Το
να ορίσεις την αρχή ενός μουσικού στυλ, στη δισκογραφία, δεν είναι πάντα εύκολο.
Δεν είναι εύκολο να πεις ποιο είναι το πρώτο ψυχεδελικό κομμάτι της ιστορίας ή
πιο είναι το πρώτο πανκ κ.λπ. Ακόμη και στα δικά μας δεδομένα, αν το
περιορίσεις, πάλι δεν είναι εύκολο να γράψεις για το πρώτο ρεμπέτικο ή το πρώτο
ελαφρολαϊκό. Συνήθως αυτές οι «πρωτιές», αποκτούν κάποιο νόημα, όταν κατοχυρώνονται
μέσα από έρευνες, μαζί με παραδοχές, οι οποίες βοηθούν να αποκλείσεις άλλα
ονόματα, που πέφτουν στο τραπέζι, πριν καταλήξεις στο ένα – στο πρώτο.
Από την άλλη μεριά υπάρχει και η άποψη που λέει... τι μας ενδιαφέρουν οι πρωτιές, που δεν τις παίρνει κανένας χαμπάρι; Νόημα έχει κάτι, όταν διαχέεται στον κόσμο, όταν φθάνει παντού και γίνεται αληθινά ποπ. Φυσικά. Αυτό κι αν έχει νόημα – και μάλιστα μεγάλο, αφού μπορεί και επηρεάζει. Όλα, όμως, έχουν το νόημά τους. Και ο πρωτοπόρος, που ανοίγει ένα δρόμο και κάνει κάτι για πρώτη φορά, χωρίς τυμπανοκρουσίες και χωρίς να του έχει πιστωθεί η «ρήξη» με το χθες, αξίζει να μνημονεύεται, μα και αυτός που παίρνει το... ριμπάουντ, δίνοντας αληθινό νόημα σ’ ένα στυλ μουσικής και κάνοντας «επιτυχίες» πρέπει να αναγνωρίζεται. Εδώ πάντως θα γράψουμε για τον πρωτοπόρο.
Ο Gino (Georgino) Cudsi (1940 ή 1943-1992) ήταν γεννημένος στο Σουδάν, από σύρο πατέρα και ελληνίδα μάνα. Η μητρική του γλώσσα, με άλλα λόγια, ήταν η ελληνική, την οποία μιλούσε «τέλεια». Ο άνθρωπος αυτός θα ξετύλιγε την τραγουδιστική καριέρα του σε πολλές χώρες, βεβαίως στην Ελλάδα, αλλά ακόμη και στην Ιταλία, τη Μεγάλη Βρετανία, την Ισπανία, μα και στην τότε Δυτική Γερμανία. Στην Ελλάδα, δε, θα δημιουργούσε καταστάσεις σε όλες τις δεκαετίες – και στα σίξτις, και στα σέβεντις, και στα έιτις, χωρίς ποτέ να εγκαταλείψει δια παντός τη χώρα, στην οποία πάντα θα επέστρεφε, και πάντα θα απασχολούσε τη δισκογραφία με πολλά και εντελώς διαφορετικά, μεταξύ τους, πρότζεκτ.
Εδώ,
τώρα, δεν θα ασχοληθούμε συνολικά με τα κατορθώματα του Gino στην Ελλάδα, αλλά μ’ εκείνο το σπουδαίο που έκανε
στο ξεκίνημά του στα πάτρια – να ηχογραφήσει δηλαδή, πρώτος αυτός, ένα ελληνικό
ροκ τραγούδι και μάλιστα με ελληνικά λόγια.
Ο
Gino είχε ξεκινήσει την πορεία του στην Ιταλία, ως
τραγουδιστής της οπερέτας βασικά, αλλά σύντομα θα έστριβε προς την ποπ, η οποία
θα συγκέντρωνε έκτοτε το μόνιμο ενδιαφέρον του. Στην Ελλάδα πρέπει να έρχεται
για πρώτη φορά το 1962, και κάπως έτσι τον συναντάμε σ’ ένα πρόγραμμα, στις 30
Μαρτίου εκείνης της χρονιάς, στο ξενοδοχείο King
George, καθώς συμμετείχε στο χορό του κολεγίου Αναβρύτων, μαζί
με το συγκρότημά του, τους Lonely Rebels, τον Γεράσιμο Λαβράνο με τους Σολίστ του, και ακόμη
την αληθινά σπουδαία μαύρη αμερικανίδα τραγουδίστρια της τζαζ June Richmond
(που είχε φθάσει να παίζει, τότε, μέχρι και στην Αθήνα). Φυσικά, ο Gino θα ερχόταν και αργότερα στη χώρα – και βασικά το
1964, χρονιά η οποία, εδώ, μας ενδιαφέρει. Όπως γράφει ο Ανδρέας Καλομάρης στο
περιοδικό «Μοντέρνοι Ρυθμοί» (Μ.Ρ.) [τεύχος #6, 16-30 Ιουνίου 1964]:
«Η Αθήνα, που πριν από λίγες ημέρες υποδέχθηκε τον Τζίνο, δεν ήταν άγνωστη στον διάσημο τραγουδιστή. Την είχε ζήσει πριν λίγα χρόνια και είχε αποκομίσει, φεύγοντας, τις καλύτερες εντυπώσεις. Γιατί περνώντας, στην αρχή της καριέρας του, απ’ εδώ, τραγούδησε σε αρκετά κέντρα και καταχειροκροτήθηκε από τους Έλληνες τηναίητζερς. “Ήταν από τις πιο ωραίες στιγμές της ζωής μου” λέει τώρα ο ίδιος. “Ήταν μια ενθάρρυνσι, για να συνεχίσω και να φτάσω εκεί που είμαι σήμερα”».
Σε
τούτο το πρώτο κείμενο των Μ.Ρ. για τον Gino
εκείνο που βασικά παραλείπεται είναι πως ο άνθρωπος αυτός ήταν Έλληνας. Έπειτα,
η αναφορά σε «διάσημο τραγουδιστή» την ίδια εποχή δεν είχε και πάρα πολύ νόημα,
υπό την έννοια πως ο Gino δεν είχε κάνει
κάποια μεγάλη επιτυχία, αφού η παρουσία του στο δυτικογερμανικό τηλεοπτικό “Teenager-Party
’64”
σε σκηνοθεσία Kurt Ulrich,
με τις συμμετοχές και των Peter Kraus, Jack Hammer, Mina, Orchester Max
Greger κ.ά. –που θα κυκλοφορούσε και σε LP από την γερμανική και ισπανική Polydor–, δεν αποτελούσε, σώνει και καλά,
κάποιο διαπιστευτήριο διασημότητας. Ούτε βεβαίως το πρώτο δισκάκι του (ως
είδηση καταγράφεται και στο περιοδικό «Billboard»
της 2ας Μαρτίου 1963), γραμμένο στην Αγγλία με την αξιόλογη ορχήστρα του Johnny Keating,
που περιλάμβανε τα κομμάτια “The secret / Big wide world”
[Parlophone], θα γινόταν επιτυχία.
Απλώς,
τότε, ο Gino ερχόταν ως κάτι «νέο» στην Ελλάδα και έπρεπε με
κάθε τρόπο να προωθηθεί. Μάλιστα, θα βρισκόταν και μια λέξη, η mod («μοντς τραγουδιστής»), ώστε να πλασαριζόταν ο Gino ως κάτι καινούριο στην ελληνική ποπ πραγματικότητα,
που διένυε τότε τα πρώτα δειλά μέτρα της.
Τώρα
από πού κι ως πού... μοντ τραγουδιστής είναι ένα θέμα. Ίσως τούτο να προέκυψε
επειδή ο Gino είχε ήδη κάποια θητεία στο Λονδίνο ή
πάλι γιατί είχε άκρες και στην Ιταλία – και οι mods
γούσταραν τους Ιταλούς, που ήταν μπροστά στο σχέδιο και τη μόδα. Φυσικά και φορούσε
μοδάτα κοστούμια ο Gino, ενώ δεν είμαι
σίγουρος αν άκουγε μαύρη μουσική (jazz, rhythm n’
blues, soul ή και ska), όπως άκουγαν οι mods
ή
αν κυκλοφορούσε με βέσπα. Όπως γράφει και ο Dick
Hebdige στο βιβλίο του «Υπο-κουλτούρα: το νόημα
του στυλ» [Γνώση, 1981]:
«Αντίθετα με
τους προκλητικά ενοχλητικούς teddy boys, οι mods ήταν πιο
διακριτικοί και πιο ήπιοι σε εμφάνιση: φορούσαν σχετικά συντηρητικά κοστούμια,
σε αξιοπρεπείς χρωματισμούς, ήταν σχολαστικά καλοβαλμένοι και διακριτικοί. Τα
μαλλιά τους ήταν γενικά κοντά και καθαρά κι οι mods προτιμούσαν να
συντηρούν το στυλάτο κόψιμο μιας άψογης “γαλλικής φράντζας” με αδιόρατη λακ,
αντίθετα με την υπερβολική μπριγιαντίνη, στοιχεία των ανοιχτά ανδροπρεπών rockers».
Να
μετέφερε, εκείνη την εποχή, τέτοια στοιχεία στην ελληνική πραγματικότητα ο Gino; Τι να πει κανείς... Αλλά από την άλλη μεριά από
πού κι ως πού ο Καλομάρης επέλεξε τη λέξη «μοντς», για να περιγράψει τον τρόπο
του Gino; Είχε πιάσει κάπου το αυτί του τους «μοντς» ή του
την είχε πει (τη λέξη) ο ίδιος ο Gino (που είναι και
το πιο πιθανό), καθώς ερχόταν από την Αγγλία; Αυτά είναι ενδιαφέροντα ερωτήματα,
αλλά είναι ταυτοχρόνως και κάπως δύσκολο να απαντηθούν – οπότε ας τα αφήσουμε
να πλανιούνται.
Η συνέχεια
εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/o-gino-ihografise-1964-gia-proti-fora-stin-ellada-ena-rok-tragoydi-me-ellinika-logia
Από την άλλη μεριά υπάρχει και η άποψη που λέει... τι μας ενδιαφέρουν οι πρωτιές, που δεν τις παίρνει κανένας χαμπάρι; Νόημα έχει κάτι, όταν διαχέεται στον κόσμο, όταν φθάνει παντού και γίνεται αληθινά ποπ. Φυσικά. Αυτό κι αν έχει νόημα – και μάλιστα μεγάλο, αφού μπορεί και επηρεάζει. Όλα, όμως, έχουν το νόημά τους. Και ο πρωτοπόρος, που ανοίγει ένα δρόμο και κάνει κάτι για πρώτη φορά, χωρίς τυμπανοκρουσίες και χωρίς να του έχει πιστωθεί η «ρήξη» με το χθες, αξίζει να μνημονεύεται, μα και αυτός που παίρνει το... ριμπάουντ, δίνοντας αληθινό νόημα σ’ ένα στυλ μουσικής και κάνοντας «επιτυχίες» πρέπει να αναγνωρίζεται. Εδώ πάντως θα γράψουμε για τον πρωτοπόρο.
Ο Gino (Georgino) Cudsi (1940 ή 1943-1992) ήταν γεννημένος στο Σουδάν, από σύρο πατέρα και ελληνίδα μάνα. Η μητρική του γλώσσα, με άλλα λόγια, ήταν η ελληνική, την οποία μιλούσε «τέλεια». Ο άνθρωπος αυτός θα ξετύλιγε την τραγουδιστική καριέρα του σε πολλές χώρες, βεβαίως στην Ελλάδα, αλλά ακόμη και στην Ιταλία, τη Μεγάλη Βρετανία, την Ισπανία, μα και στην τότε Δυτική Γερμανία. Στην Ελλάδα, δε, θα δημιουργούσε καταστάσεις σε όλες τις δεκαετίες – και στα σίξτις, και στα σέβεντις, και στα έιτις, χωρίς ποτέ να εγκαταλείψει δια παντός τη χώρα, στην οποία πάντα θα επέστρεφε, και πάντα θα απασχολούσε τη δισκογραφία με πολλά και εντελώς διαφορετικά, μεταξύ τους, πρότζεκτ.
«Η Αθήνα, που πριν από λίγες ημέρες υποδέχθηκε τον Τζίνο, δεν ήταν άγνωστη στον διάσημο τραγουδιστή. Την είχε ζήσει πριν λίγα χρόνια και είχε αποκομίσει, φεύγοντας, τις καλύτερες εντυπώσεις. Γιατί περνώντας, στην αρχή της καριέρας του, απ’ εδώ, τραγούδησε σε αρκετά κέντρα και καταχειροκροτήθηκε από τους Έλληνες τηναίητζερς. “Ήταν από τις πιο ωραίες στιγμές της ζωής μου” λέει τώρα ο ίδιος. “Ήταν μια ενθάρρυνσι, για να συνεχίσω και να φτάσω εκεί που είμαι σήμερα”».
https://www.lifo.gr/culture/music/o-gino-ihografise-1964-gia-proti-fora-stin-ellada-ena-rok-tragoydi-me-ellinika-logia
Vassilis Serafimakis
ΑπάντησηΔιαγραφήΘυμάμαι ήμουνα πρωτάκι στο Γυμνάσιο κι ένας μαυρειδερός τσαμπουκαλής τής 5ης-6ης Γυμνασίου, με κάνα δυό χρονάκια στην ίδια τάξη, φόραγε καμπάνα μπλουτζήν ιδίας κατασκευής, δηλαδή ήταν ολοφάνερα τα ανοίγματα από άλλο μπλουτζήν, οι ραφές, κτλ.
Κυκλοφορούσε στην αυλή με τρανζιστοράκι στον αμερικάνο (και με φαβορίτα, τότε) και με το ύφος που περιέγραφαν οι αφηγήσεις γιά τούς κουτσαβάκηδες: προκλητικό γιά καυγά με κάνα ευκατάστατο παιδί που θα ειρωνευόταν το μπλουτζήν, κάτι που ποτέ φυσικά δεν προέκυψε, δεν τολμούσε ουδείς. Επί Δικτατορίας αυτά. Μετά πολλά χρόνια μαθαίναμε ότι διέπρεπε στούς αναρχικούς δρόμους.