Την προηγούμενη Κυριακή (30/6) μοιράστηκε με την εφημερίδα Η Αυγή της Κυριακής, σε συνεργασία με
την Εταιρεία Μελέτης της Ιστορίας της
Αριστερής Νεολαίας (ΕΜΙΑΝ), ως προσφορά, το τρίτο τεύχος του περιοδικού Τετράδια Δημοκρατίας / Μηνιαία Επιθεώρηση
της Νεολαίας Λαμπράκη, που είχε πρωτοκυκλοφορήσει, τον Σεπτέμβριο του 1964
– ένα περιοδικό το οποίον διηύθυνε ο Μίκης Θεοδωράκης. Δεν συνηθίζεται οι
εφημερίδες της Κυριακής να ανατυπώνουν και να προσφέρουν τέτοιου τύπου αρχειακό
υλικό· και το λέω τούτο ελπίζοντας πως η συγκεκριμένη πρωτοβουλία της Αυγής δεν θα σταματήσει εδώ. Το άρθρο
εκείνο από τα Τετράδια Δημοκρατίας που
μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση (κυρίως για τη διαχρονική αξία του) ήταν το Νεολαία
και Ελευθερία του Ernst Fischer
(1899-1972), μέλους, τότε, της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος
Αυστρίας. Δεν ξέρω αν αυτό ήταν το πρώτο κείμενο του Fischer που είδε ποτέ το φως σε ελληνικό
περιοδικό, εκείνο που ξέρω είναι πως η κίνηση αυτή –το να μεταφραστεί ένα τέτοιο
άρθρο σ’ ένα ελληνικό αριστερό περιοδικό του 1964– έχει τη δική της ξεχωριστή
σημασία. Κι εκεί θα επικεντρωθώ…
Ο Fischer
είναι γνωστός στην Ελλάδα βασικά από το βιβλίο του Η Αναγκαιότητα της Τέχνης [Θεμέλιο 1966 και Μπουκουμάνης 1972], ένα από τα
πιο σημαντικά περί Τέχνης βιβλία, που έχουν μεταφραστεί ποτέ στη χώρα. Επίσης, πολύ ενδιαφέρον (και σε σχέση με τη
μουσική) παρουσιάζει και το βιβλίο του Η
Επανάσταση Είναι Αλλιώς [Γλάρος, Αθήνα 1975], στο οποίο εξετάζονται, ανάμεσα
σε άλλα, το beat (δηλαδή
το rock) και η jazz ως μορφές μουσικής
διαμαρτυρίας. (Το συγκεκριμένο κείμενο είχε δημοσιευτεί για πρώτη φορά, σε
διαφορετική μετάφραση, ως “Beat
- Jazzy - Drive” στο περιοδικό Ηριδανός/ Δίμηνη Έκδοση Ενημέρωσης και
Προβληματισμού, Τεύχος 2-3, τον Ιανουάριο του 1973).
Στο Η Επανάσταση Είναι Αλλιώς υπάρχει ένα
βιογραφικό του Έρνστ Φίσερ, το οποίον αξίζει να παραθέσω. «Ο Έρνστ Φίσερ γεννήθηκε στο Κομοτάου της Βοημίας το 1899. Το 1918
πηγαίνει στο ιταλικό μέτωπο. Εγκαταλείπει τις σπουδές της Φιλοσοφίας και για να
θρέψει τη οικογένειά του γίνεται ανειδίκευτος εργάτης. Το 1924 δημοσιεύει την
πρώτη του ποιητική συλλογή, ενώ το πρώτο θεατρικό έργο του ανεβαίνει στο Burgtheater της Βιέννης. Γίνεται δημοσιογράφος και το 1934
καταφεύγει πολιτικός πρόσφυγας στην Πράγα και αργότερα στη Μόσχα. Ιδρυτής και
προσωρινός αρχισυντάκτης της εφημερίδας ‘Νέα Αυστρία’. Από το 1945 έως το 1959
είναι βουλευτής του Κ.Κ. Αυστρίας (ΚΚΑ). Από το 1945 έως τη διαγραφή του από το
ΚΚΑ το 1970 –εξαιτίας της αγωνιστικής στράτευσής του υπέρ των τσεχοσλοβάκων
μεταρρυθμιστών–, είναι μέλος του ΠΓ του ΚΚΑ. Μετά τη διάσπαση του κόμματος
είναι διευθυντής του μηνιάτικου περιοδικού Das Wiener Tagebuch (Βιεννέζικο Ημερολόγιο). Δημοσίευσε μεταξύ άλλων το
θεατρικό έργο ‘Λένιν’ (1918) και τα βιβλία ‘Προβλήματα της Νέας Γενιάς’ (1963),
‘Τι Είπε πραγματικά ο Μαρξ’ (1969), ‘Τέχνη και Συνύπαρξη’ (1966), ‘Αναμνήσεις
και Στοχασμοί’ (1970). Ο Έρνστ Φίσερ πέθανε τον Αύγουστο του 1972».
«(…) Η νεολαία θέλει
να ’ναι μοντέρνα, αυτό δεν είναι ούτε αξιοκατάκριτο ούτε αξιέπαινο, είναι μόνο
αυτονόητο.(…) Θα πρέπει π.χ. να πάψουμε να συγκρίνουμε τους ‘ωραίους’ χορούς
του παληού καιρού με τους ‘ανήθικους’ μοντέρνους. Όταν παληότερα ήταν μοντέρνο
το βαλς, αυτός ο πρώτος αστικός χορός, δυσανασχέτησαν οι τότε ηλικιωμένοι
άνθρωποι ακριβώς όπως γίνεται σήμερα με το ροκ εντ ρολλ και το καλύψο. Στιγμάτισαν
τότε το βαλς σαν αισθησιακό, πρόστυχο, αναξιοπρεπές, ανήθικο, δηλαδή του έδωσαν
ακριβώς τους ίδιους χαρακτηρισμούς που δίνουν και σήμερα στους μοντέρνους
χορούς. Εγώ ο ίδιος δεν χορεύω κανένα μοντέρνο χορό, δεν θα μπορέσω όμως να
καταλάβω ποτέ γιατί οι μοντέρνοι χοροί είναι πρωτόγονοι και παρακμιακοί. Ίσως
να μην είναι κανένας το άκρον άωτον της ομορφιάς, είμαστε όμως υποχρεωμένοι ν’
αφήσουμε τη νεολαία να χορεύει ό,τι της αρέσει· αυτά τα πράγματα δεν έχουν
καμμιά σχέση με την αξιοπρέπεια και την ιμπεριαλιστική παρακμή. Γιατί δηλαδή η
δική μας λαϊκή μουσική είναι ηθική, ενώ η τζαζ ενοχλητική; Γιατί πρέπει να μας
ενθουσιάζει το ‘Βιέννη, Βιέννη μόνο εσύ…’ ενώ ένα εξ ίσου βλακώδες μοντέρνο
τραγούδι πρέπει να μας κάνει να φρικιούμε; Από πάντα υπήρχε καλή
και κακή μουσική και μια καλή μουσική τζαζ είναι εξ ίσου άξια της παραδοχής
μας, όσο και μια άλλη καλή μουσική.(…) Δεν έχω τη διάθεση να παραδεχτώ
αντιανθρωπιστικές τάσεις στην τέχνη και τάσεις που ξεφτίζουνε την
πραγματικότητα, αλλά το θεωρώ απαράδεχτο να απορρίπτεται σαν παρακμιακή κάθε
αναζήτηση για καινούργιους τρόπους έκφρασης στην τέχνη, κάθε πειραματισμός.(…)
Δεν επιτρέπεται να παρουσιαζόμαστε μπροστά στη νεολαία σαν οπισθοδρομικοί
καθηγητές και να κηρύχνουμε ότι όλα τα μοντέρνα απ’ το πέτσινο σακάκι έως την
τζαζ, απ’ την αγάπη για τ’ αυτοκίνητα έως το ενδιαφέρον για τα καλλιτεχνικά
πειράματα, είναι κακά, παρακμιακά, ασυμβίβαστα με τον αγώνα της εργατικής
τάξης. Πρέπει επιτέλους να εξετάσουμε κριτικά ποια είναι εκείνα που έρχονται σε
αντίθεση με τον αγώνα της εργατικής τάξης, και οπωσδήποτε τότε μόνο θα βρούμε
κατανόηση στους νέους, όταν σταθούμε με κατανόηση μπροστά στο μοντέρνο. Πρέπει
να λάβουμε υπ’ όψη μας ότι πολλά σοβιετικά φιλμ από το ‘Θωρηκτό Ποτέμκιν’ έως
το ‘Δρόμο για τη Ζωή’ δεν ήταν μόνον επαναστατικά, αλλά και πολύ μοντέρνα, και
ότι ο σύγχρονος κινηματογράφος έχει τις ρίζες του στους σοβιετικούς σκηνοθέτες
και τον Τσάρλι Τσάπλιν. Ακόμα, ότι μοντέρνος ήτανε και ο Μαγιακόφσκυ και ο
Μπρεχτ. Και κάθε φορά αποδείχνεται, ότι η μοντέρνα επαναστατική τέχνη, επιδρά όχι
μόνο επάνω στους εργάτες, αλλά κι επάνω στους νεαρούς διανοούμενους».
Όταν το επίσημο όργανο της Νεολαίας Λαμπράκη δημοσίευε, το
1964, ένα τόσο «ανοιχτό» κείμενο, είναι φαιδρό να υποστηρίζεται από κύκλους
(και από κώνους και από ελλείψεις…) πως η Αριστερά κυνηγούσε το ροκ, την τζαζ,
το μοντέρνο και δεν ξέρω εγώ τι άλλο εκείνη την περίοδο.
Να τι είχε πει ο Θεόδωρος Πάγκαλος (ιδρυτικό στέλεχος των Λαμπράκηδων, μέλος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος του παρανόμου μηχανισμού του ΚΚΕ, αλλά και μέλος της παρέας των ελλήνων μπήτνικ – όλα αυτά στο πρώτο μισό του ’60) στον Μανώλη Νταλούκα σε μια συνέντευξη που δημοσιεύθηκε στο Mediasoup την 30/7/2010 (όπως είπα και στην προηγούμενη ανάρτηση, προσωπικώς δεν ζορίζομαι να πάρω στοιχεία από οπουδήποτε, προκειμένου να βγάλω τα δικά μου συμπεράσματα). Ο δημοσιογράφος επιχειρεί να εκμαιεύσει απαντήσεις από το στόμα του Πάγκαλου, οι οποίες να συνάδουν με την εικόνα που έχει εκείνος (ο δημοσιογράφος) στο μυαλό του για την Αριστερά της εποχής. Ο Πάγκαλος, όμως, δεν μασάει και βάζει κάθε… κατεργάρη στον πάγκο του. Αντιγράφω λίγες ερωτήσεις-απαντήσεις…
Να τι είχε πει ο Θεόδωρος Πάγκαλος (ιδρυτικό στέλεχος των Λαμπράκηδων, μέλος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος του παρανόμου μηχανισμού του ΚΚΕ, αλλά και μέλος της παρέας των ελλήνων μπήτνικ – όλα αυτά στο πρώτο μισό του ’60) στον Μανώλη Νταλούκα σε μια συνέντευξη που δημοσιεύθηκε στο Mediasoup την 30/7/2010 (όπως είπα και στην προηγούμενη ανάρτηση, προσωπικώς δεν ζορίζομαι να πάρω στοιχεία από οπουδήποτε, προκειμένου να βγάλω τα δικά μου συμπεράσματα). Ο δημοσιογράφος επιχειρεί να εκμαιεύσει απαντήσεις από το στόμα του Πάγκαλου, οι οποίες να συνάδουν με την εικόνα που έχει εκείνος (ο δημοσιογράφος) στο μυαλό του για την Αριστερά της εποχής. Ο Πάγκαλος, όμως, δεν μασάει και βάζει κάθε… κατεργάρη στον πάγκο του. Αντιγράφω λίγες ερωτήσεις-απαντήσεις…
Έχω ακούσει ότι σας απαγόρευαν διάφορα, για παράδειγμα να διαβάζετε
Τσίρκα ή ν’ ακούτε ρεμπέτικα…
Αυτό κάποιος βλάκας θα
στο έχει πει… (σ.σ. εδώ γέλασα πολύ!).
Τσίρκα διαβάζαμε μετά μανίας, Καζαντζάκη διαβάζαμε, τα πάντα διαβάζαμε…
Εσείς μπορεί να διαβάζατε, αλλά η επίσημη γραμμή τι έλεγε; Για την
επίσημη άποψη της ΕΔΑ τι ήταν ο Τσίρκας;
Τίποτα δεν ήταν
απαγορευμένο… αυτά είναι σαχλαμάρες… τίποτα δεν μας απαγόρευαν…
Και για τις παρέες των μπητνίκων; Τι σας έλεγαν στην ΕΔΑ; Συμφωνούσαν;
Πάντως δεν απαγόρευαν.
Αυτά είναι κνίτικα πράγματα που δεν υπήρχαν στη νοοτροπία εκείνης της εποχής…
(Το «κνίτικο» δεν θα το σχολιάσω, όχι για κανέναν άλλο λόγο,
αλλά επειδή ΚΝΕ δεν υπήρχε τη συγκεκριμένη περίοδο – η ΚΝΕ ιδρύθηκε το 1968.
Για τις σχέσεις ροκ και ΚΚΕ/ΚΝΕ και τις απόψεις που είχε το συγκεκριμένο κόμμα
για το ροκ, στη Μεταπολίτευση πια, υπάρχει υλικό διαθέσιμο στο Δισκορυχείον, όχι κουτσομπολιά, και
κάποια στιγμή θα πω περισσότερα).
Και επιμένει ο δημοσιογράφος. Εκεί… σώνει και καλά, να πάρει
την απάντηση περί απαγόρευσης, για να επιβεβαιώσει εκείνο το στραβό που έχει
στο κεφάλι του.
Εσείς λέτε ότι δεν υπήρχε απαγόρευση… μήπως η απαγόρευση διατυπωνόταν
με έναν έμμεσο τρόπο; Θέλω να πω μήπως η «καθοδηγητική γραμμή» απαγόρευε δια
της απαξίωσης; Η αποδοκιμασία ουσιαστικά λειτουργεί σαν απαγόρευση…
Υπήρχε αποδοκιμασία… ναι…
αλλά όχι απαγόρευση… τους μπητνίκους βέβαια τους αποδοκίμαζαν… μερικές φορές
είχαν γίνει και αστεία επεισόδια…
Η ΕΔΑ λοιπόν, που εξέφραζε τον μεγάλο όγκο της ελληνικής
Αριστεράς της εποχής, δεν εκινείτο με «απαγορεύσεις», αυτό έχει την πιο μεγάλη
σημασία απ’ όλη την προηγούμενη κουβέντα και αυτό ας κρατήσουμε.
Το ελληνικό δυστύχημα ήταν μόνον ένα. Αυτό που ονομάζουμε μοντέρνο τραγούδι το διαχειρίστηκε στη
χώρα μας, στα μέσα του ’60, η μαύρη
αντίδραση (όσοι, δηλαδή, συνασπίστηκαν πίσω από το περιοδικό Μοντέρνοι Ρυθμοί). Έτσι, η Αριστερά είχε
κάθε λόγο, όπως έχω ξαναγράψει, να είναι επιφυλακτική με την κατάσταση που
διαμορφώθηκε στην πορεία, πράγμα που ξεκαθάρισε εντελώς (όχι πως δεν ήταν ξεκαθαρισμένο από
την αρχή) μετά την επιβολή της δικτατορίας, όταν συντάκτες τού εν λόγω
εντύπου ύμνησαν την «εθνοσωτήριο». Αφήνω δε το γεγονός πως η Αριστερά είχε τις
δικές της… μοντέρνες μουσικές (τι
ήταν δηλαδή το 1964 το «Άξιον Εστί», ή τα πρώτα δισκάκια του Διονύση Σαββόπουλου,
τίποτα παλιατζαρίες;), μπροστά στις οποίες δεν έπιαναν μία τα τουίστ και οι γιάνκες
(αν το δεις καλλιτεχνικώς δηλαδή – αλλά, ok, δεν το βλέπεις μόνον έτσι). Ας μην μας διαφεύγουν εξάλλου και
τα σχετικά λόγια του Σαββόπουλου (οργανωμένος επίσης στην ΕΔΑ) στη LiFO (#183,
10/12/2009): «Εκείνη την άνοιξη ενόψει
της πορείας Ειρήνης, διάβασα στην Αυγή ένα δίστηλο με τη φωτογραφία ενός νέου
αμερικανού τροβαδούρου (σ.σ. ίσως να μην θυμάται καλώς, αν αναφέρεται στο
‘ντυλανικό’ δημοσίευμα της Αυγής, της 12/7/1964). Τον παρουσίαζε σαν ένα τραγουδιστή της εργατικής τάξης. Αυτό μου κίνησε
την περιέργεια και θυμάμαι ότι πήγα την άλλη μέρα στα καταστήματα δίσκων για να
τον βρω, αλλά ήταν παντελώς άγνωστος». Και πιο κάτω: «Με ενδιέφερε πολύ η μουσική που έκαναν οι Stones ή τα μεγάλα
συγκροτήματα, τα οποία τα άκουγα και τα παρακολουθούσα. Με έχουν επηρεάσει πάρα
πολύ. Βέβαια, οι ειδικοί, που ασχολούνταν με αυτήν τη μουσική την ξένη, ο
Μαστοράκης, ο Πετρίδης, ο Κογκαλίδης, την παρουσίαζαν ως χορευτική νεανική
μόδα, δεν αντιλαμβάνονταν τότε τι πραγματικά ήταν. Έκαναν εκπομπές με top, ποιο
έρχεται πρώτο, ποιο έρχεται δεύτερο. Σαν να είναι μια ιπποδρομία».
Καμμία ΕΔΑ και καμμία Αριστερά δεν εμπόδισε τον Σαββόπουλο
ν’ ακούει Dylan και Rolling Stones
(δίχως αυτό να σημαίνει πως δεν υπήρχαν και αριστεροί της εποχής, οι οποίοι
μπορεί να μη γούσταραν το rock κ.λπ.). Το ζήτημα όμως δεν είναι αυτό. Το ζήτημα είναι αν
υπήρχε από την ΕΔΑ κεντρική γραμμή απαξίωσης της λεγόμενης μοντέρνας μουσικής. Και κάτι τέτοιο δεν υπήρχε. Αν υπήρχε, κείμενα
όπως το προηγούμενο του Ernst Fischer
θα ρίχνονταν στην πυρά – σε καμμία περίπτωση δεν θα δημοσιεύονταν σε περιοδικό της
Νεολαίας Λαμπράκη. Ας μην ξεχνάμε επίσης πως ένας Λαμπράκης θα ήταν εκείνος που θα έκανε το τολμηρότερο έως τότε βήμα
– να ενώσει τη λαϊκή μουσική με το rock εις σάρκαν μία στο τέλος του 1966. Και φυσικά αναφέρομαι
στον Μάνο Λοΐζο και τα «Νέγρικα». Όπως είχε πει και ο ίδιος: «Για μένα η μουσική είναι μέσον. Τα
εκφραστικά μέσα πηγάζουν από αυτό που θέλω να πω. Στη συγκεκριμένη περίπτωση
των ‘Νέγρικων’ χρησιμοποίησα για πρώτη φορά ηλεκτρικές κιθάρες και όργανο στην
ορχήστρα μου, όπως και ρυθμό σέικ, μποστέλα κ.ά. Για μένα το φαινόμενο γε-γε
είναι φαινόμενο που καθρεφτίζει την εποχή μας. Το σέικ δεν έχει καμμιά σχέση με
το τσα-τσα ή το μάμπο – ρυθμούς μάλλον αισθησιακούς. Οι σύγχρονοι ρυθμοί (σέικ)
είναι ρυθμοί διαμαρτυρίας, μοναξιάς και αυτοβασανισμού. Και η ποίηση των
‘Νέγρικων’ με οδήγησε σ’ αυτούς γιατί τα θέματά τους μιλάνε για αδικία και
εκμετάλλευση – προβλήματα που έχουν απήχηση σε όλο τον κόσμο. Δεν επεδίωξα να
κάνω σέικ. Έχοντας όμως μέσα μου αυτή την παγκόσμια φωνή διαμαρτυρίας που
εκφράζει, το σέικ ήρθε σαν φυσικό επακόλουθο» (Δημοκρατική Αλλαγή, 27/12/1966).
Αφήνω δε το πανέμορφο pop/hippie soundtrack,
που ετοίμασε και υπέγραψε μέσα στο ’67 ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης(!), που δεν
ήταν άλλο από το “The Day the Fish Came Out”
[UK. Stateside] – OST της
φερώνυμης ταινίας του Μιχάλη Κακογιάννη. Πώς υπέκυψε στην… ιμπεριαλιστική υποκουλτούρα
ο αρχηγός των Λαμπράκηδων μπορεί να
μου το εξηγήσει κάποιος;
Πολύ ενδιαφέρον...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι θα είχε ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον το άρθρο για την σχέση ΚΝΕ-ροκ μετά τη μεταπολίτευση, γιατί κι εγώ έχω ακούσει από πολλούς αυτόπτες μάρτυρες-φοιτητές της δεκαετίας του 70 ότι έπεφτε γραμμή από τους περίφημους "ιστρούχτορες" να μην ακούνε αμερικάνικη μουσική. Υπήρχε άραγε επίσημη κομματική γραμμή ή επρόκειτο για προσωπικές "πρωτοβουλίες" διάφορων στελεχών;
Α.Ν.
Δεν πρεπει να ειχε η ΕΔΑ καμμια σχεση με το κομμα μετα την χουντα.Στην μεταπολιτευση τα πραγματα ηταν πολωμενα. Δεν ηταν θεμα γραμμης απλως υπηρχε φοβος διαγρφαφης. Μεχρι τις καταληψεις του 79 και την μαζικη διαρροη απο την ΚΝΕ που καολουθησε οπου ο φοβος της απωλειας αναγκασε την νεολαια τιης ΚΝΕ να αποδεχτει το ροκ και να γινει βασιλικοτερη του Βασιλεως κατοπιν. Στην αρχη κυκλοφορουσανε στις τοτε συναυλιες με τον Ριζο στο χερι για να ειναι ολοι μαζι ενεκα του φοβου των αριστεριστων. Πολυ πλακα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔυστυχώς μόλις διαπίστωσα πως δύο παλαιά seventies βιβλία των εκδόσεων Σύγχρονη Εποχή, που μου χρειάζονται για το κείμενο περί rock και ΚΚΕ/ΚΝΕ τα έχω στο πατρικό μου – και μάλλον δεν θα βρίσκονται στα χέρια μου νωρίτερα από τον Σεπτέμβρη. Εκτός και αν τα ξαναβρώ μπροστά μου στα «καλάθια» και τα ξαναγοράσω με τίποτα δεκάρες...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο είδαμε το σχόλιο, το διαβάσαμε, το απολαύσαμε, στο καλάθι τώρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήαγαπητε φωντα
ΑπάντησηΔιαγραφήευχαριστω για τα ποστ και ολα
αλλα νομιζω οτι κατι λειπει.
υπαρχει η δυνατοτητα να υπαρξει ενα search μεσα στο μπλογκ οπου να μπορει καποιος να αναζητα και να βρισκει με λεξεις κλειδια, παρελθοντα θεματα που μπορει να τον ενδιαφερουν?
ευχαριστω καλο καλοκαιρι
χρηστος
Χρήστο, υπάρχουν κατ’ αρχάς οι ετικέτες κάτω από τις αναρτήσεις και όλες μαζί δεξιά στη στήλη στο κάτω μέρος. Πατάς ό,τι σ’ ενδιαφέρει (book, film, prog, jazz κ.λπ.). Μπορείς βεβαίως και μέσω του Google να προχωρήσεις. Πατάς δισκορυχείον ή diskoryxeion και δίπλα ό,τι ψάχνεις (φερ’ ειπείν: «δισκορυχείον Χατζιδάκις» κ.ο.κ.).
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπάρχει και το search box του blogger πάνω αριστερά που κάνει με σχετικά ικανοποιητική ακρίβεια αυτό που ζητάς Χρήστο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα προσθέσω πως η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ είχε τυπωθεί για πρώτη φορά προδικτατορικά από το Θεμέλιο, το 1966, σε μετάφραση Φούλας Χατζιδάκη. Η μετάφραση των εκδόσεων Μπουκουμάνη ανήκει στον Γιώργο Βαμβαλή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣχόλια από το fb...
ΑπάντησηΔιαγραφήMaria Tzardi
Στο ΚΚΕ συνέβαινε αυτό τα πρώτα χρόνια. Το αναφέρει και ο Άρης Μαραγκόπουλος στο Χαστούκι για τη ζωή του Αμπατιέλου, όπου κάποιοι κρατούμενοι ( και ο ίδιος ο Αμπατιέλος) έδειραν κάποιον που διάβαζε Τσίρκα. Τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης υπήρχε διάσταση μεταξύ ΚΚΕ και ΚΚΕεσ.για το ροκ, που έφερνε το δεύτερο στα φεστιβάλ του. Και σε αυτό όμως υπήρχαν στοιχεία συντηρητισμού πχ. εργάτες να την πέφτουν σε νεολαίους για τα μαλλιά τους. Παρόλα αυτά τον Νταλουκα δεν τον εκτιμώ ο,τι και να γράφει.
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
Οι μεμονωμένες περιπτώσεις είναι τελείως αδιάφορες ή σχεδόν αδιάφορες.Το θέμα είναι αν υπήρχε κεντρική γραμμή, που να έχει ανακοινωθεί επίσημα.
Nickos Ventouras
Για όσους λένε ότι η Αριστερά «κυνηγούσε το ροκ, την τζαζ, το μοντέρνο» έχει σημασία αν το έκαναν με «κεντρική γραμμή επίσημα ανακοινωμένη». Αρκεί να ήταν ενάντια σε αυτά προβεβλημένα στελέχη και στελεχάκια, και αυτή να ήταν η γενικά κυκλοφορούσα άποψη, και ας μην είχε τη βούλα Συνεδρίου.
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
Δεν είναι έτσι όπως τα λες. Υπήρχαν άνθρωποι μέσα στο ΚΚΕ που εξέφραζαν και άλλη άποψη για αυτά τα πράγματα. Και μάλιστα επισημότατα - μέσα από βιβλία. Όλα εξαρτώνται από τους πολιτικοκοινωνικούς συσχετισμούς και τις συγκυρίες. https://diskoryxeion.blogspot.com/2016/06/hippies.html
Nickos Ventouras
Η Νεολαία Λαμπράκη δεν είναι ακριβώς ΚΚΕ / ΚΝΕ...
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
Έγραψα εγώ κάτι άλλο; Γράφω συγκεκριμένα: "Για τις σχέσεις ροκ και ΚΚΕ/ΚΝΕ και τις απόψεις που είχε το συγκεκριμένο κόμμα για το ροκ, στη Μεταπολίτευση πια, υπάρχει υλικό διαθέσιμο στο Δισκορυχείον, όχι κουτσομπολιά, και κάποια στιγμή θα πω περισσότερα."
Γιάννης Κοσπεντάρης στον Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
Α σόρρυ, μου ξέφυγε αυτό. Ανυπομονούμε για τα περισσότερα λοιπόν!
Γιάννης Κοσπεντάρης
Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον ερώτημα. Εγώ είμαι άσχετος και η ανάρτηση αναφέρεται στην προηγούμενη γενιά, αλλά οι γονείς μου ήταν Ρηγάδες και πάντα αναφέρουν ότι το ΚΚΕ "απαγόρευε" το ροκ και τα ρεμπέτικα, και "υποχρέωνε" Θοδωράκη. Είναι μύθος αυτές οι ιστορίες;