Σάββατο 20 Ιουνίου 2020

CÆCILIE NORBY, ANDREAS SCHAERER, WOLFGANG HAFFNER, JAZZRAUSCH BIGBAND, KADRI VOORAND, LAILA BIALI οι νέες εκδόσεις της ACT Music + Vision

CÆCILIE NORBY: Portraying [ACT Music + Vision, 2020]
Όπως είχαμε γράψει πέρυσι σχετικώς με την Cæcilie Norby: «Η δανή τραγουδίστρια δεν είναι τωρινή ούτε στην ACT, ούτε γενικότερα. Βρίσκεται στη σκηνή από τις αρχές των eighties, παίζοντας με electro-rock και funk σχήματα, πριν στρίψει προς την jazz με τα πρώτα CD της στην Blue Note, στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Στην ACT από το 2010, η Norby έχει διάφορα άλμπουμ εκεί, άλμπουμ στα οποία είχε την ευκαιρία να δείξει τόσο τις συνθετικές, όσο και τις ερμηνευτικές δυνατότητές της». 
Στο παρόν CD, το οποίον είναι συλλογή, έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε την Cæcilie Norby σε διάφορες φάσεις της καριέρας της στην ACT, μέσα από δέκα έξι επιλογές (έξι εκ των οποίων ήταν έως τώρα ανέκδοτες). Σ’ αυτά τα ανέκδοτα tracks περιλαμβάνεται ένας Bowie (“Andy Warhol”), ένας Dylan (“Life is hard”), μία Dolly Parton (“Jolene”), ένας Neil Young (“Sugar mountain”) και κάτι ακόμη...
Η συλλογή, φυσικά, στέκεται πολύ καλά (σαν επιλογές, σύνδεση μεταξύ των επιλογών κ.λπ.), καθώς τα «κανονικά» άλμπουμ της Norby στέκονται, τα ίδια, σε πολύ υψηλό επίπεδο, συνδυάζοντας τζαζ τραγούδι φυσικά, μαζί με pop, soft rock, cabaret και άλλα διάφορα στοιχεία.
Με παραγωγές που φυσάνε και με μουσικάρες στα διάφορα teams (Lars Danielsson, Curtis Stigers, Leszek Możdżer, Bugge Wesseltoft, Ulf Wakenius, Marius Neset, Nguyên Lê, Randy Brecker, Rita Marcotulli, Jon Christensen κ.ά.), το “Portraying” δεν μπορεί παρά να είναι μια συλλογή μεγάλης κλάσης (μόνον τα έξι ανέκδοτα tracks να λογαριάσεις είναι το ένα καλύτερο από το άλλο, με κορυφαίο όλων την εκτέλεση στο “Sittinin a window” των Big Fat Snake), που έρχεται να πλασαριστεί στις υψηλότερες των θέσεων, των πρόσφατων κυκλοφοριών της γερμανικής εταιρείας.
ANDREAS SCHAERER: The Waves Are Rising, Dear! [ACT Music + Vision, 2020]
Συνθέτης, τραγουδιστής-βοκαλίστας και ενορχηστρωτής, ο Ελβετός Andreas Schaerer αποτελεί μια σταθερή αξία, για εμάς εδώ στο δισκορυχείον, καθώς έχουμε γράψει τουλάχιστον τέσσερις φορές στο blog (και όχι μόνον για τις δουλειές του στην ACT), τονίζοντας την απαράμιλλη ικανότητά του να προτείνει άλμπουμ που, με το πρώτο κιόλας άκουσμα, να ξεχωρίζουν. Ο χώρος που κινείται ο Schaerer δεν είναι «εύκολος», χωρίς να είναι, ταυτοχρόνως, με ερμητικό τρόπο περφεξιονιστικός. Παρότι λοιπόν τα άλμπουμ του –και το “The Waves Are Rising, Dear!”, για το οποίο θα κάνουμε τώρα λόγο– διαθέτουν μιαν ολίγον ασυνήθιστη στόχευση, στην πράξη είναι εμπλουτισμένα και με ευρύτερα λαϊκά στοιχεία, καθιστώντας τα οικεία στο άκουσμα. Υπάρχει, εννοούμε, ο πειραματισμός, αλλά υπάρχει και ο τρόπος αυτός ακριβώς ο πειραματισμός να μην καταντά μανιέρα ή αυτοσκοπός.
Στο “The Waves Are Rising, Dear!” ο Andreas Schaerer συνεργάζεται με τους Andreas Tschopp τρομπόνι, τούμπα, Matthias Wenger άλτο, σοπράνο, φλάουτο, Benedikt Reising βαρύτονο, άλτο, μπάσο κλαρίνο, Marco Müller μπάσο και Christoph Steiner ντραμς, μαρίμπα (υπάρχουν και δύο guests σε ακορντεόν και φωνή), σε μια σειρά πρωτότυπων συνθέσεων, που ενσωματώνουν jazz, αυτοσχεδιαστικά, world και βοκαλιστικά στοιχεία. 
Έτσι, από την μια μεριά στο άλμπουμ καταγράφονται τραγούδια, που μπορεί να ακούγονται «φυσιολογικά» μέσα στην συνθετική και κυρίως στην ενορχηστρωτική ιδιοτροπία τους (σαν το “To wander towards” για παράδειγμα), και άλλα, στα οποία διαπιστώνεται μια πιο συνολική και πιο «ανεβασμένη» προσέγγιση σ’ εκείνο που αποκαλούμε «ερμηνεία», με tracks σαν το “Water” (με την συνεχή επανάληψη αυτής τής συγκεκριμένης λέξης) ή σαν το έσχατο “Love warrior: Part I-IV” (μια παράξενη σουίτα, εκεί όπου avant-jazz δωματίου, μαζί με spoken word, τραγούδι και βοκαλισμούς δημιουργούν ένα κάπως «μπρεχτικό», θεατρικό, κατασκεύασμα, που έχει τον τρόπο να σε κρατάει σε εγρήγορση και στα εννέα συναπτά λεπτά του).
Ασυνήθιστο, ιδιοσυγκρασιακό και εν τέλει εξαιρετικό άλμπουμ (ένα ακόμη εξαιρετικό), απ’ αυτόν τον ξεχωριστό μουσικό (και την μπάντα του), που γνωρίζει τα όρια ανάμεσα στο λαϊκό και την άρνησή του, επιτυγχάνοντας τα μέγιστα.
WOLFGANG HAFFNER: Kind of Tango [ACT Music + Vision, 2020]
Αν το 2015 ήταν η χρονιά τού “Kind of Cool”, η απόπειρα τού ντραμίστα Wolfgang Haffner να «διαβάσει» την cool jazz των Miles Davis, John Lewis κ.ά., διασκευάζοντας Gershwin και λοιπούς, και συνθέτοντας με γνώμονα τα «ψυχρά» μοτίβα, και το 2017 ήταν η χρονιά τού “Kind of Spain”, η διείσδυσή του δηλαδή στο σώμα της ισπανικής μουσικής, διασκευάζοντας Joaquín Rodrigo, Francisco Tárrega, μα ακόμη Chuck Mangione, Chick Corea κ.ά., τώρα είναι η χρονιά, ή αν θέλετε η ώρα, τού “Kind of Tango” – ενός θαυμάσιου άλμπουμ, που έρχεται να υπογραμμίσει την άνεση τούτου του μουσικού να οργανώνει μάλλον προφανή και κοινά projects, τα οποία, όμως, έχει τον τρόπο να τα υπηρετεί με υψηλή και διακριτική συνέπεια.
Και η διακριτικότητα είναι ένα πολύ βασικό χαρακτηριστικό τού “Kind of Tango”, ενός δίσκου, τέλος πάντων, απλώς συναρπαστικού, που οδηγείται από μουσικούς πολύ μεγάλης κλάσης. Λέμε λοιπόν για τους: Wolfgang Haffner ντραμς, Lars Danielsson μπάσο, τσέλο, Christopher Dell βιμπράφωνο, Simon Oslender πιάνο, Vincent Peirani ακορντεόν και Ulf Wakenius κιθάρα (άπαντες ξεχωριστές μονάδες, εντός και εκτός της ACT), συν τέσσερις ακόμη guests (Alma Naidu φωνή, Sebastian Studnitzky τρομπέτα, Bill Evans σαξόφωνο, Lars Nilsson φλούγκελχορν), που προσφέρουν, και αυτοί, το απαραίτητο «κάτι παραπάνω».
Ήχος ζεστός, βασικά ακουστικός, οριοθετημένος από πλευράς παραγωγής με τέτοιον τρόπο, ώστε να προσιδιάζει σε «κλασικά έργα» του στυλ, και με μια σειρά συνθέσεων πρωτότυπων και όχι, που εναλλάσσονται επιστημονικά, το “Kind of Tango” είναι ένα μαγικό άλμπουμ, το οποίο κινείται μονίμως σε πολύ υψηλά επίπεδα.  
Tango-jazz λοιπόν, ήτοι συνθέσεις των Astor Piazzolla, η κλασική “La cumparsita” του Gerardo Matos Rodríguez, και από ’κει και κάτω μια σειρά πρωτότυπων (του Danielsson, του Haffner και του Wakenius), τα οποία έρχονται να υπογραμμίσουν την ικανότητα αυτών των συνθετών-μουσικών να αναμετρώνται με την παράδοση και να μην φαίνονται «ηττημένοι». Πέραν λοιπόν των αριστουργημάτων του Piazzolla (τύπου “Close your eyes and listen”, “Libertango” κ.λπ.), υπάρχουν και τα “El gato”, “Dando vueltas”, “Tango Cordoba”κ.λπ.), τα οποία δεν σε αφήνουν να πάρεις ανάσα.
JAZZRAUSCH BIGBAND: Beethoven’s Breakdown [ACT Music + Vision, 2020]
Έχουμε ξαναγράψει για την Jazzrausch Bigband και πιο συγκεκριμένα για το χριστουγεννιάτικο άλμπουμ της “Still! Still! Still!” (2019), όπως και για το “Dancing Wittgenstein” (2018). Μια τρίτη στη σειρά αναφορά μας έχει να κάνει με το πιο πρόσφατο CD τής μπάντας, το “Beethovens Breakdown”, που, όπως μαρτυρά και ο τίτλος του, σχετίζεται με τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Εφέτος τον Δεκέμβριο συμπληρώνονται 250 χρόνια από την γέννηση του γερμανού μουσουργού και κάπως έτσι, στην Γερμανία κατ’ αρχάς, ετοιμάζονται ποικίλα projects, που θα έρθουν να πλαισιώσουν τον εορτασμό. Φυσικά, και από μια τέτοια γιορτή, η jazz δεν μπορούσε να λείπει.
Στο Beethovens Breakdown” η 17μελής Jazzrausch Bigband διασκευάζει τέσσερις συνθέσεις του Μπετόβεν (“Piano sonata No. 14in C sharp minor Op. 27 No. 2’Moonlight”, “Symphony No. 7 in A major Op. 92 – II, Allegretto”, “String quartet No. 14 in C sharp minor Op. 131- Part I”, “String quartet No. 14 in C sharp minor Op. 131- Part II”), ενώ παρουσιάζει και μια δική της σύνθεση (“Sonata I-IV”), γραμμένη από τον Leonard Kuhn (χειρίζεται ηλεκτρονικά στην μπάντα).
Ο Μπετόβεν διασκευάζεται στην jazz ήδη από την δεκαετία του ’30, επηρεάζοντας συνθέτες όπως ο Glenn Miller, πιανίστες όπως ο Fats Waller, συγκροτήματα όπως οι Swingle Singers και φυσικά μουσικούς που μπορούσαν να κινηθούν με άνεση στο μεταίχμιο jazz και κλασικής, όπως ήταν ο Friedrich Gulda. Τέλος πάντων οι αναφορές στο κεφάλαιο «Μπετόβεν και Jazz» μπορεί να είναι πάμπολλες, πιάνοντας όλες τις εποχές τής jazz, και σίγουρα δεν παραξενεύει, εκ πρώτης, η απόπειρα της Jazzrausch Bigband να ασχοληθεί με τον θρύλο μουσουργό.
Αν, λοιπόν, υπάρχει κάτι που να παραξενεύει εδώ αυτό είναι η προσπάθεια να «ντανσοποιηθεί» ο Μπετόβεν, να ανακατευτεί με ηλεκτρονικά, και να εναρμονιστεί τοιουτοτρόπως ώστε να γίνει χορευτικός. Σε τέτοιες αποκοτιές, όμως, είναι συνηθισμένη η γερμανική ορχήστρα. Σε παράτολμα σχέδια δηλαδή, τα οποία όμως στην πορεία τής βγαίνουν. Εννοώ πως ενώ στην αρχή είσαι επιφυλακτικός στο άκουσμα ενός τέτοιου project, στην πορεία και κυρίως μετά το πέρας των ακροάσεων αντιλαμβάνεσαι πως αυτή η κατάσταση που εξελίχθηκε μπροστά στ’ αυτιά σου δεν στερείται κάποιας αξίας (αισθητικής εννοούμε) και πως η προσπάθεια να εναρμονιστούν αυτά τα κλασικά των κλασικών έργα είναι επιτυχής (στα μέτρα του δυνατού), όπως επιτυχημένα ήταν και ανάλογα πειράματα στο rock (Ekseption, Vanilla Fudge κ.λπ.) στα χρόνια του ’70.
Ένα ενδιαφέρον στο “Beethovens Breakdown” οπωσδήποτε υπάρχει – πόσω μάλλον όταν η πρωτότυπη “Sonata”, που διαθέτει jazz (εννοείται) και ακόμη «κλασικές», ρομαντικές και techno επιρροές, καταλαμβάνει περισσότερη από την μισή διάρκεια του άλμπουμ.
KADRI VOORAND: In Duo with Mihkel Mälgand [ACT Music + Vision, 2020]
Εσθονή τραγουδοποιός, που εκτός από το να συνθέτει, να γράφει στίχους και να τραγουδά, χειρίζεται περαιτέρω πιάνο, καλίμπα, βιολί και ηλεκτρονικά εφφέ, η Kadri Voorand συνεργάζεται στο παρόν CD με τον Mihkel Mälgand, ο οποίος χειρίζεται κοντραμπάσο, μπάσο, κιθάρα, τσέλο και κρουστά. Το αποτέλεσμα της συνεργασίας τους, ήτοι δώδεκα tracks, καταγράφεται σ’ αυτό το πρώτο CD τους, το “In Duo”, που κυκλοφορεί τώρα από την ACT. Το άλμπουμ περιέχει βασικά τραγούδια σε μουσικές και στίχους της Voorand, αλλά σε μερικά tracks συμμετέχει και ο Mälgand, όπως και ένα-δυο ακόμη ονόματα. Υπάρχει, επίσης, και μια διασκευή στο “They dont really care about us” του Michael Jackson.
Κάπως παράξενο το άκουσμα, καθώς τα τραγούδια επιχειρούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στην jazz, την pop, το folk, και κάποια ακόμη είδη, με τη φωνή τής Voorand, σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό, να τα καθορίζει. Μια φωνή εύπλαστη, δουλεμένη, γυμνασμένη, που τα καταφέρνει εξίσου καλά τόσο στις πιο αναμενόμενες αποδόσεις, όσο και στο τραγούδισμα με ακαθόριστες συλλαβές, το scat singing.
Δεν είναι εύκολο αυτό που πράττουν εδώ οι Voorand και Mälgand. Χρειάζονται κότσια, εννοούμε, να δημιουργήσεις πρωτότυπα τραγούδια, πολλά πρωτότυπα τραγούδια, που να είναι ικανά να συμπληρώσουν ένα long-play και που να μπορεί, ταυτοχρόνως, να σταθούν σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον – σ’ ένα περιβάλλον επικοινωνίας των ειδών και συνδιαμόρφωσης ενός κλίματος κοινής ηχητικής συνισταμένης.
Δεν τα καταφέρνουν άσχημα οι Voorand και Mälgand (“What if I did kill you”, “I drove a 1,000 miles”, “Where would you be”), όμως, σίγουρα, οι εγγενείς δυσκολίες τέτοιων προσπαθειών, υπονομεύουν όσο να ’ναι το τελικό αποτέλεσμα.
LAILA BIALI: Out of Dust [ACT Music + Vision, 2020]
Το δεύτερο άλμπουμ της καναδής τραγουδοποιού Laila Biali για την ACT, μετά το προπέρσινο φερώνυμό της, είναι γεγονός. Αποκαλείται “Out of Dust” και περιλαμβάνει κυρίως δικά της τραγούδια και των συνεργατών της – αλλά και μια διασκευή στο “Take me to the alley” του Gregory Porter.
Το “Out of Dust” είναι ένα ποπ άλμπουμ, με ελαφρές τζαζ αναφορές έως και funk – και οπωσδήποτε αποτελεί ένα πρόσθετο, μιαν «επέκταση» στο ρόστερ της γερμανικής εταιρείας. Είναι απλό, ευχάριστο, μάλλον ωριμότερο του προηγουμένου της (εξ όσων μπορώ να θυμηθώ) και γενικώς δείχνει πως η Biali δεν είναι τυχαία τραγουδοποιός, καθώς οι ικανότητές της είναι ποικίλες και πλήρεις θα λέγαμε – και μάλιστα στοχεύοντας προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Βεβαίως το ύφος των τραγουδιών της είναι κάπως σοφιστικέ, δεν είναι για τα charts (ούτε έχει αυτά κατά νου, προφανώς, η Biali) και, βασικά, και με τέτοιου είδους κομμάτια, απευθύνεται κυρίως σε όσους γουστάρουν τις πιανιστικές μπαλάντες του Elton John ή και του Billy Joel – ένα τεράστιο δηλαδή κοινό. Το αν, τώρα, θα το κατακτήσει, αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, και όχι μόνον από αυστηρώς καλλιτεχνικούς.
Ωραία τραγούδια υπάρχουν εδώ, όπως το “Alpha waves” ας πούμε, κάποια ίσως πρέπει να αποκτήσουν πιο... ποπ διάρκειες, αλλά, και σε γενικές γραμμές, το “Out of Dust” είναι ένα ισορροπημένο CD. Σ’ αυτό συμβάλλουν οπωσδήποτε οι κύριοι οργανοπαίκτες (Laila Biali πιάνο, φωνή, Glenn Patscha όργανο, Rich Brown ηλεκτρικό μπάσο, George Koller ακουστικό μπάσο, Larnell Lewis ντραμς, Ben Wittman ντραμς, κρουστά), μα και οι πέντε φιλοξενούμενοι μουσικοί (σε πνευστά, έγχορδα και φωνές), που πλαισιώνουν το κυρίως γκρουπ, κάνοντάς το να ακούγεται πληρέστερο. 

Η ACT Music + Vision εισάγεται από την AN Music

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου