ULTRA ZOOK: S/T [Atypeek Music / Gnougn Records
/ Dur et Doux / Mon Cul c’est du Tofu / Araki Records / Un Archet dans le Yucca
/ Not a Pub / Kakakids Records, 2019]
Δύσκολη περίπτωση οι
Γάλλοι Ultra Zook
(Benjamin Bardiaux, Rémi Faraut, Emmanuel Siachoua). Δύσκολη και
σχετικώς ακατάτακτη συνάμα – καθώς με κόπο θα βρεις απλές ταμπέλες για να περιγράψεις
εκείνο που προτείνουν τόσο σε γενικές γραμμές, όσο και ειδικότερα (στο παρόν, τέταρτο,
άλμπουμ τους).
Το “Ultra Zook”
είναι πολύ παράξενο ως άκουσμα, συνδυάζοντας (και γι’ αυτό είναι παράξενο)
«ζαππισμούς» και στιγμές avant-αποστασιοποιημένου
rock (R.I.O. ας
πούμε ή και zeuhl σε
κάποιες φωνητικές φάσεις), με ποικίλα παραδοσιακά (ακόμη και βαλκανικά) στοιχεία
και tropical sounds
(τύπου kalimba steel bands).
Όλα αυτά ανακατεμένα με προσοχή και σίγουρα με κάποιαν έμπνευση, ώστε το ηχητικό
αποτέλεσμα να ξεπερνά το πρωταρχικό στάδιο τού ξαφνιάσματος και να «κάθεται»
λίγο πιο πέρα.
Οπωσδήποτε αυτή η πειραματική διάθεση κουβαλά στοιχεία
ευρύτερου searching από
τη μεριά των Ultra Zook,
παρότι χρειάζονται κι άλλα κότσια (ακόμη πιο ισχυρά) ώστε να ξεφύγει από τούτο
το πρωταρχικό στάδιο τού ψαξίματος και του παιξίματος (με τους ήχους, τους
ρυθμούς, τα τέμπι κ.λπ.), αγγίζοντας φάσεις αληθινής δημιουργίας.
Σπάνε κώδικες, είναι αλήθεια, οι Ultra Zook (δεν είναι τυχαίοι), αλλά
μάλλον χρειάζονται και κάτι ακόμη, για να μην σπάνε, ταυτοχρόνως, και… καρύδια.
LUCY IN BLUE: In Flight [Karisma Records]
Ένα από τα καλύτερα φλοϋδικά
(ex-Pink Floyd) συγκροτήματα, που έχω
ακούσει τα τελευταία χρόνια (και είναι πολλά), είναι τούτοι εδώ οι Ισλανδοί,
από το Reykjavik.
Τα ονόματά τους είναι Arnaldur Ingi Jónsson πλήκτρα,
φωνή, Kolbeinn Þórsson ντραμς,
Matthías Hlífar Mogensen μπάσο,
φωνή και Steinþór Bjarni Gíslason κιθάρες, φωνή, με το πιο πρόσφατο άλμπουμ τους να τιτλοφορείται “In Flight”. Μόλις το δεύτερο τής μικρής,
έως σήμερα, δισκογραφικής διαδρομής τους, το “In Flight”
κυκλοφορεί ήδη σε LP, CD και digital,
φιλοδοξώντας να φέρει στο προσκήνιο τέσσερα νέα και… τίμια παιδιά, που έχουν
εντρυφήσει στο progressive rock των early seventies, κατορθώνοντας (το ακατόρθωτο;)
να μην ακούγονται σαν μια tribute μπάντα.
Και δεν είναι μόνον οι α λα Pink Floyd μελωδίες τους και οι Gilmour-ικές
πενιές τους, αλλά και οι γενικότερες progressive αναφορές
τους, που μπορεί να πιάνουν και άλλες μεγάλες μπάντες της εποχής (όπως τους Camel για παράδειγμα), διατηρώντας, πάντα, μια πρωτογενή έμπνευση.
Θέλω να πω πως κομμάτια σαν το 10λεπτο “In flight” δεν τ’ ακούς σήμερα εύκολα στη
δισκογραφία, γιατί ελάχιστοι πλέον μπορούν να συνθέσουν μ’ έναν τέτοιο…
ξεπερασμένο, αλλά θαρρετό τρόπο.
Πολύ καλοί!
SANS TITRE: #1 [Atypeek Music / Ormo Records]
Αγέρωχο γαλλικό αβαντγκαρντίστικο-ηλεκτρονικό κουιντέτο (Toma Gouband ντραμς,
κρουστά, πέτρες, Mathias Delplanque live sampling
& audio processing, Gabriel Lemaire άλτο
& βαρύτονο σαξόφωνα, Matthieu Prual άλτο, μπάσο κλαρίνο, D'Incise πλήκτα, αντικείμενα, ηλεκτρονικά), οι Sans Titre έχουν
τώρα ένα LP/CD, που έρχεται να πλασαριστεί
σε καλή σειρά σ’ αυτό το είδος της νέας πειραματικής, που έχει μετεξελιχθεί και
κάπως σε hip τα τελευταία χρόνια (αν και περισσότερο στην πιο noisy εκδοχή
του).
Όχι, εδώ ο «θόρυβος» δεν πρωταγωνιστεί. Είναι κατά βάση
ανύπαρκτος (αν εξαιρέσεις κάποια περιορισμένης διάρκειας feedbacks). Εκείνο, όμως, που
πρωταγωνιστεί είναι ένα βαθύ αυτοσχεδιαστικό πνεύμα, με κραταιά στοιχεία cosmic (άχρονες, χωρίς αρχή
και τέλος, και αργές εναλλαγές γύρω από ακαθόριστες μελωδικές θέσεις), που δεν
ακουμπά, έντονα, πουθενά, εμφανίζοντας στοιχεία ισχυρής ηχητικής
«προσωπικότητας».
Ούτε αμιγές ηλεκτρονικό, ούτε ηλεκτρικό, ούτε ακουστικό, το “#1”
μπορεί να είναι ένα άλμπουμ για «λίγους», αλλά αυτό δεν σημαίνει πως η
«δυσκολία» του είναι αυτοσκοπός. Ιδίως το δεύτερο track, η Β Πλευρά (γιατί το άλμπουμ
είναι πλευρά και track)
είναι εντυπωσιακό, δείχνοντας, για ακόμη μία φορά, το γιατί οι Γάλλοι, στη
«δύσκολη» μουσική, δεν είχαν και δεν θα έχουν αντίπαλο.
HELHEIM: Rignir [Dark Essence Records /
Soulfood, Plastic Head, 2019]
Πολλά χρόνια στη σκηνή, οι Helheim από το Μπέργκεν της Νορβηγίας,
είναι οπωσδήποτε μία από τις ηγετικές μπάντες του τοπικού black metal και του γενικότερου Viking metal. Στο δέκατο άλμπουμ
τους, που αποκαλείται “Rignir”
διασώζουν και την αγριότητα του στυλ (με τα κολασμένα φωνητικά, τα ανελέητα riffs και το επικό ρυθμικό
τμήμα), αλλά και τη μελωδική διάστασή του με τις progressive καταβολές,
και την επισταμένη δουλειά σε αρμονικό και μελωδικό τομέα. Για το τι ακριβώς
τραγουδούν εδώ οι Helheim δεν μπορείς να καταλάβεις, καθώς η γλώσσα που γράφουν τα
λόγια τους είναι άγνωστη προς εμένα (έχω την εντύπωση ότι δεν είναι καν
νορβηγικά, αλλά κάτι άλλο – ίσως κάτι πιο πριν απ’ αυτά), όμως, εξ όσων διάβασα
στο δίκτυο πρέπει να «παίζουν» και εδώ, ως θέματα, οι παγανιστικές δοξασίες των
προ-προγόνων τους.
Από μουσικής πλευράς πάντως το άλμπουμ στέκεται πάρα πολύ
καλά, καθώς όλα τα κομμάτια είναι αυτό που λέμε «ένα κι ένα». Υπάρχουν tracks εδώ, που σαν ήχος δεν
έχουν και την πιο βαθιά σχέση σε όλη τους την έκταση με το βαρύ μέταλλο, και
είναι εξαιρετικά (όπως το εισαγωγικό “Rignir” για παράδειγμα) και άλλα, που διαθέτουν έναν μεταλλικό
περφεξιονισμό που σε στέλνει… στα τάρταρα φυσικά (“Vindarblástr”). Με φοβερές
εισαγωγές κοντά στον ήχο, ενίοτε, των Seigmen (άκου το “Stormviðri”), οι Helheim παραδίδουν ένα άλμπουμ (2LP, CD και digital), που θα κάνει μεγάλη εντύπωση
(και όχι μόνον στους metal fans).
ORSAK:OSLO: S/T [Cargo Records / Kapitän Platte,
2019]
Όπως διαβάζω οι Orsak:Oslo δημιουργήθηκαν κάπου στην Σκανδιναυία (μάλλον στη Σουηδία)
από τον Christian (από
το Γκέτεμποργκ) και τον Øyvind
(από το Όσλο). Αργότερα αυτούς τους δύο πλαισίωσε ο Bjarne (σε πλήκτρα αρχικώς και μετά σε
κιθάρες), για να προστεθεί ένας ακόμη, ο Peter, στο μπάσο, το 2016. Ως τετράδα, δε, οι Orsak:Oslo φαίνεται πως συνεχίζουν ακόμη. Λέω «φαίνεται», επειδή το
παρόν LP/CD τού
συγκροτήματος είναι το πρώτο τους και είναι συλλογή – βγαλμένη από προηγούμενα digital EP τους.
Ένα του 2019 και όλα τα υπόλοιπα από τη διετία 2017-18.
Σαν συλλογή, λοιπόν, το “Orsak:Oslo”
στέκεται σε υψηλό επίπεδο – και το λέμε τούτο, επειδή ο ήχος, καθ’ όλη τη
διάρκεια τού ηχογραφημένου υλικού, είναι ο «αυτός». Υπάρχει, σε κάθε περίπτωση,
μια συνέχεια, μιαν ώσμωση ανάμεσα στα κομμάτια, που τα καθιστά, εν πολλοίς, tracks ενός κανονικού long-play και όχι ενός compilation.
Τώρα, όσον αφορά στην κατεύθυνση που κινούνται αισθητικώς οι
Orsak:Oslo, που είναι και το σημαντικότερο να
ειπωθεί, τα πράγματα είναι μάλλον ξεκάθαρα.
Υπάρχει ένα «χάσιμο», που έχει kraut και όχι ψυχεδελικά χαρακτηριστικά,
ενώ ο ήχος είναι γενικώς βαρύς, χωρίς να είναι σκληρός (hard), αναπτυγμένος μέσα από αργά και
μέσα tempi (συνήθως).
Ναι, και το stoner
παίζει σαν χαρακτηρισμός εδώ, όπως παίζει και ένα είδος motorik στο πρώτο μόνο track του άλμπουμ, το “052 tipping point”. Από ’κει και κάτω…
πέφτει βαρύς ο ουρανός και σε πλακώνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου