Τι προηγείται του τραγουδιού; Ο στίχος ή η μουσική; Ο Παύλος
Παυλίδης εδώ και μια δεκαετία περίπου έχει αποφασίσει (για τον εαυτό του).
Χωρίς δικό του στιχουργικό υλικό δεν κουνιέται ρούπι. Όλη η προσπάθειά του
συμπυκνώνεται στο πώς θα πει εκείνα που θέλει να πει, με ποιον τρόπο θα γράψει
εκείνα που θέλει να γράψει, πώς ακριβώς θα τα διατυπώσει. Πώς θα μετρήσει το
βάρος των λέξεων, ώστε εκείνο που θα προκύψει να μπορεί να σταθεί αρχικώς με
μιαν αυτονομία και εν συνεχεία με τη βοήθεια της μουσικής. Γι’ αυτό και οι
επενδύσεις των στίχων του δεν είναι πάντοτε «σαφείς». Κάποιες φορές επιχειρεί
μόνος του να μελοποιήσει τα στιχάκια του, αλλά τις περισσότερες –στα δέκα από
τα δεκαπέντε κομμάτια του νέου άλμπουμ του «Ιστορίες που ίσως έχουν συμβεί» [Inner Ear, 2013]– μόνο μαζί με τους
συνεργάτες του (τους B-Movies και τους καλεσμένους) θα τις ολοκληρώσει.
Ο Παυλίδης πλέει, όπως έχω γράψει και παλαιότερα, σ’ έναν
ωκεανό «συμβόλων». Οι στίχοι του προβάλλουν μια μελαγχολία, ακόμη και όταν
αναφέρονται σε ό,τι φωτεινότερο (στον έρωτα π.χ.), επηρεασμένοι από το
νεο-ρομαντικό κλίμα των (ελλήνων) ποιητών του Μεσοπολέμου. Δείγμα: «Μπήκε ο ήλιος στη ψυχή μου πριν προλάβω/
όσα μου έλεγε η βροχή να καταλάβω/ για ένα δρόμο, που επιτέλους έπρεπε να βρω./
Έφυγε όπως ήρθε ξαφνικά η μπόρα/ έξω ο ήλιος περιμένει από ώρα/ παίζει και το
φως στον τοίχο τρέμει σαν νερό». Αυτή η επιμονή στη διατύπωση, δεν δηλώνει
οπωσδήποτε αδιαφορία για τη μουσική (ο Παυλίδης είναι τραγουδοποιός εξάλλου,
δεν είναι ποιητής – δεν είναι πρωτίστως και κυρίως ποιητής). Απλώς
προδιαγράφει, τις περισσότερες φορές, και κατά έναν τρόπο, τα ηχητικά του
«περιβάλλοντα». Ηλεκτρική μουσική, που αναπτύσσεται σε χαμηλούς τόνους, με
ωραία χρήση εγχόρδων (βιόλα-βιολί), πνευστών (κλαρινέτο, τρομπέτα, φλάουτο),
γυναικείων φωνητικών, αλλά και ηλεκτρονικών (μέχρι και ήχους από κάτι σαν mellotron πήρε
τ’ αυτί μου σ’ ένα κομμάτι), η οποία (μουσική) αξιοποιεί πλήρως το λεκτικό του
οπλοστάσιο. Μια σειρά από χαμηλά tempi ανασύρονται λοιπόν, και τα οποία (tempi) σπανίως ξεφεύγουν προς κάτι
εντονότερο, βαρύτερο… rock-ικό
να το πω· όποτε, όμως, συμβαίνει κάτι τέτοιο (κανα-δυο φορές προς το τέλος, στο
«Θα ’ρθει μια μέρα» ας πούμε ή στο «Τόσο κοντά») τα αποτελέσματα είναι το ίδιο
αξιοπρόσεκτα.
Και το εξής. Δεν ξέρω πόσους τραγουδοποιούς απασχολεί,
σήμερα, στιχουργικώς η έννοια… Ελλάδα. Υποθέτω πως οι περισσότεροι θα
σκέπτονται την… Ελλάδα της κρίσης, και θα γράφουν γι’ αυτήν αναλόγως. Πιθανώς
ορισμένοι να βρίζουν, να σιχτιρίζουν, να καταφέρονται επί δικαίων ή αδίκων. Άλλοι,
πάλι, μπορεί να καταπιάνονται με τα ίδια θέματα, μέσω άλλων, ευγενέστερων
διατυπώσεων. Δεν κρίνω αυτή τη στιγμή… υποθέτω, και ίσως να πέφτω έξω. Τον
Παυλίδη, πάντως, τον απασχολεί μιαν άλλη Ελλάδα. Είναι η Ελλάδα του μύθου, της
ιστορίας, του φωτός, της ομορφιάς του φυσικού τοπίου... Η προσέγγισή του αν και
είναι λυρική, και βεβαίως βαθιά συναισθηματική, δεν είναι εκτός τόπου και χρόνου.
Ο Παυλίδης δεν είναι ο… Ιωάννης Πολέμης του 1900. Δεν είναι όμως και ο άνθρωπος
που θα προβάλλει την λαϊκιστική καταγγελία ή τον τεχνοκρατικό κυνισμό, ως συστατικά
στοιχεία της «λύσης» του νέου εγχώριου δράματος. Το λέει καθαρά στις δύο
τελευταίες στροφές της δικής του «Ελλάδας»: «(…)Κατά
τη δόξα όπως τραβά/ παραπατάει πληγωμένη/ δεν ανασταίνεται ποτέ/ γιατί ποτέ της
δεν πεθαίνει. Ορίζοντες και ουρανοί/ κι αυτή η απόκοσμη λιακάδα/ μι’ άγνωστη
χώρα/ μυθική/ κι αυτό που όλοι λέμε Ελλάδα»…
Επαφή: www.inner-ear.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου