιμασία. Δεν λειτουργεί, δηλαδή, η άποψη της ενοποιημένης μουσικής φόρμας· εδώ, σε ποιήματα ενός ανθρώπου, που, σε κάθε περίπτωση, είναι διαφορετικά (φιλοσοφικά, ιστορικά, ηδονικά). Ο Δήμος Μούτσης, που χρεώνεται τη σημαντικότερη απόπειρα λαϊκής καβαφικής μελοποιίας με την Τετραλογία του (χρησιμοποιώ το «λαϊκής» για να διαχωρίσω τις λόγιες απόπειρες, που είναι ένα διαφορετικό κεφάλαιο), επέλεξε μόλις τρία ποιήματα (Η Πόλις, Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον, Θάλασσα του πρωιού) καταφέρνοντας με την πρωτοεμφανιζόμενη τότε (1975) Α. Πρωτοψάλτη και τον μέγα τραγουδιστή Χρήστο Λεττονό να αγγίξει το μελοποιητικό απόλυτο. Η Πλάτωνος, που αποφάσισε να αναμετρηθεί εμφανώς με τον Καβάφη και… αφανώς με τον Μούτση, επιχείρησε να μελοποιήσει στο δικό της Καβάφη και τα τρία ποιήματα τής Τετραλογίας. Η σύγκριση (την οποίαν εγώ κάνω – δεν είναι ανάγκη να την κάνουν όλοι ή άλλοι) δεν την ευνοεί καθόλου.
Το σοβαρό πρόβλημα στα 13 Τραγούδια, πέραν της επικίνδυνης «οριζόντιας» αντιμετώπισής τους, σχετίζεται με το γεγονός ότι, επί της ουσίας, δεν έχουμε να κάνουμε με… τραγούδια. Τίποτα δεν μπορεί να τραγουδηθεί, τίποτα δεν μπορεί να σφυριχτεί (ναι, ακόμη κι αυτό). Η Πλάτωνος επέλεξε την πιο «εύκολη» και συνεπώς την πιο ευάλωτη καλλιτεχνικώς απόπειρα της δημιουργίας περιβάλλοντος (βασικά ηλεκτρονικής υφής), το οποίο σε καμμία περίπτωση δεν δύναται να οδηγήσει προς ένα, έστω ένα, ολοκληρωμένο τραγούδι (ψήγματα μόνον ανιχνεύονται εδώ κι εκεί). Ατυχεί, επίσης, η συνθέτιδα στην επιλογή του ερμηνευτή. Ο σημαντικός τραγουδιστής Γιάννης Παλαμίδας, με τα συγκεκριμένα φωνητικά και ερμηνευτικά προσόντα, αδυνατεί να ανταποκριθεί στην ηθική, στο ιεροκρύφιον του καβαφικού λόγου.
Αφήνω, όμως, για όλα, ένα μικρό «παράθυρο». Δεν έχω γνώμη για το πώς θα μπορούσε να λειτουργεί η συγκεκριμένη μελοποίηση σε σχέση με τις εικόνες του Δημήτρη Παπαϊωάννου, με τις οποίες, όπως όλοι μάθαμε, είναι «ένα» (είμαι από εκείνους που δεν παρακολούθησαν την παράσταση στο Παλλάς). Πιθανώς, εκεί, τα πράγματα να ήταν καλύτερα. Όμως, ακόμη κι αν αυτό συνέβη, αν δηλαδή ο ήχος λειτούργησε υποβοηθητικώ τω τρόπω, ή, εν πάση περιπτώσει, συμπληρωματικώς με την εικόνα, τούτη από μόνη της (η συμπληρωματικότητα εννοώ) δεν περιποιεί, επ’ ουδενί, τιμή στη μουσική. Στην εικόνα δεν γνωρίζω…
Το σοβαρό πρόβλημα στα 13 Τραγούδια, πέραν της επικίνδυνης «οριζόντιας» αντιμετώπισής τους, σχετίζεται με το γεγονός ότι, επί της ουσίας, δεν έχουμε να κάνουμε με… τραγούδια. Τίποτα δεν μπορεί να τραγουδηθεί, τίποτα δεν μπορεί να σφυριχτεί (ναι, ακόμη κι αυτό). Η Πλάτωνος επέλεξε την πιο «εύκολη» και συνεπώς την πιο ευάλωτη καλλιτεχνικώς απόπειρα της δημιουργίας περιβάλλοντος (βασικά ηλεκτρονικής υφής), το οποίο σε καμμία περίπτωση δεν δύναται να οδηγήσει προς ένα, έστω ένα, ολοκληρωμένο τραγούδι (ψήγματα μόνον ανιχνεύονται εδώ κι εκεί). Ατυχεί, επίσης, η συνθέτιδα στην επιλογή του ερμηνευτή. Ο σημαντικός τραγουδιστής Γιάννης Παλαμίδας, με τα συγκεκριμένα φωνητικά και ερμηνευτικά προσόντα, αδυνατεί να ανταποκριθεί στην ηθική, στο ιεροκρύφιον του καβαφικού λόγου.
