Η
ταινία «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα...»
(1979) του Νίκου Νικολαΐδη έχει
πιστούς θαυμαστές δεκαετίες τώρα. Παρότι στην εποχή της επικρίθηκε σφόδρα από
την κριτική, ο κόσμος, κάποιος κόσμος τέλος πάντων, οι ροκάδες ας πούμε, αγάπησαν
και αποθέωσαν στη διαδρομή την ταινία – ενώ σήμερα, 44 χρόνια μετά, η αποδοχή
της φαίνεται να είναι πανθομολογημένη.
Για τα «Κουρέλια...» είχα εκφράσει κάποιες αντιρρήσεις σε δύο τουλάχιστον αναρτήσεις, στο προσωπικό μου μπλογκ, πριν από δώδεκα χρόνια (2011). Εκείνα τα ποστ είχαν κάνει τότε εντύπωση (δεν λέω θετική ή αρνητική), έχοντας αποτελέσει βάση για μια μεγάλη συζήτηση, μαζεύοντας περισσότερα από 120 σχόλια(!), σε μιαν εποχή όπου η μπλογκόσφαιρα ήταν ακόμη στα πάνω της.
Οι διαφωνίες μου με την ταινία δεν είχαν να κάνουν με την σκηνοθεσία του Νίκου Νικολαΐδη, που ήταν εντυπωσιακή (και όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα), ούτε με τη μουσική της, ούτε με τους ηθοποιούς και τις ερμηνείες τους, ούτε με τα υπόλοιπα τεχνικά χαρακτηριστικά της.
Φυσικά δεν με ενοχλούσαν, ως θεατή, ούτε τα διάφορα «ακατονόμαστα», που συνέβαιναν στα «Κουρέλια...», καθότι στο σινεμά έχουμε δει πολύ χειρότερα και δη «τα πάντα» (και σε προσωπικό επίπεδο δήλωνα και δηλώνω πάντα «άνετος» ως θεατής), παρά μόνον η προσπάθεια, η διάθεση του Νίκου Νικολαΐδη να συνδέσει το ροκ εντ ρολ με τη βία, την παραβατικότητα και την εγκληματικότητα. Αυτό ήταν κάτι που κυριαρχούσε στην ταινία, κάτι που το θεωρούσα αντιδραστικό και που, ασυζητητί, με δυσαρεστούσε, αφού δεν γινόταν να το παραβλέψω.
Βεβαίως δεν υπονόησα ποτέ πως οι ροκεντρολάδες των φίφτις ήταν «παιδιά του κατηχητικού», αλλά από ’κει και μέχρι του σημείου να εμφανίζεται το ίδιο το ροκ εντ ρολ, και κατ’ επέκτασιν το ροκ, σε παράλληλη τροχιά με την παραβατική συμπεριφορά υπάρχει χάος.
Με άλλα λόγια δεν μπορείς εύκολα να παραβλέψεις το γεγονός πως η απαγωγή, ο βιασμός και οι δύο φόνοι στο φιλμ, που είναι πολύ βασικά στοιχεία της μυθοπλασίας, συντελούνται υπό την επίδραση του ροκ εντ ρολ. Είναι εκεί αυτά, δείχνονται και κυριαρχούν στο πανί. Δεν γίνεται να τα αγνοήσεις.
Το ότι υπήρξαν ρόκερ που παρανόμησαν ή μπήκαν φυλακή ακόμη και για βιασμούς ή για φόνους, αυτό δεν λέει κάτι. Δεν ενοχοποιείται το ροκ εντ ρολ, εννοώ, γι’ αυτό. Δεν είναι το ροκ εντ ρολ o προθάλαμος της βίας και της ασυδοσίας. Ο ρόκερ δεν είναι χουλιγκάνος. Δεν υπάρχει κανένας κώδικας «ροκ δεοντολογίας», που να επιβάλλει κάτι τέτοιο.
Βεβαίως οι αρνητικές κριτικές της εποχής δεν είχαν να κάνουν με αυτή καθ’ αυτή την λάθος εικόνα, που δημιουργούσε η ταινία για το ροκ εντ ρολ (θα ήταν πολύ προχωρημένο κάτι τέτοιο, για το ελληνικό 1979!), μα με ζητήματα τυπικής «ηθικής τάξεως», που έρχονταν από παλιά. Για παράδειγμα ο κριτικός Αντώνης Μοσχοβάκης στην «Αυγή» είχε γράψει πως «ο Νικολαΐδης είναι δεξιοτέχνης του κινηματογράφου, αλλά τα όνειρα των ηρώων του είναι εγκλήματα, βιασμοί, ναρκωτικά και τα παρόμοια».
Το να δείχνονται εγκλήματα σε μια ταινία δεν σημαίνει a priori πως η ταινία είναι αντιδραστική, πως ομνύει στη βία, πως προπαγανδίζει τη βία κ.λπ. Αυτά είναι προφανή, θέλω να πω, εδώ και δεκαετίες.
Ο «ηθικός πανικός» στα τέλη των σέβεντις ήταν απότοκο των δεκαετιών του ’50 και του ’60. Της μετεμφυλιακής Ελλάδας, του κράτους της δεξιάς, της Εκκλησίας και των παρεκκλησιαστικών οργανώσεων, που είχαν επιχειρήσει να επιβάλλουν την ηθικοπλαστική ατζέντα τους στην κοινωνία.
Τότε ο κινηματογράφος βαλλόταν, στ’ αλήθεια, και από παντού, μέσα από άρθρα των υπερ-συντηρητικών σε περιοδικά κι εφημερίδες, μέσα από βιβλία, ομιλίες, συμπόσια κ.λπ., ως ο βασικότερος υπεύθυνος τού δήθεν εκμαυλισμού της νεολαίας (τεντυμποϊσμός κ.λπ.).
Όλα αυτά στα τέλη της δεκαετίας του ’70 είχαν κάπως ξεπεραστεί, σε σχέση με τον κινηματογράφο (καθώς πολλά genres είχαν πλέον απενοχοποιηθεί, για πολλούς και διαφόρους λόγους), αλλά, ως φαίνεται, εξακολουθούσε να προκαλεί το γεγονός πως ο Κωνσταντίνος Τζούμας και ο Άλκης Παναγιωτίδης (εκ των πρωταγωνιστών των «Κουρελιών...»), φωτογραφίζονταν με το γυμνό, μέσα σε σελοφάν, πτώμα της γυναίκας, οδηγώντας τον A. Μοσχοβάκη να αναφωνήσει... «επιτέλους, λίγο σεβασμό στους νεκρούς»! Δεν επρόκειτο περί αυτού...
Τέλος πάντων, για να το ολοκληρώσουμε, και για να μην επεκταθούμε –καθότι άλλο είναι το θέμα μας, εδώ–, τα «Κουρέλια...» είχαν πάρει, τότε, πολλές κακές κριτικές, για λάθος, όμως, λόγους.
Το σάουντρακ της ταινίας «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα...»
Ένα από τα πολύ θετικά στοιχεία του φιλμ «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα...» είναι τα τραγούδια τής rock ’n’ roll era, που ακούγονται στην ταινία του Νίκου Νικολαΐδη – όχι πάντα ροκ εντ ρολ, αλλά της αυτής εποχής σε γενικές γραμμές. Λέμε για περισσότερα από 25 κομμάτια (τραγούδια και ορχηστρικά), που ακούγονται στην ταινία, σε διάφορες σκηνές της – όχι ολόκληρα, μα σ’ ένα χαρακτηριστικό μέρος τους.
Τα τραγούδια αυτά δεν τα είχε επιλέξει ο Νίκος Νικολαΐδης, μα ένας άνθρωπος, που ήξερε καλά, καλύτερα από τον καθένα τη μουσική εκείνης της εποχής, και αυτός δεν ήταν άλλος από τον Άρη Μπέλλη, ο οποίος έφυγε πρόσφατα από τη ζωή (μάθαμε για τον χαμό του, στις 31 Μαΐου).
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/cinema/i-tainia-ta-koyrelia-tragoydane-akoma-kai-rok-ent-rol-stin-ellada-ton-50s
Για τα «Κουρέλια...» είχα εκφράσει κάποιες αντιρρήσεις σε δύο τουλάχιστον αναρτήσεις, στο προσωπικό μου μπλογκ, πριν από δώδεκα χρόνια (2011). Εκείνα τα ποστ είχαν κάνει τότε εντύπωση (δεν λέω θετική ή αρνητική), έχοντας αποτελέσει βάση για μια μεγάλη συζήτηση, μαζεύοντας περισσότερα από 120 σχόλια(!), σε μιαν εποχή όπου η μπλογκόσφαιρα ήταν ακόμη στα πάνω της.
Οι διαφωνίες μου με την ταινία δεν είχαν να κάνουν με την σκηνοθεσία του Νίκου Νικολαΐδη, που ήταν εντυπωσιακή (και όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα), ούτε με τη μουσική της, ούτε με τους ηθοποιούς και τις ερμηνείες τους, ούτε με τα υπόλοιπα τεχνικά χαρακτηριστικά της.
Φυσικά δεν με ενοχλούσαν, ως θεατή, ούτε τα διάφορα «ακατονόμαστα», που συνέβαιναν στα «Κουρέλια...», καθότι στο σινεμά έχουμε δει πολύ χειρότερα και δη «τα πάντα» (και σε προσωπικό επίπεδο δήλωνα και δηλώνω πάντα «άνετος» ως θεατής), παρά μόνον η προσπάθεια, η διάθεση του Νίκου Νικολαΐδη να συνδέσει το ροκ εντ ρολ με τη βία, την παραβατικότητα και την εγκληματικότητα. Αυτό ήταν κάτι που κυριαρχούσε στην ταινία, κάτι που το θεωρούσα αντιδραστικό και που, ασυζητητί, με δυσαρεστούσε, αφού δεν γινόταν να το παραβλέψω.
Βεβαίως δεν υπονόησα ποτέ πως οι ροκεντρολάδες των φίφτις ήταν «παιδιά του κατηχητικού», αλλά από ’κει και μέχρι του σημείου να εμφανίζεται το ίδιο το ροκ εντ ρολ, και κατ’ επέκτασιν το ροκ, σε παράλληλη τροχιά με την παραβατική συμπεριφορά υπάρχει χάος.
Με άλλα λόγια δεν μπορείς εύκολα να παραβλέψεις το γεγονός πως η απαγωγή, ο βιασμός και οι δύο φόνοι στο φιλμ, που είναι πολύ βασικά στοιχεία της μυθοπλασίας, συντελούνται υπό την επίδραση του ροκ εντ ρολ. Είναι εκεί αυτά, δείχνονται και κυριαρχούν στο πανί. Δεν γίνεται να τα αγνοήσεις.
Το ότι υπήρξαν ρόκερ που παρανόμησαν ή μπήκαν φυλακή ακόμη και για βιασμούς ή για φόνους, αυτό δεν λέει κάτι. Δεν ενοχοποιείται το ροκ εντ ρολ, εννοώ, γι’ αυτό. Δεν είναι το ροκ εντ ρολ o προθάλαμος της βίας και της ασυδοσίας. Ο ρόκερ δεν είναι χουλιγκάνος. Δεν υπάρχει κανένας κώδικας «ροκ δεοντολογίας», που να επιβάλλει κάτι τέτοιο.
Βεβαίως οι αρνητικές κριτικές της εποχής δεν είχαν να κάνουν με αυτή καθ’ αυτή την λάθος εικόνα, που δημιουργούσε η ταινία για το ροκ εντ ρολ (θα ήταν πολύ προχωρημένο κάτι τέτοιο, για το ελληνικό 1979!), μα με ζητήματα τυπικής «ηθικής τάξεως», που έρχονταν από παλιά. Για παράδειγμα ο κριτικός Αντώνης Μοσχοβάκης στην «Αυγή» είχε γράψει πως «ο Νικολαΐδης είναι δεξιοτέχνης του κινηματογράφου, αλλά τα όνειρα των ηρώων του είναι εγκλήματα, βιασμοί, ναρκωτικά και τα παρόμοια».
Το να δείχνονται εγκλήματα σε μια ταινία δεν σημαίνει a priori πως η ταινία είναι αντιδραστική, πως ομνύει στη βία, πως προπαγανδίζει τη βία κ.λπ. Αυτά είναι προφανή, θέλω να πω, εδώ και δεκαετίες.
Ο «ηθικός πανικός» στα τέλη των σέβεντις ήταν απότοκο των δεκαετιών του ’50 και του ’60. Της μετεμφυλιακής Ελλάδας, του κράτους της δεξιάς, της Εκκλησίας και των παρεκκλησιαστικών οργανώσεων, που είχαν επιχειρήσει να επιβάλλουν την ηθικοπλαστική ατζέντα τους στην κοινωνία.
Τότε ο κινηματογράφος βαλλόταν, στ’ αλήθεια, και από παντού, μέσα από άρθρα των υπερ-συντηρητικών σε περιοδικά κι εφημερίδες, μέσα από βιβλία, ομιλίες, συμπόσια κ.λπ., ως ο βασικότερος υπεύθυνος τού δήθεν εκμαυλισμού της νεολαίας (τεντυμποϊσμός κ.λπ.).
Όλα αυτά στα τέλη της δεκαετίας του ’70 είχαν κάπως ξεπεραστεί, σε σχέση με τον κινηματογράφο (καθώς πολλά genres είχαν πλέον απενοχοποιηθεί, για πολλούς και διαφόρους λόγους), αλλά, ως φαίνεται, εξακολουθούσε να προκαλεί το γεγονός πως ο Κωνσταντίνος Τζούμας και ο Άλκης Παναγιωτίδης (εκ των πρωταγωνιστών των «Κουρελιών...»), φωτογραφίζονταν με το γυμνό, μέσα σε σελοφάν, πτώμα της γυναίκας, οδηγώντας τον A. Μοσχοβάκη να αναφωνήσει... «επιτέλους, λίγο σεβασμό στους νεκρούς»! Δεν επρόκειτο περί αυτού...
Τέλος πάντων, για να το ολοκληρώσουμε, και για να μην επεκταθούμε –καθότι άλλο είναι το θέμα μας, εδώ–, τα «Κουρέλια...» είχαν πάρει, τότε, πολλές κακές κριτικές, για λάθος, όμως, λόγους.
Το σάουντρακ της ταινίας «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα...»
Ένα από τα πολύ θετικά στοιχεία του φιλμ «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα...» είναι τα τραγούδια τής rock ’n’ roll era, που ακούγονται στην ταινία του Νίκου Νικολαΐδη – όχι πάντα ροκ εντ ρολ, αλλά της αυτής εποχής σε γενικές γραμμές. Λέμε για περισσότερα από 25 κομμάτια (τραγούδια και ορχηστρικά), που ακούγονται στην ταινία, σε διάφορες σκηνές της – όχι ολόκληρα, μα σ’ ένα χαρακτηριστικό μέρος τους.
Τα τραγούδια αυτά δεν τα είχε επιλέξει ο Νίκος Νικολαΐδης, μα ένας άνθρωπος, που ήξερε καλά, καλύτερα από τον καθένα τη μουσική εκείνης της εποχής, και αυτός δεν ήταν άλλος από τον Άρη Μπέλλη, ο οποίος έφυγε πρόσφατα από τη ζωή (μάθαμε για τον χαμό του, στις 31 Μαΐου).
https://www.lifo.gr/culture/cinema/i-tainia-ta-koyrelia-tragoydane-akoma-kai-rok-ent-rol-stin-ellada-ton-50s
Σχόλια από το fb...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑντώνης Νικολάου
Πολύ αναλυτικό το άρθρο… μια παρατήρηση μόνο .. γενικά δεν διαβάζω στις αναλύσεις για τα «κουρέλια» το πώς συνδέεται το σενάριο της ταινίας με το τραγούδι που λέει ο Κόμο, νομίζω είναι πολύ κομβική πληροφορία να καταλάβουμε ότι οι φόνοι στην ταινία «δικαιολογούνται» μέσω του κομματιού. Δηλαδή ότι σκοτώνουν τις γυναίκες και τις τυλίγουν με σελοφάν για να τις κάνουν να μοιάζουν με κούκλες βιτρίνας, όπως περιγράφει ο Κόμο στο τραγούδι, δηλαδή ότι είναι ερωτευμένος με μια κούκλα βιτρίνας (που την ονομάζει Γκλεντόρα)… αυτό βέβαια όντως συνδέει ευθέως μια βίαιη πράξη με τη μουσική των ‘50s, αλλά αφήνει και πολύ χώρο για χιούμορ (κατά την ταπεινή μου γνώμη).. κάπως το ελαφρύνει όλο αυτό..
Φώντας Τρούσας
To θέμα της σύνδεσης του ροκ εντ ρολ και του ροκ ευρύτερα με την παραβατικότητα και την «επαναστατικότητα», έτσι όπως αυτές εντάσσονται μέσα στον «ροκ τρόπο ζωής» κυριαρχούσε εκείνη την εποχή (που γυριζόταν η ταινία) στην Ελλάδα. Στο ίδιο μοτίβο κινείται και ο «οργισμένος Βαλκάνιος». Είναι μια ευρύτερη αντίληψη αυτή, που ξεπερνά κατά πολύ τo πώς αντιμετωπίζεται η κούκλα Glendora στο τραγούδι (που σε κάθε περίπτωση ήταν κούκλα και όχι άνθρωπος). Για την σχέση του τραγουδιού με την ταινία τα γράφει και η wiki.
Ηλίας Ηλιάδης
Είναι ο Άρης που είχε το μαγαζί, στην Σπ. Τρικούπη, λίγο μετά την πλατεία στο δεξί χέρι?
το Κουτοί μη Τόποι
ως συνήθως
Aris Karampeazis
Ωχ ωχ ωχ... πάμε για Ιουλιανά.
Jimi Sokratis
ΔιαγραφήΜετά τον ΒΠΠ ήταν πολιτική των ΗΠΑ να κάνει πολιτιστική εξαγωγή στην δυτική Ευρώπη για να ''δέσει'' τους πληθυσμούς πολιτισμικά μαζί της άρα να είναι δυσκολότερο να παν με τους άλλους, τους ανατολικούς. Ήταν ψυχροπολεμική στρατηγική. Θυμάμαι σε ένα παλιό ρεπορτάζ χωρίς σύνορα που έλεγε ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 50 και για πολλά χρόνια μόνο η αμερικανική πρεσβεία έκανε δημοσκοπήσεις στην χώρα με κύριο στόχο αρχικά την επιρροή του κομμουνισμού στον πληθυσμό και καθώς επεκτεινόταν το κεφάλαιο και η κατανάλωση άρχισαν να επεκτείνονται οι έρευνες στις καταναλωτικές συνήθειες και ανάγκες στην Ελλάδα.
Mike Beles
good
Ferris Costas
Η "παρέα του Γκρην Παρκ" είχε άλλα πρότυπα και άλλες συνήθειες από τους ροκάδες της δεκαετίας του 1960. Και φυσικά, τα τραγούδια τους, δεν ήσαν αποκλειστικά ροκ ν' ρολλ, αλλά είχαν και μπαλάντες, και άλλα που συνδέονταν με ταινίες που αγαπήσανε. Όσο για τις κριτικές των Κουρελιών (και όχι μόν) μου θυμίζουν τους χωριάτες που κυνηγούσαν την Κάτια Δανδουλάκη, επειδή... κεράτωνε τον άντρα της... στους Πανθέους.