Οι
περιπέτειες του Ηλία Πετρόπουλου (26 Ιουνίου 1928 – 3 Σεπτεμβρίου 2003) με τις
φυλακές είναι γνωστές μέσες-άκρες και σχετικώς καταγραμμένες. Πάντως πολλά
αγνοούνται, ευρύτερα, σε σχέση με το θέμα. Πως ο Ηλίας Πετρόπουλος, φερ’
ειπείν, δεν έκανε φυλακή μόνο για θέματα που σχετίζονταν με καταδικαστικές
αποφάσεις έναντι των βιβλίων και των δημοσιευμάτων του – αν και καλό είναι τώρα
να μην επεκταθούμε, μένοντας προσηλωμένοι στο πιο ειδικό ζήτημα, που εδώ θα μας
απασχολήσει.
Η φυλακή για τον Ηλία Πετρόπουλο υπήρξε «σχολείο» ή και «πανεπιστήμιο». Στο βιβλίο του «της φυλακής» [Πλειάς, 1975] μαθαίνουμε πολλά για τις δραστηριότητές του εκεί – πολλά απ’ αυτά που υποπτευόμαστε, τέλος πάντων, από μιαν απλή ανάγνωση διαφόρων πονημάτων και μελετών του. Γράφει κάπου στην αρχή:
«Εν πάση περιπτώσει, όταν ήμουνα στη φυλακή εδιπλάρωνα κατάδικους του κοινού ποινικού δικαίου, και, κυρίως, παιδιά της φάρας (τουτέστιν του υποκόσμου). Εδώ και τριάντα χρόνια παρακολουθώ με πάθος και σεβασμό τον τρόπο που ζουν και σκέφτονται, καθώς και τον τρόπο που εκφράζονται και αντιδρούν οι άνθρωποι του υποκόσμου. Με τον καιρό αλλάζω στάση απέναντί τους. Παιδιόθεν μισούσα τους ρασοφορεμένους, ενώ αγαπούσα όσους είχαν τα χεράκια τους δεμένα με αλυσίδες. Γιατί δεν ξεχνώ την εποχή όπου μικρές ομάδες καταδίκων με τα χέρια στους κελεψέδες, κατευθύνονταν στα δικαστήρια συνοδευόμενες από κουστοδίες τζανταρμάδων – και δεν ξεχνώ εκείνες τις διαβατικές κυρούλες που βάζανε στις τσέπες αυτών των καταδίκων κουλούρια και τσιγάρα, και, κάποτε κάνα φράγκο». (12/3/1975)
Μέσα
στις φυλακές ο Ηλίας Πετρόπουλος κατέγραφε υλικό, το οποίο χρησιμοποιούσε στα
βιβλία του, που, όπως εκείνο το «της φυλακής»... «συνοδεύονται από αρκετά ντοκουμέντα». Για δε τα ντοκουμέντα λέει
πως... «αποτελούν το σημαντικότερο μέρος
του βιβλίου» και πως όλα αυτά τα είχε βγάλει... «απ’ την φυλακή κρυφά και πληρώνοντας αδρά». (12/3/1975)
Για να γράψει κάποια στιγμή, στη συνέχεια, κάτι πολύ τρανό και αποφασιστικό (πάντα από το ίδιο βιβλίο) πως... «στη φυλακή λύθηκε η ψυχή μου, στη φυλακή κατέκτησα την ελευθερία μου». (16/4/1975)
Μπήκε κάμποσες φορές στη φυλακή ο Ηλίας Πετρόπουλος, κατά την διάρκεια της δικτατορίας και μία από αυτές σχετιζόταν με το λυρικό κείμενό του «Σώμα», που διαβάζεται και ως ποίημα, και το οποίον είχε δημοσιευθεί στο τεύχος #3/4 του θεσσαλονικιώτικου λογοτεχνικού περιοδικού «τραμ», τον Φλεβάρη του 1972.
Το κείμενο-ποίημα ήταν γραμμένο το 1969 (είχε δημοσιευθεί τότε για πρώτη φορά) και όπως διαβάζουμε στην τελευταία-τελευταία πρότασή του... «Αυτά, και κάποια άλλα που με τρομάζουν και που δεν γράφονται / σκέφτομαι σαν βλέπω τις γυμνές γυναίκες του Παύλου Μοσχίδη».
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/vivlio/soma-toy-ilia-petropoyloy-ena-lyriko-keimeno-poy-apagoreytike-ki-enas-syggrafeas-poy
Η φυλακή για τον Ηλία Πετρόπουλο υπήρξε «σχολείο» ή και «πανεπιστήμιο». Στο βιβλίο του «της φυλακής» [Πλειάς, 1975] μαθαίνουμε πολλά για τις δραστηριότητές του εκεί – πολλά απ’ αυτά που υποπτευόμαστε, τέλος πάντων, από μιαν απλή ανάγνωση διαφόρων πονημάτων και μελετών του. Γράφει κάπου στην αρχή:
«Εν πάση περιπτώσει, όταν ήμουνα στη φυλακή εδιπλάρωνα κατάδικους του κοινού ποινικού δικαίου, και, κυρίως, παιδιά της φάρας (τουτέστιν του υποκόσμου). Εδώ και τριάντα χρόνια παρακολουθώ με πάθος και σεβασμό τον τρόπο που ζουν και σκέφτονται, καθώς και τον τρόπο που εκφράζονται και αντιδρούν οι άνθρωποι του υποκόσμου. Με τον καιρό αλλάζω στάση απέναντί τους. Παιδιόθεν μισούσα τους ρασοφορεμένους, ενώ αγαπούσα όσους είχαν τα χεράκια τους δεμένα με αλυσίδες. Γιατί δεν ξεχνώ την εποχή όπου μικρές ομάδες καταδίκων με τα χέρια στους κελεψέδες, κατευθύνονταν στα δικαστήρια συνοδευόμενες από κουστοδίες τζανταρμάδων – και δεν ξεχνώ εκείνες τις διαβατικές κυρούλες που βάζανε στις τσέπες αυτών των καταδίκων κουλούρια και τσιγάρα, και, κάποτε κάνα φράγκο». (12/3/1975)
Για να γράψει κάποια στιγμή, στη συνέχεια, κάτι πολύ τρανό και αποφασιστικό (πάντα από το ίδιο βιβλίο) πως... «στη φυλακή λύθηκε η ψυχή μου, στη φυλακή κατέκτησα την ελευθερία μου». (16/4/1975)
Μπήκε κάμποσες φορές στη φυλακή ο Ηλίας Πετρόπουλος, κατά την διάρκεια της δικτατορίας και μία από αυτές σχετιζόταν με το λυρικό κείμενό του «Σώμα», που διαβάζεται και ως ποίημα, και το οποίον είχε δημοσιευθεί στο τεύχος #3/4 του θεσσαλονικιώτικου λογοτεχνικού περιοδικού «τραμ», τον Φλεβάρη του 1972.
Το κείμενο-ποίημα ήταν γραμμένο το 1969 (είχε δημοσιευθεί τότε για πρώτη φορά) και όπως διαβάζουμε στην τελευταία-τελευταία πρότασή του... «Αυτά, και κάποια άλλα που με τρομάζουν και που δεν γράφονται / σκέφτομαι σαν βλέπω τις γυμνές γυναίκες του Παύλου Μοσχίδη».
https://www.lifo.gr/culture/vivlio/soma-toy-ilia-petropoyloy-ena-lyriko-keimeno-poy-apagoreytike-ki-enas-syggrafeas-poy
Από το fb...
ΑπάντησηΔιαγραφήΘανάσης Αντωνίου
Καταπληκτικό κείμενο. Ρε τι μάγκες υπήρχαν εκείνα τα χρόνια...
Yorgos I. Allamanis
Θυμάμαι τον ΗΠ να μου λέει στο Παρίσι (τέλη δεκαετίας του ’80), με πόσο μένος ο εισαγγελέας και οι δικαστές του ανέλυσαν τον αντιπατριωτικό-αντεθνικό, όπως τον εξέλαβαν, στίχο «Και την πατρίδα λησμονώ μπρος σ’ ένα γυμνό νεανικό γυναικείο σώμα».
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
Ναι έκανε μπαμ αυτό, πολύ περισσότερο και από το "αιδοίον".