Αφήνω, όμως, για όλα, ένα μικρό «παράθυρο». Δεν έχω γνώμη για το πώς θα μπορούσε να λειτουργεί η συγκεκριμένη μελοποίηση σε σχέση με τις εικόνες του Δημήτρη Παπαϊωάννου, με τις οποίες, όπως όλοι μάθαμε, είναι «ένα» (είμαι από εκείνους που δεν παρακολούθησαν την παράσταση στο Παλλάς). Πιθανώς, εκεί, τα πράγματα να ήταν καλύτερα. Όμως, ακόμη κι αν αυτό συνέβη, αν δηλαδή ο ήχος λειτούργησε υποβοηθητικώ τω τρόπω, ή, εν πάση περιπτώσει, συμπληρωματικώς με την εικόνα, τούτη από μόνη της (η συμπληρωματικότητα εννοώ) δεν περιποιεί, επ’ ουδενί, τιμή στη μουσική. Στην εικόνα δεν γνωρίζω…
Δεν έχω ακούσει τον δίσκο. Βρίσκω πάντως εδω την ευκαιρία να γκρινιάξω. Η Λένα Πλάτωνος έχει τοποθετηθεί forcè σε ένα θρόνο από μία κάστα καλλιτεχνίζοντων, με σκοπό να λειτουργήσει ως τοτέμ. Κάτι σαν -εντελώς αναλογικά- τον Χατζηδάκι, σε άλλες πιο δυνατές από προσωπικότητες εποχές. Δν φταίει τόσο η ίδια. Αμιβάλλω αν είναι σε θέσει να το ελένξει και να το αντιληφθεί πλήρως. Εγω βλέπω έναν άνθρωπο που τον περιφέρουν σε συναυλίες και τον βάζουν στα στούντιο και μετά κάθονται από κάτω και την θαυμάζουν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜια γενιά μεγάλωσε και άλλη μία ανακάλυψε το "Σαμποτάζ" Αλλά αυτό ήταν τότε. Σήμερα η Λένα Πλάτωνος δεν είναι σε θέση να παράξει σημαντικό έργο ούτε να το υποστηρίξει. Κάποιος από όλους αυτούς που την τριγυρίζουν να την προστατέψει; Να βοηθήσει τον Άνθρωπο και όχι το τοτέμ;
Σενιόρ μεγάλες κουβέντες λες. Συνυπογράφω.
ΑπάντησηΔιαγραφήκώστας παπ.
Ο Παλαμίδας, σε στυλ "Σαμποτάζ", ερμηνέυει Καβάφη, πάνω στη μουσική της Πλάτωνος που θυμίζει "Γκάλοπ". Αταίριαστος αχταρμάς... Το ακριβώς αντίθετο απο αυτό που κατάφεραν ο Socos με τον Πουλικάκο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλέξανδρος