Η δική μου γνώμη είναι πως πρέπει να επανα-ανακαλύψουμε τη
λιτότητα και τον έναν, ορισμένο και περιορισμένο, στόχο. Σε κάθε τι. Στα πάντα.
Το (ξανα)λέω ακούγοντας το «Χρονοτριβείο» [Μετρονόμος, 2024] του νέου
τραγουδοποιού Γιάννη Κονταράτου, ένα πολύ περιποιημένο CD, ενσωματωμένο σ’ ένα hardback, βαρύ cover, με 56 σελίδες ένθετο,
περιέχον μελοποιήσεις ποιημάτων του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη.
Τι μελοποιήσεις; Δεν μπορείς να το περιγράψεις με δυο λόγια, και αυτό γιατί η προσέγγιση του Κονταράτου είναι πληθωρική, αφού χρησιμοποιούνται πολλά όργανα, πολλές φωνές, πολλά στουντιακά κόλπα, πολλά εφφέ, πολλοί μουσικοί εννοείται – με το «πολύ» να είναι εκείνο που πρωταγωνιστεί στο «Χρονοτριβείο».
Μία πρώτη ερώτηση, που θα μπορούσε να τεθεί, θα ήταν η εξής. Ταιριάζει το «πολύ» με την ποίηση του Λαπαθιώτη. Προσωπικώς, θα απαντούσα «όχι» και από εκεί αρχίζουν τα όποια «προβλήματα».
Ο Κονταράτος έχει ιδέες βεβαίως, και γενικότερα και για τη συγκεκριμένη ποίηση, αλλά το θέμα που τίθεται εδώ είναι αν η προσέγγισή του αναδεικνύει την ποίηση του Λαπαθιώτη ή αν την χρησιμοποιεί, προκειμένου να αναδείξει κάτι άλλο. Έχω τη γνώμη πως συμβαίνει το δεύτερο.
Ο Κονταράτος συνθέτει έναν «ηχητικό κόσμο», που εμπεριέχει και τα λόγια του ποιητή, μαζί με όλα τ’ άλλα αισθητικά εν πολλοίς ζητήματα, που, σίγουρα, τον απασχολούν. Οι field recordings, τα ηχητικά εφφέ, οι παρουσίες των ηλεκτρονικών (ατασθαλιών), μα και των βιολιών, των υπολοίπων εγχόρδων και των πνευστών, ακόμη και των φωνών, λειτουργούν πληθωριστικά, εντός του συνολικού ακούσματος, με αποτέλεσμα ο ποιητικός λόγος να αγκομαχεί κάτω απ’ όλο αυτό το... μπαρόκ σκηνικό που στήνει ο Κονταράτος.
Η δική μου γνώμη είναι πως η ποίηση απαιτεί μια πιο καθαρή προσέγγιση, χωρίς πολλές έξωθεν επεμβάσεις (το πολύ δεν μπορούν να το διαχειριστούν πολλοί). Πόσο μάλλον η ποίηση του Λαπαθιώτη, που έχει από μόνη της ρυθμό, και που διαβάζεται μουσικά από τον καθένα μας.
Δηλαδή, για να το πω ξεκάθαρα, εγώ διαφωνώ επί της αρχής με τον τρόπο του Κονταράτου στο «Χρονοτριβείο», χωρίς τούτο να σημαίνει πως δεν βρίσκω και θετικές προτάσεις στη δουλειά του.
Κατ’ αρχάς το μεγάλο κομμάτι του άλμπουμ, το 15λεπτο «Φαντάσματα» έχει πολύ ενδιαφέρον σαν περιβαλλοντική electronica, αλλά θα είχε το ίδιο ακριβώς ενδιαφέρον και χωρίς την πνιχτή απαγγελία των στίχων του Λαπαθιώτη. Θέλω να πω πως η ποίηση, εδώ, δεν προσφέρει σχεδόν τίποτα ή απολύτως τίποτα. Το κομμάτι θα ήταν το ίδιο καλό και χωρίς αυτήν. Και εν ολίγοις, με ένα ακόμη αναλόγου ύφους 15λεπτο (για την άλλη πλευρά ενός υποτιθέμενου βινυλίου) ο Κονταράτος θα είχε δημιουργήσει έναν «και γ@μώ» τους δίσκους.
Υπάρχουν μελοποιήσεις του Κονταράτου, που αξίζουν εδώ και που έχουν ένα νόημα (ή και περισσότερα). Και βασικά αυτές είναι οι πιο... φειδωλές. Για παράδειγμα το «Ψυχή της νύχτας», που έχει μόνο ούτι, λίγη κιθάρα, και ακόμη ένα (αχρείαστο για μένα) rhodes – συν την φωνή φυσικά. Ωραία θλιμμένη μπαλάντα. Πρώτο όλων όμως είναι το λαϊκό «Η ζωή μέσα στ’ όνειρό μου» (με τη στεντόρεια φωνή του Θοδωρή Κρητικού), με μπουζούκι, ακορντεόν, κιθαρίτσες (για ακόρντα και μελωδία) κι ένα κοντραμπάσο. Φοβερό τραγούδι!
Ο Κονταράτος, θέλω να πω, δεν είναι τυχαίος (και η «Επιστροφή» του έχει ενδιαφέρον), απλώς έχω την αίσθηση πως, εδώ, έπεσε θύμα μιας (δικής του) ανάγκης να φτιάξει κάτι εντυπωσιακό, που να μπορεί να επιβληθεί δια του όγκου του. Αλλού, όμως, βρίσκεται η ουσία. Τα είπαμε... μην τα ξαναπούμε...
Επαφή: www.metronomos.gr
Τι μελοποιήσεις; Δεν μπορείς να το περιγράψεις με δυο λόγια, και αυτό γιατί η προσέγγιση του Κονταράτου είναι πληθωρική, αφού χρησιμοποιούνται πολλά όργανα, πολλές φωνές, πολλά στουντιακά κόλπα, πολλά εφφέ, πολλοί μουσικοί εννοείται – με το «πολύ» να είναι εκείνο που πρωταγωνιστεί στο «Χρονοτριβείο».
Μία πρώτη ερώτηση, που θα μπορούσε να τεθεί, θα ήταν η εξής. Ταιριάζει το «πολύ» με την ποίηση του Λαπαθιώτη. Προσωπικώς, θα απαντούσα «όχι» και από εκεί αρχίζουν τα όποια «προβλήματα».
Ο Κονταράτος έχει ιδέες βεβαίως, και γενικότερα και για τη συγκεκριμένη ποίηση, αλλά το θέμα που τίθεται εδώ είναι αν η προσέγγισή του αναδεικνύει την ποίηση του Λαπαθιώτη ή αν την χρησιμοποιεί, προκειμένου να αναδείξει κάτι άλλο. Έχω τη γνώμη πως συμβαίνει το δεύτερο.
Ο Κονταράτος συνθέτει έναν «ηχητικό κόσμο», που εμπεριέχει και τα λόγια του ποιητή, μαζί με όλα τ’ άλλα αισθητικά εν πολλοίς ζητήματα, που, σίγουρα, τον απασχολούν. Οι field recordings, τα ηχητικά εφφέ, οι παρουσίες των ηλεκτρονικών (ατασθαλιών), μα και των βιολιών, των υπολοίπων εγχόρδων και των πνευστών, ακόμη και των φωνών, λειτουργούν πληθωριστικά, εντός του συνολικού ακούσματος, με αποτέλεσμα ο ποιητικός λόγος να αγκομαχεί κάτω απ’ όλο αυτό το... μπαρόκ σκηνικό που στήνει ο Κονταράτος.
Η δική μου γνώμη είναι πως η ποίηση απαιτεί μια πιο καθαρή προσέγγιση, χωρίς πολλές έξωθεν επεμβάσεις (το πολύ δεν μπορούν να το διαχειριστούν πολλοί). Πόσο μάλλον η ποίηση του Λαπαθιώτη, που έχει από μόνη της ρυθμό, και που διαβάζεται μουσικά από τον καθένα μας.
Δηλαδή, για να το πω ξεκάθαρα, εγώ διαφωνώ επί της αρχής με τον τρόπο του Κονταράτου στο «Χρονοτριβείο», χωρίς τούτο να σημαίνει πως δεν βρίσκω και θετικές προτάσεις στη δουλειά του.
Κατ’ αρχάς το μεγάλο κομμάτι του άλμπουμ, το 15λεπτο «Φαντάσματα» έχει πολύ ενδιαφέρον σαν περιβαλλοντική electronica, αλλά θα είχε το ίδιο ακριβώς ενδιαφέρον και χωρίς την πνιχτή απαγγελία των στίχων του Λαπαθιώτη. Θέλω να πω πως η ποίηση, εδώ, δεν προσφέρει σχεδόν τίποτα ή απολύτως τίποτα. Το κομμάτι θα ήταν το ίδιο καλό και χωρίς αυτήν. Και εν ολίγοις, με ένα ακόμη αναλόγου ύφους 15λεπτο (για την άλλη πλευρά ενός υποτιθέμενου βινυλίου) ο Κονταράτος θα είχε δημιουργήσει έναν «και γ@μώ» τους δίσκους.
Υπάρχουν μελοποιήσεις του Κονταράτου, που αξίζουν εδώ και που έχουν ένα νόημα (ή και περισσότερα). Και βασικά αυτές είναι οι πιο... φειδωλές. Για παράδειγμα το «Ψυχή της νύχτας», που έχει μόνο ούτι, λίγη κιθάρα, και ακόμη ένα (αχρείαστο για μένα) rhodes – συν την φωνή φυσικά. Ωραία θλιμμένη μπαλάντα. Πρώτο όλων όμως είναι το λαϊκό «Η ζωή μέσα στ’ όνειρό μου» (με τη στεντόρεια φωνή του Θοδωρή Κρητικού), με μπουζούκι, ακορντεόν, κιθαρίτσες (για ακόρντα και μελωδία) κι ένα κοντραμπάσο. Φοβερό τραγούδι!
Ο Κονταράτος, θέλω να πω, δεν είναι τυχαίος (και η «Επιστροφή» του έχει ενδιαφέρον), απλώς έχω την αίσθηση πως, εδώ, έπεσε θύμα μιας (δικής του) ανάγκης να φτιάξει κάτι εντυπωσιακό, που να μπορεί να επιβληθεί δια του όγκου του. Αλλού, όμως, βρίσκεται η ουσία. Τα είπαμε... μην τα ξαναπούμε...
Επαφή: www.metronomos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου